Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

π. Βασίλειος Γοντικάκης . Εντυπώσεις από τα πρώτα βήματα στο Άγιον Όρος

 


[Μια μικρή συνεισφορά, ως αντίδωρο αγάπης στην προσφορά του πατρός Βασιλείου]

            Βασικές βιογραφικές πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια του π. Βασιλείου.Θα ήθελα να παραθέσω κι εγώ κάποια στοιχεία που αφορούν την πρώτη του επαφή με το Άγιον Όρος και τα πρώτα χρόνια ως μοναχού και ηγουμένου της μονής Σταυρονικήτα.

Την πρώτη του επίσκεψη στο Όρος την έχει περιγράψει κατά καιρούς ο ίδιος σε ομιλίες του[1]. Το 1958 ο θεολόγος της «Ζωής» Αθανάσιος Φραγκόπουλος διοργάνωσε εκδρομή για φοιτητές ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο νεαρός τότε Μιχαήλ, ο οποίος από την πρώτη αυτή επίσκεψη «δέθηκε» όπως έλεγε ο ίδιος με το Όρος.

Ο Φραγκόπουλος πρόσφυγας από τις Κυδωνιές της Μ. Ασίας, εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και κατηχητής αρχικά στη Νάουσα και στα Ιωάννινα, ενώ αργότερα  στα Χανιά και το Ηράκλειο της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη συμβάλει στην λειτουργία των εκεί συσσιτίων, θα γίνει διευθυντής του Φοιτητικού Οικοτροφείου ‘Απόστολος Παύλος’, ενώ από το 1956 θα επιστρέψει στην Αθήνα[2]. Ενδεικτική της αγάπης του Φραγκόπουλου για το Άγιο Όρος είναι η μαρτυρία του π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, για αντίστοιχη προσκυνηματική επίσκεψη, όπου συμμετείχαν θεολόγοι, κατηχητές και φοιτητές, το 1954:

«[…] δεν είχα επισκεφθεί το Όρος μέχρι τότε και διότι δεν συνηθίζονταν συχνά τέτοια προσκυνήματα. Ήταν ένα από τα πρώτα παρόμοια ιερά ταξίδια, όπως και το άλλο που έγινε εκείνα τα χρόνια με την Θεολογική Σχολή Αθηνών και επικεφαλής τον Καθηγητή Π. Τρεμπέλα».

Κατά την επίσκεψη μάλιστα αυτή, ο π. Ηλίας θα συναντήσει και θα γνωρίσει στη Νέα Σκήτη τον άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή[3].

Θεολόγος αργότερα και νεαρό μέλος της αδελφότητας «Ζωή», ο π. Βασίλειος θα αποτελέσει ένα από τα πνευματικά παιδιά του Δημήτρη Κουτρουμπή. Ύστερα από τη διάσπαση της αδελφότητας θα επιλέξει τον δρόμο του μοναχισμού στον Άγιον Όρος. Περιγράφει ο ίδιος σε εκδήλωση για τα 40 χρόνια των Εκδόσεων «Δόμος» στη 15η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. τον Μάιο του 2018[4]:

«- Θα θέλω να πω εξομολογητικά, το ότι βρίσκομαι στο Άγιο Όρος οφείλεται και στον Κουτρουμπή. Ο Κουτρουμπής ήταν μια επανάσταση –ήρεμη– για μας. Αυτός που μας οδήγησε στον Κουτρουμπή ήταν ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος. Ο Κουτρουμπής είναι ένας άνθρωπος σταλμένος από τον Θεό, όπως στέλνονται κάποιοι άνθρωποι –μεγάλοι, οι οποίοι δρουν μυστικά.

- Πηγαίναμε λοιπόν κάτω στην Βουλιαγμένη, Κυριακή το απόγευμα και μας έκανε ανάλυση των δογματικών θεοτοκίων της Παρακλητικής, μας μίλαγε για την θεία Λειτουργία. Μαζευόμαστε τρεις, τέσσερεις, πέντε, καμιά δεκαριά. Παρακολουθούσε τον καθένα, έλεγε ο καθένας μας μια απλή κουβέντα –ή μια αρλούμπα– αυτός τη σεβότανε, της έδινε υπόσταση, έκανε από όλα αυτά που άκουγε μια παναρμόνια σύνθεση, που παρουσίαζε τη σημασία της ορθοδόξου εκκλησίας, της θείας Λειτουργίας, και έμπαζε στο στόμα σου ότι εμείς τα είπαμε αυτά –ενώ αυτός τα έκανε.

- Ενώ αυτός δεν είχε να φάει, ένα κομμάτι ψωμί,  όταν πήγαινε ο καθένας μας δινότανε στο πρόβλημά του, και γινότανε ένα με το δικό μας το πρόβλημα. Ο Δημήτρης Μαυρόπουλος είναι αυτός ο οποίος υπηρέτησε μέχρι τελευταία στιγμή τον άνθρωπο ο οποίος βοήθησε όλο τον κόσμο χωρίς να ζητά τίποτα από κανέναν.

