Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Η παράδοση ως κίνδυνος και ως ελπίδα (+ π.Βασιλείου Γοντικάκη)

Η παράδοση ως κίνδυνος και ως ελπίδα (Antifono.gr) - YouTube
Ομιλία του πατρός Βασιλείου Γοντικάκη


Μετά από όλα αυτά, νομίζω, μπαίνω κατευθείαν στο θέμα.

Εάν είχαμε περισσότερη άνεση χρόνου, θα προτιμούσα να μιλήσω προφορικά. Επειδή, όμως, είμαστε αναγκασμένοι να τηρήσουμε τον χρόνο, έχω γράψει ένα κείμενο, το οποίο ζητώ συγγνώμη γιατί είναι σύντομο και γραμμένο πρόχειρα, οπότε θα το διαβάσω λίγο αργά και στη συνέχεια θα πούμε περισσότερα στη συζήτηση.
Υπάρχουν δύο παραδόσεις:
Η μία, όπου δεσπόζουν οι δεσπότες και οι άρχοντες των εθνών, και η άλλη, όπου τιμώνται εκείνοι που ζητούν να γίνει το θέλημα του Ενός.

Στην ελληνική παράδοση συναντούμε έναν μικρό λαό με μεγάλες απαιτήσεις. Έχει μια παιδικότητα στην έκπληξη· τον ξαφνιάζει το μυστήριο της ζωής. Ζητά την αλήθεια για την αλήθεια — όχι για να τη χρησιμοποιήσει σε κάτι άλλο. Όπως τα παιδιά αγαπούν το παιχνίδι για το ίδιο το παιχνίδι, έτσι κι εκείνοι αγαπούν τη γνώση για τη γνώση.

Περιεχόμενο της απασχόλησής τους είναι η απορία που τους γεννά η ζωή· ζητούν την αιτία αυτού του μυστηρίου, όχι την κατάκτηση του κόσμου.

Αυτό αποτελεί το κοινό περιεχόμενο και τον σκοπό τους. Ο Δημόκριτος θεωρεί πιο σημαντικό να βρει μία αιτιολογία για το πρόβλημα της ζωής, παρά να αποκτήσει τη βασιλεία των Περσών και τα πλούτη τους. Αυτό φανερώνει πού βρίσκονται και τι ζητούν.

Αγαπούν τη σοφία και το κάλλος· καλλιεργούν τη φιλοσοφία και τη φιλοκαλία· ζητούν το μέτρο και την αρμονία στην τέχνη· απορρίπτουν τις υπερβολές· τονίζουν παντού το «μηδὲν ἄγαν». Διαμορφώνουν τη γλώσσα τους με τέτοιο τρόπο ώστε να εκφράζει με συντομία και σαφήνεια. Διατυπώνουν καθαρά τις ερωτήσεις τους και τις απαντήσεις που βρίσκουν.

Αυτός ο πολιτισμός απλώνεται τότε σε όλο τον γνωστό κόσμο· δεν επιβάλλεται με την υπεροχή της δύναμης ως κατακτητής, αλλά με την έλξη του πνεύματος ως ελευθερωτής. Δοκιμάζεται στην ειρήνη και στον πόλεμο, στη νίκη και στην ήττα.

Φτάνει με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως την Ινδία, και θεωρείται προνόμιο για τους λαούς που κατακτήθηκαν απ’ αυτόν. Υποδουλώνονται οι Έλληνες στους Ρωμαίους και γίνονται οι φωτισμένοι δάσκαλοι των κατακτητών. Οι Εβραίοι της Διασποράς μεταφράζουν την Παλαιά Διαθήκη στα ελληνικά.

Πρόκειται για μια ζωντανή και ανοιχτή κοινωνία· συνυπάρχουν με άλλους λαούς, κρίνουν και συγκρίνουν, δίνουν και παίρνουν· ό,τι πάρουν, το καλλιεργούν περισσότερο απ’ αυτούς που το είχαν.

Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού έχουμε τους πρώτους Έλληνες Χριστιανούς στη «Γαλιλαία των Εθνών». Όταν ο Παύλος έρχεται στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται που βλέπει την πόλη «κατείδωλον γεμάτην ειδώλων». Χαρακτηρίζει τους Αθηναίους ως «κατά πάντα δεισιδαιμονεστέρους»· διακρίνει ότι γυρεύουν την αλήθεια.

Δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να συζητούν και να ζητούν να ακούσουν ό,τι νεότερο λέγεται και προτείνεται. Έχουν θεούς με ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη, αλλά έχουν και βωμό «τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ».

Από εκεί αρχίζει το κήρυγμα του Αποστόλου. Αυτό του δίνει την αφορμή να αναφερθεί σε γνώμες και αναζητήσεις των δικών τους ποιητών και φιλοσόφων.

Όταν στήνεις βωμό στον Άγνωστο Θεό, φανερώνεις ποιο είναι το επίπεδο της ζωής σου και τι σε απασχολεί. Όταν τιμάς τον Θεό ως άγνωστο, σημαίνει ότι σέβεσαι τον Θεό — όχι το είδωλό Του. Βρίσκεσαι σε πορεία αναζητήσεως, όχι σε ψευδαίσθηση πληρότητας.

Η μυσταγωγική συνάντηση της ελληνικής ψυχής με τον Αναμενόμενο ιερουργείται από την αρχή της ιστορίας των Ελλήνων. Δεν είναι άγνωστος ο Θεός —συντροφεύει αγνώριστος εκείνον που Τον σέβεται· όλοι θα Τον γνωρίσουν.

Εάν στηρίζεσαι στη δύναμη των λογισμών σου για να πετύχεις κάτι δικό σου και να ξεπεράσεις τους άλλους, τότε κερδίζεις αυτά που χάνονται και χάνεσαι μαζί τους. Εάν λατρεύεις τον Άγνωστο Θεό και θυσιάζεις τα πάντα χάριν αυτού του αγνώστου, τότε ανοίγεις τον δρόμο της ζωής σου για την έκπληξη που γεμίζει τα πάντα με φως και υψώνει τον άνθρωπο σε άλλο επίπεδο.

Η τόλμη να ζητάς το Ένα σε βάζει σε δρόμο επικίνδυνο και ιερό. Εάν είσαι τίμιος στην έρευνα, έρχεται ο Άγνωστος και συμπορεύεται μαζί σου.

Δεν χαρακτηρίζονται οι άριστοι από τη δουλοπρέπεια του να φάνε για να ζήσουν, αλλά από μια θεία μανία να βρουν την απάντηση στα μεγάλα προβλήματα. Το λέει ξεκάθαρα ο Ηράκλειτος: «Οι άριστοι προτιμούν το ένα αντί πάντων, ενώ οι πολλοί τρώνε αχόρταγα σαν τα κτήνη».

Αυτοί οι τολμηροί, με τις πνευματικές απαιτήσεις, που διατυπώνουν τα μεγάλα ερωτήματα και θυσιάζουν τη ζωή τους γι’ αυτά, είναι οι γενάρχες αυτού του πολιτισμού — της γλώσσας, της τέχνης, του λαού. Δεν είναι οι σπερματιστές; της αλήθειας, αλλά οι μανικοί εραστές της.

Αποφεύγουν την ύβρη και την οίηση· πιστεύουν ότι υπάρχει θείος νόμος που επιβάλλει να υπακούμε στη θέληση του Ενός — όχι οποιουδήποτε, αλλά του Ενός και Θείου Λόγου, του Λόγου και Θεού.

Αυτός, με τη σοφία Του, κυβερνά τα πάντα.


Κι όταν οι Έλληνες λατρεύουν τον Άγνωστο Θεό, για τον Οποίον ζουν, φιλοσοφούν και αγωνίζονται μια ζωή, αυτό σημαίνει ότι ετοιμάζονται για τη γνώση —και μάλλον βρίσκονται ήδη στην οδό της θεογνωσίας— εκείνου που είπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».

Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες μετεστράφησαν στον Χριστιανισμό και εγκατέλειψαν την παράδοσή τους, αλλά —ορθότερα— ότι στο πρόσωπο του Θεού Λόγου βρήκαν την απάντηση στα αιτήματα που, από την αρχή, βασάνιζαν την ψυχή τους.

Η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται στον ευρύτερο χώρο της προσωπικής τους ζωής και εκφράζεται με τον λειτουργικό ύμνο:
«Ἔφλεξάς πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἤλλαξάς με τῷ θείῳ σου ἔρωτι·
ἔφλεξάς με τῷ πόθῳ σου καὶ ἤλλαξάς με· σὺ δ’ οὐκ ἠλλάχθης».


Έτσι αρχίζει και συνεχίζεται η ιστορία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άλλοι μιλούν για Χριστιανισμό του Ελληνισμού, και άλλοι για Εξελληνισμό του Χριστιανισμού· όμως στην πραγματικότητα έχουμε την Καινή Κτίση, όπου όλα τα γεννά και τα μεταμορφώνει η χάρις του Πνεύματος. Ξεπερνιούνται όλα τα παλαιά· ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός, γιατί «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη».

Έχουμε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία συνεχίζεται στην εποχή της Γεννήσεως του Χριστού, και τους διωγμούς κατά των Χριστιανών. Σταματούν οι διωγμοί· μεταφέρεται η πρωτεύουσα από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
Εξακολουθεί να είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά σιγά σιγά εκδηλώνεται η Ελληνική Ορθόδοξη ταυτότητά της. Υπάρχει το ελληνικό πνεύμα· η νοοτροπία της αναζητήσεως.

Προχωρούμε στη Θεία Αλλοίωση. Προσλαμβάνεται, καθαίρεται και μεταμορφώνεται ο ελληνορωμαϊκός κόσμος. Από τη φιλοσοφία, που ήταν μελέτη του θανάτου, προχωρούμε στη λειτουργική θεολογία, όπου έχουμε την κατάργηση του θανάτου. Από τη μέθη και τη μανία των αρχαίων οργίων, περνούμε στη νηφάλια μέθη και στη σώφρονα μανία των αχράντων Μυστηρίων. Από την τέχνη που επιζητούσε να πετύχει το άκαρπο κάλλος και την αγαλλίαση των αισθήσεων, προχωρούμε στην παράκληση του Πνεύματος, που διακονεί τη σωτηρία του ανθρώπου.

Από τους κλασικούς φιλοσόφους φθάνουμε στους μεγάλους Πατέρες και Οικουμενικούς Διδασκάλους. Αυτοί, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, βραδύ βήματι και με πολλή σύνεση, διέκριναν και διατύπωσαν το δόγμα της Αληθείας.
Αγωνίστηκαν για την Ορθοδοξία της πίστεώς τους, συγκρότησαν τις Οικουμενικές Συνόδους, καθόρισαν τους κανόνες της πνευματικής ζωής, οργάνωσαν το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας. Θέσπισαν τους όρους του κοινοβιακού μοναχισμού, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της ερημικής ζωής και της ασκήσεως, και εμελώθησαν ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, μέλος ἐν ἁρμονίᾳ θεολογίας.

Δηλαδή, έσωσαν τον αυθεντισμό και το πλήρωμα της ζωής.

Αυτό που κατορθώνουν οι τολμηροί της πίστεως —όσοι δίδουν τα πάντα για την αγάπη του Θεού— δεν είναι αποτέλεσμα ανθρωπίνου κόπου ή εξυπνάδας, αλλά η έκπληξη της θείας δωρεάς, που καταλύει τους όρους της φθοράς και χαρίζει το θαύμα της Θεώσεως.

Οι μεγάλοι Πατέρες και Άγιοι της πίστεως έφτασαν έως εκεί όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος· από εκεί και πέρα ενεργεί η χάρη του Πνεύματος.
Τότε ο άνθρωπος δεν πράττει, αλλά πάσχει τα θεία.

Και ο Απόστολος Παύλος έφτασε έως εκεί όπου γίνεται η αρπαγή· γι’ αυτό αναφέρεται ότι «ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ» — όχι με τις δικές του δυνάμεις.
Όταν φτάσεις εκεί, όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν από άλλη δύναμη.


Και στην πορεία προς Εμμαούς συνέβη κάτι παρόμοιο. Όταν πλησίαζαν στην πόλη όπου πήγαιναν, ο άγνωστος συνοδοιπόρος των δύο μαθητών προσποιήθηκε ότι θα προχωρήσει παραπέρα. Εκείνοι όμως Τον παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους, «ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστί». Και τότε, στην κλάση του Άρτου — στο τέλος της οδοιπορίας τους — Τον γνώρισαν.

Εκείνος έγινε άφαντος· δηλαδή, φανερώθηκε όντως ως Αναστημένος Κύριος.
Τώρα δεν μπορούσαν —ούτε ήθελαν— να Του ζητήσουν να μείνει μαζί τους· Τον είχαν γνωρίσει αληθινά. Άνοιξαν τα μάτια τους· έγιναν μία αίσθηση, μπήκαν στην Καινή Κτίση, ευφραινόμενοι μέσα στο φως του Αναστημένου, μέσα στο οποίο και αναπαύονται.

Αν η αλήθεια σου χάνεται όταν γίνεται άφαντη, σημαίνει πως δεν είναι αλήθεια, αλλά φαντασία. Εδώ έλαμψε η Αλήθεια που γέμισε τα πάντα με φως. Αποκαλύφθηκε μέσα από τα παρόντα και τα μέλλοντα, σαν να είναι σκοπός της ζωής του ανθρώπου να φτάσει στη στιγμή εκείνη της λειτουργικής πληρότητας.

Αμέσως θυμήθηκαν τι συνέβαινε μέσα στην καρδιά τους όταν τους εξηγούσε τις Γραφές. Κατάλαβαν ότι έπρεπε να πάθει ο Χριστός, για να εισέλθει στη Δόξα Του.
Έπρεπε και αυτοί να περάσουν όλο τον κόπο της οδοιπορίας, για να ανοιχθούν οι οφθαλμοί τους. Και έπρεπε να συγκεντρωθεί όλος ο θεολογικός αγώνας της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας, για να φτάσουμε στην ομολογία προς τον Θεάνθρωπο και στη λειτουργική αυτή, αναιμάκτως τελούμενη, θυσία, ώστε να γεμίσουν τα πάντα από θεϊκή αγαλλίαση.

Λύθηκε η απορία των αρχαίων. Ήρθε το φως της Αλήθειας. Τελείωσε η επίγεια πορεία της Αυτοκρατορίας. Αρχίζει τώρα η επόμενη, ως ευλογία όλων — η Αυτοκρατορία του Πνεύματος και της Αγάπης του Αναστημένου.

Οι μαθητές δεν θα είχαν φέρει τον Χριστό μαζί τους, αν είχε μείνει κοντά τους· αφού τότε θα Τον περιόριζαν τοπικά. Τώρα, όμως, ο Χριστός, γινόμενος άφαντος, έγινε πανταχού παρών· είναι παντού και πάντοτε με όλους. Και η Ορθόδοξη Λειτουργική Θεολογία προσφέρεται ως ουράνια τροφή σε όλο τον κόσμο. Η ακολουθία και η αλήθεια της Θείας Λειτουργίας βρίσκονται στην ταπείνωση, που φέρνει τη γαλήνη του Πνεύματος σε όλους.Ο Νικητής δεν έρχεται ως κάποιος ισχυρός για να προσβάλει εκείνους που νικήθηκαν· αλλά η νίκη του Μεγάλου Νικητού χαρίζεται σε όλους.

Γι’ αυτό λέμε ότι η πρωτοτυπία και το μεγαλείο της Ορθοδοξίας φανερώνονται σ’ αυτό:
στη χάρη και την τομή της Ορθόδοξης ζωής, που εκφράζεται με λεπτότητα στη θεία Λειτουργία, στη σύζευξη ζωής και τέχνης.

