Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Δόμνα Σαμίου: Της Κυρά - Θάλασσας



Μία από τις πιο σημαντικές εκπροσώπους του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, η Δόμνα Σαμίου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 χρόνων. Σπουδαία ερμηνεύτρια και ερευνήτρια της παραδοσιακής μουσικής, συνέβαλε τα μέγιστα στη διάσωση καλλιτεχνικών θησαυρών του Ελληνισμού, και είδε το έργο της να αναγνωρίζεται και εκτός ελληνικών συνόρων.
Η Δόμνα Σαμίου άφησε την τελευταία της πνοή το βράδυ, ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Αμαλία Φλέμιγκ, χτυπημένη από λευχαιμία. Γεννημένη το 1928, από γονείς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, αφήνει πίσω της πλούσιο έργο στον τομέα της παραδοσιακής μουσικής. Τραγουδούσε μέχρι που χτυπήθηκε από τη λευχαιμία και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις. Αποκορύφωμα ήταν το μετάλλιο με το οποίο τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο, το 2005.

Αιωνία της η μνήμη.

«Απέραντη η θάλασσα, απέραντος κι ο αριθμός των τραγουδιών που μιλούν γι' αυτήν και με αυτήν. Τραγούδια φτιαγμένα από θαλασσινούς σε κάθε ακτή της ελληνικής γης, νησιωτικής ή στεριανής, το καθένα ζυμωμένο με το χαρακτήρα του τόπου: άλλα ανάλαφρα, χαρούμενα, άλλα αυστηρά, βαριά κι ασήκωτα, άλλα γεμάτα παράπονο και παρακάλεση, άλλα, τέλος, φορτωμένα μνήμες που ιστορίζονται δίχως τη χρεία ημερολογίου. Από τον Πόντο ως κάτω στην Κάρπαθο, από την Ιερισσό μέχρι τη Νίσυρο, από την Κύμη μέχρι τον μικρασιατικό Τσεσμέ, απέναντι, και από την Πελοπόννησο ως τη Λέσβο, θαλασσινά τραγούδια ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα». Με τα παραπάνω λόγια, η Δόμνα Σαμίου περιγράφει τη στενή σχέση των Ελλήνων με τα θαλασσινά τραγούδια. Η χώρα μας εξάλλου, είναι «κυκλωμένη από θάλασσα που, αιώνες τώρα, ορίζει την καθημερινή ζωή και καθορίζει τη μοίρα της: τρόπος και τόπος βιοπάλης, πύλη επικοινωνίας και τείχος άμυνας, δρόμος που χωρίζει και ενώνει... Το άγριο, αφρισμένο πέλαγος, η γαλήνη της μπουνάτσας, ο φλοίσβος των κυμάτων γίνονται εικόνες που, σαν μαζευτούν πολλές, γυρνάνε σε τραγούδι».
Από την απεραντοσύνη των τραγουδιών που ο λαός μας αφιέρωσε στη θάλασσα και στους ανθρώπους της, η Δ. Σαμίου προσφέρει μια συλλογή με είκοσι οκτώ τραγούδια και τρεις σκοπούς. Τα τραγούδια «Της Κυρα - Θάλασσας» που περιλαμβάνονται στον καινούριο διπλό CD της ακούραστης «μέλισσας» του δημοτικού μας τραγουδιού, παρουσιασμένα με όλη της την τέχνη και την αγάπη τα προσφέρει «σε όσους έχουν ακόμα αυτιά για να τα ακούν, να τα χαρούν και να τα αφήσουν στα παιδιά τους». Σε αυτήν την τελευταία παραγωγή του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής της Δ. Σαμίου διασώζονται άγνωστα και πολύ παλιά θαλασσινά τραγούδια από τη νησιωτική αλλά και στεριανή Ελλάδα. Ανάμεσά τους και το τραγούδι «της τάβλας για τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου», με τίτλο «Τριάντα καράβια αρμένιζαν», που η Δ. Σαμίου διδάχτηκε από τον αξέχαστο δάσκαλό της Σίμωνα Καρά και από τότε δεν το ξανάκουσε. «Αν δεις καράβι να περνά της Οχτονιάς τον κάβο/ βγάλε το μαντιλάκι σου και κάνε μου σινιάλο. Θάλασσα πλατιά, θάλασσα πλατιά,/ θάλασσα πλατιά, κακούργα ξενιτιά». Με το τραγούδι «Αν δεις καράβι να περνά», που η Δ. Σαμίου κατέγραψε στην Κύμη της Εύβοιας από την Ασυνού Μπούνια, 55 χρόνων, το 1976 αρχίζει να ξεδιπλώνεται το εξαίρετο αυτό δισκογραφικό υλικό. Για ν' ακολουθήσουν μεταξύ άλλων τα: «Ηρθαν τα Κρητικά παιδιά», που κατέγραψε η Δ. Σαμίου στην Ιερισσό Χαλκιδικής από τον Γιώργο Τζίτζο, το 1972, το Χιώτικο «Βαρέθηκα Μανούλα μου», που η Δ. Σαμίου το «έμαθε από τον Χιώτη ψάλτη Ζαχαρία Μικέδη, όταν το δίδαξε στη χορωδία του Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, τη δεκαετία του 1960», το «Κακλαμάνικο» και το «Κάτω στο Γιαλό», που κατέγραψε στο Τρίκκερι του Πηλίου από τον Δημήτριο Φαλκή, 80 χρόνων, το 1976, το «Θέλω ν' ανέβω στα ψηλά», που κατέγραψε στο Σκουτάρο Λέσβου από τη δεκάχρονη Φιλισία Βουρτζούμη και τη γιαγιά της, το 1975... Και το μελωδικό ταξίδι συνεχίζεται με τραγούδια από τη Νίσυρο («Ηθέλησεν ο κυρ Βοριάς»), Σκιάθο («Νύχτα ήταν που φιλιόμαστε»), Κάλυμνο («Ο μισεμός είναι καημός»), Προποντίδα («Ολους τους μήνες τους θέλω»), Ανατολική Θράκη («Σε καινούρια βάρκα μπήκα»), Μικρά Ασία («Νανούρισμα», «Γιω Μαργιώ»), Πόντος («Κάτω σην άσπρην θάλασσαν») κ.ά.
Τα περισσότερα κομμάτια ερμηνεύει η ίδια η Δόμνα Σαμίου, ενώ τα υπόλοιπα συνεργάτες της από περιοχές που ανήκουν τα τραγούδια: Βαγγέλης Δημούδης, Μιχάλης Ζωγραφίδης, Κατερίνα Παπαδοπούλου, Δημήτρης Φαλκής, Παντελής Μαντζούρης, Νίκος Οικονομίδης, Σπύρος Κούκος, Κώστας Αντιμισιάρης, Νίκος Γιαμαρέλος, Ηλίας Υφαντίδης και τα παιδιά Γιώργος Παπαδόπουλος και Στεφανία Σαμακοβίτη.
Οπως όλες τις προηγούμενες παραγωγές του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου, ο διπλός δίσκος ακτίνας συνοδεύεται από καλαίσθητο τρίγλωσσο βιβλιαράκι (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά), με στίχους όλων των τραγουδιών, κείμενα της λαογράφου - εθνολόγου Μιράντας Τερζοπούλου και της διδάκτορος Βυζαντινής Αρχαιολογίας Μαγδαληνής Παρχαρίδου - Αναγνώστου, καθώς και πλούσια εικονογράφηση. Το άλμπουμ «της Κυρα Θάλασσας» σε μια εποχή που καλλιεργείται η λήθη και η φτήνια διασώζει ένα μέρος της μουσικής μας παράδοσης, μα πάνω απ' όλα της ψυχής μας.

