Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Η παράδοση ως κίνδυνος και ως ελπίδα (+ π.Βασιλείου Γοντικάκη)

Η παράδοση ως κίνδυνος και ως ελπίδα (Antifono.gr) - YouTube
Ομιλία του πατρός Βασιλείου Γοντικάκη


Μετά από όλα αυτά, νομίζω, μπαίνω κατευθείαν στο θέμα.

Εάν είχαμε περισσότερη άνεση χρόνου, θα προτιμούσα να μιλήσω προφορικά. Επειδή, όμως, είμαστε αναγκασμένοι να τηρήσουμε τον χρόνο, έχω γράψει ένα κείμενο, το οποίο ζητώ συγγνώμη γιατί είναι σύντομο και γραμμένο πρόχειρα, οπότε θα το διαβάσω λίγο αργά και στη συνέχεια θα πούμε περισσότερα στη συζήτηση.
Υπάρχουν δύο παραδόσεις:
Η μία, όπου δεσπόζουν οι δεσπότες και οι άρχοντες των εθνών, και η άλλη, όπου τιμώνται εκείνοι που ζητούν να γίνει το θέλημα του Ενός.

Στην ελληνική παράδοση συναντούμε έναν μικρό λαό με μεγάλες απαιτήσεις. Έχει μια παιδικότητα στην έκπληξη· τον ξαφνιάζει το μυστήριο της ζωής. Ζητά την αλήθεια για την αλήθεια — όχι για να τη χρησιμοποιήσει σε κάτι άλλο. Όπως τα παιδιά αγαπούν το παιχνίδι για το ίδιο το παιχνίδι, έτσι κι εκείνοι αγαπούν τη γνώση για τη γνώση.

Περιεχόμενο της απασχόλησής τους είναι η απορία που τους γεννά η ζωή· ζητούν την αιτία αυτού του μυστηρίου, όχι την κατάκτηση του κόσμου.

Αυτό αποτελεί το κοινό περιεχόμενο και τον σκοπό τους. Ο Δημόκριτος θεωρεί πιο σημαντικό να βρει μία αιτιολογία για το πρόβλημα της ζωής, παρά να αποκτήσει τη βασιλεία των Περσών και τα πλούτη τους. Αυτό φανερώνει πού βρίσκονται και τι ζητούν.

Αγαπούν τη σοφία και το κάλλος· καλλιεργούν τη φιλοσοφία και τη φιλοκαλία· ζητούν το μέτρο και την αρμονία στην τέχνη· απορρίπτουν τις υπερβολές· τονίζουν παντού το «μηδὲν ἄγαν». Διαμορφώνουν τη γλώσσα τους με τέτοιο τρόπο ώστε να εκφράζει με συντομία και σαφήνεια. Διατυπώνουν καθαρά τις ερωτήσεις τους και τις απαντήσεις που βρίσκουν.

Αυτός ο πολιτισμός απλώνεται τότε σε όλο τον γνωστό κόσμο· δεν επιβάλλεται με την υπεροχή της δύναμης ως κατακτητής, αλλά με την έλξη του πνεύματος ως ελευθερωτής. Δοκιμάζεται στην ειρήνη και στον πόλεμο, στη νίκη και στην ήττα.

Φτάνει με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως την Ινδία, και θεωρείται προνόμιο για τους λαούς που κατακτήθηκαν απ’ αυτόν. Υποδουλώνονται οι Έλληνες στους Ρωμαίους και γίνονται οι φωτισμένοι δάσκαλοι των κατακτητών. Οι Εβραίοι της Διασποράς μεταφράζουν την Παλαιά Διαθήκη στα ελληνικά.

Πρόκειται για μια ζωντανή και ανοιχτή κοινωνία· συνυπάρχουν με άλλους λαούς, κρίνουν και συγκρίνουν, δίνουν και παίρνουν· ό,τι πάρουν, το καλλιεργούν περισσότερο απ’ αυτούς που το είχαν.

Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού έχουμε τους πρώτους Έλληνες Χριστιανούς στη «Γαλιλαία των Εθνών». Όταν ο Παύλος έρχεται στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται που βλέπει την πόλη «κατείδωλον γεμάτην ειδώλων». Χαρακτηρίζει τους Αθηναίους ως «κατά πάντα δεισιδαιμονεστέρους»· διακρίνει ότι γυρεύουν την αλήθεια.

Δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να συζητούν και να ζητούν να ακούσουν ό,τι νεότερο λέγεται και προτείνεται. Έχουν θεούς με ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη, αλλά έχουν και βωμό «τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ».

Από εκεί αρχίζει το κήρυγμα του Αποστόλου. Αυτό του δίνει την αφορμή να αναφερθεί σε γνώμες και αναζητήσεις των δικών τους ποιητών και φιλοσόφων.

Όταν στήνεις βωμό στον Άγνωστο Θεό, φανερώνεις ποιο είναι το επίπεδο της ζωής σου και τι σε απασχολεί. Όταν τιμάς τον Θεό ως άγνωστο, σημαίνει ότι σέβεσαι τον Θεό — όχι το είδωλό Του. Βρίσκεσαι σε πορεία αναζητήσεως, όχι σε ψευδαίσθηση πληρότητας.

Η μυσταγωγική συνάντηση της ελληνικής ψυχής με τον Αναμενόμενο ιερουργείται από την αρχή της ιστορίας των Ελλήνων. Δεν είναι άγνωστος ο Θεός —συντροφεύει αγνώριστος εκείνον που Τον σέβεται· όλοι θα Τον γνωρίσουν.

Εάν στηρίζεσαι στη δύναμη των λογισμών σου για να πετύχεις κάτι δικό σου και να ξεπεράσεις τους άλλους, τότε κερδίζεις αυτά που χάνονται και χάνεσαι μαζί τους. Εάν λατρεύεις τον Άγνωστο Θεό και θυσιάζεις τα πάντα χάριν αυτού του αγνώστου, τότε ανοίγεις τον δρόμο της ζωής σου για την έκπληξη που γεμίζει τα πάντα με φως και υψώνει τον άνθρωπο σε άλλο επίπεδο.

Η τόλμη να ζητάς το Ένα σε βάζει σε δρόμο επικίνδυνο και ιερό. Εάν είσαι τίμιος στην έρευνα, έρχεται ο Άγνωστος και συμπορεύεται μαζί σου.

Δεν χαρακτηρίζονται οι άριστοι από τη δουλοπρέπεια του να φάνε για να ζήσουν, αλλά από μια θεία μανία να βρουν την απάντηση στα μεγάλα προβλήματα. Το λέει ξεκάθαρα ο Ηράκλειτος: «Οι άριστοι προτιμούν το ένα αντί πάντων, ενώ οι πολλοί τρώνε αχόρταγα σαν τα κτήνη».

Αυτοί οι τολμηροί, με τις πνευματικές απαιτήσεις, που διατυπώνουν τα μεγάλα ερωτήματα και θυσιάζουν τη ζωή τους γι’ αυτά, είναι οι γενάρχες αυτού του πολιτισμού — της γλώσσας, της τέχνης, του λαού. Δεν είναι οι σπερματιστές; της αλήθειας, αλλά οι μανικοί εραστές της.

Αποφεύγουν την ύβρη και την οίηση· πιστεύουν ότι υπάρχει θείος νόμος που επιβάλλει να υπακούμε στη θέληση του Ενός — όχι οποιουδήποτε, αλλά του Ενός και Θείου Λόγου, του Λόγου και Θεού.

Αυτός, με τη σοφία Του, κυβερνά τα πάντα.


Κι όταν οι Έλληνες λατρεύουν τον Άγνωστο Θεό, για τον Οποίον ζουν, φιλοσοφούν και αγωνίζονται μια ζωή, αυτό σημαίνει ότι ετοιμάζονται για τη γνώση —και μάλλον βρίσκονται ήδη στην οδό της θεογνωσίας— εκείνου που είπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».

Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες μετεστράφησαν στον Χριστιανισμό και εγκατέλειψαν την παράδοσή τους, αλλά —ορθότερα— ότι στο πρόσωπο του Θεού Λόγου βρήκαν την απάντηση στα αιτήματα που, από την αρχή, βασάνιζαν την ψυχή τους.

Η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται στον ευρύτερο χώρο της προσωπικής τους ζωής και εκφράζεται με τον λειτουργικό ύμνο:
«Ἔφλεξάς πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἤλλαξάς με τῷ θείῳ σου ἔρωτι·
ἔφλεξάς με τῷ πόθῳ σου καὶ ἤλλαξάς με· σὺ δ’ οὐκ ἠλλάχθης».