Μέσα στη σιωπή ξεσπά μια κοσμογονική επανάσταση, που καταλύει τον θάνατο.
Ο Βασιλεύς της Δόξης δεν παρουσιάζεται ως θριαμβευτής Αναστημένος, αλλά ως Εσταυρωμένος και ήπιος Νεκρός στον Επιτάφιο.
Έτσι, δεν πληγώνει κανέναν πονεμένο· αλλά ανιστά όλους τους νεκρούς. Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ολοφώτεινα η βεβαιότητα ότι «Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωή πολιτεύεται».

Θα ήθελα τώρα να προσθέσω κάτι ακόμη. Αρχίζουμε από μία τόλμη, μία μανία, μία τρέλα — να τα θυσιάζουμε όλα για το Ένα. Και αυτό είναι σαφές και προχωρεί έτσι.
Ενώ στον αρχαίο ελληνισμό υπήρχαν χίλια πάθη, υπήρχαν κι εκείνοι που τα θυσίαζαν όλα για το Ένα.

Ο Απόστολος Παύλος δεν πήγε στον Άγνωστο Θεό στη Ρώμη, αλλά στην Αθήνα· και ένα μικρό πράγμα, ένα σημείο, χαρακτηρίζει όλον τον κόσμο:
υπάρχει ένας ηγέτης, ο οποίος τα θυσιάζει όλα για το Ένα — και παίρνει μαζί του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και ο Χριστός, στην Ανάσταση, δεν παρουσιάζεται —όπως συχνά στη Δύση— ως κάποιος που καμαρώνει γιατί νίκησε· αλλά ως Εκείνος που κατέρχεται στα βάθη, λύει τις αλυσίδες των πεπεδημένων και τους βγάζει στο φως.


Η «μαγεία» —αυτό το ελληνικό χαρακτηριστικό— αν πάρει τον δρόμο της αυτοπεποίθησης, γίνεται καταστροφή· αν πάρει τον δρόμο της θυσίας, για να γίνει το θέλημα του Ενός, τότε οδηγεί σε άλλον δρόμο: σε δρόμο εκπλήξεων, σε αποδόσεις εις δόξαν. Καταλήγουμε έτσι στο μεγαλείο της ταπεινώσεως· στην επανάσταση του να έρχεται ο Νικητής ως Εσταυρωμένος και ήπιος Νεκρός. Αυτό αρχίζει από τη μανία των αρχαίων Ελλήνων· εκείνων που, αν και δεν μιλούν για ταπείνωση, καταδικάζουν την ύβρη, την υπερηφάνεια. «Και ὁ ἥλιος, ἐὰν ὑπερβῇ τὸ μέτρον, τιμωρεῖται» λέγει ο Ηράκλειτος.

Βλέπετε, λοιπόν, αυτό το πιστεύω, γιατί το ζούμε μέσα στην παράδοση· δεν τη μαθαίνουμε απ’ όσους την εξέτασαν απ’ έξω, αλλά την ζούμε. Και αυτή η παράδοση έχει κυκλοφορία αίματος· έχει τρέλα που γίνεται θεία μανία.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας παραλαμβάνουν τη σκυτάλη και δεν υποστέλλουν τη σημαία της τόλμης· ούτε βάζουν νερό στο κρασί της μανίας· αλλά όλα αλλοιώνονται, μεταμορφώνονται, καθαγιάζονται.

Η μανία και η μέθη των αρχαίων οργίων έδειχναν μια αναζήτηση του Ενός που ξεπερνά τα πάντα· όταν όμως αυτή η αναζήτηση έμενε ανθρώπινη, κατέληγε στα πάθη και στα όργια. Όταν όμως φθάνουμε στην περίοδο της Χάριτος, δεν χάνεται η δύναμη της ζωής, αλλά μεταμορφώνεται· γι’ αυτό μιλούμε για νηφάλια μέθη και σώφρονα μανία.

Και στο τέλος, το να φτάσεις στο Ένα σημαίνει να ξεπεράσεις την ανθρώπινη λογική και να τιμήσεις όχι τον δυνατό που εξουθενώνει τους άλλους,
αλλά τον ταπεινό που εξουθενώνει τον εαυτό του, για να σωθούν οι πάντες.

Και τότε μπορούμε να πούμε:
«Νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες, χαίρετε πάντες·
εἰς τὸ δεῖπνον τῆς πίστεως προσέλθετε·
πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς χαρᾶς».


Αυτά δεν λέγονται πουθενά αλλού· αυτά μόνο βιώνονται— και για να τα ζήσεις χωρίς να σκανδαλιστείς, πρέπει να περάσεις μέσα από την ταπείνωση, την άρνηση, τη θυσία.
Να διαρραγείς, να λιώσεις, να γίνεις τίποτα· να αγαπήσεις το τίποτα, να αγαπήσεις την ταπείνωση, να αγαπήσεις τη διαγραφή· να γίνεις ο τελευταίος των τελευταίων·
και τότε ανασταίνεσαι από μια άλλη δύναμη. Και τότε χαίρεσαι — όχι γιατί σώθηκες εσύ, αλλά γιατί σώθηκαν όλοι, και «οὐδεὶς νεκρός ἐν τῷ μνήματι».

Αυτό είναι το ήθος μας. Άκουσα κάποτε, λέει, κάποιον να διαβάζει ποιήματα — του Βάρναλη. Φωνές, ένταση, ολοκληρωτισμός· θέλει να σε επιβάλει με τη φωνή.

Φωνάζω κι εγώ, αλλά φωνάζω για να φτάσω στη μη φωνή. Άκουσα κι έναν ιεροκήρυκα να φωνάζει για τον Χριστό με τον ίδιο τρόπο· και σκέφτηκα: το ήθος το δικό μας, μετά από όλες τις φωνές και τις συγχύσεις, είναι η ηρεμία, η γαλήνη· μια γαλήνη που τα περιέχει όλα· και αυτή η γαλήνη, αφώνως, ανασταίνει τους νεκρούς.

Και αυτό το ήθος έχει σαρκωθεί μέσα στην ίδια τη ζωή μας. Είχα βάλει ως τίτλο: «Ελληνορθόδοξη Παράδοση». Κάποιος μου είπε πως αισθάνεται αλλεργία όταν ακούει για Ελληνισμό και Ορθοδοξία. Εγώ όμως του απαντώ: είναι μεγάλο πράγμα να είσαι Έλληνας Ορθόδοξος.

Λέω το εξής: να είσαι μη Έλληνας και μη Ορθόδοξος, να είσαι μια … ψυχή· αλλογενής, αλλά με την τρέλα σου. Η Ορθοδοξία, με τη θεία μανία, τη σώφρονα μανία και τη νηφάλια μέθη, σε οδηγεί στο ξεπέρασμα των πάντων. Η θεολογία μας, με την αποφατική της διατύπωση, φτάνει σε αυτή την ελευθερία· και η πνευματική ζωή φτάνει στην ελευθερία της ανυπαρξίας. Λέω, βάσει αυτού, ότι ο ταπεινός είναι ο άνθρωπος που μη ερχόμενος, «είναι»· και είναι απόλυτα ελεύθερος. Δεν ενοχλεί κανέναν, δεν ενοχλείται από κανέναν· και σώζει όλους, γιατί σώζει με τη χάρη του Πνεύματος.

Πήγα, λοιπόν, να σας γράψω αυτά τα λογικά, αλλά σας λέω: στην ουσία, μια θεία τρέλα ρέει και τελειώνει μέσα σε όλα. Και αυτή η θεία τρέλα κορυφώνεται στη Μεγάλη Εβδομάδα, μέσα σε αυτή τη γαλήνη. Θεωρώ κορυφαία στιγμή την Ακολουθία του Επιταφίου, όταν το σέντονο πλημμυρίζει φως, σαν τα μάτια να γεμίζουν ουρανό.

Εκείνος ο ύμνος που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή και την Κυριακή των Μυροφόρων, περικλείει τα πάντα· νοούνται όλα, σώζονται όλοι· και νεκρός οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι.

Δεν λέω τίποτε τολμηρότερο ή μαλακότερο απ’ ό,τι λέει η Εκκλησία. Αλλά, αν κάποτε υποφέρουμε στη ζωή, αν φτάσουμε στην απόγνωση, αν διαλυθούμε και δεν υπάρχουμε, τότε θα νιώσουμε πως έρχεται Εκείνος που μας ανιστά. «Χριστός κατελθών εἰς
άδην, μόνος ἀνῆλθε, σκυλεύσας τὴν νίκην». Μόνος κατέβηκε στον Άδη και ανέστησε όλο τον κόσμο. Μόνος κατεβαίνει στον άδη της δικής μας απελπισίας, της κολάσεως, και μας ανασταίνει. Θέλει να περάσουμε πολλά βάσανα για να σωθούμε. Θα μπορούσε να μας κάνει όλους καλούς και να μας έχει βάλει σ’ έναν παράδεισο, όπου θα ήμασταν καλοκουρδισμένα μαριονετάκια.
Αλλά αυτό θα ήταν κόλαση. Αυτό δεν το κάνει ο Χριστός — το κάνουν οι άνθρωποι.

Ο Χριστός σέβεται την ελευθερία μας· γι’ αυτό μας αφήνει να φτάσουμε στα χάλια μας.
Κι αυτά τα χάλια είναι, τελικά, η προϋπόθεση της σωτηρίας μας.


Συγγνώμη που πήρα το λόγο παραπάνω· σταματώ εδώ.

[Παρεμβολή ερώτησης από το κοινό]

– Είχα διαβάσει, Γέροντα, μια φράση σας σε ένα βιβλίο, όπου λέτε:
«Αν δεν με αγαπάς, στενεύει ο χώρος σου και λιγοστεύει ο χρόνος σου».
Το συνέκρινα με έναν στίχο του Μισελ Τουρνιέ, που λέει:
«Τα λευκά παιδιά έχουν μεγάλη καρδιά· εκεί μετατρέπεται ο χρόνος σε χώρο».
Θα ήθελα να ρωτήσω:
τι σπουδή χρειάζεται να κάνει ο άνθρωπος, για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο — όπου ο χρόνος μετατρέπεται σε χώρο;

– (Παρέμβαση άλλου ακροατή)
Πατέρα Βασίλειε,
από τότε που “ἐκοιμήθη” ο Κύριος, έχουν περάσει δύο χιλιάδες χρόνια.
Στο διάστημα αυτό έγιναν δύο εκατομμύρια μαρτύρια, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο κίνδυνος του πυρηνικού αφανισμού, και σήμερα βλέπουμε ένα νέο φαινόμενο:
την επιστημονική πλύση εγκεφάλου που ξεκίνησε από τον θετικισμό και κατέληξε στη λεγόμενη «Νέα Εποχή», που κάνει το άσπρο μαύρο.

Πότε, λοιπόν, ήταν ευκολότερη η σωτηρία του ανθρώπου;
Τότε, που δεν υπήρχαν διδακτορικά, μάστερ και υπολογιστές, ή σήμερα, που έχουμε πολλή γνώση αλλά λιγότερη πίστη;
Η σωτηρία θα έρθει “ἄνωθεν”, όπως τότε, ή υπάρχουν ακόμη δυνάμεις μέσα στην Εκκλησία που μπορούν να βοηθήσουν στην επιστροφή του ανθρώπου;

– (Απάντηση π. Βασιλείου)
Μου αρέσει μια φράση του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης που λέει:
«Ὁ Θεὸς ἀπαντᾷ, διότι ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπανᾷ· ἀπαντᾷ ὁ Θεὸς σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀνοίγει νὰ ἀπαντήσει».
Και λέγει κάπου ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
«Τὸν λόγον τοῦ Κυρίου γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀκούει καὶ τὴ σιωπή Του».


Όποιος γνωρίζει τον Λόγο του Κυρίου, ακούει και τη σιωπή Του. Όταν, λοιπόν, λάβουμε την αίσθηση τη σωστή από την Εκκλησία, τότε ακούμε τον Λόγο του Θεού και μέσα από τη σιωπή, αλλά και μέσα από την παραποίηση των ανθρώπων που, με τον δικό τους τρόπο, εκφράζουν τον πόνο τους και ζητούν το πλήρωμα της ζωής — το οποίο βρίσκεται στην Εκκλησία.

Και από την άλλη πλευρά, όπως λέγει η Παλαιά Διαθήκη:
«Οὐκ ἔστιν ὅς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ». Η αγάπη του Θεού είναι τόσο μεγάλη, που καλύπτει τα πάντα· και το τέλος είναι εκείνο που φωτίζει όλη την οδοιπορία.

Τότε ανοίχθηκαν τα μάτια των μαθητών·
θυμήθηκαν τα παλιά, την πορεία, την ερμηνεία των Γραφών, και πήραν δύναμη για το μέλλον· και φτάνουμε στην Ανάσταση, όπου φωτίζεται ο ουρανός και μαζί του τα καταχθόνια. Όταν φτάσει κανείς εκεί, τα βλέπει όλα διαφορετικά. Θυμάμαι τη φράση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού:
«Στο πλήρωμα της αγάπης δεν υπάρχει κανένας χωρισμός·
δεν υπάρχει διαφορά άρρενος και θήλεος, πιστού και απίστου».


Βλέπετε, για να πει «πιστού και απίστου», έχει την αφόρητη τόλμη — όχι του σχολαστικού θεολόγου, αλλά του Θεόπνευστου· εκείνου που δεν μιλά απλώς για τον Ιησού, αλλά μιλά ο ίδιος ο Θεός μέσα του. Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού!

Και όταν μας αφήνει να υποφέρουμε, να πνιγόμαστε, τότε αποκαλύπτει μέσα στη ζωή μας έμπρακτα την αγάπη Του. Δεν θέλει να μας σώσει μαγικά· θα μπορούσε. Αλλά μπορούμε να πούμε πως, πλάθοντας τον άνθρωπο ελεύθερο, ο Θεός έβαλε και τα βάσανα στη ζωή του.

Λέμε στην ευχή: «Ὁ Κύριος ἀεί σφαγιάζεται, ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας».
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει πως ο Θεός «ἀγαπᾷ τὸν καθένα ἄνθρωπο μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία ἀγαπᾷ ὅλη τὴν οἰκουμένη».
Τον καθένα άνθρωπο, κάθε ζωντανό πλάσμα, κάθε κτίσμα — αυτή είναι η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό λέω: μπαίνοντας μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, καθυστερώντας μέσα στον Παράδεισο, παιδευόμαστε. Κάνουμε υπομονή, περνούμε μέσα από κλάματα, απογοητεύσεις, πτώσεις — και στο τέλος βλέπουμε ότι όλα αυτά ήταν χρήσιμα, για να φτάσουμε σε μια στιγμή που είναι αιωνιότητα. Δεν μπορούμε να φτάσουμε εκεί, αν δεν κουραστούμε, κι ακόμη περισσότερο — αν δεν φτάσουμε στην απόγνωση.
Γι’ αυτό λέει και ο Βασίλειος ο Μέγας:
«Οὐδὲν ὅπλον ἰσχυρότερον τῆς ἀπογνώσεως» —
κανένα όπλο δεν είναι ισχυρότερο από την απόγνωση,
όταν αυτή μεταστραφεί σε εμπιστοσύνη στο Θεό.


Όλα αυτά τα λέω για τον εξής λόγο: μπορούμε να αρχίσουμε να συζητούμε για πολλά θέματα, αλλά, στο τέλος, ένα είναι το θέμα για όλους.