- Πόσες διαλέξεις, πόσες διατριβές, πόσες δουλειές έχουν πίσω τους τον Κουτρουμπή. Και ο Κουτρουμπής δεν παρουσιάζεται πουθενά. Αυτό που ήθελε ο Κουτρουμπής ήτανε να ζήσει ο κόσμος.

- Όταν πήγα στο Άγιο Όρος, αυθόρμητα είπα σε κάποιον ότι βοηθήθηκα πολύ από ένα θεολόγο, τον Δημήτρη τον Κουτρουμπή, και μου λέει αυτός «μα πώς, ένας κοσμικός μπορεί να σε βοηθήσει;!». Εγώ σταμάτησα λίγο. Τώρα πέρασαν τα χρόνια και νιώθω ότι η ιεροσύνη, η άσκηση, η αλήθεια κυκλοφορεί ελεύθερα, όπου θέλει πάει και βρίσκεται στους ταπεινούς. Όλοι οι άλλοι, οι επίσημοι, μετέχομε στην ανοησία, είμαστε ανύπαρκτοι, είμαστε ενοχλητικοί. Ο άρχοντας είναι ο ανύπαρκτος, που δίνει κουράγιο μυστικά σ’ όλο τον κόσμο. Κι ενώ αυτός φεύγει, τότε η παρουσία του γίνεται αισθητότερη […] Και τέτοιοι ανύπαρκτοι, μεγάλοι, κρύβονται στη ζωή, στο Άγιο Όρος, στον κόσμο».

Την εποχή εκείνη, αρχές της δεκαετίας του 60’ εξετάζει το ενδεχόμενο της μοναστικής αφιέρωσης, όπως περιγράφει ο ίδιος:

«Πόσων χρονών είσαι;»

«Είκοσι πέντε».

«Στη βράση κολλά το σίδερο. Ή να παντρευτείς, όπως ευλογεί η Εκκλησία‧ ή να έλθεις εδώ και να γίνεις καλόγερος σωστός. Όχι σαν και εμένα, που κοιμάμαι ολόρθος, σαν το μουλάρι. Αλλά ό,τι και να κάνεις, να είσαι ντόμπρος, να είσαι αληθινός άνθρωπος». Μου έσφιγγε το χέρι. Το άφησε δακρυσμένος και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι δεξιά για το κελλί των Αγίων Αρχαγγέλων, που ήταν το κελλί του.

Αυτή ήταν η πρώτη συζήτηση που είχα στη Σκήτη των Ιβήρων τον Αύγουστο του 1961, με τον π. Ευμένιο, ενώ προχωρούσα για την καλύβη του Αγίου Αντωνίου.

Εκεί βρήκα τον γέρο-Γαβριήλ. Καθήσαμε στην απλωταριά. Ήμασταν μέσα στην καρδιά της μεγάλης λαγκαδιάς περιβαλλόμενοι από τις κατάφυτες πλαγιές. Μια στιγμή ο Γέροντας με έκπληξη γεμάτη κατάνυξη μου λέει: «Τι έκαμα και με έφερε ο Θεός στον παράδεισο; Να, μέσα σε ένα μπουκέτο περνά η ζωή μας».

Όταν μετά από τέσσερα χρόνια, τον Αύγουστο του 1965, πήγα με το σκοπό να μείνω στη Σκήτη, ο π. Ευμένιος και ο π. Γαβριήλ είχαν φύγει για την άλλη ζωή.

[…]

Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν ζει πια κανείς στη Σκήτη απ’ αυτούς που ζούσαν εκεί το 1965. Το 1966 ήλθε η πρώτη φιάλη υγραερίου. Το 1967 ακούστηκε να ουρλιάζει το πρώτο αλυσοπρίονο, ξαφνιάζοντας όλους στο δάσος της Σκήτης. Την ίδια χρονιά ήλθαν τα «ραμποτέ» σανίδια. Τώρα έχει πάει μπουλντόζα. Περνούν καμιόνια…

Τα αναφέρω αυτά, γιατί υπάρχουν […][5]».

Μαζί με τους, επίσης θεολόγους με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, και πρώην μέλη της Ζωής, Γρηγόριο Χατζηεμμανουήλ και Παναγιώτη Νέλλα, θα εγκατασταθούν το χειμώνα του 1966 στη Σκήτη των Ιβήρων, κοντά στον γέροντα Παΐσιο. Βασίλειος και Γρηγόριος έχουν γίνει ήδη κληρικοί, ενώ ο Νέλλας, παραμένοντας λαϊκός, θα παραμείνει μαζί τους για μια μαθητεία στην ασκητική πνευματικότητα[6].