Έτσι αρχίζει και συνεχίζεται η ιστορία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άλλοι μιλούν για Χριστιανισμό του Ελληνισμού, και άλλοι για Εξελληνισμό του Χριστιανισμού· όμως στην πραγματικότητα έχουμε την Καινή Κτίση, όπου όλα τα γεννά και τα μεταμορφώνει η χάρις του Πνεύματος. Ξεπερνιούνται όλα τα παλαιά· ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός, γιατί «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη».

Έχουμε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία συνεχίζεται στην εποχή της Γεννήσεως του Χριστού, και τους διωγμούς κατά των Χριστιανών. Σταματούν οι διωγμοί· μεταφέρεται η πρωτεύουσα από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
Εξακολουθεί να είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά σιγά σιγά εκδηλώνεται η Ελληνική Ορθόδοξη ταυτότητά της. Υπάρχει το ελληνικό πνεύμα· η νοοτροπία της αναζητήσεως.

Προχωρούμε στη Θεία Αλλοίωση. Προσλαμβάνεται, καθαίρεται και μεταμορφώνεται ο ελληνορωμαϊκός κόσμος. Από τη φιλοσοφία, που ήταν μελέτη του θανάτου, προχωρούμε στη λειτουργική θεολογία, όπου έχουμε την κατάργηση του θανάτου. Από τη μέθη και τη μανία των αρχαίων οργίων, περνούμε στη νηφάλια μέθη και στη σώφρονα μανία των αχράντων Μυστηρίων. Από την τέχνη που επιζητούσε να πετύχει το άκαρπο κάλλος και την αγαλλίαση των αισθήσεων, προχωρούμε στην παράκληση του Πνεύματος, που διακονεί τη σωτηρία του ανθρώπου.

Από τους κλασικούς φιλοσόφους φθάνουμε στους μεγάλους Πατέρες και Οικουμενικούς Διδασκάλους. Αυτοί, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, βραδύ βήματι και με πολλή σύνεση, διέκριναν και διατύπωσαν το δόγμα της Αληθείας.
Αγωνίστηκαν για την Ορθοδοξία της πίστεώς τους, συγκρότησαν τις Οικουμενικές Συνόδους, καθόρισαν τους κανόνες της πνευματικής ζωής, οργάνωσαν το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας. Θέσπισαν τους όρους του κοινοβιακού μοναχισμού, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της ερημικής ζωής και της ασκήσεως, και εμελώθησαν ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, μέλος ἐν ἁρμονίᾳ θεολογίας.

Δηλαδή, έσωσαν τον αυθεντισμό και το πλήρωμα της ζωής.

Αυτό που κατορθώνουν οι τολμηροί της πίστεως —όσοι δίδουν τα πάντα για την αγάπη του Θεού— δεν είναι αποτέλεσμα ανθρωπίνου κόπου ή εξυπνάδας, αλλά η έκπληξη της θείας δωρεάς, που καταλύει τους όρους της φθοράς και χαρίζει το θαύμα της Θεώσεως.

Οι μεγάλοι Πατέρες και Άγιοι της πίστεως έφτασαν έως εκεί όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος· από εκεί και πέρα ενεργεί η χάρη του Πνεύματος.
Τότε ο άνθρωπος δεν πράττει, αλλά πάσχει τα θεία.

Και ο Απόστολος Παύλος έφτασε έως εκεί όπου γίνεται η αρπαγή· γι’ αυτό αναφέρεται ότι «ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ» — όχι με τις δικές του δυνάμεις.
Όταν φτάσεις εκεί, όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν από άλλη δύναμη.


Και στην πορεία προς Εμμαούς συνέβη κάτι παρόμοιο. Όταν πλησίαζαν στην πόλη όπου πήγαιναν, ο άγνωστος συνοδοιπόρος των δύο μαθητών προσποιήθηκε ότι θα προχωρήσει παραπέρα. Εκείνοι όμως Τον παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους, «ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστί». Και τότε, στην κλάση του Άρτου — στο τέλος της οδοιπορίας τους — Τον γνώρισαν.