Αρχίζουμε από την αγάπη του Θεού και φτάνουμε στην Ανάσταση — όπου τα πάντα είναι γεμάτα φως. Στη μέση, μπορεί να πέσουμε σε θεολογίες, σε ερμηνείες,
και να χάνουμε την ουσία· το ζήτημα είναι να μην μπλέξουμε σε φανταστικούς κύκλους,
αλλά να επιμείνουμε στην πορεία. Στο τέλος, ο τελευταίος γίνεται πρώτος· εκείνος που είναι «τίποτα», γίνεται ο φορέας του «Ενός». Όποιος φτάσει, όπως οι μαθητές προς Εμμαούς, μετά τον κόπο της οδοιπορίας και το βάσανο της απορίας, θα Τον δει — τον Αναστημένο. Αυτό είναι γεγονός σωτηρίας και αληθινής έκπληξης· εκεί που νιώθεις πως δεν είσαι τίποτα, και Εκείνος είναι το Παν, εκεί όπου σε βγάζει από τον θάνατο στη ζωή.
Αυτό είναι γεγονός που συνιστά την οικουμένη.

Ας αγωνιστούμε, λοιπόν· ας ζήσουμε τα προβλήματά μας, χωρίς να βιαζόμαστε να δώσουμε δικές μας ερμηνείες. Στο τέλος θα αφήσουμε τον Θεό — όχι για τις ευλογίες,
όχι για την υγεία ή την επιτυχία, αλλά για τις δοκιμασίες και τα βάσανα.

Και τότε θα είμαστε ευγνώμονες — ακόμη και στα γεγονότα και στους ανθρώπους που μας κάνουν τη ζωή μαύρη. Θα έχουμε παράπονο όχι για όσους μας πλήγωσαν, αλλά για όσους δεν μας διέλυσαν· γιατί από τη διάλυση αρχίζει η Ανάσταση.

Αυτό — λέει ο Αθανάσιος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος — είναι το ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας: η ήσυχη δύναμη της ελπίδας.

Μην απελπίζεστε· ελπίζετε, μέσα στην Εκκλησία θα δείτε πως από όλα βγαίνει κάτι καλό. Γι’ αυτό απαντώ χωρίς να απαντώ.

ΜΙΑ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Στέλιος Ράμφος: Οι νεοορθόδοξοι δεν είχαμε πιει μαζί ούτε καφέ

Η δική μου σχέση με τον Χρήστο ήταν μια συνομιλία για το πού πάει ο τόπος και ο κόσμος. Οι δύο μανίες μας δεν είχαν άλλο πεδίο να συναντιούνται
Συνέντευξη: Σάκης Ιωαννίδης (03.09.2024)
 
 Χειρόγραφες σημειώσεις στο γραφείο του Χρήστου Γιανναρά. «Ηταν πολύ καλός συγγραφέας και χειριστής της γλώσσας. Η γλώσσα του διατηρεί την αριστοκρατική ομορφιά της ελληνικής, κάτι που αποτυπώνεται και στον ίδιο τον γραφικό του χαρακτήρα», λέει ο Στέλιος Ράμφος. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Από τον χειμώνα του 1967 στο Παρίσι ξεκίνησε «μια συζήτηση», δημόσια και ιδιωτική, μεταξύ του Στέλιου Ράμφου και του Χρήστου Γιανναρά, που συνεχίστηκε για περισσότερο από μισό αιώνα. Ο Ράμφος σπούδαζε τότε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, ενώ ο Γιανναράς, που έφυγε από τη ζωή στα 89 του χρόνια, ετοίμαζε τη διδακτορική του διατριβή, επίσης για τη Σορβόννη. Ο 85χρονος σήμερα συγγραφέας είχε μόλις ξεκινήσει την ανάγνωση των πατερικών βιβλίων, ενώ ο λίγο μεγαλύτερός του θεολόγος εντρυφούσε στα Ασκητικά. «Συζητούσαμε για τη δικτατορία και την κατάσταση στη χώρα, αλλά αυτό που τον ενδιέφερε πάρα πολύ ήταν το πνευματικό πρόβλημα της Ελλάδας. Μπορούσα από τότε να δω την ορμή ενός ανθρώπου που ήταν έτοιμος να σπάσει φραγμούς».

– Ποιο ήταν το πνευματικό πρόβλημα που έβλεπε στην Ελλάδα;

– Με κέντρο και με άξονα το εκκλησιαστικό γεγονός, προσπαθούσε να ελευθερώσει τον Θεό της θρησκείας και της θρησκευτικότητος από μια αντίληψη του Θεού στη Δύση και στα καθ’ ημάς, ως πρώτης αιτίας των πραγμάτων, και περνούσε σε μία σκέψη για τον Θεό, ως πεδίο αυθυπερβάσεως του ανθρώπου, αυτό που ονόμαζε Πρόσωπο.

Πώς αντιλαμβανόταν, δηλαδή, τον άνθρωπο;

Ο Γιανναράς έβλεπε τον άνθρωπο σε ένα επίπεδο σχέσεως με τον άλλο άνθρωπο και αυτό ήταν το Πρόσωπο. Πρόσωπο – άπειρο – ο Θεός, Πρόσωπο και ο άνθρωπος. Δηλαδή, έβλεπε το Πρόσωπο ως υπέρβαση μιας ατομικότητος εγωκεντρικής, την οποία συνδύαζε με τη Δύση. Γι’ αυτό και έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην ενορία, ως συμβολικό και πραγματικό στοιχείο και κατ’ επέκταση στην κοινότητα. Μέσα σε αυτήν την προσέγγιση υπήρχε, κατά τη γνώμη μου, ένα κενό, το οποίο αποτελούσε πολλές φορές θέμα συζητήσεως μεταξύ μας. Εκείνος θεωρούσε ότι η ατομικότητα και το ατομικό εγώ είναι η αιτία όλων των κακών στον σημερινό κόσμο, στην Ελλάδα αλλά και στη Δύση. Σκεφτόταν το εγώ ως «κλειστότητα», όχι ως δυνατότητα ανοίξεως. Αυτό έχει μία βάση και μία λογική, αλλά δεν παύει να προϋποθέτει έναν άνθρωπο, μια ατομικότητα της οποίας η εσωτερική άνοιξη πρέπει να είναι μια θεμελιώδης, υπαρξιακή δυνατότητα, κάτι το οποίο εκείνος δεν έβλεπε.[ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΑ; Η ΕΜΜΕΝΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΕΔΑΦΟΣ. Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ. Ο ΠΕΛΑΓΙΑΝΙΣΜΟΣ.Η ΑΥΤΟΘΕΟΠΟΙΗΣΗ]

– Αυτό ήταν τα κύριο σημείο της διαφωνίας σας;

– Δεν θα έλεγα η διαφωνία, ήταν η συζήτησή μας. Αργότερα ο Γιανναράς βρήκε τον Λακάν και τον ενδιέφερε πολύ η γέννηση της υποκειμενικότητας μέσα στον Λακάν. Αυτό δείχνει ότι δεν είχε αφήσει το θέμα κλειστό και ο ίδιος το ζύμωνε μέσα του. Αλλά η θεμελιώδης θέση του ήταν αυτή, ότι η αυθυπέρβαση γίνεται από έναν άνθρωπο ως σχέση και ότι η ατομικότητα ήταν κάτι καταδικασμένο.

– Πολεμήθηκε ο Γιανναράς από θρησκευτικούς κύκλους για τις θέσεις του;

– Πολεμήθηκε, αλλά και αγαπήθηκε από πάρα πολύ κόσμο. Γιατί πολλοί άνθρωποι έβρισκαν μια ανάσα σ’ αυτά που έγραφε. Υπήρξε μια δυσκολία στη σχέση του με εκκλησιαστικές οργανώσεις, όπως η Ζωή, στην οποία ανήκε και ο ίδιος μέχρι μια ορισμένη στιγμή. Για τα βιώματα εκείνης της εποχής είχε γράψει το «Καταφύγιο Ιδεών», ένα βιβλίο με πολλά πραγματικά στοιχεία, αλλά φορτισμένο ακόμη με πολεμικά συναισθήματα.
«Οι φήμες έλεγαν ότι ήμασταν φοβεροί εχθροί, ασυμφιλίωτοι. Οχι…», λέει ο Στέλιος Ράμφος για τη σχέση του με τον Χρήστο Γιανναρά. «Η μεταξύ μας σχέση ήταν ο δεσμός δύο ανθρώπων που καταλαβαίνουν αρκετά ο ένας τον άλλον», προσθέτει. [ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ]

– Ποιο θεωρείτε το πιο σημαντικό έργο του; Ποιο ξεχωρίζετε;

– Κατ’ αρχάς δεν μιλάμε για ένα βιβλίο. Δεν υπάρχει καλύτερο βιβλίο του, αλλά δέσμη βιβλίων όπου τα θέματά του διασταυρώνονται συμπληρωματικά. Ας πούμε: «Οντολογία του Προσώπου», «Ορθοδοξία και Δύση στη νεότερη Ελλάδα», «Το πρόσωπο και ο έρως», «Ελευθερία του ήθους», «Αλφαβητάρι της πίστης», «Ενάντια στη θρησκεία». Ο Γιανναράς ήταν πολύ καλός συγγραφέας και χειριστής της γλώσσας. Η γλώσσα του διατηρεί την αριστοκρατική ομορφιά της ελληνικής, κάτι που αποτυπώνεται και στον ίδιο τον γραφικό του χαρακτήρα.

Εν πάση περιπτώσει, ο Γιανναράς, ακόμη και όταν θεωρούσε την Ελλάδα τελειωμένη υπόθεση, μετείχε στην προσπάθεια εθνικής αυτογνωσίας για να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της, μια προσπάθεια που αρχίζει τον 18ο αιώνα και συνεχίζεται με σκαμπανεβάσματα έως σήμερα.

Πολλοί τον κατηγορούν για επαναληπτικότητα.

– Οι επαναλήψεις και οι υπερβολές στο έργο του δείχνουν ότι εκείνο που κρατούσε στα χέρια του με τον καιρό άρχισε να ανακυκλώνεται. Καθώς ο χώρος Ανατολή – Δύση ήταν πολύ ισχυρότερος στη σκέψη του από τον χρόνο Ανατολή – Δύση. Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να κρίνουμε το έργο του ως μια σειρά βιβλίων. Είναι μια διαρκής προσπάθεια. Ολόκληρη η εργασία του είχε στόχο στρατηγικό, τον οποίο υπηρετούσε με πολύ θάρρος. Σε αυτό το πλαίσιο, είχε μια σταθερή αναφορά σε κομβικά στοιχεία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, διότι πίστευε ότι η αδιάκοπη, αναστοχαστική, σχέση με τον πολιτισμό αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνον απλής επιβιώσεως, αλλά και ανανεώσεως. Ελεγε ότι έχουμε τελειώσει και εμείς και η Ευρώπη, αλλά ταυτοχρόνως τόνιζε: «Ναι, αλλά για την Ιστορία δεν μπορείς να πεις οριστικά πράγματα». Γι’ αυτό και έγραφε βιβλία.

Είχε την αίσθηση μιας αποστολής;

– Είχε την αίσθηση ότι υπηρετούσε αυτή την ιδέα και νομίζω ότι την υπηρέτησε με συνέπεια. Ισως γνωρίζετε ότι ετοιμαζόταν για το Πολυτεχνείο, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και προς κατάπληξη μεγάλη της οικογενείας του, είπε «θέλω να πάω στη Θεολογική». Ο συναισθηματισμός του, δηλαδή η αγάπη για το υψηλό, τον έσπρωχνε κάπου αλλού και δικαιώθηκε στο τέλος. Η επιμονή του στο υψηλό δεν ήταν αντιδημοκρατική επιλογή, αλλά ζωτικής σημασίας διάκριση μεταξύ ισότητος και ανομοιότητος. Είμαστε πολιτικά ίσοι, αλλά ταυτόχρονα ανόμοιοι μεταξύ μας. Αυτό όμως τον υποχρέωσε να προχωρήσει και να κάνει έναν συγκερασμό, να συνδυάσει τη θεολογία με τη φιλοσοφία. Επομένως, η προσχώρησή του στη θεολογία είχε και κάτι παραπάνω.


Από τα κεντρικά βιβλία του είναι νομίζω «Η Ελευθερία του Ηθους». Είναι το σημείο που δείχνει καθαρά το στίγμα της αποστολής του. Πριν από αυτό είχε ανακαλύψει τον Χάιντεγκερ και του έδειχνε μια προσήλωση για ένα πολύ μεγάλο διάστημα της ζωής του. Τον τελευταίο καιρό, όμως, δεν επέμενε ιδιαίτερα. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι όλη η σκέψη του Γιανναρά ήταν για τη ζωή, ενώ ο Χάιντεγκερ είναι στοχαστής του θανάτου. Είναι κάτι το οποίο δεν ήθελε να προσέξει ο Γιανναράς ή του διέφυγε.

– Πολλοί έχουν εντάξει τον Γιανναρά και εσάς σε ένα κίνημα που ονομάστηκε νεοορθοδοξία. Συμφωνείτε εσείς με αυτόν τον τίτλο;

– Αυτός ο τίτλος είναι δημιούργημα ενός δημοσιογράφου και παλιού συμφοιτητή, του Πέτρου Μακρή, ο οποίος έκανε ένα ρεπορτάζ στη μεταδικτατορική «Ελευθεροτυπία» και έπλασε τη λέξη για να περιγράψει μια κίνηση ανθρώπων που έχουν αγάπη για την παράδοση και εξίσου αγάπη για τη ζωή. Η λέξη παρέμεινε, αλλά το σχήμα με σάρκα και οστά δεν υπήρχε. Δηλαδή, οι αποκαλούμενοι νεοορθόδοξοι, ο Γιανναράς, ο Ζουράρις, ο Σαββόπουλος, ο Μοσκώφ, εγώ, δεν είχαμε πιει όλοι μαζί ούτε καφέ. Ο ένας ήξερε τον άλλον, αλλά δεν είχαμε καμία οργάνωση. Αν υπήρχε οργάνωση, θα είχε πεθάνει εξαρχής. Υπήρχε όμως ένα πνεύμα αλλαγής την περίοδο της μεταπολιτεύσεως, που διαπέρασε σαν ρεύμα την κοινωνία και αυτό παρέμεινε.

– Υπήρχε κάτι που προετοίμασε τη σκέψη του Γιανναρά;

– Προϋπήρχε η νεοπατερική θεολογία του ’60, όπως και η θεολογική παρουσία του καθηγητή Νίκου Νησιώτη, ο οποίος προσπάθησε να φέρει κοντά την ορθόδοξη βιωματική εμπειρία και τον υπαρξισμό, ένας πολύ συμπαθής άνθρωπος που διακονούσε τη θεολογία και προπονούσε τον Πανελλήνιο στο μπάσκετ. Από αυτήν την ανησυχία βγαίνουν ο Χρήστος Γιανναράς, ο Ιωάννης Ζηζιούλας και άλλοι. Εβαλε τη σφραγίδα της στη νεότερη ορθόδοξη θεολογία με έντονο το περσοναλιστικό στοιχείο, μια φιλοσοφία που είχε στον πυρήνα της την προσωπική σχέση ανθρώπου και Θεού. Στην προσωπική αυτή σχέση τα πάντα ανάγονται σε αξία. Η έννοια της σχέσης έχει να κάνει με την εμπειρία ανοίξεως και προσφοράς του ανθρώπου προς τον άπειρο θεό. Εκεί μπορεί να αναζητήσει κανείς την έννοια του Προσώπου – σχέσεως στην οποία πατάει και η φιλοσοφική έννοια του έρωτος στον Γιανναρά. Με μία διαφορά, ότι ο Ερως είναι άνοιξη του εγώ στο άπειρο φως και με κλειστό εγώ είτε χωρίς εγώ, έρως δεν μπορεί να υφίσταται.