Τον γέροντα Παΐσιο τον είχε γνωρίσει ο Νέλλας σε ένα μοναστήρι στην Κόνιτσα[7], όπου είχε εγκατασταθεί για ένα διάστημα, από τον Αύγουστο του 1958. Σχετική μαρτυρία έχουμε από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Σινά Δαμιανό, ο οποίος περιγράφει την πρώτη τους συνάντηση με τον γέροντα Παΐσιο, μέσω του Νέλλα το 1962[8]. Εκεί ο Δαμιανός, διάκονος τότε στη μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, θα προσκαλέσει τον Παΐσιο να τους επισκεφθεί και να μείνει μαζί τους. Ο γέροντας θα δεχθεί και θα παραμείνει στο Σινά από το Σεπτέμβριο του 1962 έως τον Μάιο του 1964, όμως η επιδείνωση των προβλημάτων υγείας που είχε θα τον αναγκάσει να επιστρέψει στο Άγιο Όρος και να εγκατασταθεί στη Σκήτη των Ιβήρων στην καλύβα των Αγίων Αρχαγγέλων[9].

Οι δύο νεαροί μοναχοί θα γίνουν υποτακτικοί του γέροντα και θα τον συνοδεύσουν μάλιστα όταν πήγε στη Θεσσαλονίκη και έκανε εγχείρηση για την αφαίρεση τμήματος του πνεύμονα το 1966. Ο Νέλλας θα παραμείνει μαζί τους για κάποιους μήνες και ύστερα, με προτροπή του γέροντα θα επιστρέψει στον κόσμο[10]. Κατά την παραμονή τους στην Σκήτη των Ιβήρων θα τους επισκεφθούν παλιοί τους φίλοι από τη συντροφιά του περιοδικού Σύνορο και τον κύκλο του Κουτρουμπή. Καταγραφή μιας τέτοιας συνάντησης έχουμε από τον Τάσο Ρωμανό (ψευδώνυμο του Τάσου Ζαννή[11]), σε άρθρο με τίτλο «Συναντήσεις στο Άγιο Όρος», στο τελευταίο τεύχος του Συνόρου, όπου μεταξύ συναντήσεων με άλλους μοναστές περιγράφει:

«Βασίλειος.

Ένας γερός ανήφορος μας βγάζει σ’ ένα λαγκάδι. Καμμιά δεκαριά σπιτάκια κι εξωκκλήσια είναι σκορπισμένα και στις δυο πλαγιές. Σε ποιο να μένει ο π. Βασίλειος; Χτυπάμε τις πόρτες στη σειρά. Καμμιά απόκριση: όλα τα σπιτάκια στην πλαγιά που βρισκόμαστε είναι ακατοίκητα. Πέρα στην απέναντι πλαγιά διακρίνουμε έναν άνθρωπο. Του φωνάζουμε πως ζητάμε τον π. Βασίλειο. Σ’ έναν εξώστη λίγο πιο κει προβάλλει μια ρασοφορεμένη σιλουέττα. «Ποιος είναι;» φωνάζει. Γνωρίζω τη φωνή, είναι ο Βασίλειος. Λέω τ’ όνομά μου. «Πάρτε το μονοπάτι», φωνάζει και κατεβαίνει να μας υποδεχτεί.

Ανεβαίνουμε στο σπιτάκι από μια πρόχειρη ανεμόσκαλα, φτιαγμένη με χοντρά κλαδιά. Το κελλί είναι μικροσκοπικό. Πλάι στο παράθυρο ένα τραπέζι με σύνεργα ζωγραφικής. Στο μικρό καβαλέττο μια μισοτελειωμένη αντιγραφή ενός θαυμάσιου βυζαντινού Χριστού. Σ’ ένα ράφι μια σειρά βιβλία. Ένα σκαμνί. Στον απέναντι τοίχο ένα σανιδένιο ντιβάνι σκεπασμένο με μια κουρελού. Ο π. Βασίλειος μας προσφέρει ρακί και γλυκό. «Βοήθειά μας η Κυρία Θεοτόκος», είναι η συνηθισμένη πρόποση. […]

Τον ρωτάμε από πότε άρχισε να ζωγραφίζει.

- «Πήρα μερικά μαθήματα απ’ τον Ουσπένσκη, όταν ήμουν στο Παρίσι…» μας λέει.

Περιμένουμε ανυπόμονα ν’ ακούσουμε την εμπειρία του ανήσυχου φίλου, που έφτασε ως εδώ, αναζητώντας με πάθος «το εν». Ο π. Βασίλειος σωπαίνει.

-«Δεν θα μας πήτε τίποτε πάτερ;»

Γελάει.

- «Έ, εμένα με γνωρίζετε κι απ’ την Αθήνα», λέει, «ό,τι λέγαμε εκεί θα πούμε κι εδώ…»

-«Πάτερ», επιμένουμε, «είστε ένας από τη γενιά μας και είδατε το Όρος με τα μάτια σας, που είναι όμοια με τα δικά μας μάτια. Γι’ αυτό η εμπειρία σας θα μας ήταν πολύτιμη…» Έτσι ανοίγει η συζήτηση.