Εκείνος έγινε άφαντος· δηλαδή, φανερώθηκε όντως ως Αναστημένος Κύριος.
Τώρα δεν μπορούσαν —ούτε ήθελαν— να Του ζητήσουν να μείνει μαζί τους· Τον είχαν γνωρίσει αληθινά. Άνοιξαν τα μάτια τους· έγιναν μία αίσθηση, μπήκαν στην Καινή Κτίση, ευφραινόμενοι μέσα στο φως του Αναστημένου, μέσα στο οποίο και αναπαύονται.

Αν η αλήθεια σου χάνεται όταν γίνεται άφαντη, σημαίνει πως δεν είναι αλήθεια, αλλά φαντασία. Εδώ έλαμψε η Αλήθεια που γέμισε τα πάντα με φως. Αποκαλύφθηκε μέσα από τα παρόντα και τα μέλλοντα, σαν να είναι σκοπός της ζωής του ανθρώπου να φτάσει στη στιγμή εκείνη της λειτουργικής πληρότητας.

Αμέσως θυμήθηκαν τι συνέβαινε μέσα στην καρδιά τους όταν τους εξηγούσε τις Γραφές. Κατάλαβαν ότι έπρεπε να πάθει ο Χριστός, για να εισέλθει στη Δόξα Του.
Έπρεπε και αυτοί να περάσουν όλο τον κόπο της οδοιπορίας, για να ανοιχθούν οι οφθαλμοί τους. Και έπρεπε να συγκεντρωθεί όλος ο θεολογικός αγώνας της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας, για να φτάσουμε στην ομολογία προς τον Θεάνθρωπο και στη λειτουργική αυτή, αναιμάκτως τελούμενη, θυσία, ώστε να γεμίσουν τα πάντα από θεϊκή αγαλλίαση.

Λύθηκε η απορία των αρχαίων. Ήρθε το φως της Αλήθειας. Τελείωσε η επίγεια πορεία της Αυτοκρατορίας. Αρχίζει τώρα η επόμενη, ως ευλογία όλων — η Αυτοκρατορία του Πνεύματος και της Αγάπης του Αναστημένου.

Οι μαθητές δεν θα είχαν φέρει τον Χριστό μαζί τους, αν είχε μείνει κοντά τους· αφού τότε θα Τον περιόριζαν τοπικά. Τώρα, όμως, ο Χριστός, γινόμενος άφαντος, έγινε πανταχού παρών· είναι παντού και πάντοτε με όλους. Και η Ορθόδοξη Λειτουργική Θεολογία προσφέρεται ως ουράνια τροφή σε όλο τον κόσμο. Η ακολουθία και η αλήθεια της Θείας Λειτουργίας βρίσκονται στην ταπείνωση, που φέρνει τη γαλήνη του Πνεύματος σε όλους.Ο Νικητής δεν έρχεται ως κάποιος ισχυρός για να προσβάλει εκείνους που νικήθηκαν· αλλά η νίκη του Μεγάλου Νικητού χαρίζεται σε όλους.

Γι’ αυτό λέμε ότι η πρωτοτυπία και το μεγαλείο της Ορθοδοξίας φανερώνονται σ’ αυτό:
στη χάρη και την τομή της Ορθόδοξης ζωής, που εκφράζεται με λεπτότητα στη θεία Λειτουργία, στη σύζευξη ζωής και τέχνης.

Μέσα στη σιωπή ξεσπά μια κοσμογονική επανάσταση, που καταλύει τον θάνατο.
Ο Βασιλεύς της Δόξης δεν παρουσιάζεται ως θριαμβευτής Αναστημένος, αλλά ως Εσταυρωμένος και ήπιος Νεκρός στον Επιτάφιο.
Έτσι, δεν πληγώνει κανέναν πονεμένο· αλλά ανιστά όλους τους νεκρούς. Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ολοφώτεινα η βεβαιότητα ότι «Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωή πολιτεύεται».

Θα ήθελα τώρα να προσθέσω κάτι ακόμη. Αρχίζουμε από μία τόλμη, μία μανία, μία τρέλα — να τα θυσιάζουμε όλα για το Ένα. Και αυτό είναι σαφές και προχωρεί έτσι.
Ενώ στον αρχαίο ελληνισμό υπήρχαν χίλια πάθη, υπήρχαν κι εκείνοι που τα θυσίαζαν όλα για το Ένα.