– Πολλοί ξεχωρίζουν τα βιβλία του Χρήστου Γιανναρά σε σχέση με τις επιφυλλίδες του. Εσείς παρακολουθούσατε την αρθρογραφία του;

– Το γεγονός ότι στις επιφυλλίδες του επανέρχεται, σε μεγάλο βαθμό, στα ίδια θέματα έχει να κάνει με προτεραιότητες συγκυριακές. Ομως, όπως είπαμε και προηγουμένως, δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων των οποίων τα βιβλία διαβάζονται ως ξεχωριστά πονήματα. Εχει μια στρατηγική σκέψη που μπορεί να περιοριστεί σε μια επιφυλλίδα ή να αναλυθεί σε τόμους. Και στις επιφυλλίδες του, πάντως, έχει μια χροιά φιλοσοφική, όταν έβλεπε τη φθορά των πραγμάτων που οφείλονταν, κατά την άποψή του, σε μια προϊούσα ακατανοησία των συστατικών αληθειών ενός πολιτισμού. Οι επιφυλλίδες ήταν ένα κομμάτι της προσωπικότητάς του, καθώς τον αφορούσε και τον ενδιέφερε πάρα πολύ το καθημερινό, το εμπειρικό, όπως έλεγε ο ίδιος.

– Υπάρχει μια μυθολογία γύρω από τη σχέση σας όλα αυτά τα χρόνια. Πώς ήταν πραγματικά; Είχατε επαφές;

– Ηταν φιλικά αμφίθυμη. Η τελευταία μας επικοινωνία ήταν πριν από κανένα μήνα, όταν μου τηλεφώνησε για ένα βιβλίο μου που τον ενδιέφερε, ένα βιβλίο που περιελάμβανε τα άρθρα μου στην «Καθημερινή» για τα 200 χρόνια από το 1821. Η τελευταία φορά που είχαμε ανταμώσει και φάγαμε παρέα ήταν πριν από αρκετά χρόνια, στο Ιντεάλ. Οπως τρώγαμε, πέρασε κάποιος από δίπλα μας και κατάπληκτος είπε: «Εσείς οι δυο μαζί;». Και γυρίζει ο Χρήστος και του απαντάει: «Ποιος είναι ο κακός;». Οι φήμες έλεγαν ότι ήμασταν φοβεροί εχθροί, ασυμφιλίωτοι. Οχι, ο καθένας αντιμετώπιζε με τον τρόπο του τα πράγματα, αλλά η μεταξύ μας σχέση ήταν ο δεσμός δύο ανθρώπων που καταλαβαίνουν αρκετά ο ένας τον άλλο.

– Πολλοί αναρωτιούνται ποιος είναι ο σωστός τρόπος να μιλάμε για δημόσια πρόσωπα όταν φεύγουν από τη ζωή. Να κρίνουμε ή όχι το έργο τους; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με άλλον τρόπο για τον Γιανναρά;

– Μιλάμε για κάποιον όπως τον γνωρίσαμε όταν ζούσαμε μαζί του. Η δική μου σχέση με τον Χρήστο ήταν μια σχέση και μια συνομιλία για το πού πάει ο τόπος και ο κόσμος. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για πράγματα ιδιωτικά. Πάντα η κουβέντα μας, όποτε τύχαινε να ανταμώσουμε, να μιλήσουμε, ήταν αυτά τα θέματα. Επομένως, πολύ λίγα πράγματα θα είχα να θυμηθώ από προσωπικές κουβέντες, όπως ήταν η πρώτη μας συνάντηση στο δωμάτιό μου στο Παρίσι χάρη σε έναν κοινό αγαπημένο φίλο, τον Γιάννη Καλεώδη. Είμαι και εγώ μανιακός με ορισμένα πράγματα και άρα οι δύο μανίες μας δεν είχαν άλλο πεδίο να συναντιούνται. Εξ ου και δεν θεωρώ αυτή τη συνέντευξη επίλογο, αλλά διάλειμμα ενός διαλόγου.

πηγη:καθημερινή 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

π. Βασίλειος Γοντικάκης . Εντυπώσεις από τα πρώτα βήματα στο Άγιον Όρος

 


[Μια μικρή συνεισφορά, ως αντίδωρο αγάπης στην προσφορά του πατρός Βασιλείου]

            Βασικές βιογραφικές πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια του π. Βασιλείου.Θα ήθελα να παραθέσω κι εγώ κάποια στοιχεία που αφορούν την πρώτη του επαφή με το Άγιον Όρος και τα πρώτα χρόνια ως μοναχού και ηγουμένου της μονής Σταυρονικήτα.

Την πρώτη του επίσκεψη στο Όρος την έχει περιγράψει κατά καιρούς ο ίδιος σε ομιλίες του[1]. Το 1958 ο θεολόγος της «Ζωής» Αθανάσιος Φραγκόπουλος διοργάνωσε εκδρομή για φοιτητές ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο νεαρός τότε Μιχαήλ, ο οποίος από την πρώτη αυτή επίσκεψη «δέθηκε» όπως έλεγε ο ίδιος με το Όρος.

Ο Φραγκόπουλος πρόσφυγας από τις Κυδωνιές της Μ. Ασίας, εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και κατηχητής αρχικά στη Νάουσα και στα Ιωάννινα, ενώ αργότερα  στα Χανιά και το Ηράκλειο της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη συμβάλει στην λειτουργία των εκεί συσσιτίων, θα γίνει διευθυντής του Φοιτητικού Οικοτροφείου ‘Απόστολος Παύλος’, ενώ από το 1956 θα επιστρέψει στην Αθήνα[2]. Ενδεικτική της αγάπης του Φραγκόπουλου για το Άγιο Όρος είναι η μαρτυρία του π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, για αντίστοιχη προσκυνηματική επίσκεψη, όπου συμμετείχαν θεολόγοι, κατηχητές και φοιτητές, το 1954:

«[…] δεν είχα επισκεφθεί το Όρος μέχρι τότε και διότι δεν συνηθίζονταν συχνά τέτοια προσκυνήματα. Ήταν ένα από τα πρώτα παρόμοια ιερά ταξίδια, όπως και το άλλο που έγινε εκείνα τα χρόνια με την Θεολογική Σχολή Αθηνών και επικεφαλής τον Καθηγητή Π. Τρεμπέλα».

Κατά την επίσκεψη μάλιστα αυτή, ο π. Ηλίας θα συναντήσει και θα γνωρίσει στη Νέα Σκήτη τον άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή[3].

Θεολόγος αργότερα και νεαρό μέλος της αδελφότητας «Ζωή», ο π. Βασίλειος θα αποτελέσει ένα από τα πνευματικά παιδιά του Δημήτρη Κουτρουμπή. Ύστερα από τη διάσπαση της αδελφότητας θα επιλέξει τον δρόμο του μοναχισμού στον Άγιον Όρος. Περιγράφει ο ίδιος σε εκδήλωση για τα 40 χρόνια των Εκδόσεων «Δόμος» στη 15η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. τον Μάιο του 2018[4]:

«- Θα θέλω να πω εξομολογητικά, το ότι βρίσκομαι στο Άγιο Όρος οφείλεται και στον Κουτρουμπή. Ο Κουτρουμπής ήταν μια επανάσταση –ήρεμη– για μας. Αυτός που μας οδήγησε στον Κουτρουμπή ήταν ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος. Ο Κουτρουμπής είναι ένας άνθρωπος σταλμένος από τον Θεό, όπως στέλνονται κάποιοι άνθρωποι –μεγάλοι, οι οποίοι δρουν μυστικά.

- Πηγαίναμε λοιπόν κάτω στην Βουλιαγμένη, Κυριακή το απόγευμα και μας έκανε ανάλυση των δογματικών θεοτοκίων της Παρακλητικής, μας μίλαγε για την θεία Λειτουργία. Μαζευόμαστε τρεις, τέσσερεις, πέντε, καμιά δεκαριά. Παρακολουθούσε τον καθένα, έλεγε ο καθένας μας μια απλή κουβέντα –ή μια αρλούμπα– αυτός τη σεβότανε, της έδινε υπόσταση, έκανε από όλα αυτά που άκουγε μια παναρμόνια σύνθεση, που παρουσίαζε τη σημασία της ορθοδόξου εκκλησίας, της θείας Λειτουργίας, και έμπαζε στο στόμα σου ότι εμείς τα είπαμε αυτά –ενώ αυτός τα έκανε.

- Ενώ αυτός δεν είχε να φάει, ένα κομμάτι ψωμί,  όταν πήγαινε ο καθένας μας δινότανε στο πρόβλημά του, και γινότανε ένα με το δικό μας το πρόβλημα. Ο Δημήτρης Μαυρόπουλος είναι αυτός ο οποίος υπηρέτησε μέχρι τελευταία στιγμή τον άνθρωπο ο οποίος βοήθησε όλο τον κόσμο χωρίς να ζητά τίποτα από κανέναν.

- Πόσες διαλέξεις, πόσες διατριβές, πόσες δουλειές έχουν πίσω τους τον Κουτρουμπή. Και ο Κουτρουμπής δεν παρουσιάζεται πουθενά. Αυτό που ήθελε ο Κουτρουμπής ήτανε να ζήσει ο κόσμος.

- Όταν πήγα στο Άγιο Όρος, αυθόρμητα είπα σε κάποιον ότι βοηθήθηκα πολύ από ένα θεολόγο, τον Δημήτρη τον Κουτρουμπή, και μου λέει αυτός «μα πώς, ένας κοσμικός μπορεί να σε βοηθήσει;!». Εγώ σταμάτησα λίγο. Τώρα πέρασαν τα χρόνια και νιώθω ότι η ιεροσύνη, η άσκηση, η αλήθεια κυκλοφορεί ελεύθερα, όπου θέλει πάει και βρίσκεται στους ταπεινούς. Όλοι οι άλλοι, οι επίσημοι, μετέχομε στην ανοησία, είμαστε ανύπαρκτοι, είμαστε ενοχλητικοί. Ο άρχοντας είναι ο ανύπαρκτος, που δίνει κουράγιο μυστικά σ’ όλο τον κόσμο. Κι ενώ αυτός φεύγει, τότε η παρουσία του γίνεται αισθητότερη […] Και τέτοιοι ανύπαρκτοι, μεγάλοι, κρύβονται στη ζωή, στο Άγιο Όρος, στον κόσμο».

Την εποχή εκείνη, αρχές της δεκαετίας του 60’ εξετάζει το ενδεχόμενο της μοναστικής αφιέρωσης, όπως περιγράφει ο ίδιος:

«Πόσων χρονών είσαι;»

«Είκοσι πέντε».

«Στη βράση κολλά το σίδερο. Ή να παντρευτείς, όπως ευλογεί η Εκκλησία‧ ή να έλθεις εδώ και να γίνεις καλόγερος σωστός. Όχι σαν και εμένα, που κοιμάμαι ολόρθος, σαν το μουλάρι. Αλλά ό,τι και να κάνεις, να είσαι ντόμπρος, να είσαι αληθινός άνθρωπος». Μου έσφιγγε το χέρι. Το άφησε δακρυσμένος και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι δεξιά για το κελλί των Αγίων Αρχαγγέλων, που ήταν το κελλί του.

Αυτή ήταν η πρώτη συζήτηση που είχα στη Σκήτη των Ιβήρων τον Αύγουστο του 1961, με τον π. Ευμένιο, ενώ προχωρούσα για την καλύβη του Αγίου Αντωνίου.

Εκεί βρήκα τον γέρο-Γαβριήλ. Καθήσαμε στην απλωταριά. Ήμασταν μέσα στην καρδιά της μεγάλης λαγκαδιάς περιβαλλόμενοι από τις κατάφυτες πλαγιές. Μια στιγμή ο Γέροντας με έκπληξη γεμάτη κατάνυξη μου λέει: «Τι έκαμα και με έφερε ο Θεός στον παράδεισο; Να, μέσα σε ένα μπουκέτο περνά η ζωή μας».

Όταν μετά από τέσσερα χρόνια, τον Αύγουστο του 1965, πήγα με το σκοπό να μείνω στη Σκήτη, ο π. Ευμένιος και ο π. Γαβριήλ είχαν φύγει για την άλλη ζωή.

[…]

Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν ζει πια κανείς στη Σκήτη απ’ αυτούς που ζούσαν εκεί το 1965. Το 1966 ήλθε η πρώτη φιάλη υγραερίου. Το 1967 ακούστηκε να ουρλιάζει το πρώτο αλυσοπρίονο, ξαφνιάζοντας όλους στο δάσος της Σκήτης. Την ίδια χρονιά ήλθαν τα «ραμποτέ» σανίδια. Τώρα έχει πάει μπουλντόζα. Περνούν καμιόνια…

Τα αναφέρω αυτά, γιατί υπάρχουν […][5]».

Μαζί με τους, επίσης θεολόγους με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, και πρώην μέλη της Ζωής, Γρηγόριο Χατζηεμμανουήλ και Παναγιώτη Νέλλα, θα εγκατασταθούν το χειμώνα του 1966 στη Σκήτη των Ιβήρων, κοντά στον γέροντα Παΐσιο. Βασίλειος και Γρηγόριος έχουν γίνει ήδη κληρικοί, ενώ ο Νέλλας, παραμένοντας λαϊκός, θα παραμείνει μαζί τους για μια μαθητεία στην ασκητική πνευματικότητα[6].

Τον γέροντα Παΐσιο τον είχε γνωρίσει ο Νέλλας σε ένα μοναστήρι στην Κόνιτσα[7], όπου είχε εγκατασταθεί για ένα διάστημα, από τον Αύγουστο του 1958. Σχετική μαρτυρία έχουμε από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Σινά Δαμιανό, ο οποίος περιγράφει την πρώτη τους συνάντηση με τον γέροντα Παΐσιο, μέσω του Νέλλα το 1962[8]. Εκεί ο Δαμιανός, διάκονος τότε στη μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, θα προσκαλέσει τον Παΐσιο να τους επισκεφθεί και να μείνει μαζί τους. Ο γέροντας θα δεχθεί και θα παραμείνει στο Σινά από το Σεπτέμβριο του 1962 έως τον Μάιο του 1964, όμως η επιδείνωση των προβλημάτων υγείας που είχε θα τον αναγκάσει να επιστρέψει στο Άγιο Όρος και να εγκατασταθεί στη Σκήτη των Ιβήρων στην καλύβα των Αγίων Αρχαγγέλων[9].

Οι δύο νεαροί μοναχοί θα γίνουν υποτακτικοί του γέροντα και θα τον συνοδεύσουν μάλιστα όταν πήγε στη Θεσσαλονίκη και έκανε εγχείρηση για την αφαίρεση τμήματος του πνεύμονα το 1966. Ο Νέλλας θα παραμείνει μαζί τους για κάποιους μήνες και ύστερα, με προτροπή του γέροντα θα επιστρέψει στον κόσμο[10]. Κατά την παραμονή τους στην Σκήτη των Ιβήρων θα τους επισκεφθούν παλιοί τους φίλοι από τη συντροφιά του περιοδικού Σύνορο και τον κύκλο του Κουτρουμπή. Καταγραφή μιας τέτοιας συνάντησης έχουμε από τον Τάσο Ρωμανό (ψευδώνυμο του Τάσου Ζαννή[11]), σε άρθρο με τίτλο «Συναντήσεις στο Άγιο Όρος», στο τελευταίο τεύχος του Συνόρου, όπου μεταξύ συναντήσεων με άλλους μοναστές περιγράφει:

«Βασίλειος.