Μας μιλά για την πορεία του, που αρχίζει με τη θητεία του στις χριστιανικές κινήσεις, συνεχίζεται με τη μαθητεία του κοντά στους ρώσους Ορθοδόξους του Παρισιού και, μετά από αγωνιώδη αναζήτηση, φτάνει σ’ αυτό το λαγκάδι του Αγίου όρους. Στη Σκήτη αυτή, γέροντα έχει τον π. Παΐσιο, μελέτη τον Άγιο Ισαάκ, και «εργόχειρο» τη βυζαντινή αγιογραφία.

Τον βεβαιώνουμε πως δεν πάψαμε να τον θεωρούμε σαν μέλος της συντροφιάς μας, και πως αυτή ακριβώς η «έξοδός» του από τον κόσμο μας κάνει να βλέπουμε τη δική μας ζωή μέσα στον κόσμο μ’ ένα μάτι πιο φωτισμένο»[12].


Από αριστερά: Αλέξιος μον. Ιβηρίτης, Καλλίνικος προηγ. Ιβηρίτης, Κωνσταντίνος προηγ. Λαυριώτης, αρχιμ. Βασίλειος, Ιεζεκιήλ αρχιεπ. Αυστραλίας, Σταύρος Παπαδάτος Πολιτικός Διοικητής, Ιερόθεος μον. Σταυρονικητιανός

Από αριστερά: Ευθύμιος μον. Καρακαλλινός, αρχιμ. Βασίλειος, Ιεζεκιήλ αρχιεπ. Αυστραλίας, Σταύρος Παπαδάτος Πολιτικός Διοικητής, Κωνσταντίνος προηγ. ΛαυριώτηςΤο 1968 η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους θα ζητήσει από τους ιερομονάχους Βασίλειο και Γρηγόριο, να αναλάβουν την ευθύνη της Ι. Μ. Σταυρονικήτα, που ήταν στα πρόθυρα να κλείσει λόγω έλλειψης μοναχών[13]. Την ίδια χρονιά, θα εγκατασταθούν στην Σταυρονικήτα, ηγούμενος της οποίας θα γίνει ο π. Βασίλειος[14], ενώ ο γέροντας Παΐσιος θα τους βοηθήσει, καθοδηγώντας πνευματικά τη νέα κοινότητα, διαμένοντας στο κοντινό κελί του Τίμιου Σταυρού. Σε λίγα χρόνια, η κοινοβιακή πλέον Σταυρονικήτα θα επανδρωθεί θεαματικά και θα αποτελέσει πόλο έλξης για τον αυξανόμενο αριθμό, νέων κυρίως ανθρώπων που επισκέπτονται πλέον το Άγιο Όρος[15].

Ο π. Γρηγόριος, τα επόμενα χρόνια θα εγκατασταθεί στο Ι. Κουτλουμουσιανό Κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου έκτοτε θα επιδοθεί σε ένα αξιόλογο συγγραφικό έργο, ιδίως με βιβλία σχετικά με τη θεία Λειτουργία. Ο π. Βασίλειος, θα παραμείνει ηγούμενος έως το 1990, χρονιά κατά την οποία θα αναλάβει την ηγουμενία της Ι.Μ.Ιβήρων.

Η πολυσχιδής συγγραφική του δραστηριότητα και οι πολλαπλές ομιλίες του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, θα τον καταστήσουν μια από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού. Ο π. Βασίλειος θα συνδεθεί με στενή φιλία με τον Ν.Γ. Πεντζίκη[16] και θα του γνωρίσει και τον π. Συμεών ντε λα Χάρα, τότε μοναχό Γρηγοριάτη. Ενδεικτική της πνευματικής φιλίας με τον Πεντζίκη, είναι η βιβλιοκριτική του π. Βασιλείου για τα Ομιλήματα του πρώτου, το 1973 στο περιοδικό Ευθύνη[17]. Αθησαύριστο ίσως, κάνει φανερό ωστόσο, πόσο έχει επηρεάσει ο ένας τον άλλον, στην γραφή και την «σαλότητα». Το παραθέτω ολόκληρο:

«Η «των σαλευομένων μετάθεσις» (Εβρ.12,27) αποκαλύπτει των αιωνίων το άπτωτο, ακίνητο και αεικίνητο.

Όλη η εξωτερική ασυναρτησία την οποία μπορεί κανείς στην αρχή να βρή, στον παρά μέσα χώρο βλέπει να υπάρχει σα ζωή εχεφροσύνης με μια άριστη περιχώρησι και κυκλοφορία του αίματος.

Ο αυτοεξευτελισμός και αυτοδιασυρμός που επίμονα γίνεται από τον συγγραφέα δεν τον ρίχνει στα μάτια του αναγνώστη, τον εξαφανίζει, τον θανατώνει. Και τον κάνει να παρουσιάζεται «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» μπροστά μας ως εκ νεκρών ζων.