Ρ. ΣΟΥΛΗ



Περιεχόμενα


Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Aφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν πριν το 1985

(Το ξανα-έφερε το μέηλ)


H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε.

Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή.

Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες.

Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση.

Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μας βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους». Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε χωρίς να μας δημιουργούνται ψυχολογικά τραύματα.


Τρώγαμε
γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο.

Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα.

Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.


Δεν είχαμε
Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα, μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία.

Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου!


Πηγαίναμε με το ποδήλατο
ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα.. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;

Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Τι φρίκη!

Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά.

Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ; ) : D : P


Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε.
Δεν θα πρέπει να μάς παραξενεύει που τα σημερινά παιδιά είναι κακομαθημένα και χαζοχαρούμενα.

Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς». συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Η θειά η Μαγδαληνή απ' το Παλιό Κλήμα Σκοπέλου

Μικρό ἐγκώμιο...
Σέ ὧρες εὐφρόσυνες καί κατανυκτικές, ἑορταστικές ὧρες καί σημαδεμένες, καθώς ὅριζαν μέ εὐθύνη καί ἱεροπρέπεια τό σύνορο πού μᾶς ὁδηγεῖ στὸν «φωτοποιόν καιρόν τῆς ἐγκρατείας» (Κάθισμα Ὄρθρου Τετάρτης Α΄ Ἑβδομάδος), τέτοιες ὧρες, λοιπόν, ἐπέλεξε ὁ Κύριος καί Δέσποτας τῆς ζωῆς μας νὰ καλέσει σιμά του τή Μητέρα. Γιατὶ ἐκεῖνες τίς στιγμές στὰ Μοναστήρια διαβάζεται ἡ Ἐνάτη Ὥρα καί στή συνέχεια τελεῖται, μέσα σέ κλίμα συγκινήσεως καί θεοφιλίας, ὁ Ἑσπερινός τῆς Συγχωρήσεως.
Ἀσφαλῶς ἡ ἐπώδυνος δοκιμασία της, ἡ ἀπουσία της ἀπό τόν οἰκεῖο της χῶρο, τό πολυφίλητο Παλιό Κλῆμα, τό χωριό της, ἦταν τά ἐπιπρόσθετα στοιχεῖα, πού τῆς χάριζαν τῆς ἐπιστροφῆς τή Νοσταλγία, ἔστω καί νοερά...
Γιατί έκεῖνο πού τήν ἀνάπαυε ἦταν τό «οἰκίας περιβάλλον» (Κ.Π.Καβάφης), τό σπίτι της στό χωρίο, πού δέν το ἐγκατέλειψε, ὅταν ὅλοι μετακομίσανε στό νέο οἰκισμό, ἀλλά παρέμεινε ἐκεῖ, φυλάσσοντας τόν τόπο. Ὅπως οἱ παλιοί οἱ ἀσκητές. Τό γιατί μπορεῖ κανένας νά τό καταλάβει, ὅταν βιώσει γεγονότα καί πρόσωπα τρισόλβια πού πέρασαν ἀπό κείνο τό εὐλογημένο (κάποτε) χωριό. Τό παλιό τό Κλῆμα. Καί δέν ἦταν μόνον αὐτά. Ἦταν καί ὁ παλιός ὀ φοῦρνος τοῦ πατέρα της πού δούλεψε γιά σαράντα περίπου χρόνια, παράγοντας ένα ψωμί ποὺ ἀπόμεινε στὴν ἱστορία, ὥστε ξένα ἔντυπα καί τηλεοπτικά μέσα νά ἀσχοληθοῦν μέ αὐτήν. Ἔτσι ὁ φοῦρνος τῆς Μαγδαληνῆς ἔγινε τό κέντρο ἐνδιαφέροντος στούς ξένους ἐπισκέπτες, πού ἄφησαν παρακαταθήκη καί τίς φωτογραφίες πού συνοδεύουν αὐτό τό κείμενο καί βρίσκονται στό διαδίκτυο.
Κάποτε, σέ χρόνια ἀκμῆς τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ ὁ φοῦρνος ἐκεῖνος ἦταν κάτι σάν τό κέντρο τοῦ χωριοῦ. Ἰδιαίτερα τίς χρονιάρες μέρες, τότε πού ζύμωναν τίς ἁγιοβασιλιάτικες καί πασχαλινές κουλοῦρες. Ἤ ὅταν ζύμωναν καί ἔψηναν τά τσουρέκια τοῦ γάμου, τά γλυκά, τίς πίττες τῆς Ἀποκριᾶς καί τῆς Σαρακοστῆς. Ὡστόσο ὁ φοῦρνος ὑπῆρξε καί τό ...στεγνωτήριο τοῦ ρουχισμοῦ τῶν τσοπάνηδων καί κάποιων ἀγροτῶν, σέ καιρό ἄγριου χειμώνα.
Τά χρόνια πέρασαν. Τό χωριό χτυπήθηκε ἀπό τούς σεισμούς, μεταφέρθηκε σέ ἀσφαλῆ τόπο, ξεχάστηκε ἀπό τούς ντόπιους ὁ φοῦρνος καί μόνο οἱ ξένοι τόν ἐπισκέπτονταν ἤ καί λιγοστοί συντοπίτες. Ἡ θειά ἡ Μαγδαληνή παράμενε στή θέση της μέχρι πού κάποια θερινή μέρα κατάλαβε πώς γέρασε πιά, ἄφησε τό φοῦρνο καί παράμεινε, χειμώνα-καλοκαίρι στό χωριό, ὡς ἄλλος φύλακας, ἀφοῦ ὅλοι οἱ κάτοικοι εἶχαν φύγει πιά. Μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 2011, ὅταν ἀρρώστησε καί βρέθηκε σωματικά ἀλλοῦ. Ὡστόσο ἡ ψυχή της, ἡ σκέψη καί τό εἶναι της ὁλάκερο παρέμεινε στό Κλῆμα. Στό ὁποῖο σεργινᾶ ἀπό τίς 4 περίπου τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, ὅταν ἄφησε τήν ἔσχατη πνοή της τήν ὥρα τοῦ μεσημεριανοῦ τοῦ ὕπνου, ὅπου ὀνειρευόταν... Τί ἄλλο ἀπό τό Κλῆμα, τούς προγόνους, τό φοῦρνο, τή φύση πού σιγά-σιγά ὑποδεχόταν τήν ἄνοιξη μέ τίς ἀμυγδαλιές ν᾿ ἀνθίζουν καί νά εὐωδιάζουν, ὅπως ἡ ὡραία της ψυχή. Λές καί ἡ Μυροφόρος Μαρία ἡ Μαγδαληνή τῆς δώρισε κάποιες ἀπό τίς εὐλογημένες της εὐωδιές...
π.κ.ν.κ 26-2-2012