Ένας γερός ανήφορος μας βγάζει σ’ ένα λαγκάδι. Καμμιά δεκαριά σπιτάκια κι εξωκκλήσια είναι σκορπισμένα και στις δυο πλαγιές. Σε ποιο να μένει ο π. Βασίλειος; Χτυπάμε τις πόρτες στη σειρά. Καμμιά απόκριση: όλα τα σπιτάκια στην πλαγιά που βρισκόμαστε είναι ακατοίκητα. Πέρα στην απέναντι πλαγιά διακρίνουμε έναν άνθρωπο. Του φωνάζουμε πως ζητάμε τον π. Βασίλειο. Σ’ έναν εξώστη λίγο πιο κει προβάλλει μια ρασοφορεμένη σιλουέττα. «Ποιος είναι;» φωνάζει. Γνωρίζω τη φωνή, είναι ο Βασίλειος. Λέω τ’ όνομά μου. «Πάρτε το μονοπάτι», φωνάζει και κατεβαίνει να μας υποδεχτεί.

Ανεβαίνουμε στο σπιτάκι από μια πρόχειρη ανεμόσκαλα, φτιαγμένη με χοντρά κλαδιά. Το κελλί είναι μικροσκοπικό. Πλάι στο παράθυρο ένα τραπέζι με σύνεργα ζωγραφικής. Στο μικρό καβαλέττο μια μισοτελειωμένη αντιγραφή ενός θαυμάσιου βυζαντινού Χριστού. Σ’ ένα ράφι μια σειρά βιβλία. Ένα σκαμνί. Στον απέναντι τοίχο ένα σανιδένιο ντιβάνι σκεπασμένο με μια κουρελού. Ο π. Βασίλειος μας προσφέρει ρακί και γλυκό. «Βοήθειά μας η Κυρία Θεοτόκος», είναι η συνηθισμένη πρόποση. […]

Τον ρωτάμε από πότε άρχισε να ζωγραφίζει.

- «Πήρα μερικά μαθήματα απ’ τον Ουσπένσκη, όταν ήμουν στο Παρίσι…» μας λέει.

Περιμένουμε ανυπόμονα ν’ ακούσουμε την εμπειρία του ανήσυχου φίλου, που έφτασε ως εδώ, αναζητώντας με πάθος «το εν». Ο π. Βασίλειος σωπαίνει.

-«Δεν θα μας πήτε τίποτε πάτερ;»

Γελάει.

- «Έ, εμένα με γνωρίζετε κι απ’ την Αθήνα», λέει, «ό,τι λέγαμε εκεί θα πούμε κι εδώ…»

-«Πάτερ», επιμένουμε, «είστε ένας από τη γενιά μας και είδατε το Όρος με τα μάτια σας, που είναι όμοια με τα δικά μας μάτια. Γι’ αυτό η εμπειρία σας θα μας ήταν πολύτιμη…» Έτσι ανοίγει η συζήτηση.

Μας μιλά για την πορεία του, που αρχίζει με τη θητεία του στις χριστιανικές κινήσεις, συνεχίζεται με τη μαθητεία του κοντά στους ρώσους Ορθοδόξους του Παρισιού και, μετά από αγωνιώδη αναζήτηση, φτάνει σ’ αυτό το λαγκάδι του Αγίου όρους. Στη Σκήτη αυτή, γέροντα έχει τον π. Παΐσιο, μελέτη τον Άγιο Ισαάκ, και «εργόχειρο» τη βυζαντινή αγιογραφία.

Τον βεβαιώνουμε πως δεν πάψαμε να τον θεωρούμε σαν μέλος της συντροφιάς μας, και πως αυτή ακριβώς η «έξοδός» του από τον κόσμο μας κάνει να βλέπουμε τη δική μας ζωή μέσα στον κόσμο μ’ ένα μάτι πιο φωτισμένο»[12].


Από αριστερά: Αλέξιος μον. Ιβηρίτης, Καλλίνικος προηγ. Ιβηρίτης, Κωνσταντίνος προηγ. Λαυριώτης, αρχιμ. Βασίλειος, Ιεζεκιήλ αρχιεπ. Αυστραλίας, Σταύρος Παπαδάτος Πολιτικός Διοικητής, Ιερόθεος μον. Σταυρονικητιανός

Από αριστερά: Ευθύμιος μον. Καρακαλλινός, αρχιμ. Βασίλειος, Ιεζεκιήλ αρχιεπ. Αυστραλίας, Σταύρος Παπαδάτος Πολιτικός Διοικητής, Κωνσταντίνος προηγ. ΛαυριώτηςΤο 1968 η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους θα ζητήσει από τους ιερομονάχους Βασίλειο και Γρηγόριο, να αναλάβουν την ευθύνη της Ι. Μ. Σταυρονικήτα, που ήταν στα πρόθυρα να κλείσει λόγω έλλειψης μοναχών[13]. Την ίδια χρονιά, θα εγκατασταθούν στην Σταυρονικήτα, ηγούμενος της οποίας θα γίνει ο π. Βασίλειος[14], ενώ ο γέροντας Παΐσιος θα τους βοηθήσει, καθοδηγώντας πνευματικά τη νέα κοινότητα, διαμένοντας στο κοντινό κελί του Τίμιου Σταυρού. Σε λίγα χρόνια, η κοινοβιακή πλέον Σταυρονικήτα θα επανδρωθεί θεαματικά και θα αποτελέσει πόλο έλξης για τον αυξανόμενο αριθμό, νέων κυρίως ανθρώπων που επισκέπτονται πλέον το Άγιο Όρος[15].

Ο π. Γρηγόριος, τα επόμενα χρόνια θα εγκατασταθεί στο Ι. Κουτλουμουσιανό Κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου έκτοτε θα επιδοθεί σε ένα αξιόλογο συγγραφικό έργο, ιδίως με βιβλία σχετικά με τη θεία Λειτουργία. Ο π. Βασίλειος, θα παραμείνει ηγούμενος έως το 1990, χρονιά κατά την οποία θα αναλάβει την ηγουμενία της Ι.Μ.Ιβήρων.

Η πολυσχιδής συγγραφική του δραστηριότητα και οι πολλαπλές ομιλίες του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, θα τον καταστήσουν μια από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού. Ο π. Βασίλειος θα συνδεθεί με στενή φιλία με τον Ν.Γ. Πεντζίκη[16] και θα του γνωρίσει και τον π. Συμεών ντε λα Χάρα, τότε μοναχό Γρηγοριάτη. Ενδεικτική της πνευματικής φιλίας με τον Πεντζίκη, είναι η βιβλιοκριτική του π. Βασιλείου για τα Ομιλήματα του πρώτου, το 1973 στο περιοδικό Ευθύνη[17]. Αθησαύριστο ίσως, κάνει φανερό ωστόσο, πόσο έχει επηρεάσει ο ένας τον άλλον, στην γραφή και την «σαλότητα». Το παραθέτω ολόκληρο:

«Η «των σαλευομένων μετάθεσις» (Εβρ.12,27) αποκαλύπτει των αιωνίων το άπτωτο, ακίνητο και αεικίνητο.

Όλη η εξωτερική ασυναρτησία την οποία μπορεί κανείς στην αρχή να βρή, στον παρά μέσα χώρο βλέπει να υπάρχει σα ζωή εχεφροσύνης με μια άριστη περιχώρησι και κυκλοφορία του αίματος.

Ο αυτοεξευτελισμός και αυτοδιασυρμός που επίμονα γίνεται από τον συγγραφέα δεν τον ρίχνει στα μάτια του αναγνώστη, τον εξαφανίζει, τον θανατώνει. Και τον κάνει να παρουσιάζεται «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» μπροστά μας ως εκ νεκρών ζων.

Το ανίλεο χτύπημα που γίνεται από τον ίδιο είναι κάτι σκληρό που χτυπά άσκημα σ’ έναν που βασανίζεται μάταια να σώσει την «αξιοπρέπειά» του. Στο τέλος-τέλος όμως βλέπει κανείς πως όλα τα άσχετα έχουν σχέσι. Όλα τα ανισόρροπα μιλούν έλλογα και εναρμόνια. Όσα φαίνονται υπέρμετρα και σκληρά, ενσταλάζουν ρανίδες αληθινής παρακλήσεως, βαθειάς παρηγοριάς στα έγκατα του ανθρώπου.

Το κακό είναι ότι πολυσυνηθίσαμε να ζούμε έξω από την Εκκλησία, στον άκαμπτο χώρο του «ορθού λόγου» που μας έφερε στο απαγχονίζον παράλογο.

Πάψαμε να χτίζουμε εκκλησίες όπως οι Βυζαντινοί, σεβόμενοι τον κόσμο της καθεμιάς πέτρας. Χάσαμε την αίσθηση που μας έδειχνε τον πλούτο που κρύβει η προτροπή του Παληού Αββά: «Προσπάθησε να καταφρονηθής αναφανδόν υπό πάντων των ανθρώπων».

Κάναμε το βίο αβίωτο. Φέραμε τον εαυτό μας σε χώρο κλειστό, ανήλιο και ανάερο. Γι’ αυτό και τα κείμενα αυτά τα «παρεμφερή, βρίσκονται σε γραφή αδιάβαστη. Είναι γραμμένα σ’ άλλη εποχή, σ’ άλλο χώρο: σ’ αυτό τον βαθειά ανθρώπινο και εφετό, από τον οποίο όμως εκούσια ή ακούσια εκπατριστήκαμε, και ρίξαμε τον εαυτό μας σε τούτη την αλλοδαπή χώρα της μηχανής και της μηχανικότητος, όπου όταν κάτι τσαλακωθεί παύει να υπάρχει.

Ενώ ο άνθρωπος υπάρχει μέσα σ’ όλες τις μεταβολές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι απειλές του γίνονται ευλογίες. Οι κατάρες, ευχές. Οι πόνοι, παρηγοριά. Και ο θάνατος, ζωή. Και δεν είναι τίποτε άλλο το μυστήριο της εν Χριστώ ζωής, της κοινωνίας μας με τη Ζωή που θανάτω θάνατον πάτησε.

Η ζωή, η υπόστασή μας δεν είναι το άθροισμα «των καυσουμένων στοιχείων», (Β΄Πέτρ. 3,10) ούτε η αρχιτεκτονική των σαλευομένων. Μετά από το χώνεμα των καυσουμένων και από των «σαλευομένων την μετάθεσιν» υπάρχει ο άνθρωπος, χάρι στον άφθαρτο και άραφο χιτώνα που ενδύεται στο Βάφτισμα αναδυόμενος από τα ύδατα του θανάτου.

Αυτή η αιώνια ύπαρξι του ανθρώπου, η πέρα της φθοράς, αυτή η άκτιστη χάρη, δίνει νόημα στο εφήμερο και ανόητο.

Μέσα από τα ερείπια, «τους λίθους και κέραμους» φωτίζει η άφθαρτη μορφή του ανθρώπου με μια αντοχή ακατάβλητη. Ανήκει στον άλλο κόσμο γι’ αυτό και σε τούτο κινείται άνετα. Πέρα από τη μετάθεσι μας φέρνει το χαρούμενο μήνυμα (ευαγγέλιο) πως υπάρχει κάτι το αμετάθετο. Και αυτό το αμετάθετο, μετατίθεται ακατάπαυστα, όπου θέλει πνει, ζωογονώντας τα πάντα.

Έτσι η πράξη του Συγγραφέα να μιλά με τον τρόπο που μιλά είναι μια επίσκεψη ξένη∙ μια άνωθεν άφιξη εν τοις καθ’ ημάς. Κάτι το άλλο. Ένας ασπασμός του πέραν, του επέκεινα και χρυσώνει το τώρα, το περαστικό, που έτσι και το ζούμε συχνά μας απογοητεύει σαν ξένο και αποξενωτικό.

Τα «Ομιλήματα» είναι μια εξομολόγηση που δεν τολμά κανείς να κάνει στον πνευματικό του, και αυτός την κάνει όχι δημόσια, μα καταγράφοντάς την τρισδιάστατα και προσυπογράφοντάς την ξεκάθαρα, μ’ όλα τα στοιχεία της ταυτότητάς του για να μη χωρά καμιά παρεξήγησι. Δεν μας δείχνει έτσι μόνο ένα νέο τρόπο γραψίματος, αλλά μας θυμίζει και τον καινό τρόπο ζωής. Είναι μια νεκρανάσταση. Και είναι αλήθεια πως δεν μπορεί να βιωθή τούτη η ζωή παρά αφού πεθάνει κανείς. Γι’ αυτό η Εκκλησία βαφτίζοντάς μας στο θάνατο μας ντύνει στη ζωή την αθάνατη. Και ο Παύλος ζητά να «παραστήσωμεν εαυτούς τω Θεώ ως εκ νεκρών ζώντας (Ρωμ. 6,13).

Ποιός πράγματι μας κόλλησε αυτή τη μανία να σώσουμε το καταδικασμένο, να λατρέψωμε την κτίσι; Και πνιγόμαστε άδικα. Ενώ πέρα από το θάνατο του θνητού, τη φθορά του φθαρτού, υπάρχει χάριτι Κυριου η αθανασία και αφθαρσία που διαπερνά από τώρα το είναι μας, τα πάντα. Και καταπίνεται το θνητό, από τη ζωή, και το φθαρτόν ενδύεται αφθαρσίαν.

Ο Ν.Γ.Πεντζίκης παρουσιάζεται ως ο τολμηρός που πεθαίνει και παραδίνεται σ’ άλλα χέρια. Και δε μας πέφτει λόγος να πούμε τίποτα. Αλλά και αν πούμε –εκείνο ή το άλλο– τα χέρια αυτά δρουν ασχέτως ημών.

Μόνα αυτά πλάθουν τον άγνωστο Παράδεισο, τον ητοιμασμένον προ καταβολής κόσμου, για μας όλους τους καθημερινούς. Αυτά πλάσανε τον άγνωστο εαυτό μας και έως άρτι εργάζονται πάνω μας.

«Ο αποθανών δεδικαίωται».

Ένας που κάνει τον εαυτό του κουρέλι. Ένας που καταφέρει στον ίδιο εαυτό του τέτοια θανατηφόρα για την κοινωνική του ευπρέπεια πλήγματα, έχει την άδεια και δυνατότητα να προχωρεί ελεύθερα κεκλεισμένων των θυρών.

Δεν ενοχλεί κανένα γιατί κανενός δεν παίρνει τη θέσι. Κανέναν δεν πάει να προσπεράσει, να παραγκωνίσει. Έχει θέσι που κανείς δεν την υποβλέπει. Ποιός στ’ αλήθεια θα επιθυμούσε το διασυρμό, τη διαγραφή, την απώλεια;

Είναι κάτω από τον καθένα. (Πέρα από τις επιδιώξεις μας). Είναι μέσα σ’ όλους. Είναι ακίνδυνος για όλους, όπως ο νεκρός που κοίτεται μπροστά μας ακίνητος. Έτσι ακούμε με ανοιχτά αυτιά ό,τι μας λέει. Και μπορούμε άνετα να πούμε και γι’ αυτόν ένα καλό λόγο.

Έτσι σώζεται μέσα στην  καρδιά μας και ανασταίνεται στη ζωή μας. Και κυκλοφορεί στο είναι μας. Αυτός είναι οι άλλοι, και μείς είμαστε αυτός.

Τότε βλέπομε ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχει χώρος για όλους. Όλοι βρίσκονται μέσα μας. Και ολόκληρος ο άνθρωπος «μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 5,24) μπαίνοντας στην Εκκλησία.