Το ανίλεο χτύπημα που γίνεται από τον ίδιο είναι κάτι σκληρό που χτυπά άσκημα σ’ έναν που βασανίζεται μάταια να σώσει την «αξιοπρέπειά» του. Στο τέλος-τέλος όμως βλέπει κανείς πως όλα τα άσχετα έχουν σχέσι. Όλα τα ανισόρροπα μιλούν έλλογα και εναρμόνια. Όσα φαίνονται υπέρμετρα και σκληρά, ενσταλάζουν ρανίδες αληθινής παρακλήσεως, βαθειάς παρηγοριάς στα έγκατα του ανθρώπου.

Το κακό είναι ότι πολυσυνηθίσαμε να ζούμε έξω από την Εκκλησία, στον άκαμπτο χώρο του «ορθού λόγου» που μας έφερε στο απαγχονίζον παράλογο.

Πάψαμε να χτίζουμε εκκλησίες όπως οι Βυζαντινοί, σεβόμενοι τον κόσμο της καθεμιάς πέτρας. Χάσαμε την αίσθηση που μας έδειχνε τον πλούτο που κρύβει η προτροπή του Παληού Αββά: «Προσπάθησε να καταφρονηθής αναφανδόν υπό πάντων των ανθρώπων».

Κάναμε το βίο αβίωτο. Φέραμε τον εαυτό μας σε χώρο κλειστό, ανήλιο και ανάερο. Γι’ αυτό και τα κείμενα αυτά τα «παρεμφερή, βρίσκονται σε γραφή αδιάβαστη. Είναι γραμμένα σ’ άλλη εποχή, σ’ άλλο χώρο: σ’ αυτό τον βαθειά ανθρώπινο και εφετό, από τον οποίο όμως εκούσια ή ακούσια εκπατριστήκαμε, και ρίξαμε τον εαυτό μας σε τούτη την αλλοδαπή χώρα της μηχανής και της μηχανικότητος, όπου όταν κάτι τσαλακωθεί παύει να υπάρχει.

Ενώ ο άνθρωπος υπάρχει μέσα σ’ όλες τις μεταβολές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι απειλές του γίνονται ευλογίες. Οι κατάρες, ευχές. Οι πόνοι, παρηγοριά. Και ο θάνατος, ζωή. Και δεν είναι τίποτε άλλο το μυστήριο της εν Χριστώ ζωής, της κοινωνίας μας με τη Ζωή που θανάτω θάνατον πάτησε.

Η ζωή, η υπόστασή μας δεν είναι το άθροισμα «των καυσουμένων στοιχείων», (Β΄Πέτρ. 3,10) ούτε η αρχιτεκτονική των σαλευομένων. Μετά από το χώνεμα των καυσουμένων και από των «σαλευομένων την μετάθεσιν» υπάρχει ο άνθρωπος, χάρι στον άφθαρτο και άραφο χιτώνα που ενδύεται στο Βάφτισμα αναδυόμενος από τα ύδατα του θανάτου.

Αυτή η αιώνια ύπαρξι του ανθρώπου, η πέρα της φθοράς, αυτή η άκτιστη χάρη, δίνει νόημα στο εφήμερο και ανόητο.

Μέσα από τα ερείπια, «τους λίθους και κέραμους» φωτίζει η άφθαρτη μορφή του ανθρώπου με μια αντοχή ακατάβλητη. Ανήκει στον άλλο κόσμο γι’ αυτό και σε τούτο κινείται άνετα. Πέρα από τη μετάθεσι μας φέρνει το χαρούμενο μήνυμα (ευαγγέλιο) πως υπάρχει κάτι το αμετάθετο. Και αυτό το αμετάθετο, μετατίθεται ακατάπαυστα, όπου θέλει πνει, ζωογονώντας τα πάντα.

Έτσι η πράξη του Συγγραφέα να μιλά με τον τρόπο που μιλά είναι μια επίσκεψη ξένη∙ μια άνωθεν άφιξη εν τοις καθ’ ημάς. Κάτι το άλλο. Ένας ασπασμός του πέραν, του επέκεινα και χρυσώνει το τώρα, το περαστικό, που έτσι και το ζούμε συχνά μας απογοητεύει σαν ξένο και αποξενωτικό.

Τα «Ομιλήματα» είναι μια εξομολόγηση που δεν τολμά κανείς να κάνει στον πνευματικό του, και αυτός την κάνει όχι δημόσια, μα καταγράφοντάς την τρισδιάστατα και προσυπογράφοντάς την ξεκάθαρα, μ’ όλα τα στοιχεία της ταυτότητάς του για να μη χωρά καμιά παρεξήγησι. Δεν μας δείχνει έτσι μόνο ένα νέο τρόπο γραψίματος, αλλά μας θυμίζει και τον καινό τρόπο ζωής. Είναι μια νεκρανάσταση. Και είναι αλήθεια πως δεν μπορεί να βιωθή τούτη η ζωή παρά αφού πεθάνει κανείς. Γι’ αυτό η Εκκλησία βαφτίζοντάς μας στο θάνατο μας ντύνει στη ζωή την αθάνατη. Και ο Παύλος ζητά να «παραστήσωμεν εαυτούς τω Θεώ ως εκ νεκρών ζώντας (Ρωμ. 6,13).