Ο Απόστολος Παύλος δεν πήγε στον Άγνωστο Θεό στη Ρώμη, αλλά στην Αθήνα· και ένα μικρό πράγμα, ένα σημείο, χαρακτηρίζει όλον τον κόσμο:
υπάρχει ένας ηγέτης, ο οποίος τα θυσιάζει όλα για το Ένα — και παίρνει μαζί του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και ο Χριστός, στην Ανάσταση, δεν παρουσιάζεται —όπως συχνά στη Δύση— ως κάποιος που καμαρώνει γιατί νίκησε· αλλά ως Εκείνος που κατέρχεται στα βάθη, λύει τις αλυσίδες των πεπεδημένων και τους βγάζει στο φως.


Η «μαγεία» —αυτό το ελληνικό χαρακτηριστικό— αν πάρει τον δρόμο της αυτοπεποίθησης, γίνεται καταστροφή· αν πάρει τον δρόμο της θυσίας, για να γίνει το θέλημα του Ενός, τότε οδηγεί σε άλλον δρόμο: σε δρόμο εκπλήξεων, σε αποδόσεις εις δόξαν. Καταλήγουμε έτσι στο μεγαλείο της ταπεινώσεως· στην επανάσταση του να έρχεται ο Νικητής ως Εσταυρωμένος και ήπιος Νεκρός. Αυτό αρχίζει από τη μανία των αρχαίων Ελλήνων· εκείνων που, αν και δεν μιλούν για ταπείνωση, καταδικάζουν την ύβρη, την υπερηφάνεια. «Και ὁ ἥλιος, ἐὰν ὑπερβῇ τὸ μέτρον, τιμωρεῖται» λέγει ο Ηράκλειτος.

Βλέπετε, λοιπόν, αυτό το πιστεύω, γιατί το ζούμε μέσα στην παράδοση· δεν τη μαθαίνουμε απ’ όσους την εξέτασαν απ’ έξω, αλλά την ζούμε. Και αυτή η παράδοση έχει κυκλοφορία αίματος· έχει τρέλα που γίνεται θεία μανία.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας παραλαμβάνουν τη σκυτάλη και δεν υποστέλλουν τη σημαία της τόλμης· ούτε βάζουν νερό στο κρασί της μανίας· αλλά όλα αλλοιώνονται, μεταμορφώνονται, καθαγιάζονται.

Η μανία και η μέθη των αρχαίων οργίων έδειχναν μια αναζήτηση του Ενός που ξεπερνά τα πάντα· όταν όμως αυτή η αναζήτηση έμενε ανθρώπινη, κατέληγε στα πάθη και στα όργια. Όταν όμως φθάνουμε στην περίοδο της Χάριτος, δεν χάνεται η δύναμη της ζωής, αλλά μεταμορφώνεται· γι’ αυτό μιλούμε για νηφάλια μέθη και σώφρονα μανία.

Και στο τέλος, το να φτάσεις στο Ένα σημαίνει να ξεπεράσεις την ανθρώπινη λογική και να τιμήσεις όχι τον δυνατό που εξουθενώνει τους άλλους,
αλλά τον ταπεινό που εξουθενώνει τον εαυτό του, για να σωθούν οι πάντες.

Και τότε μπορούμε να πούμε:
«Νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες, χαίρετε πάντες·
εἰς τὸ δεῖπνον τῆς πίστεως προσέλθετε·
πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς χαρᾶς».


Αυτά δεν λέγονται πουθενά αλλού· αυτά μόνο βιώνονται— και για να τα ζήσεις χωρίς να σκανδαλιστείς, πρέπει να περάσεις μέσα από την ταπείνωση, την άρνηση, τη θυσία.
Να διαρραγείς, να λιώσεις, να γίνεις τίποτα· να αγαπήσεις το τίποτα, να αγαπήσεις την ταπείνωση, να αγαπήσεις τη διαγραφή· να γίνεις ο τελευταίος των τελευταίων·
και τότε ανασταίνεσαι από μια άλλη δύναμη. Και τότε χαίρεσαι — όχι γιατί σώθηκες εσύ, αλλά γιατί σώθηκαν όλοι, και «οὐδεὶς νεκρός ἐν τῷ μνήματι».