†Β. Σταυρ.»[18]

 

Το 1974 θα εκδοθεί το πρώτο βιβλίο του π. Βασιλείου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εισοδικόν». Βιβλιοκριτική του συναντάμε στο αγιορείτικο περιοδικό «Αθωνικοί Διάλογοι», που εξέδιδε ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, στην οποία, χαρακτηρίζεται μάλιστα ως «νεοπατερική φωνή». Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμά  ενδεικτικό της εποχής που περιγράφουμε:

«Συγγραφεύς του μετά χείρας πονήματος είναι ο Καθηγούμενος της εν Αγίω Όρει Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης, γνωστός ευρύτατα εν Ελλάδι και εις το εξωτερικόν ως μια των πλέον φωτεινών μορφών του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού. Παρά ταύτα, η αγαθή φήμη του ανδρός τούτου ουδεμίαν μέχρι τούδε είχε σχέσιν με συγγραφικήν δράσιν. Μετά τας εν Αθήναις και εν Παρισίοις λαμπράς σπουδάς εγκατεβίωσεν εις την Σκήτην του Αγίου Προδρόμου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, ένθα υπό την πνευματικήν καθοδήγησιν του Γέροντός του Μοναχού Παϊσίου, επεδόθη εις την κατά Θεόν ησυχίαν. Και θα παρέμενεν ασφαλώς ακόμη κρυπτόμενος υπό την σκιάν του Γέροντος Παϊσίου, εάν ανάγκη επιτακτική ανασυγκροτήσεως της προς καιρόν χειμασθείσης Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα δεν επέβαλεν εις την Εκκλησίαν όπως τοποθετήση τούτον Ηγούμενον της εν λόγω Μονής, από ιδιορρύθμου εις κοινόβιον μετατραπείσης. Δεν συνεπληρώθη ακόμη πενταετία από της αλλαγής ταύτης και ήδη η Μονή Σταυρονικήτα έχει καταλάβει προ πολλού εις τα ψυχάς των ευλαβών επισκεπτών του Όρους θέσιν νοσταλγικού προσκυνήματος. Ο γόνιμος διάλογος και η κατανυκτική λατρεία είναι τα χαρακτηριστικώτερα γνωρίσματα της πνευματικής ταύτης εστίας. Ο Γέρων Παΐσιος όμως όστις εξακολουθεί να είναι ο Πνευματικός τόσο του Ηγουμένου όσον και ολοκλήρου της εκλεκτής αδελφότητος, δεν ακούει ευχαρίστως όσα περί αυτών λέγονται και γράφονται κατά καιρούς αγαθά, διότι φοβείται τον έπαινον του κόσμου. Θεμελιώδες αξίωμα της πνευματικής ζωής θεωρεί το ότι «ο μοναχός κρύπτει εαυτόν και μόνον η χάρις του Θεού τον προδίδει». Κατ’ επανάληψιν ηκούσθη διαμαρτυρόμενος προς επαινούντας το εν Σταυρονικήτα έργον: «Αφήσατε τους ανθρώπους να αγωνισθούν τον αγώνα των. Δεν τους κάμνετε καλόν επαινούντες. Είναι ωσάν να επισημαίνετε εις τον εχθρόν τον στόχον, προς τον οποίον πρέπει να στρέψη τα πυρά του. Το Όρος άλλωστε είναι πάντοτε ανεξάντλητον εις τιμίους αγωνιστάς του πνευματικού στίβου, ασχέτως εάν τους γνωρίζει ή όχι ο κόσμος. Δεν είναι δίκαιον να επαινήται μια μόνον εστία. Τούτο καταντά βλασφημία δια το Άγιον Όρος» […]  «Είθε η εκ του Αγιωνύμου Όρους προερχομένη αύτη νεοπατερική φωνή να τύχη της δεούσης προσοχής υπό των εχόντων ακόμη παρ’ ημίν ώτα ακούειν»[19].

Το Νοέμβριο του 1974 ο π. Βασίλειος θα κάνει μια εισήγηση, «ποὺ ἀναγνώσθηκε γαλλικὰ» στο Συνέδριο Ορθοδόξων Νέων Δυτικής Ευρώπης τον Νοέμβριο στην Ντιζόν της Γαλλίας. Η εισήγηση με τίτλο «Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή»  θα δημοσιευτεί  το 1976 στο περιοδικό της Ι. Μονής Γρηγορίου ‘Ο Όσιος Γρηγόριος’[20]. Εκεί θα δούμε διαμορφωμένο πιά τόσο το γνώριμό του ύφος όσο και αρκετές από τις βασικές θεματικές που θα τον απασχολήσουν κατά τη μακρόχρονη κα πλούσια συγγραφική του πορεία. Αντιγράφω ως κατακλείδα, ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Ένας μοναχός έγραφε:

«Δεν είναι η δουλειά μου να χτίζω σπίτια και να ασπρίζω.

Ούτε ακόμη είναι να διαβάζω και να γράφω.

Ποια είναι η αποστολή μου;

Είναι -αν είναι δυνατόν- να πεθάνω εν τω Θεώ. Τότε ζω και κινούμαι από άλλη Δύναμη.

‘Έτσι ελεύθερα μπορώ να τα κάνω όλα (και να σκάβω και να διοργανώνω και να διαβάζω και να γράφω), χωρίς να δένωμαι με τίποτα. Άπ’ όλα μπορώ να περάσω, οφείλω να περάσω κυνηγώντας. πάντα ήρεμα το ένα και μοναδικό. ‘Όλα, όλους τους «μετεωρισμούς» να άφήσω ελεύθερα δι’ εμού να διέλθουν περιμένοντας το ένα που καταξιώνει τα πάντα.

Όταν χτίζης για να χτίζης, φτιάχνεις τον τάφο σου.

Όταν γράφης για να γράφης, πλέκεις τα σάβανά σου.

Όταν ζης, αναπνέεις ζητώντας το έλεος του Θεού, τότε γύρω σου υφαίνεται καταστολή αφθαρσίας και μέσα σου αναδεύεται γλυκασμός ουράνιας παρακλήσεως. Το αν χτίζης η αν γράφης, είναι πολύ δευτερεύον[21]».

 

Σημειώσεις

[1] https://www.youtube.com/watch?v=hXTyXDkazLg, https://www.youtube.com/watch?v=5t5FqPL5hJQ

[2]https://megasvasileios.gr/2019/%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%86%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82/

[3] https://www.pemptousia.gr/2020/02/mia-alismoniti-sinantisi/

[4] https://www.pemptousia.gr/video/den-echi-oria-i-pisti-i-parousia-tou-theanthropou/

[5] π. Βασίλειος Γοντικάκης, Αναμνήσεις από τη Σκήτη των Ιβήρων, Πρωτάτο, αριθμ 22, Μάρτιος-Απρίλιος 1990, σ. 34-41

[6] Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα 2006 (5η επανέκδοση), σελ. 473.

[7] π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλος,, Εδώ θα πας στο στενό μονοπάτι, Εν πλω, Αθήνα, σελ 237.

[8] https://www.iellada.gr/thriskeia/o-agios-paisios-sina-kai-i-anapantehi-synantisi-1

[9] Ιερομόναχος Ισαάκ, Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, 2022 (11η επανέκδοση) σ. 185-187

[10] Ορθοδοξία και Δύση, σελ. 475, Εδώ θα πας στο στενό μονοπάτι σ. 237-238.

[11] https://anastasiosk.blogspot.com/2020/05/blog-post_53.html

[12] Τάσου Ρωμανού, Συναντήσεις στο Άγιο Όρος, Σύνορο τ. 40 (Δεκ, 66-Φεβρ. 1967), σ. 311-312.

[13]Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, σ. 209-211.

[14] https://athosphotoarchive.blogspot.com/2020/03/4.html

[15] Ορθοδοξία και Δύση, σελ 475.

[16] Για τις σχέσεις γέροντος Παϊσίου, π. Βασιλείου και Πεντζίκη, διαφωτιστική είναι η μαρτυρία του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου:

«Τὸν Γέροντα Παΐσιο τὸν γνώρισες τό 1971 ὅταν σὲ εἶχαν στείλει νὰ τὸν ρωτήσεις γιὰ μία γυναίκα ποὺ ἔβλεπε ὁράματα καὶ ἦταν περιστοιχισμένη ἀπὸ μία ἀδελφότητα λαϊκῶν ἀνθρώπων δοσμένων στὴν προσευχή. Δὲν εἶχες ξανακούσει τὸ ὄνομά του, καὶ ἦταν ὁ πρῶτος καλόγερος ποὺ γνώρισες. Ἔμενε στὸ κελὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πάνω ἀπ’ τὴν Καλλιάγρα, κοντὰ στὴ Σταυρονικήτα […] Τὸν π. Παΐσιο τὸν συνάντησες γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1973. Ὅμως τότε πῆγες γιὰ τὸν ἑαυτό σου, σὲ μιὰ ἀπ’ τὶς συζητήσεις σας ἔγινε λόγος γιὰ τὸν Πεντζίκη. «Γιατί δὲν πᾶς νὰ τὸν γνωρίσεις;», σοῦ εἶπε. «Ἡ γυναίκα του, ἡ κυρία Νίκη, εἶναι πολὺ καλή». Ἕνα μήνα μετὰ τὴν ἐπιστροφή σου τοῦ τηλεφώνησες. «Σᾶς τηλεφωνῶ ἐκ μέρους τοῦ πατρὸς Παϊσίου», εἶπες. «Ἐφ’ ὅσον ἔρχεσαι ἐκ μέρους τοῦ πατρὸς Παϊσίου εἶσαι εὐπρόσδεκτος», ἀπάντησε. Βέβαια γνώριζε τὸ οἰκογενειακό σου ὄνομα καὶ τὸν πατέρα σου, ὅμως ἐσένα οὔτε εἶχε περάσει ἀπ’ τὸ μυαλό σου κάτι τέτοιο. Πῆγες στὸ σπίτι του καὶ ἄρχισε νὰ σοῦ μιλάει γιὰ διάφορα πράγματα. Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἀνταποκρινόσουν. Ἦταν ὅλα καταβαραθρωμένα μέσα σου. Μιὰ μέρα ἔτυχε νὰ συντύχετε στὸ σπίτι του μὲ τὸν τότε ἡγούμενο τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα καὶ νῦν τῆς Μονῆς Ἰβήρων, Βασίλειο. «Μοῦ τὸν ἔστειλε ὁ πατὴρ Παΐσιος», τοῦ εἶπε ὁ Πεντζίκης, «ἀλλὰ δὲν μιλάει». Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Ο πιο σύντομος δρόμος, Ιανός, Θεσσαλονίκη, 1999, σ. 57,59-60.

[17] Τα Ομιλήματα του Πεντζίκη, Ευθύνη, τ. 15, Μάρτιος 1973, σ. 139-140. Η δεύτερη έκδοση των Ομιλημάτων στις εκδόσεις Ακρίτα το 1992, θα συνοδευτεί από πρόλογο του π. Βασιλείου.

[18] Τα «Ομιλήματα» του Πεντζίκη, Ευθύνη, τ. 15, Μάρτιος 1973, σ. 139-140.

[19] †Μ.Μ.Σ., Αρχιμ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ (στοιχεία λειτουργικής βιώσεως του μυστηρίου της ενότητος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία), Άγ. Όρος 1974., Αθωνικοί Διάλογοι, τ.25-26, Ιαν,-Φεβ.1975, σ.28-30. Είχε προηγηθεί μια ακόμη παρουσίαση του βιβλίου στο τεύχος 23 (Μάιος-Ιούλιος 1974), σελ 30.

[20] αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, «Η υπέρβαση του θανάτου στην μοναχική ζωή», περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος», Τεύχος 1ο, Έκδοση Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1976, σ. 18-26, https://www.imgrigoriou.gr/pdf%20files/Periodiko_teyxi/01-1976.pdf

[21] Ο,π, σελ. 20.



Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

VINCIT OMNIA VERITAS: Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΜΝΩΔΩΝ…

 

Μπορεί να είναι εικόνα 3 άτομα 
Γράφει ο Ν.Δαπέργολας 
Καθώς συνεχίζονται οἱ ἐκτεταμένες καί φορτωμένες μέ ἀπίστευτες ὑπερβολές (καί μέ ἀκόμη μεγαλύτερες ἀνακρίβειες) ὑμνωδίες ἀπό διάφορους νεωτεριστές «θεολόγους», «προοδευτικούς» ἀθέους, Φαναριῶτες καί Ἑλλαδικούς οἰκουμενιστές καί πλεῖστα συστημικά ΜΜΕ γιά τόν ἀρχιμανδρίτη Βασίλειο Γοντικάκη, πού ἐγκατέλειψε πρό ὀλίγων ἡμερῶν τά ἐγκόσμια, εἶναι ὁλοφάνερα καιρός νά εἰπωθοῦν καί κάποια πράγματα ἀπό τήν...ἀντίθετη πλευρά τῆς Ἱστορίας. Καί αὐτό ὄχι βεβαίως ἀπό ἐμπάθεια ἀπέναντι στόν ἐκλιπόντα, οὔτε ἐπειδή θέλουμε νά ὑποκαταστήσουμε τόν Θεό στήν κρίση Του, ὅπως μέ τήν γνωστή ὑποκριτική ἐλαφρότητα καί ἀκρισία θά σπεύσουν νά ποῦν κάποιοι, ἀλλά πολύ ἁπλᾶ ἀπό χρέος ἀπέναντι στήν ἀλήθεια. Ἐμεῖς εὐχόμαστε εἰλικρινῶς ὁ ἐκδημήσας νά μετανόησε καί ὁ Θεός νά τόν κατατάξει μετά τῶν σωζομένων. Ἄλλο ὅμως αὐτό καί ἄλλο τό καθῆκον πρός τήν ἀλήθεια, γιά τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά γίνεται ἀνεκτό νά παραχαράσσεται τόσο προκλητικά. Καί ἡ ἀλήθεια ἀφ’ ἑνός θά προστατεύσει ὅλους ὅσους λόγῳ ἄγνοιας ἤ στρεβλῆς γνώσης ἐπηρεάζονται καί προσφεύγουν στήν μορφή καί τά γραπτά τοῦ ἐκλιπόντος (μέ κίνδυνο πιθανῆς πνευματικῆς βλάβης), ἀφ’ ἑτέρου ὅμως - ὅσο καί ἄν σέ κάποιους μέ κοσμικό φρόνημα φανεῖ παράλογο - θά βοηθήσει πάνω ἀπ’ ὅλα τόν ἴδιο, πού ἡ ψυχή του βρίσκεται αὐτή τή στιγμή στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων ἔχει ἀνάγκη προσευχῆς καί ὄχι ὕμνων. Οἱ ὑμνογραφίες εἶναι ἐπιβαρυντικές καί - εἰδικά ἄν δέν βασίζονται στήν ἀλήθεια - πνευματικά ὀλέθριες. 
 