Ποιός πράγματι μας κόλλησε αυτή τη μανία να σώσουμε το καταδικασμένο, να λατρέψωμε την κτίσι; Και πνιγόμαστε άδικα. Ενώ πέρα από το θάνατο του θνητού, τη φθορά του φθαρτού, υπάρχει χάριτι Κυριου η αθανασία και αφθαρσία που διαπερνά από τώρα το είναι μας, τα πάντα. Και καταπίνεται το θνητό, από τη ζωή, και το φθαρτόν ενδύεται αφθαρσίαν.

Ο Ν.Γ.Πεντζίκης παρουσιάζεται ως ο τολμηρός που πεθαίνει και παραδίνεται σ’ άλλα χέρια. Και δε μας πέφτει λόγος να πούμε τίποτα. Αλλά και αν πούμε –εκείνο ή το άλλο– τα χέρια αυτά δρουν ασχέτως ημών.

Μόνα αυτά πλάθουν τον άγνωστο Παράδεισο, τον ητοιμασμένον προ καταβολής κόσμου, για μας όλους τους καθημερινούς. Αυτά πλάσανε τον άγνωστο εαυτό μας και έως άρτι εργάζονται πάνω μας.

«Ο αποθανών δεδικαίωται».

Ένας που κάνει τον εαυτό του κουρέλι. Ένας που καταφέρει στον ίδιο εαυτό του τέτοια θανατηφόρα για την κοινωνική του ευπρέπεια πλήγματα, έχει την άδεια και δυνατότητα να προχωρεί ελεύθερα κεκλεισμένων των θυρών.

Δεν ενοχλεί κανένα γιατί κανενός δεν παίρνει τη θέσι. Κανέναν δεν πάει να προσπεράσει, να παραγκωνίσει. Έχει θέσι που κανείς δεν την υποβλέπει. Ποιός στ’ αλήθεια θα επιθυμούσε το διασυρμό, τη διαγραφή, την απώλεια;

Είναι κάτω από τον καθένα. (Πέρα από τις επιδιώξεις μας). Είναι μέσα σ’ όλους. Είναι ακίνδυνος για όλους, όπως ο νεκρός που κοίτεται μπροστά μας ακίνητος. Έτσι ακούμε με ανοιχτά αυτιά ό,τι μας λέει. Και μπορούμε άνετα να πούμε και γι’ αυτόν ένα καλό λόγο.

Έτσι σώζεται μέσα στην  καρδιά μας και ανασταίνεται στη ζωή μας. Και κυκλοφορεί στο είναι μας. Αυτός είναι οι άλλοι, και μείς είμαστε αυτός.

Τότε βλέπομε ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχει χώρος για όλους. Όλοι βρίσκονται μέσα μας. Και ολόκληρος ο άνθρωπος «μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 5,24) μπαίνοντας στην Εκκλησία.

†Β. Σταυρ.»[18]

 

Το 1974 θα εκδοθεί το πρώτο βιβλίο του π. Βασιλείου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εισοδικόν». Βιβλιοκριτική του συναντάμε στο αγιορείτικο περιοδικό «Αθωνικοί Διάλογοι», που εξέδιδε ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, στην οποία, χαρακτηρίζεται μάλιστα ως «νεοπατερική φωνή». Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμά  ενδεικτικό της εποχής που περιγράφουμε:

«Συγγραφεύς του μετά χείρας πονήματος είναι ο Καθηγούμενος της εν Αγίω Όρει Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης, γνωστός ευρύτατα εν Ελλάδι και εις το εξωτερικόν ως μια των πλέον φωτεινών μορφών του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού. Παρά ταύτα, η αγαθή φήμη του ανδρός τούτου ουδεμίαν μέχρι τούδε είχε σχέσιν με συγγραφικήν δράσιν. Μετά τας εν Αθήναις και εν Παρισίοις λαμπράς σπουδάς εγκατεβίωσεν εις την Σκήτην του Αγίου Προδρόμου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, ένθα υπό την πνευματικήν καθοδήγησιν του Γέροντός του Μοναχού Παϊσίου, επεδόθη εις την κατά Θεόν ησυχίαν. Και θα παρέμενεν ασφαλώς ακόμη κρυπτόμενος υπό την σκιάν του Γέροντος Παϊσίου, εάν ανάγκη επιτακτική ανασυγκροτήσεως της προς καιρόν χειμασθείσης Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα δεν επέβαλεν εις την Εκκλησίαν όπως τοποθετήση τούτον Ηγούμενον της εν λόγω Μονής, από ιδιορρύθμου εις κοινόβιον μετατραπείσης. Δεν συνεπληρώθη ακόμη πενταετία από της αλλαγής ταύτης και ήδη η Μονή Σταυρονικήτα έχει καταλάβει προ πολλού εις τα ψυχάς των ευλαβών επισκεπτών του Όρους θέσιν νοσταλγικού προσκυνήματος. Ο γόνιμος διάλογος και η κατανυκτική λατρεία είναι τα χαρακτηριστικώτερα γνωρίσματα της πνευματικής ταύτης εστίας. Ο Γέρων Παΐσιος όμως όστις εξακολουθεί να είναι ο Πνευματικός τόσο του Ηγουμένου όσον και ολοκλήρου της εκλεκτής αδελφότητος, δεν ακούει ευχαρίστως όσα περί αυτών λέγονται και γράφονται κατά καιρούς αγαθά, διότι φοβείται τον έπαινον του κόσμου. Θεμελιώδες αξίωμα της πνευματικής ζωής θεωρεί το ότι «ο μοναχός κρύπτει εαυτόν και μόνον η χάρις του Θεού τον προδίδει». Κατ’ επανάληψιν ηκούσθη διαμαρτυρόμενος προς επαινούντας το εν Σταυρονικήτα έργον: «Αφήσατε τους ανθρώπους να αγωνισθούν τον αγώνα των. Δεν τους κάμνετε καλόν επαινούντες. Είναι ωσάν να επισημαίνετε εις τον εχθρόν τον στόχον, προς τον οποίον πρέπει να στρέψη τα πυρά του. Το Όρος άλλωστε είναι πάντοτε ανεξάντλητον εις τιμίους αγωνιστάς του πνευματικού στίβου, ασχέτως εάν τους γνωρίζει ή όχι ο κόσμος. Δεν είναι δίκαιον να επαινήται μια μόνον εστία. Τούτο καταντά βλασφημία δια το Άγιον Όρος» […]  «Είθε η εκ του Αγιωνύμου Όρους προερχομένη αύτη νεοπατερική φωνή να τύχη της δεούσης προσοχής υπό των εχόντων ακόμη παρ’ ημίν ώτα ακούειν»[19].

Το Νοέμβριο του 1974 ο π. Βασίλειος θα κάνει μια εισήγηση, «ποὺ ἀναγνώσθηκε γαλλικὰ» στο Συνέδριο Ορθοδόξων Νέων Δυτικής Ευρώπης τον Νοέμβριο στην Ντιζόν της Γαλλίας. Η εισήγηση με τίτλο «Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή»  θα δημοσιευτεί  το 1976 στο περιοδικό της Ι. Μονής Γρηγορίου ‘Ο Όσιος Γρηγόριος’[20]. Εκεί θα δούμε διαμορφωμένο πιά τόσο το γνώριμό του ύφος όσο και αρκετές από τις βασικές θεματικές που θα τον απασχολήσουν κατά τη μακρόχρονη κα πλούσια συγγραφική του πορεία. Αντιγράφω ως κατακλείδα, ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Ένας μοναχός έγραφε:

«Δεν είναι η δουλειά μου να χτίζω σπίτια και να ασπρίζω.

Ούτε ακόμη είναι να διαβάζω και να γράφω.

Ποια είναι η αποστολή μου;

Είναι -αν είναι δυνατόν- να πεθάνω εν τω Θεώ. Τότε ζω και κινούμαι από άλλη Δύναμη.

‘Έτσι ελεύθερα μπορώ να τα κάνω όλα (και να σκάβω και να διοργανώνω και να διαβάζω και να γράφω), χωρίς να δένωμαι με τίποτα. Άπ’ όλα μπορώ να περάσω, οφείλω να περάσω κυνηγώντας. πάντα ήρεμα το ένα και μοναδικό. ‘Όλα, όλους τους «μετεωρισμούς» να άφήσω ελεύθερα δι’ εμού να διέλθουν περιμένοντας το ένα που καταξιώνει τα πάντα.

Όταν χτίζης για να χτίζης, φτιάχνεις τον τάφο σου.

Όταν γράφης για να γράφης, πλέκεις τα σάβανά σου.

Όταν ζης, αναπνέεις ζητώντας το έλεος του Θεού, τότε γύρω σου υφαίνεται καταστολή αφθαρσίας και μέσα σου αναδεύεται γλυκασμός ουράνιας παρακλήσεως. Το αν χτίζης η αν γράφης, είναι πολύ δευτερεύον[21]».

 

Σημειώσεις

[1] https://www.youtube.com/watch?v=hXTyXDkazLg, https://www.youtube.com/watch?v=5t5FqPL5hJQ

[2]https://megasvasileios.gr/2019/%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%86%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82/

[3] https://www.pemptousia.gr/2020/02/mia-alismoniti-sinantisi/

[4] https://www.pemptousia.gr/video/den-echi-oria-i-pisti-i-parousia-tou-theanthropou/

[5] π. Βασίλειος Γοντικάκης, Αναμνήσεις από τη Σκήτη των Ιβήρων, Πρωτάτο, αριθμ 22, Μάρτιος-Απρίλιος 1990, σ. 34-41

[6] Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα 2006 (5η επανέκδοση), σελ. 473.

[7] π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλος,, Εδώ θα πας στο στενό μονοπάτι, Εν πλω, Αθήνα, σελ 237.