Αυτό είναι το ήθος μας. Άκουσα κάποτε, λέει, κάποιον να διαβάζει ποιήματα — του Βάρναλη. Φωνές, ένταση, ολοκληρωτισμός· θέλει να σε επιβάλει με τη φωνή.

Φωνάζω κι εγώ, αλλά φωνάζω για να φτάσω στη μη φωνή. Άκουσα κι έναν ιεροκήρυκα να φωνάζει για τον Χριστό με τον ίδιο τρόπο· και σκέφτηκα: το ήθος το δικό μας, μετά από όλες τις φωνές και τις συγχύσεις, είναι η ηρεμία, η γαλήνη· μια γαλήνη που τα περιέχει όλα· και αυτή η γαλήνη, αφώνως, ανασταίνει τους νεκρούς.

Και αυτό το ήθος έχει σαρκωθεί μέσα στην ίδια τη ζωή μας. Είχα βάλει ως τίτλο: «Ελληνορθόδοξη Παράδοση». Κάποιος μου είπε πως αισθάνεται αλλεργία όταν ακούει για Ελληνισμό και Ορθοδοξία. Εγώ όμως του απαντώ: είναι μεγάλο πράγμα να είσαι Έλληνας Ορθόδοξος.

Λέω το εξής: να είσαι μη Έλληνας και μη Ορθόδοξος, να είσαι μια … ψυχή· αλλογενής, αλλά με την τρέλα σου. Η Ορθοδοξία, με τη θεία μανία, τη σώφρονα μανία και τη νηφάλια μέθη, σε οδηγεί στο ξεπέρασμα των πάντων. Η θεολογία μας, με την αποφατική της διατύπωση, φτάνει σε αυτή την ελευθερία· και η πνευματική ζωή φτάνει στην ελευθερία της ανυπαρξίας. Λέω, βάσει αυτού, ότι ο ταπεινός είναι ο άνθρωπος που μη ερχόμενος, «είναι»· και είναι απόλυτα ελεύθερος. Δεν ενοχλεί κανέναν, δεν ενοχλείται από κανέναν· και σώζει όλους, γιατί σώζει με τη χάρη του Πνεύματος.

Πήγα, λοιπόν, να σας γράψω αυτά τα λογικά, αλλά σας λέω: στην ουσία, μια θεία τρέλα ρέει και τελειώνει μέσα σε όλα. Και αυτή η θεία τρέλα κορυφώνεται στη Μεγάλη Εβδομάδα, μέσα σε αυτή τη γαλήνη. Θεωρώ κορυφαία στιγμή την Ακολουθία του Επιταφίου, όταν το σέντονο πλημμυρίζει φως, σαν τα μάτια να γεμίζουν ουρανό.

Εκείνος ο ύμνος που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή και την Κυριακή των Μυροφόρων, περικλείει τα πάντα· νοούνται όλα, σώζονται όλοι· και νεκρός οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι.

Δεν λέω τίποτε τολμηρότερο ή μαλακότερο απ’ ό,τι λέει η Εκκλησία. Αλλά, αν κάποτε υποφέρουμε στη ζωή, αν φτάσουμε στην απόγνωση, αν διαλυθούμε και δεν υπάρχουμε, τότε θα νιώσουμε πως έρχεται Εκείνος που μας ανιστά. «Χριστός κατελθών εἰς
άδην, μόνος ἀνῆλθε, σκυλεύσας τὴν νίκην». Μόνος κατέβηκε στον Άδη και ανέστησε όλο τον κόσμο. Μόνος κατεβαίνει στον άδη της δικής μας απελπισίας, της κολάσεως, και μας ανασταίνει. Θέλει να περάσουμε πολλά βάσανα για να σωθούμε. Θα μπορούσε να μας κάνει όλους καλούς και να μας έχει βάλει σ’ έναν παράδεισο, όπου θα ήμασταν καλοκουρδισμένα μαριονετάκια.
Αλλά αυτό θα ήταν κόλαση. Αυτό δεν το κάνει ο Χριστός — το κάνουν οι άνθρωποι.

Ο Χριστός σέβεται την ελευθερία μας· γι’ αυτό μας αφήνει να φτάσουμε στα χάλια μας.
Κι αυτά τα χάλια είναι, τελικά, η προϋπόθεση της σωτηρίας μας.