Χωρίς νά μακρηγορήσουμε λοιπόν ἰδιαίτερα, ἁπλῶς θά ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ κάποια ἀδιαμφισβήτητα γεγονότα, πού μιλοῦν ἀπό μόνα τους, σέ πλήρη ἀντίστιξη πρός τίς φαντασιώσεις τῶν ξεσαλωμένων ὑμνογράφων:
Ἐν πρώτοις, θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι ὁ ἐκλιπών εἶχε δεδομένη πνευματική σύνδεση (ἀναφέρεται ἄλλωστε καί ἀπό τούς ἴδιους τούς ὑμνολογοῦντες ὡς θετικό) μέ τήν κίνηση τῶν λεγομένων Νεορθοδόξων. Τήν κίνηση δηλαδή πού κάποτε θεωρήθηκε ὅτι ἔφερνε ἕνα εἶδος ἀναγέννησης στά ἐκκλησιαστικά καί μοναστικά μας πράγματα, ἀλλά σχετικά σύντομα ἀποδείχθηκε ὅτι στήν πραγματικότητα δέν ἦταν παρά μία ὁμάδα βαθιᾶς πλάνης, πού δηλητηρίασε τό ὀρθόδοξο ποίμνιο μέ νεονικολαϊτικές καί ἄλλες νεοεποχίτικες δοξασίες, ἐνῷ ἐπίσης μέ τόν βαρύγδουπο διανοουμενίστικο καί ἐλευθεριάζοντα μανδύα της ἀντιστρατεύτηκε φανερά τόν γνήσιο ἁγιορείτικο ἡσυχασμό (ὅπως βασικά τόν ἐξέφραζε ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ Ἡσυχαστής, ὁ παπα-Τύχων, ἀκολούθως ὁ Ἅγιος Παΐσιος καί τόσοι ἀκόμη παλαιοί ἀσκητές τοῦ Ἄθω) καί ἔπαιξε καθοριστικό ρόλο στήν ραγδαία ἐκκοσμίκευση τοῦ Ὅρους ἀπό τίς ἀρχές περίπου τῆς δεκαετίας τοῦ ’90.
 Σήμερα ἀναρωτιοῦνται ἀκόμη κάποιοι ποῦ ὀφείλεται ἡ διολίσθηση πρός τόν μοναχισμό τῆς βολῆς, τῶν ΕΣΠΑ, τῶν ὑλικῶν ἀνέσεων, τῆς εἰσόδου ἐπιχειρήσεων καί σοῦπερ μάρκετ, τῆς ἀφωνίας (ἤ στήν καλύτερη περίπτωση τῶν «ἤξεις ἀφήξεις» ἀπονευρωμένων ἀνακοινώσεων) πάνω σέ ὅλα τά σοβαρά ζητήματα; Μά ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής. Τό Περιβόλι τῆς Παναγιᾶς μας ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ’70 καί ἑξῆς σταδιακά ἄδειασε ἀπό τούς παλαιούς Ἁγίους καί γέμισε ἀπό ἀνθρώπους νεωτερικοῦ πνεύματος, πού ἔπαιξαν καθοριστικό ρόλο στήν ἐξέλιξη τῆς λεγόμενης μεταπατερικῆς δαστρέβλωσης. Φυσικά οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβεῖ σέ ἰσοπεδωτικές ἐκτιμήσεις, γιατί οὔτε οἱ Ἅγιοι ἀσφαλῶς ἐξέλειψαν τελείως, οὔτε (ἄπαγε τῆς βλασφημίας) ὅλοι οἱ νεόφερτοι ἔπεσαν στήν πλάνη. Αὐτό ὅμως πού κάποτε θαυμάζαμε ἐνεοί βλέποντας τήν πλήθυνση καί ἀναδόμηση τῶν μονῶν ὡς ἄνθηση καί ἀναγέννηση τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ἦταν σέ μεγάλο βαθμό αὐταπάτη. 
Τό Περιβόλι τῆς Παναγιᾶς μας ἔχει σήμερα καί φωτισμένους γέροντες καί πολλούς ἐξαιρετικούς ἀγωνιστές μοναχούς, παράλληλα ὅμως ἔχει καί πολλούς αἱρετικούς καί κακοδόξους καί φυτευτούς καί πράκτορες. Μόνο οἰκουμενιστές καί ἀκατήχητοι δέν μποροῦν νά τό ἀντιληφθοῦν ἀκόμη αὐτό. Οἱ ἴδιοι εἶναι ἐξάλλου πού θεωροῦν πολύ φυσιολογικό καί ἀπολύτως θεμιτό (ἢ καί ἀναγκαῖο) τόν ἄκρατο «ἐκσυγχρονισμό» τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὁπότε οὐκέτι χρείαν ἔχομεν ἄλλων μαρτύρων γιά τό μέγεθος τῆς πλάνης τους.
Ἐννοεῖται βεβαίως ὅτι εἶναι καί ἄδικο καί ἀναληθές νά χρεωθεῖ ἀποκλειστικά στόν Βασίλειο Γοντικάκη ἡ προαναφερθεῖσα καταστροφική ἐξέλιξη, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως εἶναι ἀναμφίβολο ὅτι ἡ συμβολή του σέ αὐτήν, καθώς καί στήν παράλληλη οἰκουμενιστική διάβρωση τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὑπῆρξε μεγάλη. 
Δέν μπορεῖ π.χ. νά ἀγνοηθεῖ ἡ πλήρης δημόσια σιωπή του ἐνάντια στή χαίνουσα γάγγραινα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ξεκάθαρα εὐμενής στάση του ἀπέναντι στήν μιαρή ψευτοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, ἡ ἐκ μέρους του ἐπίμονη τάση νά ἀποφεύγει τήν ἀναφορά σέ αἱρετικά ζητήματα (ἀκόμη καί ὅταν ἐρωτᾶτο) προσφεύγοντας στίς γνωστές του βαρύγδουπες (καί λεκτικά ὄντως ἐντυπωσιακές, ἀλλά τετριμμένες ἀπό ἕνα σημεῖο καί ἔπειτα) ἀγαπολογίες, ἀλλά καί ἡ ἄκρως νανουριστική συμπεριφορά του σέ ζητήματα ὅπως ἡ νέα ταυτότητα καί τά ἄλλα ἀποκαλυπτικά σημεῖα τῶν καιρῶν μας (ἐνῷ τήν συζήτηση γιά τό 666 τήν ἀντιμετώπιζε ὡς μορφή προτεστάντικης τρομολαγνείας).
Καί δέν μπορεῖ ἐπίσης νά ἀγνοηθεῖ ὅτι καί τά δύο μοναστήρια πού ὀργάνωσε (καί τά ὁποῖο συνέχιζαν ἕως τώρα νά τελοῦν ὑπό τήν ἄμεση πνευματική ἐπιρροή του), δηλαδή ἡ Σταυρονικήτα καί ἡ Ἰβήρων, ἀνήκουν στήν προμετωπίδα τῶν οἰκουμενιστικῶν μονῶν τοῦ Ἄθω (σέ ἀντίθεση μέ τίς λεγόμενες φιλοθεΐτικες, τῆς πνευματικῆς ἐπιρροῆς δηλαδή τοῦ μακαριστοῦ ἁγιασμένου γέροντα Ἐφραίμ της Ἀριζόνα). Ἀδιαμφισβήτητο γεγονός καί αὐτό, πολλαπλῶς τεκμηριωμένο καί στήν ἀγαστή σχέση τους μέ τό Φανάρι, καί στήν κοινωνία τους μέ τούς σχισματικούς Οὐκρανούς καί σέ πολλά ἄλλα συμβάντα ἐδῶ καί πολλά χρόνια. Θυμίζω μάλιστα ἐδῶ ὅτι ἀκόμη καί τό ἄθλιο ἐκεῖνο γεγονός τῆς ἀπέλασης τοῦ μητροπολίτη Αὐγουστίνου Καντιώτη ἀπό τό Ἅγιο Ὅρος, τόν Σεπτέμβριο τοῦ μακρινοῦ 1990, σέ Ἰβηρίτες μοναχούς ὑποτακτικούς τοῦ Β.Γ. ὀφείλεται. Γιά ὅσους δέν τό γνωρίζουν, ὁ διαπρύσιος λαμπρός ἐκεῖνος ἱεράρχης εἶχε στηλιτεύσει ἀπό ἄμβωνος κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας στήν μονή Κουτλουμουσίου τά οἰκουμενιστικά ὀλισθήματα τοῦ Φαναρίου, γεγονός πού προκάλεσε τήν ὀργισμένη δημόσια ἀντίδραση καί ἐπιδεικτική ἀποχώρηση τῶν Ἰβηριτῶν. Λίγες ὧρες ἀργότερα ἦρθε ἐντολή ἀπό τόν τότε πολιτικό διοικητή Λούλη νά ἐκδιωχθεῖ ὁ μητροπολίτης χωρίς καμία καθυστέρηση ἀπό τό Ὅρος, ὅπερ καί ἐγένετο κυριολεκτικά ἀξημέρωτα. Χαρακτηριστικό συμβάν του πρός τά ποῦ διολίσθαινε πλέον μεγάλο μέρος τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ. Καί φυσικά ἀκολούθησαν πολλά ἀκόμη μέσα στίς ἑπόμενες δεκαετίες.
Καθοριστική εἶναι ἐπίσης ἡ συμβολή τῶν δύο μοναστηριῶν σέ ὅλες τίς ἀνακοινώσεις πού βγάζει ἐδῶ καί πολλά χρόνια τό καρυώτικο μαντρί, ἰδίως ἀπό τό Κολυμπάρι καί ἑξῆς, πού ὄζουν οἰκουμενιστικῆς πλάνης καί διάθεσης συμβιβασμοῦ (γιά νά μήν τό θέσουμε ἀλλιῶς) μέ τό πολιτικό καθεστώς σέ θέματα ὅπως π.χ. ἡ ψευτοπανδημία καί τά ἐμβόλια ἤ ἐσχάτως ἡ νέα ταυτότητα καί ὁ προσωπικός ἀριθμός. Κάποιες ἀπό τίς ἀνακοινώσεις μάλιστα θυμίζουν τόσο ἔντονα τό συγγραφικό ὕφος του ἐκδημήσαντος (κάποιοι ἔχουμε τήν ἐμπειρία νά τό ἀναγνωρίζουμε, κατά τόν ἴδιο τρόπο π.χ. πού βγάζουν μάτι τά κείμενα τοῦ Μεσογαίας ἤ τοῦ Ναυπάκτου), πού ἄν δέν ἦταν ἀπό τό ἴδιο τό χέρι του, ἦταν σίγουρα γραμμένες ἀπό πιστούς «μαθητές» του. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν τελευταία ἁγιορειτική ἀνακοίνωση, πού βγῆκε γιά νά δικαιολογήσει τήν ἀπαράδεκτη θερμή ὑποδοχή τοῦ ἀφορισμένου βδελύγματος πού ὑποδύεται τόν Ἕλληνα πρωθυπουργό. Μία ὑποδοχή στήν ὁποία θυμίζουμε ὅτι οἱ δύο ἐν λόγῳ μονές ἐπίσης πρωτοστάτησαν, ἐνῷ ὁ ἀφορισμένος ἐπισκέφτηκε καί ἰδιαιτέρως τήν μονή Ἰβήρων, ὅπου εἶχε μάλιστα θερμή συνάντηση μέ τόν ἐκλιπόντα. Ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅμως καί ἡ ντροπιαστική περσινή στάση τῆς Ἰβήρων τότε πού ἡ πλειονότητα τῶν ἁγιορείτικων μοναστηριῶν, πρός τιμήν της, καταδίκαζε τό ἐνδεχόμενο χρήσης ἀστυνομικῆς βίας σέ βάρος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (παρά τίς διαφορές τους πρός αὐτήν): ἡ Ἰβήρων λοιπόν ἦταν ἀπέναντι, σέ συμπόρευση πάντα μέ τούς Κατσουλιέρηδες καί τά 3-4 ἀκόμη μοναστήρια πού ἀποτελοῦν τά προκλητικά ἄντρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τά φερέφωνα τοῦ Φαναρίου μέσα στό ἀθωνικό ἔδαφος.
Καί πολλά βεβαίως μπορεῖ ἐπίσης νά συμπεράνει κανείς ἀπό ἕνα ἀκόμη ἀπολύτως ἀναμφισβήτητο γεγονός: τόν πόλεμο πού δέχθηκε ἀπό τόν ἐκλιπόντα ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἀπό τή στιγμή πού - παρά τήν στενή ἀρχική πνευματική σχέση - στράφηκε ἐναντίον του (πρᾶγμα πού γνωρίζουμε ὅτι εἶχε προκαλέσει στόν Ἅγιο μεγάλη θλίψη καί πικρία). Ἕναν πόλεμο μέ πολλά ἐπεισόδια: καί τόν ἐξεδίωξε τό 1979 (ὡς ἡγούμενος τότε της Σταυρονικήτα) ἀπό τό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (ὅπου μετά τήν κοίμηση τοῦ παπα-Τύχωνα ἐγκαταβιοῦσε ὁ Ἅγιος, πρίν πάει στήν Παναγούδα) καί τόν κατηγοροῦσε ἔκτοτε ὡς πλανεμένο (μή ἀντέχοντας μᾶλλον τήν τεράστια αὔξηση τῆς φήμης τοῦ Ἁγίου μέσα στά ἑπόμενα χρόνια), ἐνῷ καί μετά τήν κοίμησή του οὐδέποτε τόν παραδέχθηκε ὡς Ἅγιο καί προσπάθησε μάλιστα νά θέσει καί ἐμπόδια στήν ἁγιοκατάταξή του. Γνωστά πράγματα ὅλα αὐτά σέ ὅσους ἔχουν μικρή ἔστω ἀλλά ἀληθινή γνώση τῆς ἁγιορείτικης πραγματικότητας καί δέν αἰθεροβατούν ἐπί νεφελῶν. Αὐτά ὅμως ὅλα οἱ διαπρύσιοι ὑμνογράφοι γιατί ἄραγε τά ἀποκρύπτουν; 
 
Ὅλα τά παραπάνω ἀδιαμφισβήτητα γεγονότα καί δεδομένα εἶναι μερικά μόνο πού μποροῦμε νά σταχυολογήσουμε ἀπέναντι στίς ἀχαλίνωτες φαντασιώσεις κάποιων (τῶν ἴδιων βασικά πού διερήγνυαν ἀτελείωτους σωρούς ἱματίων γιά νά πείσουν τόν κοσμάκη γιά τό πόσο φωτισμένες μορφές ἦταν καί ἄλλοι ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἐκδημήσαντες, ὅπως ὁ Γιανναρᾶς, ὁ Ἀλβανίας Ἀναστάσιος ἤ ὁ Σταμούλης). Ἡ ἐξαγιαστική καθιέρωση ὅμως τέτοιων στρεβλῶν προτύπων ὀφείλει νά προκαλέσει ἀντίδραση ἐκ μέρους ὅλων ὅσων γνωρίζουν καί νοιάζονται πραγματικά γιά τήν συνεχῆ ἐδῶ καί δεκαετίες ἀλλοίωση τοῦ ὀρθόδοξου φρονήματος σέ αὐτόν τόν πνευματικά βουλιαγμένο τόπο. Δέν εἶναι δυνατόν ἄνθρωποι πού στήν πραγματικότητα προκάλεσαν σκανδαλισμό καί διάβρωση νά ἠρωοποιοῦνται ὡς ἀναμορφωτές καί ἀναγεννητές τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ (λές καί οἱ κολοσιαῖοι ἀσκητές πού ζοῦσαν στόν Ἄθω μέχρι καί τήν δεκαετία τοῦ ’60 εἶχαν ἀνάγκη...ἀναμόρφωσης καί ἀναγέννησης) ἤ νά μπαίνουν στό ἴδιο κάδρο μέ ὄντως μεγάλες φωτισμένες μορφές τῆς ἑπόμενης περιόδου (ὅπως π.χ. ὁ π. Γεώργιος Καψάνης) ἤ καί νά «ἐξαγιάζονται» μέ ἀστεῖα ἐπιχειρήματα τύπου ὅτι γέμιζαν κάποτε ἀμφιθέατρα. Τά ὁποῖα ἀσφαλῶς τά γέμιζαν ὄντως - καί σέ κάποια ἀπό αὐτά ἤμασταν τότε καί ἐμεῖς, μέσα στήν ἐλλειματικής διακρίσεως καί γνώσεως νεανική μας ἀφέλεια. Τό ἐρώτημα ὡστόσο εἶναι ἀδυσώπητο: καί λοιπόν; Τό θέμα εἶναι, ἀντιθέτως, ὅτι ἡ ζωή καί ἡ παρέλευση τοῦ χρόνου ἄλλα πράγματα κατέστησε σαφῆ καί φανερά - καί δή μέ ἐκκωφαντικό τρόπο.
Ἄς ἀντικρύσουν λοιπόν ἐπί τέλους κάποιοι τήν σκληρή πραγματικότητα, ἀντί νά στρουθοκαμηλίζουν θλιβερά καί νά κατηγοροῦν ὅσους καταγράφουμε ἁπλῶς τήν ἀλήθεια. Καταληκτικά, ἐπαναλαμβάνουμε καί πάλι τήν εἰλικρινῆ εὐχή μας περί μετανοίας καί σωτηρίας ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Τό ἴδιο προτείνουμε καί πρός τούς κάθε λογῆς αὐτόκλητους ὑμνωδούς τους: ἄν θέλουν νά ἐπιτελέσουν κάτι πραγματικά χρήσιμο, ἄς προσευχηθοῦν θερμά γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τόσο τοῦ ἐδῶ ἀναφερόμενου ἀρχιμανδρίτη ὅσο καί τῶν ἄλλων ἐκλιπόντων. Ἔτσι εἶναι πού θά τούς βοηθησουν πραγματικά καί ὄχι μέ τήν ἀπύθμενη ἀνοησία μάταιων καί βλαπτικῶν ὑμνολογιῶν...