[8] https://www.iellada.gr/thriskeia/o-agios-paisios-sina-kai-i-anapantehi-synantisi-1

[9] Ιερομόναχος Ισαάκ, Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, 2022 (11η επανέκδοση) σ. 185-187

[10] Ορθοδοξία και Δύση, σελ. 475, Εδώ θα πας στο στενό μονοπάτι σ. 237-238.

[11] https://anastasiosk.blogspot.com/2020/05/blog-post_53.html

[12] Τάσου Ρωμανού, Συναντήσεις στο Άγιο Όρος, Σύνορο τ. 40 (Δεκ, 66-Φεβρ. 1967), σ. 311-312.

[13]Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, σ. 209-211.

[14] https://athosphotoarchive.blogspot.com/2020/03/4.html

[15] Ορθοδοξία και Δύση, σελ 475.

[16] Για τις σχέσεις γέροντος Παϊσίου, π. Βασιλείου και Πεντζίκη, διαφωτιστική είναι η μαρτυρία του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου:

«Τὸν Γέροντα Παΐσιο τὸν γνώρισες τό 1971 ὅταν σὲ εἶχαν στείλει νὰ τὸν ρωτήσεις γιὰ μία γυναίκα ποὺ ἔβλεπε ὁράματα καὶ ἦταν περιστοιχισμένη ἀπὸ μία ἀδελφότητα λαϊκῶν ἀνθρώπων δοσμένων στὴν προσευχή. Δὲν εἶχες ξανακούσει τὸ ὄνομά του, καὶ ἦταν ὁ πρῶτος καλόγερος ποὺ γνώρισες. Ἔμενε στὸ κελὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πάνω ἀπ’ τὴν Καλλιάγρα, κοντὰ στὴ Σταυρονικήτα […] Τὸν π. Παΐσιο τὸν συνάντησες γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1973. Ὅμως τότε πῆγες γιὰ τὸν ἑαυτό σου, σὲ μιὰ ἀπ’ τὶς συζητήσεις σας ἔγινε λόγος γιὰ τὸν Πεντζίκη. «Γιατί δὲν πᾶς νὰ τὸν γνωρίσεις;», σοῦ εἶπε. «Ἡ γυναίκα του, ἡ κυρία Νίκη, εἶναι πολὺ καλή». Ἕνα μήνα μετὰ τὴν ἐπιστροφή σου τοῦ τηλεφώνησες. «Σᾶς τηλεφωνῶ ἐκ μέρους τοῦ πατρὸς Παϊσίου», εἶπες. «Ἐφ’ ὅσον ἔρχεσαι ἐκ μέρους τοῦ πατρὸς Παϊσίου εἶσαι εὐπρόσδεκτος», ἀπάντησε. Βέβαια γνώριζε τὸ οἰκογενειακό σου ὄνομα καὶ τὸν πατέρα σου, ὅμως ἐσένα οὔτε εἶχε περάσει ἀπ’ τὸ μυαλό σου κάτι τέτοιο. Πῆγες στὸ σπίτι του καὶ ἄρχισε νὰ σοῦ μιλάει γιὰ διάφορα πράγματα. Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἀνταποκρινόσουν. Ἦταν ὅλα καταβαραθρωμένα μέσα σου. Μιὰ μέρα ἔτυχε νὰ συντύχετε στὸ σπίτι του μὲ τὸν τότε ἡγούμενο τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα καὶ νῦν τῆς Μονῆς Ἰβήρων, Βασίλειο. «Μοῦ τὸν ἔστειλε ὁ πατὴρ Παΐσιος», τοῦ εἶπε ὁ Πεντζίκης, «ἀλλὰ δὲν μιλάει». Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Ο πιο σύντομος δρόμος, Ιανός, Θεσσαλονίκη, 1999, σ. 57,59-60.

[17] Τα Ομιλήματα του Πεντζίκη, Ευθύνη, τ. 15, Μάρτιος 1973, σ. 139-140. Η δεύτερη έκδοση των Ομιλημάτων στις εκδόσεις Ακρίτα το 1992, θα συνοδευτεί από πρόλογο του π. Βασιλείου.

[18] Τα «Ομιλήματα» του Πεντζίκη, Ευθύνη, τ. 15, Μάρτιος 1973, σ. 139-140.

[19] †Μ.Μ.Σ., Αρχιμ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ (στοιχεία λειτουργικής βιώσεως του μυστηρίου της ενότητος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία), Άγ. Όρος 1974., Αθωνικοί Διάλογοι, τ.25-26, Ιαν,-Φεβ.1975, σ.28-30. Είχε προηγηθεί μια ακόμη παρουσίαση του βιβλίου στο τεύχος 23 (Μάιος-Ιούλιος 1974), σελ 30.

[20] αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, «Η υπέρβαση του θανάτου στην μοναχική ζωή», περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος», Τεύχος 1ο, Έκδοση Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1976, σ. 18-26, https://www.imgrigoriou.gr/pdf%20files/Periodiko_teyxi/01-1976.pdf

[21] Ο,π, σελ. 20.