Συγγνώμη που πήρα το λόγο παραπάνω· σταματώ εδώ.

[Παρεμβολή ερώτησης από το κοινό]

– Είχα διαβάσει, Γέροντα, μια φράση σας σε ένα βιβλίο, όπου λέτε:
«Αν δεν με αγαπάς, στενεύει ο χώρος σου και λιγοστεύει ο χρόνος σου».
Το συνέκρινα με έναν στίχο του Μισελ Τουρνιέ, που λέει:
«Τα λευκά παιδιά έχουν μεγάλη καρδιά· εκεί μετατρέπεται ο χρόνος σε χώρο».
Θα ήθελα να ρωτήσω:
τι σπουδή χρειάζεται να κάνει ο άνθρωπος, για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο — όπου ο χρόνος μετατρέπεται σε χώρο;

– (Παρέμβαση άλλου ακροατή)
Πατέρα Βασίλειε,
από τότε που “ἐκοιμήθη” ο Κύριος, έχουν περάσει δύο χιλιάδες χρόνια.
Στο διάστημα αυτό έγιναν δύο εκατομμύρια μαρτύρια, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο κίνδυνος του πυρηνικού αφανισμού, και σήμερα βλέπουμε ένα νέο φαινόμενο:
την επιστημονική πλύση εγκεφάλου που ξεκίνησε από τον θετικισμό και κατέληξε στη λεγόμενη «Νέα Εποχή», που κάνει το άσπρο μαύρο.

Πότε, λοιπόν, ήταν ευκολότερη η σωτηρία του ανθρώπου;
Τότε, που δεν υπήρχαν διδακτορικά, μάστερ και υπολογιστές, ή σήμερα, που έχουμε πολλή γνώση αλλά λιγότερη πίστη;
Η σωτηρία θα έρθει “ἄνωθεν”, όπως τότε, ή υπάρχουν ακόμη δυνάμεις μέσα στην Εκκλησία που μπορούν να βοηθήσουν στην επιστροφή του ανθρώπου;

– (Απάντηση π. Βασιλείου)
Μου αρέσει μια φράση του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης που λέει:
«Ὁ Θεὸς ἀπαντᾷ, διότι ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπανᾷ· ἀπαντᾷ ὁ Θεὸς σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀνοίγει νὰ ἀπαντήσει».
Και λέγει κάπου ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
«Τὸν λόγον τοῦ Κυρίου γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀκούει καὶ τὴ σιωπή Του».


Όποιος γνωρίζει τον Λόγο του Κυρίου, ακούει και τη σιωπή Του. Όταν, λοιπόν, λάβουμε την αίσθηση τη σωστή από την Εκκλησία, τότε ακούμε τον Λόγο του Θεού και μέσα από τη σιωπή, αλλά και μέσα από την παραποίηση των ανθρώπων που, με τον δικό τους τρόπο, εκφράζουν τον πόνο τους και ζητούν το πλήρωμα της ζωής — το οποίο βρίσκεται στην Εκκλησία.

Και από την άλλη πλευρά, όπως λέγει η Παλαιά Διαθήκη:
«Οὐκ ἔστιν ὅς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ». Η αγάπη του Θεού είναι τόσο μεγάλη, που καλύπτει τα πάντα· και το τέλος είναι εκείνο που φωτίζει όλη την οδοιπορία.

Τότε ανοίχθηκαν τα μάτια των μαθητών·
θυμήθηκαν τα παλιά, την πορεία, την ερμηνεία των Γραφών, και πήραν δύναμη για το μέλλον· και φτάνουμε στην Ανάσταση, όπου φωτίζεται ο ουρανός και μαζί του τα καταχθόνια. Όταν φτάσει κανείς εκεί, τα βλέπει όλα διαφορετικά. Θυμάμαι τη φράση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού:
«Στο πλήρωμα της αγάπης δεν υπάρχει κανένας χωρισμός·
δεν υπάρχει διαφορά άρρενος και θήλεος, πιστού και απίστου».


Βλέπετε, για να πει «πιστού και απίστου», έχει την αφόρητη τόλμη — όχι του σχολαστικού θεολόγου, αλλά του Θεόπνευστου· εκείνου που δεν μιλά απλώς για τον Ιησού, αλλά μιλά ο ίδιος ο Θεός μέσα του. Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού!