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (1936–2025) Ένας Σιωπηλός Επαναστάτης

 
Αρχιδιάκονος Ιωάννης Χρυσαυγής

Ανάμεσα στις πρόσφατες, διαμετρικά αντίθετες, ειδήσεις εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος, όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσκαλείται επίσημα στον Λευκό Οίκο και τον υποδέχεται ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και ένας Ηγούμενος ιστορικής μονής συλλαμβάνεται και οδηγείται στα ποινικά δικαστήρια της Αθήνας κατηγορούμενος για διαφθορά, μάλλον πέρασε απαρατήρητη η εκδημία (17 Σεπτεμβρίου τ. έ.) του Προηγουμένου της Μονής Ιβήρων Βασιλείου (Γοντικάκη).

Ο μακαριστός πλέον Βασίλειος κηδεύτηκε και τάφηκε αθόρυβα και διακριτικά, όπως πρέσβευε και όπως έζησε άλλωστε, στον τόπο όπου ο ίδιος διαμορφώθηκε αλλά συνέβαλε στην διαμόρφωσή του για μισό και πλέον αιώνα. Ιδιαίτερα υπερήφανος για την ελληνική του καταγωγή και συνάμα παθιασμένος με το κρητικό αίμα του, γοητεύθηκε από την διανόηση της ρωσικής διασποράς. Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος αποδείχθηκε κορυφαία δύναμη στην παλινόρθωση του μοναχισμού στο Άγιον Όρος και προεξάρχουσα μορφή στην ανανέωση της θεολογίας στον ορθόδοξο κόσμο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ανήκει στη γενιά που επηρεάστηκε από τον τρόπο ζωής του αγίου ερημίτη Παϊσίου (1924–1994) αλλά και από την κοσμοθεωρία του λαϊκού μυστικού Δημητρίου Κουτρουμπή (1921–1983), την ίδια γενιά που ανέδειξε αναστήματα σαν τον Χρήστο Γιανναρά (1935–2024) και τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο (1929–2025).

Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος αποδείχθηκε κορυφαία δύναμη στην παλινόρθωση του μοναχισμού στο Άγιον Όρος

Θυμάμαι ακόμα τις ασφυκτικά γεμάτες ενοριακές αίθουσες αλλά και τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα στην Αθήνα—συνήθως στην πιο ριζοσπαστική νομική σχολή, παρά στην κάποτε αποπληκτική θεολογική σχολή—περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου φοιτητές από όλες τις πανεπιστημιακές σχολές συνωστίζονταν μαγεμένοι από την εκπληκτικά αναζωογονητική και ανεξίτηλα σωκρατική του ευγλωττία. Θυμάμαι σε μια τέτοια συνωστισμένη σύναξη—ήμουν μονάχα δεκαεφτά ετών και μόλις ξεκινούσα τις σπουδές μου—ότι κάποιος φοιτητής σηκώθηκε να δηλώσει πως δεν μπορούσε να κατανοήσει τη θέση του Θεού στον κόσμο· «Είμαι άθεος», κατέληξε. Ο π. Βασίλειος απάντησε ήρεμα: «Τότε είμαστε στο ίδιο επίπεδο! Κι εγώ συνέχεια αναζητώ τον Θεό!»

Πέραν όμως από τη δύναμη του γραπτού και προφορικού του λόγου, ωστόσο, ήταν η σιωπηλή, έστω ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου που πάντα ξεχώριζε για μένα. Προσωπικά, πέρα από την δύναμη του προφορικού και γραπτού του λόγου, πάντα θαύμαζα την σιωπηλή, μάλλον ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου. Αυτό που συνεχώς με εξέπλησσε είναι ήταν ο τρόπος με τον οποίο, σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλον έχω συναντήσει, ο π. Βασίλειος ήταν ικανός να συμφιλιώσει το μεγαλείο με την πραότητα και την πεποίθηση με την συμπόνια. Από τις αναμνήσεις μου από αυτόν ξεχωρίζει το πνεύμα με το οποίο απέδωσε κάποτε τη συνάντησή του με έναν σύγχρονο άγιο, το οποίο παραφράζω εδώ: «Ξέρω ότι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν, επειδή έχω γνωρίσει έναν!» Ομολογώ πως η συνάντηση με τον π. Βασίλειο ήταν μια τέτοια διαμορφωτική εμπειρία στη ζωή μου.

Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πιο συμπαθητικά χαρακτηριστικά του π. Βασιλείου ήταν αναμφισβήτητα η ικανότητά του να ωριμάζει μέσω της αυτοκριτικής.

Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο π. Βασίλειος κυριολεκτικά μεταρρύθμισε και μεταμόρφωσε το μοναδικό αυτό προμαχώνα και την ιστορική δημοκρατία του ορθόδοξου μοναχισμού. Μαζί με μια ομάδα επίλεκτων νέων θεολόγων, εγκατέλειψε την προοπτική των μεταπτυχιακών σπουδών για την αναζήτηση του «πολυτίμου μαργαριταριού» που ανακάλυψε μέσα στη μυστηριακή λατρεία της εκκλησίας και τη σιωπηλή κατάνυξη της ερήμου.

Ήταν εποχή πνευματικής αναταραχής στο Άγιον Όρος, όταν οι μοναχοί αντιδρούσαν στα οικουμενικά ανοίγματα του τότε Πατριάρχη Αθηναγόρα προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Μόλις τριαντάρης τότε, ο π. Βασίλειος ανέλαβε τον ρόλο ενός σύγχρονου Γρηγορίου Παλαμά «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» και συνέθεσε μια καυστική κριτική της δυτικής θεολογίας βασισμένη σε θεμελιώδη στοιχεία της ορθόδοξης πνευματικότητας, η οποία εμφανίστηκε το 1974 με τον τίτλο Εισοδικόν, ενώ ο υπότιτλος αποδίδει την ουσία του οράματος και της γραφής του: «Στοιχεία λειτουργικής βιώσεως του μυστηρίου της ενότητος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία».

Προσωπικά, πέρα από την δύναμη του προφορικού και γραπτού του λόγου, πάντα θαύμαζα την σιωπηλή, μάλλον ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου. 

Εκείνο το πρώτο βιβλίο στην πραγματικότητα παρέμεινε και η μοναδική μονογραφία που δημοσίευσε στη ζωή του. Μετά από αυτό, έγραψε παρά πολλά, αλλά ταυτόχρονα πολύ λίγα. Κατά κάποιο τρόπο, θα έλεγα πως κάθε επακόλουθη παρουσίαση και δημοσίευση ήταν ουσιαστικά μια σειρά υποσημειώσεων στο αρχικό του δοκίμιο. Μόλις πέρυσι, η Μονή Ιβήρων εξέδωσε ένα βιβλίο στοχασμών του με τον τίτλο Αποτυπώματα, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως επίλογος στη ζωή και τη σκέψη του. Λειτουργεί επίσης, θα έλεγα, ως ανάμνηση ενός γνήσια οικουμενικού, κοσμοπολίτη μοναχού που κινούνταν εξίσου άνετα σε πνευματικούς και κοσμικούς κύκλους, ανάμεσα σε διανοητικούς γίγαντες και ευσεβείς γιαγιάδες, καθώς και με καλλιτέχνες και μελετητές. Οι συναρπαστικές και ζωηρές συνομιλίες στο απέριττο κελί του στη Μονή Σταυρονικήτα, στην κοινότητα της οποίας ανήκε τότε, με λαμπρές προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Νέλλας (1936–1986) και ο Νίκος Πεντζίκης (1908–1993), άφησαν το ανεξίτηλο το σημάδι τους σε μένα, τον εντυπωσιασμένο νεαρό σπουδαστή θεολογίας, καθώς σύχναζα στη Σταυρονικήτα σε περιόδους εορτών και διακοπών.

Αλλά και οι μονές όπου διατέλεσε ως καθηγούμενος—η Μονή Σταυρονικήτα για είκοσι δύο χρόνια και η Μονή Ιβήρων για δεκαπέντε—διέφεραν από άλλες, πολλές από τις οποίες έχουν στηρίξει τη φήμη τους σε επενδυτική πολιτική και κοσμική μεγαλοπρέπεια. Η πρώτη μονή αναμφισβήτητα αποτελεί κόσμημα εικονογραφικής υπεροχής και αρχιτεκτονικής κομψότητας. Η δεύτερη είναι ανάμεσα στους παλαιότερους ιερούς τόπους και τα πιο δημοφιλή προσκυνήματα που ιδρύθηκαν τον δέκατο αιώνα, με διεθνή εμβέλεια (στην πραγματικότητα, γεωργιανή· ο τελευταίος γεωργιανός μοναχός πέθανε το 1955!), όπου φιλοξενείται η θρυλική και θαυματουργική εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας που θεωρείται η «πύλη» και η «προστάτρια» του Αγίου Όρους. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σιωπηλές υπενθυμίσεις του έμφυτου μήκους και βάθους του Αγίου Όρους που συχνά παραλείπονται στον πιο νεοφανή ενθουσιασμό για την προώθηση μιας ορθοδοξίας απομονωμένης από τον υπόλοιπο κόσμο.

ο π. Βασίλειος ήταν ικανός να συμφιλιώσει το μεγαλείο με την πραότητα και την πεποίθηση με την συμπόνια. 

Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πιο συμπαθητικά χαρακτηριστικά του π. Βασιλείου ήταν αναμφισβήτητα η ικανότητά του να ωριμάζει μέσω της αυτοκριτικής. Ωριμάζοντας συλλογιζόταν την αυθάδεια της σαρωτικής του κριτικής έναντι της Δύσης· ή, τουλάχιστον, συνειδητοποίησε ότι δεν χρειαζόταν να καταδικάσει με σκληρότητα τα κενά άλλων ομολογιών για να αποκαλύψει τους θησαυρούς της δικής του παράδοσης.

Τον πρωτοσυνάντησα την άνοιξη του 1977 στο αγιορείτικο κελί του Τιμίου Σταυρού όπου κατοικούσε ο γερο-Παϊσιος, την ίδια ημέρα που επέστρεψε από την Αυστραλία, όπου είχε ταξιδέψει με τον πνευματικό του πατέρα Παΐσιο, κατόπιν πρόσκλησης του συμπατριώτη του Κρητικού Στυλιανού [Χαρκιανάκη] (1935–2019), τότε αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, με τον οποίο διατηρούσε στενή σχέση και ο οποίος αναμφισβήτητα του πρόσφερε μια διευρυμένη απόχρωση των οικουμενικών σχέσεων. Μαζί με τον Γέροντα Παΐσιο, είχε διανύσει ολόκληρη την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ακούοντας εξομολογήσεις και δίνοντας ομιλίες στο Σίδνεϊ, τη Μελβούρνη και την Αδελαΐδα, προτού επιστρέψει για τη Μεγάλη Εβδομάδα στο μοναστήρι τους. Με μια μόνο, έστω σιωπηλή κίνηση, ο π. Βασίλειος κατάφερε να αναδιαμορφώσει και εμπλουτίσει την εικόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αυστραλία, εισάγοντας στην εκεί παροικία έναν μέχρι τότε άγνωστο ερημίτη, ο οποίος αγιοποιήθηκε το 2015 και στη συνέχεια αναγνωρίστηκε ως προστάτης της εκκλησίας στους «αντίποδες».

Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1997, ο π. Βασίλειος δέχθηκε την διστακτική μου πρόσκληση να επισκεφθεί τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη για να συζητήσει και να ενισχύσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες σε μια κρίσιμη περίοδο όπου η εκκλησιαστική αναταραχή είχε ανατρέψει την πνευματική διάκριση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν τον πήγα τότε σ᾽ ένα βιβλιοπωλείο Barnes & Noble στο Chestnut Hill της Μασαχουσέτης, έμεινε άναυδος με το εκτενές τμήμα βιβλίων «αυτοβοήθειας». Και μου ψιθύρισε: «Καλά, πιστεύει στ᾽ αλήθεια ο κόσμος ότι θα σωθεί μόνος του;»

Θυμάμαι ακόμα όταν συνόδευσα τον π. Βασίλειο σε μια κηδεία στη πρωτεύουσα της Αθωνίτικης Πολιτείας το 1978. Μου φάνηκε πως περπατούσαμε για ώρες σε μια καταρρακτώδη βροχή στα—τότε ακόμα χωμάτινα μονοπάτια, τώρα ασφαλτοστρωμένους δρόμους—από τη Σταυρονικήτα στις Καρυές. Μάλιστα, για να περάσει η ώρα, σκέφτηκε να μαντεύαμε αν το επόμενο βήμα μας θα έπεφτε σε στερεό έδαφος ή σε λακκούβα λάσπης. Όταν φτάσαμε επιτέλους σ᾽ ένα άδειο καλύβι μετά τα μεσάνυχτα, άρχισε να αναζητά με αγωνία κάτι να ταΐσει τον νεαρό του συνοδοιπόρο, μόλις τότε είκοσι ετών. Περάσαμε ώρες κουβεντιάζοντας, μοιραζόμενοι λίγο παξιμάδι και μερικές ελιές, μέχρι που ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει με σιωπηλή μεγαλοπρέπεια.

Πάντα θαύμαζα και προτιμούσα εκείνους που εργάζονται στο παρασκήνιο, αθόρυβα και αόρατα μεταμορφώνοντας έτσι ολόκληρη την οικουμένη. Ερμηνεύοντας τον εσπερινό ψαλμό—«Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος . . . ερπετά ων ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων» (Ψαλμός 103.25)—ο π. Βασίλειος διέκρινε ανάμεσα στα ψαράκια που πηδούν φρενιτικά πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας και άλλα που κολυμπούν γαλήνια στον ανεξιχνίαστο ωκεανό. Γνώριζε καλά την δύναμη της αναχώρησης και το βάθος της σιωπής.

Έτσι θα τον θυμάμαι για πάντα: σαν ένα ευγενή γίγαντα και σιωπηλό επαναστάτη.

 Ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής είναι αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου και κληρικός της Ι.Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Υπηρετεί ως θεολογικός σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριάρχη σε περιβαλλοντικά θέματα. Γεννημένος στην Αυστραλία, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Αθήνα και την Οξφόρδη, ενώ δίδαξε πατερική θεολογία και εκκλησιαστική ιστορία στο Σύδνεϋ και τη Βοστόνη. Υπήρξε συνιδρυτής της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Αποστόλου Ανδρέα στο Σύδνεϋ.

 πηγή:https:orthodoxia.info