Και όταν μας αφήνει να υποφέρουμε, να πνιγόμαστε, τότε αποκαλύπτει μέσα στη ζωή μας έμπρακτα την αγάπη Του. Δεν θέλει να μας σώσει μαγικά· θα μπορούσε. Αλλά μπορούμε να πούμε πως, πλάθοντας τον άνθρωπο ελεύθερο, ο Θεός έβαλε και τα βάσανα στη ζωή του.

Λέμε στην ευχή: «Ὁ Κύριος ἀεί σφαγιάζεται, ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας».
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει πως ο Θεός «ἀγαπᾷ τὸν καθένα ἄνθρωπο μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία ἀγαπᾷ ὅλη τὴν οἰκουμένη».
Τον καθένα άνθρωπο, κάθε ζωντανό πλάσμα, κάθε κτίσμα — αυτή είναι η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό λέω: μπαίνοντας μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, καθυστερώντας μέσα στον Παράδεισο, παιδευόμαστε. Κάνουμε υπομονή, περνούμε μέσα από κλάματα, απογοητεύσεις, πτώσεις — και στο τέλος βλέπουμε ότι όλα αυτά ήταν χρήσιμα, για να φτάσουμε σε μια στιγμή που είναι αιωνιότητα. Δεν μπορούμε να φτάσουμε εκεί, αν δεν κουραστούμε, κι ακόμη περισσότερο — αν δεν φτάσουμε στην απόγνωση.
Γι’ αυτό λέει και ο Βασίλειος ο Μέγας:
«Οὐδὲν ὅπλον ἰσχυρότερον τῆς ἀπογνώσεως» —
κανένα όπλο δεν είναι ισχυρότερο από την απόγνωση,
όταν αυτή μεταστραφεί σε εμπιστοσύνη στο Θεό.


Όλα αυτά τα λέω για τον εξής λόγο: μπορούμε να αρχίσουμε να συζητούμε για πολλά θέματα, αλλά, στο τέλος, ένα είναι το θέμα για όλους.

Αρχίζουμε από την αγάπη του Θεού και φτάνουμε στην Ανάσταση — όπου τα πάντα είναι γεμάτα φως. Στη μέση, μπορεί να πέσουμε σε θεολογίες, σε ερμηνείες,
και να χάνουμε την ουσία· το ζήτημα είναι να μην μπλέξουμε σε φανταστικούς κύκλους,
αλλά να επιμείνουμε στην πορεία. Στο τέλος, ο τελευταίος γίνεται πρώτος· εκείνος που είναι «τίποτα», γίνεται ο φορέας του «Ενός». Όποιος φτάσει, όπως οι μαθητές προς Εμμαούς, μετά τον κόπο της οδοιπορίας και το βάσανο της απορίας, θα Τον δει — τον Αναστημένο. Αυτό είναι γεγονός σωτηρίας και αληθινής έκπληξης· εκεί που νιώθεις πως δεν είσαι τίποτα, και Εκείνος είναι το Παν, εκεί όπου σε βγάζει από τον θάνατο στη ζωή.
Αυτό είναι γεγονός που συνιστά την οικουμένη.

Ας αγωνιστούμε, λοιπόν· ας ζήσουμε τα προβλήματά μας, χωρίς να βιαζόμαστε να δώσουμε δικές μας ερμηνείες. Στο τέλος θα αφήσουμε τον Θεό — όχι για τις ευλογίες,
όχι για την υγεία ή την επιτυχία, αλλά για τις δοκιμασίες και τα βάσανα.

Και τότε θα είμαστε ευγνώμονες — ακόμη και στα γεγονότα και στους ανθρώπους που μας κάνουν τη ζωή μαύρη. Θα έχουμε παράπονο όχι για όσους μας πλήγωσαν, αλλά για όσους δεν μας διέλυσαν· γιατί από τη διάλυση αρχίζει η Ανάσταση.

Αυτό — λέει ο Αθανάσιος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος — είναι το ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας: η ήσυχη δύναμη της ελπίδας.

Μην απελπίζεστε· ελπίζετε, μέσα στην Εκκλησία θα δείτε πως από όλα βγαίνει κάτι καλό. Γι’ αυτό απαντώ χωρίς να απαντώ.

ΜΙΑ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ.