Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Η Μεγάλη Ιδέα ενός μικρού λαού


megali idea 1821

Ἀρχιμ. Βασίλειος Ἰβηρίτης

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τῶν διακοσίων χρόνων ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασι

Ὑπάρχουν δύο παραδόσεις στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία: Οἱ πρῶτοι εἶναι «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» ποὺ θέλουν νὰ ἐπικρατήσουν καὶ νὰ ὑποτάξουν τοὺς ἄλλους. Καὶ αὐτοὶ ποὺ ζητοῦν νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Ἑνός.

Οἱ πρῶτοι σταδιοδρομοῦν πρόσκαιρα καὶ βασανίζουν τὸν κόσμο. Οἱ δεύτεροι ἀναδεικνύονται «κλέος ἀέναον θνητῶν». Ἀνατέλλει ἀπὸ μέσα τους μιὰ αἴγλη ποὺ δὲν δύει ἀλλὰ φωτίζει καὶ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους.

Οἱ Ἕλληνες εἶναι μικρὸς λαὸς μὲ μεγάλες ἀπαιτήσεις. Ὁ Δημόκριτος ζητᾶ νὰ βρῆ τὴ μία αἰτιολογία τῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὴν τῶν Περσῶν βασιλείαν. «Ἔλεγε βούλεσθαι μᾶλλον μίαν εὑρεῖν αἰτιολογίαν ἢ τὴν τῶν Περσῶν οἱ βασιλείαν γενέσθαι». Οἱ ἀπαιτήσεις καὶ ἡ σταδιοδρομία τους ξεπερνοῦν τὴν ἱστορία.

Ὁ Ἡράκλειτος ζητᾶ τὸν τρόπο τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως. Τὰ θυσιάζει ὅλα γιὰ τὸ ἕνα καὶ τοῦ χαρίζεται ἡ γνῶσι τῶν πάντων. Κάνει διάγνωσι ὅτι ὑπάρχει νόμος ποὺ ἐπιβάλλει νὰ ὑπακούωμε στὴ θέλησι τοῦ ἑνός, ὄχι τοῦ ὁποιουδήποτε, ἀλλὰ τοῦ κοινοῦ καὶ θείου Λόγου, τοῦ Λόγου καὶ Θεοῦ ποὺ διοικεῖ τὰ πάντα διὰ πάντων.

Ὅταν ὑπακούωμε στὴ θέλησι τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀληθεύομε. Ὅταν ἰδιάζωμε (θεωροῦμε τὸν ἑαυτόν μας τὴν αὐθεντία) ψευδόμεθα. Στὴ βάσι αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς στηρίζονται οἱ ἄριστοι. Καὶ ὁ ἕνας εἶναι τρισμύριοι, οἱ δὲ ἀναρίθμητοι κανείς.

Ὁ Ἡράκλειτος εἶναι ἕνας ἄριστος, γεννημένος μὲ μιὰ ἄσβεστη δίψα καὶ ἀναζήτησι γιὰ τὸ ἕνα καὶ μακρινό.

Ὁ ἴδιος δὲν τὸ γνωρίζει ἀλλὰ εἶναι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει καὶ τὸν συγκλονίζει. Αὐτὸς ὁ συγκλονισμὸς τὸν κάνει μιὰ αἴσθησι ποὺ κρίνει καὶ ἀπορρίπτει ὅσα βλέπει καὶ ἀκούει νὰ γίνωνται ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του.

Δὲν ἀντιπαραβάλλει τὴ δική του ἄποψι μὲ ἐκείνη τῶν ἄλλων. Νοιώθει τὴν ἀδυναμία τοῦ μεμονωμένου ἀνθρώπου. Ἀποφαίνεται «μὴ εἶναι λογικὸν τὸν ἄνθρωπον, μόνον δ’ ὑπάρχειν φρενῆρες τὸ περιέχον».

Δὲν εἶναι ἀπὸ μόνος του λογικὸς ὁ ἄνθρωπος [«χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15, 5)]. Εἶναι ὅμως πλῆρες φρονήσεως αὐτὸ ποὺ τὸν περιβάλλει στὸ ὁποῖο τὰ πάντα κυβερνῶνται διὰ πάντων ἀπὸ τὸν Ἕνα.


Δὲν θέλει νὰ πρωτεύση στὴ φθορὰ καὶ νὰ διαπρέψη στὸ χρόνο ἀτομικά. Δὲν κλείνονται ἐκεῖ οἱ φιλοδοξίες καὶ οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου.

Δὲν τὸν καταλαβαίνουν οἱ συμπατριῶτες του. Τὸν χαρακτηρίζουν σκοτεινό, ὑπερόπτη καὶ ὀχλολοίδορο.

Αὐτὰ δὲν τὸν ἀγγίζουν γιατὶ δὲν ἔχουν σχέσι μὲ τὴν πραγματικότητα. Φεύγει μόνος του στὸ βουνό. Συνεχίζει τὸν ἀγῶνα.

Ἑρευνᾶ τὸν ἑαυτό του. Πλησιάζει καὶ γνωρίζει «εὖ μάλα» ὅλους τοὺς φιλοσόφους καὶ ποιητές, τοὺς παλαιοὺς καὶ τοὺς νέους.

Βλέπει πῶς ἀντιδρᾶ τὸ φορτισμένο εἶναι του μὲ αὐτὸ τὸ πλησίασμα καὶ τὴ γνῶσι.

Μετὰ τὴν τελική του διάγνωσι γυρίζει καὶ ἀπευθύνεται στοὺς Ἐφεσίους: Σᾶς εἶπα ὅτι οἱ πολλοὶ εἶστε πονηροί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί. Τώρα σᾶς λέω ὅτι δυνάμει ὅλοι εἶστε ἀγαθοί.

«Πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν»· εἶναι δυνατὸν σὲ ὅλους νὰ φτάσουν στὴν αὐτογνωσία καὶ τὴ σωφροσύνη.

Δὲν θέλω νὰ σᾶς ὑποτιμήσω οὔτε νὰ μὲ τιμήσετε. Θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, ὅταν ἤμουν νέος, δὲν γνώριζα τίποτε.

Ὅταν ἔφτασα στὴν τελειότητα τὰ γνώρισα ὅλα. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴ φανταστική του αὐθεντία ψεύδεται. Ἐνῶ κάνει τὸν δάσκαλο, φτάνει σὲ ἀδιέξοδο ἀπογνώσεως καὶ βασανίζει τὸν κόσμο.

Αὐτὸς ποὺ ὑπακούει στὸν Θεὸν Λόγον ἀληθεύει. Τὰ θυσιάζει ὅλα χάριν τοῦ Ἑνός. Τοῦ χαρίζονται τὰ πάντα χάριν τῶν πολλῶν. Ζῆ τὴν ταύτισι τῶν ἀντιθέτων.

Τὸ νὰ κρίνης, κατὰ τὸν λογισμόν σου δίκαια, καὶ νὰ πληγώνης ἀνώφελα τοὺς ἄλλους εἶναι ὑπόθεσι ἐνοχλητικὴ καὶ στεῖρα.

Τὸ νὰ ἀπορρίπτης ὅλους καὶ νὰ συγκεντρώνωνται γύρω σου, σημαίνει ὅτι κάτι ἰδιαίτερο συμβαίνει μὲ σένα. Κάπου ἔφτασες, κάτι βρῆκες.

Ὁ Ἡράκλειτος εἶναι ἕνα φαινόμενο στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἐνῶ ἀπορρίπτει σχεδὸν τοὺς πάντες, ὅλοι συγκεντρώνονται γύρω του θεωρῶντάς τον πατέρα πνευματικὸ καὶ ὁδηγό.

Περνοῦν οἱ χιλιετίες καὶ ἡ παρουσία του ταράζει ζωηφόρως τὴν οἰκουμένη. Ὅλοι, καὶ οἱ μεταξύ τους ἀντίθετοι, τὸν θεωροῦν πνευματικό τους πατέρα καὶ θεμελιωτὴ τῆς θεωρίας των.

Ὁ Κίρκεγκωρ (1813-1855) αὐτοεπικαλεῖται μαθητὴς τοῦ Ἡρακλείτου. Ὁ Λένιν (1870-1924) τὸν θεωρεῖ πατέρα τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ.

Ὁ Χάιντεγκερ (1889-1976) τὸν βλέπει ὡς τὸν πρῶτο δυτικὸ στοχαστή. Καὶ ὁ Ὄσσο (1931-1990) λέει ὅτι εἶναι γκουροὺ τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὄχι Ἕλληνας ὅπως ὁ Ἀριστοτέλης.

Αὐτὰ συμβαίνουν σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν εἶναι κατὰ φαντασία μεγάλος, ἀλλὰ πραγματικὰ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ὕβρι καὶ τὴν οἴησι.

* * *

Οἱ Ἕλληνες μπαίνουν στὸ στίβο τῆς ἱστορίας μὲ γενάρχες τοὺς ἄριστους ποὺ θυσιάζουν τὰ πάντα γιὰ τὸν Ἕνα.

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τέλους βρίσκεται ἡ δίψα τους γιὰ τὸ ἀπόλυτο καὶ ἡ αἴτησι νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Ἑνός. Αὐτὸ χαρίζει τὴν ἑνότητα τῶν πάντων στὴν ἐλευθερία τῆς ἀειζωίας.

Ζητοῦν τὴ σοφία καὶ τὸ κάλλος ποὺ ἐξυψώνουν τὸν κόσμο, ὄχι τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δύναμι ποὺ εὐτελίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ὡς κατακτητὲς καὶ νικημένους.

Ἔχουν δοσοληψίες μὲ τοὺς γνωστοὺς λαούς. Ὅ,τι καλὸ παίρνουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τὸ καλλιεργοῦν περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖνοι ποὺ τὸ εἶχαν.

Ζητοῦν τὸ ξεπέρασμα καὶ τὴ μεταμόρφωσι ὅλων. Γίνεται γι’ αὐτοὺς φιλοσοφία ἡ μελέτη τοῦ θανάτου, καὶ φιλοκαλία ἡ προσπάθεια νὰ δώσουν μορφὴ στὸ ἄμορφο, νὰ πετύχουν τὸ ἄγαλμα, τὴν ἀγαλλίασι τοῦ κάλλους καὶ τῆς ζωῆς.

Οἱ δοκιμασίες καὶ τὰ ἀδιέξοδα τῆς ζωῆς γίνονται ἀφορμὴ καλλιτεχνικῆς δημιουργίας καὶ δύναμι νὰ λύσουν τὰ προβλήματα, νὰ φτάσουν στὴν κάθαρσι καὶ τὴν ἀνάπαυσι.

Γεννιοῦνται οἱ τραγωδίες. Ἐκφράζουν τὶς φιλοσοφικές τους ἀναζητήσεις μὲ τὴ γλῶσσα τῶν θεατρικῶν παραστάσεων.

Ἐκπαιδεύουν καὶ ψυχαγωγοῦν τὸν κόσμο μὲ τὸ θέατρο. «Δημοτερπέστατόν τε καὶ ψυχαγωγικώτατον ἡ τραγωδία» (Πλάτων).

Δὲν ἱκανοποιοῦνται μ’ αὐτὸ ποὺ πετυχαίνουν. Συνέχεια συζητοῦν καὶ ζητοῦν νὰ ἀκούσουν κάτι νεώτερο (Πραξ. 17, 21).

Ἀπορρίπτουν τὴν ὕβρι ὡς πυρκαγιὰ καὶ τὴν οἴησι ὡς ἐπιληψία. Ἀποκτοῦν τὴν ὑγεία μὲ τὴν ἀναζήτησι τοῦ μέτρου.

Μπαίνουν στὸν δρόμο τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν κοινὸ καὶ θεῖο Λόγο. Τοὺς ἀποκαλύπτεται ὁ τρόπος τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.

Εἶναι ἐραστὲς τῆς σοφίας καὶ τοῦ κάλλους, ὄχι σφετεριστὲς τῶν θείων δωρεῶν.

Ἐὰν συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου κριτήριο τῆς ἀληθείας, καὶ προβάλης τὴν ἄποψί σου ὡς τὴ μόνη ὀρθή, πῆρες στραβὸ δρόμο καὶ φτάνεις σὲ ἀδιέξοδο.

Αὐτοφυλακίζεσαι σὲ φαντασιώσεις. Παριστάνεις τὸν μεγάλο ἐνῶ λὲς ψέματα. Φτάνεις σὲ συσκότισι ἀπογνώσεως καὶ τελεσίδικη καταδίκη.

Ἀντὶ νὰ σιωπᾶς, ἰσχυρίζεσαι ὅτι τὰ πάντα καταλήγουν σὲ συντρίμμια συμφορᾶς. Ντύνεσαι τὸν ἡρωισμὸ τῆς ψευδαισθήσεως καμαρώνοντας ὡς προφήτης καταστροφῆς.

Βλέπεις τὰ πράγματα ἀνάποδα. Σὰν νὰ μὴν ἔχης ἐσὺ ἀνάγκη τοῦ Ἑνός, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ζητᾶ βοήθεια ἀπὸ σένα.

Κατατάσσεις τὸν ἑαυτό σου στοὺς σωτῆρες τοῦ Θεοῦ, Salvatores Dei.

Οἱ ἄριστοι ὑπακούουν στὴ θέλησι τοῦ Ἑνὸς καὶ κατακλύζονται ἀπὸ γνώσεις ποὺ τοὺς κάνουν νὰ ἀγαποῦν τὴν ταπείνωσι.

Ὅταν θυσιάζης τὰ πάντα γιὰ τὸν Ἕνα, τὰ βρίσκεις ὅλα μεταμορφωμένα. Φτάνεις μετὰ ἀπὸ τὸν κόπο στὴν ἀνάπαυσι καὶ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα στὸ ἀνέλπιστο.

Ἀπολαμβάνεις τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ τὴν μετατροπὴ τῶν πάντων σὲ εὐλογία.

Οἱ ἄριστοι προτιμοῦν τὸ ἕνα ἀντὶ πάντων καὶ τοὺς δίδεται κάτι ἐλάχιστο μὲ ἀνεξάντλητο δυναμισμὸ ποὺ τοὺς τρέφει ὡς ἄρτος ζωῆς.

«Οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὅπωσπερ κτήνεα»· οἱ πολλοὶ τρῶνε τοῦ σκασμοῦ σὰν κτήνη καὶ μένουν νηστικοί, γιατὶ δὲν εἶναι κτήνη ἀλλὰ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἄλλης τροφῆς.

Ἀσχολοῦνται μὲ χίλια θέματα, «ἀνθρώπινα δοξάσματα», παιδιαρίσματα, ποὺ δὲν ὁδηγοῦν πουθενά.

Μοιάζουν μὲ τροφὴ ἀκατάλληλη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. «Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον, ἰχθῦσι μὲν πότιμον καὶ σωτήριον, ἀνθρώποις δὲ ἄποτον καὶ ὀλέθριον» (61).

Οἱ ἄριστοι δὲν ἀκολουθοῦν γνωστὰ μονοπάτια ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν ποὺ ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν στὴ φθορά.

Ζητοῦν νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Ἑνὸς καὶ τοὺς ἀνοίγονται δρόμοι ἐλευθερίας. Σβήνουν τὰ γνωστὰ καὶ παρερχόμενα. Ἀνατέλλουν τὰ καινὰ καὶ ἀνανεούμενα.

Στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς ὅλα εἶναι αἴολα καὶ σχετικά. Τὰ κακὰ εἶναι νοσηρὰ καὶ ἀπορριπτέα. Τὰ καλὰ εἶναι ἀνεπαρκῆ καὶ ἐφήμερα.

Προσφέροντας τὸ λίγο ποὺ ἔχεις στὴ θέλησι τοῦ Ἑνὸς κατακλύζεσαι ἀπὸ θεῖες δωρεές.

Ὁ χορτασμὸς τῆς τροφῆς ποὺ δυναμώνει τὸν ἄνθρωπο ἀκτινοβολεῖται ὡς ἐνέργεια ζωῆς ποὺ ἐνισχύει ὅλους καὶ φανερώνει ὅτι ὅλα εἶναι ἕνα.

Οἱ βάρβαροι εἶναι κλεισμένοι στὰ στενὰ ὅρια τοῦ φθαρτοῦ γιατὶ τοὺς λένε ψέματα οἱ αἰσθήσεις.

«Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισι ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων» (107). Δὲν ὑποψιάζονται τὸν χῶρο τῆς ἐλευθερίας ποὺ προσφέρεται σ’ αὐτὸν ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸ Ἕνα.

Προσπαθοῦν νὰ παριστάνουν τὸν πολιτισμένο ἀλλὰ προδίδονται γιατὶ ἡ βαρβαρότητα ἔχει διαπλάσσει ἕνα ἀλλόκοτο ἄνθρωπο μέσα τους.

Δὲν δέχονται ἐπιδράσεις ἀνωτέρου πολιτισμοῦ γιατὶ δὲν ὑποψιάζονται τὴν ὕπαρξί του.

Ἀντίθετα, μιὰ μυστικὴ φλέβα διατρέχει τὴν ἱστορία μας καὶ διατρέφει τὴν οἰκουμένη μὲ ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα ποὺ φτάνει στὴν κατάργησι τοῦ θανάτου.

Ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν αἴτησι νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Ἑνός. Καὶ καταλήγει στὴν κλῆσι τῶν πάντων στὴν πανήγυρι τῆς ζωῆς.

Οἱ ἰδιάζοντες προκαλοῦν σύγκρυο ψευτιᾶς γιατὶ στηρίζονται στὸν ἑαυτό τους. Γράφουν βιβλία. Κάνουν θεωρίες. Θέλουν νὰ σώσουν τὸν κόσμο· ὁ ἕνας ὑπόσχεται φανταστικὲς κατακτήσεις, καὶ ὁ ἄλλος προβλέπει ἀναπόφευκτες καταστροφές. Ὅλοι λένε ψέματα.

Γιὰ τοὺς ἄριστους ὅλα βρίσκονται ἐν ἐξελίξει καὶ ταὐτόχρονα ἀπολαμβάνουν τὴν τελικὴ καρποφορία γιατὶ στηρίζονται στὴ θέλησι τοῦ Ἑνός.

Σβήνουν οἱ ἐφιάλτες τῶν ψευδαισθήσεων. Ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας.

Ἂν θελήσης νὰ τοὺς κλείσης τὸν δρόμο, τοὺς πολλαπλασιάζεις τὴ δύναμι γιατὶ στηρίζονται στὸν Ἕνα, καὶ ἡ ἀποστολή τους εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους.

Στὴν πορεία τῆς ἀναζητήσεως τῶν τιμίων: Ἢ τὰ παραδίδεις ὅλα στὴ θέλησι τοῦ Ἑνός, καὶ σοῦ χαρίζεται ἡ ἔκπληξι τῆς ἀτελευτήτου ἐπεκτάσεως. Ἢ παραμένεις δέσμιος στὴν ἀτομική σου αὐθεντία ποὺ γεννᾶ τοὺς κακοήθεις ὄγκους τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ καὶ τοῦ σχολαστικισμοῦ.

* * *

Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔρχεται στὴν Ἀθήνα, βρίσκει τὴν πόλι «κατείδωλον», γεμάτη βωμοὺς στοὺς γνωστοὺς θεούς. Ἀλλὰ βλέπει καὶ ἕνα βωμὸ «τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ». Αὐτὸ τοῦ ἀνοίγει τὴν καρδιὰ καὶ τοῦ χαρίζει τὴ δυνατότητα νὰ μιλήση ὡς οἰκεῖος στὴν ὁμήγυρι τῶν Ἀθηναίων. Ἀρχίζει σχολιάζοντας τοὺς δικούς τους ποιητὲς καὶ φιλοσόφους, ποὺ βάζουν τοὺς ἀνθρώπους στὸν δρόμο τῆς ἀναζητήσεως τοῦ Ἑνός.

Ἀκοῦνε τὸ μήνυμα τῆς καινῆς κτίσεως ὡς ἀπάντησι στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοὺς βασανίζουν μιὰ ζωή. Δέχονται τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ Λόγου ποὺ τοὺς ἕλκει καὶ τοὺς ἀλλοιώνει ὡς ἔρωτας θεϊκός. «Ἔθελξας πόθῳ με Χριστὲ καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι. . . »

Μπολιάζεται ἡ δίψα καὶ ἡ τόλμη τῆς θυσίας τῶν πάντων χάριν τοῦ Ἑνός, στὴν καλλιέλαιο τῆς χάριτος. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μ’ αὐτήν τους τὴν ἐνέργεια δὲν μεταστρέφονται σὲ κάποια νέα πίστι, ἀλλὰ βρίσκουν στὸ μήνυμα τοῦ Ἀποστόλου τὴν ἀπάντησι στὴ βαθειά τους ἀναζήτησι.

Ἐπειδὴ δὲν θέλουν τὴν τῶν Περσῶν βασιλεία, τοὺς δίδεται ἡ πολυεθνικὴ αὐτοκρατορία, γιατὶ δὲν θὰ μείνουν σ’ αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τὸν γνωρίζουν, δὲν ἀναπαύεται σὲ τίποτε φθαρτὸ καὶ παρερχόμενο ὅσο μεγάλο καὶ ἂν φαίνεται.

Δέχονται τὴν αὐτοκρατορία ὡς κάτι σημαντικὸ ἀλλὰ χρονικὸ ποὺ κάποτε τελειώνει. Καὶ πρέπει νὰ ἁγιασθῆ γιὰ νὰ σωθῆ καὶ νὰ προσφερθῆ σὲ ὅλους ὡς εὐλογία καὶ δύναμι ζωῆς. Τοὺς δίδεται μὲ τὸ νὰ τοὺς τὴν ἀρνοῦνται πάνω στὰ πράγματα. Ὑποτάσσονται οἱ Ἕλληνες στοὺς Ρωμαίους.

Καὶ νικοῦν οἱ ἡττημένοι τοὺς κατακτητές, ὄχι μὲ τὴ δύναμι τῶν ὅπλων (χαμένη ὑπόθεσι), ἀλλὰ μὲ τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος ποὺ ὁμορφαίνει τὴ ζωὴ καὶ καθιστᾶ ὅλους νικητές.

Τὸ ζητούμενο εἶναι ὄχι νὰ ὑποτάξης καὶ νὰ ταπεινώσης τὸν ἄλλο, ἀλλὰ νὰ γίνης κοινωνὸς τῆς Δυνάμεως ποὺ ὅλους τοὺς ἐλευθερώνει καὶ τοὺς ἀδελφώνει στὴν ἔκπληξι τῆς ἀειζωίας.

Ἡ θυσία τῶν πάντων χάριν τοῦ Ἑνὸς τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν καρδιὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς. Τοῦ χαρίζει τὴν ἀσταμάτητη διαστολὴ καὶ τὴν τελικὴ ἁπλότητα ὅπου ἑνώνονται τὰ ἀντίθετα. Συνέρχονται τὰ μακρινά. Ἀνακεφαλαιώνονται ὅλα σὲ ἕνα. Καὶ δίδεται στὸν καθένα μιὰ ἐλάχιστη μερίδα ποὺ ἔχει ἐν σμικρῷ τὸ ὅλο.

Ὅταν δεχθῆς τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως ὡς δύναμι ζωῆς, δὲν καυχᾶσαι γιὰ τὶς ἐπιτυχίες σου, ἀλλὰ συγκλονίζεσαι ἀπὸ δέος γιατὶ σώζονται ὅλοι.

Ἡ τόλμη τῆς θυσίας γιὰ τὸν Ἕνα βάζει τὰ πάντα σὲ κίνησι ἢ μᾶλλον σοῦ ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως. Συζῆ ὅλος ὁ κόσμος, ὄχι προσπαθῶντας ὁ ἕνας νὰ ὑποτάξη τὸν ἄλλον, ἀλλὰ «τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φιλιπ. 2, 3)

Οἱ δοκέοντες, ὡς τέκτονες (κατασκευαστὲς) ψευδῶν τιμωροῦνται ἀπὸ τὴ θεία Δίκη. Ἐνῶ οἱ ἄριστοι τιμῶνται ἀπὸ ὅλους.

Οἱ πρῶτοι μένουν μόνοι καὶ διερωτῶνται γιατί συνέβη αὐτό. Οἱ ἄριστοι συγκεντρώνουν ὅλους γιατὶ τοὺς στέλνουν σ’ αὐτὸν ποὺ εἶναι τὰ πάντα ἐν πᾶσι.

Ὅταν θυσιάζης τὸ λίγο ποὺ ἔχεις, σοῦ χαρίζεται τὸ «ὑπερεκπερισσοῦ» ποὺ δὲν φανταζόσουν.

Ὅταν θέλης νὰ πετύχης αὐτὸ ποὺ προσδιορίζεις γιὰ νὰ δοξασθῆς, τότε ἔχεις ἄδοξο τέλος.

Οἱ Ἕλληνες στήνουν βωμὸ στὸν ἄγνωστο Θεό. Καὶ φτάνουν στὴ θεία Λειτουργία ὅπου λατρεύουν τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι «ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος». Μπαίνουν στὴν εὐρυχωροτέρα τῶν οὐρανῶν Ἐκκλησία ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται.

* * *

Ὅταν μεταφέρεται ἡ πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴ Δύσι στὴν Ἀνατολή, ὅλα ἀκολουθοῦν τὴ γνωστὴ ἐξέλιξι.

Ἐπικρατεῖ φυσιολογικὰ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀναζήτησι. Τὸ πρωτεῖο δίδεται στὴ μία ζύμη ποὺ ζυμοῖ ὅλο τὸ φύραμα. Προχωροῦμε πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐλευθερίας. Ὅλα προσλαμβάνονται καὶ μεταμορφώνονται.

Ἀπὸ τὸν κοινὸ καὶ θεῖο Λόγο τοῦ Ἡρακλείτου προχωροῦμε στὸν σεσαρκωμένον Θεὸν Λόγον τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπὸ τὴ φιλοσοφία ὡς μελέτη τοῦ θανάτου προχωροῦμε στὴ λειτουργικὴ θεολογία ὡς κατάργησι τοῦ θανάτου καὶ δύναμι ζωῆς.

Ἀπὸ τὴν ἀρχαία τραγωδία ὡς θεατρικὴ παράστασι προχωροῦμε στὴ θεία μυσταγωγία ὡς θεολογικὴ ἱερουργία.

Ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὴ μανία τῶν ἀρχαίων ὀργίων φτάνουμε στὴ νηφάλια μέθη καὶ σώφρονα μανία τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ὅλα μεταμορφώνονται καθαιρόμενα.

Ἡ Ἐκκλησία ἐντοπίζει καὶ σώζει τὸν δυναμισμὸ τῆς ζωῆς καὶ ἐνισχύει τὴν ὑγεία τοῦ πνεύματος.

Ἀφαιρεῖ τὴν ἀρρώστια τῆς διαστροφῆς. Ἀπορρίπτει τὴν ὕβρι καὶ τὴν οἴησι. Μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει μιὰ αἴσθησι. Ὅλα ξεπερνιοῦνται. Καὶ προχωροῦν ἀκατάπαυστα ἐπὶ τὰ πρόσω.

Καταξιώνεται ἡ ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖον Λόγον, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο καὶ γίνεται.

Μετὰ τὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς καὶ τοῦ χρέους ὅλα ἀνατέλλουν φωτισμένα καὶ πασίχαρα. Ὅταν τελειώνη ἡ Σαρακοστὴ τῆς ζωῆς, ὅλοι καλοῦνται «εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου».

* * *

Ἐφ’ ὅσον ἄρχισες καὶ προχωρεῖς, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἡρακλείτου ποὺ θυσιάζει τὰ πάντα χάριν τοῦ Ἑνός.

Ἐφ’ ὅσον τὸν βλέπεις νὰ προχωρῆ ἀπὸ τὴ φθαρτὴ κίνησι τῶν φθαρτῶν στὴν ἀίδια τῶν ἀιδίων. Νὰ συγκεντρώνη, μέσα στὶς χιλιετίες ποὺ ἀκολουθοῦν, ὅλα τὰ ἀνήσυχα πνεύματα.

Καὶ νὰ δίδη κουράγιο σὲ ὅλους τοὺς ἀπαιτητικοὺς δείχνοντάς τους τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἀίδια κίνησι τῶν ἀιδίων ὅπου δεσπόζει ὁ κυβερνῶν τὰ πάντα διὰ πάντων.

Ἐφ’ ὅσον προχωρεῖς στὴν Ἐκκλησία ὅπου βρίσκεις τὸν Θεάνθρωπο νὰ εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος στὴ λειτουργία τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ἐφ’ ὅσον αὐτὰ συμβαίνουν· ἀποκτᾶς ἄλλο ἦθος, χρέος καὶ ἰσχύ. Παραδίδεσαι στὴ θέλησι τοῦ Ἑνός. Ἀγαπᾶς τοὺς ἐχθρούς σου καὶ γίνεσαι ἀδελφὸς μὲ τοὺς ξένους.

Τὰ πάντα λειτουργοῦν ὡς εὐεργεσία γιὰ σένα. Καὶ σὺ εἶσαι εὐλογία γιὰ ὅλους. Ἠρεμεῖς γιατὶ ὅλα σοῦ κάνουν καλό. Δὲν διαπληκτίζεσαι μὲ κανένα γιατὶ εἶσαι εὐγνώμων πρὸς ὅλους καὶ γιὰ ὅλα.

Ὅπως βιολογικὰ γιὰ νὰ ζήση ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ ἥλιου καὶ τὸ ὀξυγόνο τοῦ ἀέρα· πνευματικὰ γιὰ νὰ ἀναπτυχθῆ καὶ νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του, χρειάζεται τὴ θέρμη τῆς ἀγάπης καὶ τὴν εὐρυχωρία τῆς ἐλευθερίας.

Τὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς ἔχει θεολογικὲς προεκτάσεις. Παρέχεται στὸν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα τῆς πίστεως γιὰ νὰ πετύχη τὴ θεία ἀλλοίωσι καὶ τὴν ἐπέκτασι ἐπὶ τὸ ἀόριστον τῆς ἐλευθερίας.

Δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἕνα βιολογικὸ πλάσμα ποὺ ἀρχίζει καὶ τελειώνει στὸ πεπερασμένο καὶ φθαρτό.

Ἔχει μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Ἄναρχου καὶ Ἀτελεύτητου, ποὺ διὰ τῆς πίστεως τοῦ χαρίζει τὴ γνῶσι τῶν θείων καὶ ἀνελπίστων. «Τῶν θείων τὰ πολλὰ διαφυγγάνει, μὴ γινώσκεσθαι ἀπιστίηι» (86). (Τὰ πιὸ πολλὰ τῶν θείων πραγμάτων μᾶς ξεφεύγουν καὶ δὲν τὰ γνωρίζομε λόγῳ ἀπιστίας).

* * *

Ὅλα τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος. Πρὶν τελειώση ἡ ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς αὐτοκρατορίας, πρὶν ἀκουσθῆ τὸ «ἑάλω ἡ Πόλις», καὶ ἀρχίσουν τὰ μοιρολόγια τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, ἤδη ἔχουμε ἀναχθῆ λειτουργικὰ στὴν εὐρυχωρία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν ἐσχάτων.

Ζοῦμε καὶ ψάλλομε μέσα στὴν Ἐκκλησία τὸν παιᾶνα τῆς παγκοσμίου χαρᾶς. «Ἑάλω ὁ θάνατος θανάτῳ». Ὁ θάνατος τεθανάτωται καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Πατήσαμε τὸ πόδι μας στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἦλθε ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν. Ὅλα ἀλλάζουν στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Μὲ τὴν πτῶσι τῆς Πόλεως, ἄλλοι ἀρχίζουν νὰ θρηνοῦν γιὰ τὴν ἀπώλεια αὐτῶν ποὺ ἔχασαν· ἄλλοι νὰ χαίρωνται γιὰ τὴν κατάκτησι ποὺ πέτυχαν. Αὐτὰ ἔχει ἡ ἱστορία, καὶ συνεχίζεται ὁ ἕνας ἀγῶνας. Ἡ χάρι τοῦ Πνεύματος φανερώνει ποιά εἶναι ἡ τελικὴ ἐπιτυχία γιὰ ὅλους τοὺς θνητούς· νικητὲς καὶ νικημένους.

Οὔτε αὐτὴ ἡ νίκη σοῦ χαρίζει τὴν αἰώνια ζωὴ ποὺ ζητᾶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οὔτε ἡ ἧττα σοῦ ἀποκλείει τὴ δυνατότητα νὰ προχωρήσης στὴν ἐλευθερία τῆς ἀειζωίας. Ὅλοι κρινόμαστε καὶ βοηθιόμαστε ἀπὸ ὅλα.

Ἡ νίκη, ὡς ἐπιτυχία δυνάμεως, ἔχει ἀνάγκη μεταμορφώσεως. Καὶ ἡ ἧττα, ὡς δοκιμασία ζωῆς, περιέχει τὴ δύναμι ποὺ σοῦ χαρίζει τὰ ἀκατόρθωτα.

Γι’ αὐτὸν ποὺ ζητᾶ τὰ ἀνθρωπίνως ἀνέφικτα, ὄλες οἱ δοκιμασίες γίνονται ἀναβαθμοὶ ἀνόδου καὶ προϋπόθεσι πρὸς ἐπίτευξι τῶν ἀνελπίστων. Καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἀφορμὴ χαρᾶς ὅλων.

Εἴτε εἶναι πολίτης αὐτοκρατορίας εἴτε ὑπόδουλος τυραννίας, ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὸ ξεπέρασμα τῆς ἱστορίας. Οὔτε ἡ δουλεία μπορεῖ νὰ τὸν καταστρέψη. Οὔτε ἡ αὐτοκρατορία νὰ τὸν ξεδιψάση. Θέλει τὴν ἀιδιότητα τῆς ἀειζωίας, ὄχι τὸν θρίαμβο τῆς φθορᾶς.

Στὸ πιὸ μικρὸ παρεκκλήσι τῆς τουρκοκρατίας καὶ στὴν πιὸ μεγάλη ἐκκλησία τῆς αὐτοκρατορίας ἱερουργεῖται ἡ ἴδια θεία Λειτουργία ποὺ προσφέρει στὸν πιστὸ τὸν οὐράνιο ἄρτο, Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν, εἰς βασιλείας οὐρανῶν κληρονομίαν.

* * *

Ὅταν κατεβαίνη στὸ κήρυγμα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), βρίσκει τὰ πάντα ἀνυπόφορα μπλεγμένα καὶ ἀπολύτως ἁπλᾶ, γιατὶ ξέρει τὶ θέλει νὰ κάνη, σὲ ποιοὺς ἀπευθύνεται καὶ πῶς τὸ πετυχαίνει. Δὲν μιλᾶ ὡς μελλοθάνατος, ἔστω τολμηρός. Μιλᾶ ὡς νεκρὸς καὶ ἀείζωος. Δὲν διατυπώνει σκέψεις ἀλλὰ δίδει ζωή.

Λέει: «ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια νὰ σᾶς φιλήσω, διατὶ ὁ καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶναι τιμιώτερος ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον». Ἀλλὰ ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου «ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ διδάσκη βασιλεῖς καὶ πατριάρχας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, παιδιὰ καὶ κορίτσια, νέους καὶ γέροντας καὶ ὅλον τὸν κόσμον».

Δὲν σχολιάζει τὰ βάσανα ποὺ περνοῦν, οὔτε ἐρεθίζει τοὺς κατακτητὲς ποὺ τοὺς καταπιέζουν. Χαρίζει σὲ ὅλους τὸν Παράδεισο ποὺ ἀπολαμβάνει.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σταματήση τὸν νεκρὸ ποὺ μιλᾶ γιὰ ζωή. Ὅλοι θέλουν νὰ ἀκοῦνε αὐτὸν ποὺ ξέρει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «ὅλος φῶς, ὅλος χαρά, ὅλος εὐσπλαγχνία, ὅλος εὐεργεσία, ὅλος ἀγάπη».

«Ἡ δουλειὰ ἡ ἐδική μου εἶναι ἐδική σας, εἶναι τῆς πίστεώς μας, τοῦ γένους μας». Εἶναι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Τοὺς ἀνεβάζει στὸν οὐρανό, πάνω ἀπὸ αὐτοκρατορίες καὶ τουρκοκρατίες. Τοὺς βάζει στὴ ζωή τους τὸν Χριστό.

Τὸν ἀκοῦνε οἱ ραγιάδες καὶ ζωογονοῦνται. Τὸν ἀκοῦνε οἱ Τοῦρκοι, οἱ Φράγκοι, οἱ Ἑβραῖοι καὶ προβληματίζονται. Τὸν ἀκοῦνε οἱ ὁμιλητὲς καὶ οἱ λογοτέχνες καὶ νοιώθουν βραδύγλωσσοι ποὺ τραυλίζουν.

Εἶναι χειρουργὸς ποὺ κινεῖ τὰ χέρια καὶ τὰ νυστέρια μὲ ἀσυγκράτητη ταχύτητα καὶ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Εἶναι ἀριστοτέχνης τοῦ λόγου, ἐμψυχωτὴς τοῦ ἀνθρώπου, διοργανωτὴς τῆς παιδείας.

Λέει· ἔμαθα ὅτι δὲν εἶστε Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Γι’ αὐτὸ νὰ ἀνοίξετε σχολεῖα, νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιά σας ἑλληνικά, νὰ ξεσκεπάζετε τὰ μυστήρια τῆς πίστεως ποὺ κρύβονται ἐκεῖ. Καὶ ὅποιος μαθαίνει ἑλληνικὰ νὰ τοῦ χαρίζετε τὰ χρέγια.
Αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἔγινε μιὰ φορὰ καὶ ἀκούγεται γιὰ πάντα. Σφράγισε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν ἀκροατῶν, τὴν ἱστορία καὶ τὸν τόπο τους.

Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπόλαυσι· νὰ πλησιάζης τὸν κόσμο σὰν πεθαμένος καὶ ἀνύπαρκτος. Καὶ νὰ τοὺς γεμίζης τὴν καρδιὰ μὲ τὴ χαρὰ ποὺ ξεπερνᾶ τὸν θάνατο.

* * *

Ὅποιος κηρύττει τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει τὸν κόσμο σταυρώνεται ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους ποὺ δὲν ἀνέχονται τὴν τῶν πάντων ἐλευθερία καὶ ἑνότητα. Εἶναι γι’ αὐτοὺς ἀπαράδεκτη ἡ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους.

Δὲν θέλουν τὴν ἀγάπη του, οὔτε ὑποφέρουν τὴν ἐλευθερία του, γιατὶ τοὺς ἀκυρώνει τὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἀπασχολήσεών τους. Αὐτοὶ θέλουν τὸ καθεστὼς τῆς βαρβαρότητος γιὰ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὶς σφαγὲς τῶν ἀδυνάτων καὶ τὸ πλιάτσικο τῶν ξένων.

* * *

Βρισκόμαστε σὲ μιὰ περίοδο εἰρήνης. Μετὰ ἀπὸ διεθνεῖς συνθῆκες μένουν κάποιες χιλιάδες μουσουλμάνοι στὴ Θράκη. Καὶ ἀντίστοιχα μένουν ἀνάλογες χιλιάδες ὀρθόδοξοι Ρωμηοὶ στὴν Πόλι.

Φτάνομε στὰ «Σεπτεμβριανά» (6η καὶ 7η) τοῦ 1955. Ἐφαρμόζεται ἡ ὀργανωμένη ἐξόντωσι, σὲ λίγες ὧρες, τῶν ὀρθοδόξων Ρωμηῶν. Παρουσιάζεται τὸ κεκρυμμένο πρόσωπο τῆς μανίας ποὺ περιμένει πολὺ γιὰ νὰ δράση μιὰ στιγμή.

Συγκεντρώνονται ἀθόρυβα ἑκατὸ χιλιάδες κακοποιοί. Βγαίνουν ἀπὸ τὶς φυλακὲς εἰκοσιπέντε χιλιάδες ἐγκληματίες.

Ἐξοπλίζονται μὲ ρόπαλα, λοστάρια καὶ τσεκούρια. Ἐξαπολύονται γιὰ τὴν ἐπίθεσι κατὰ ἀπροστάτευτων καὶ ἥσυχων πολιτῶν.

Καλύπτονται ἀπὸ τὰ σώματα ἀσφαλείας. Ξαφνιάζουν ἀνυποψίαστους καὶ νομοταγεῖς ἀνθρώπους ποὺ πρέπει νὰ ἐξαφανισθοῦν ἐπειδὴ ἔχουν διαπράξει τὸ ἔγκλημα νὰ εἶναι γηγενεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί.

Δὲν πρόκειται γιὰ ἐκτροπὴ ἀκραίων στοιχείων ποὺ ξεσποῦν παράφορα (αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβῆ σὲ κάθε κοινωνία) ἀλλὰ γιὰ ἐγκληματικὴ ἐνέργεια ποὺ συλλογικὰ καὶ ἐν ψυχρῷ ὀργανώνεται ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἐξουσία.

Σὲ λίγες ὧρες καταστρέφουν 4.348 ἐμπορικὰ καταστήματα, 2.000 σπίτια, 110 ξενοδοχεῖα, 21 ἐργοστάσια, 26 σχολεῖα, 29 φαρμακεῖα, 73 ἐκκλησίες.
Πετοῦν στοὺς δρόμους τὰ ἱερὰ κειμήλια τῆς πίστεως· τὴν περιουσία καὶ τὸν κόπο μιᾶς ζωῆς.

Κανένα τουρκικὸ κατάστημα δὲν θίγεται. Κανένα ἑλληνικὸ δὲν σώζεται. Φανερώνεται τὸ μέγεθος τῆς μοχθηρίας καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς προετοιμασίας. Βεβηλώνουν καὶ γκρεμίζουν ἐκκλησίες.

Βιάζουν γυναῖκες καὶ παιδιά. Ἀφοδεύουν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Κατασκάβουν τοὺς τάφους τῶν Πατριαρχῶν.

Σκορποῦν στοὺς δρόμους τὰ σώματα τῶν πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες κεκοιμημένων. Φανερώνουν ἔνστικτα φρικτῆς μοχθηρίας.

Δὲν ἱκανοποιοῦνται μὲ τὸ νὰ κακοποιήσουν τοὺς ζωνταντούς. Θέλουν νὰ ἐξαφανίσουν τὰ ἴχνη τῶν αὐτοχθόνων κεκοιμημένων.

Αὐτὸ φανερώνει τὸ ἐσωτερικό τους περιεχόμενο καὶ τὸ μέγεθος τῆς διαστροφῆς. Δὲν ὑποφέρουν τὴν εἰρήνη τῆς συμβιώσεως μὲ κάποιους ἄλλους.

Τοὺς εἶναι ἀπαράδεκτη ἡ ζωὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀδελφοσύνης. Στηρίζονται πάνω σὲ δικές τους βάσεις καὶ σχέδια, ποὺ ἐπιβάλλουν τὸν ὁλοκληρωτισμὸ καὶ τὴν ἐξουθένωσι.

Τὸ νὰ θεωρῆς τὸ ἔγκλημα θεία ἐντολή, εἶναι τὸ ἔσχατο κατάντημα τῆς διαστροφῆς. Καὶ τὸ νὰ ἔχη διαμορφώσει αὐτὸ τὸν ἐσωτερικό σου κόσμο, σὲ καθιστᾶ μόνιμο κίνδυνο γιὰ κάθε γείτονά σου. Ἀλλὰ τίποτε δὲν συμβαίνει χωρὶς νόημα.

* * *

Ἡ ἱστορία τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν μπορεῖ νὰ εἶναι γεμάτη ἀνθρώπινα πάθη, διενέξεις πολυχρόνιες καὶ συρράξεις μὲ ἑκατόμβες θυμάτων. Ὅλα ὅμως βρίσκονται μέσα σὲ γνωστὰ πλαίσια. Συνέχεια κάτι γίνεται. Περνᾶ ὁ καιρός. Καταλαγιάζουν τὰ πάθη. Ἠρεμοῦν τὰ πνεύματα. Συνεργάζονται οἱ λαοί.

Οἱ σχέσεις Τουρκίας καὶ Ἑλλάδος εἶναι ἄλλης φύσεως, ἐντάσεως καὶ διαρκείας. Ξεπερνοῦν τὰ συνηθισμένα καὶ εὐκόλως θεραπευόμενα. Ἐδῶ συγκρούονται δύο ξένοι κόσμοι διαφορετικῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὸ νόημα καὶ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς.

Ὑπάρχει ὅμως ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ποὺ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς.

Ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατερχόμενος σωτήρας, ὡς καλὸς Σαμαρείτης, ρίχνει ἔλαιον καὶ οἶνον εἰς τὸν περιπεσόντα εἰς τοὺς ληστάς.

Καὶ δὲν παραβλέπει τοὺς ληστὲς ποὺ εἶναι θύματα ληστείας διεστραμμένων δοξασιῶν καὶ ἐπιδιώξεων.

Θεωροῦν ἐπιτυχία νὰ κατασφάζουν τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ ἐπιβληθοῦν, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ὅτι σκοτώνουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ κρύβεται μέσα τους.

Ὁ Θεάνθρωπος θυσιάζεται γιὰ νὰ σώση καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦν καὶ τὸν σταυρώνουν.

Ἐνῶ τόσοι δήμιοι πέρασαν στὴν ἱστορία καὶ ἔσβησαν ἀφήνοντας ἀνάμνησι φρίκης, ἡ ἱστορία συνεχίζεται μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἄλλα ὀνόματα.

Χωρὶς τὴν κατάργησι τοῦ θανάτου ἡ ζωὴ εἶναι καταδίκη εἴτε κατέχεις κοσμικὴ ἐξουσία εἴτε ὑποφέρεις βάρβαρη δυναστεία. Ἡ θεία Λειτουργία χαρίζει τὴν ἐλευθερία τῆς αἰωνιότητος σὲ ὅποιον καταφεύγει στὴν ἀγάπη τοῦ Δυνατοῦ.

Μέσα στὸν ὁλοκληρωτισμὸ τῆς τρομοκρατίας ὑπάρχουν ψυχὲς ποὺ ζοῦν τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος καὶ δὲν μποροῦν νὰ μιλήσουν γιὰ τὴ δύναμι τῆς πίστεως. Τὸν ἴδιο καιρό, σὲ χώρους ἐλευθερίας, ἄλλοι ἀσελγοῦν πάνω στὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς.

Ἡ Ἀλήθεια μένει ἔκθετη καὶ κτυπᾶται ἀπὸ ὅλους, τοὺς οἰκείους καὶ τοὺς ξένους. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ, ἐνῶ τὴν ἀντιπροσωπεύουν, τὴν ἀγνοοῦν καὶ τὴν προδίδουν. Καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀπορρίπτουν καὶ τὴν σταυρώνουν.

Ἐνῶ βρίσκεσαι στὸ καταμεσήμερο ποὺ σὲ τυφλώνει ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ἔρχεται ὁ ἄλλος μὲ ἕνα σπαρματσέτο νὰ σὲ θαμπώση μὲ τὴ λάμψι τοῦ «διαφωτισμοῦ». Ἢ θέλει νὰ σὲ ζεματίση μὲ ἕνα κουβᾶ βραστὸ νερό, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχεσαι ἀπὸ τὸ καμίνι ποὺ λειώνει τὸ ἀτσάλι.

Ἐὰν κάποιος πετᾶ πέτρες γιὰ νὰ σβήση τὸν ἥλιο, δὲν θὰ τὸν παρακαλέσης νὰ μὴν τὸ κάνη ἐπειδὴ ὁ ἥλιος μᾶς χρειάζεται.

Ἡ προπαγάνδα τῶν ὁλοκληρωτισμῶν σὰν βιτριόλι κατακαίει τὴ σύστασι τοῦ νοός. Ὁ σχολαστικισμὸς σὰν ναρκωτικὸ ἀποκοιμίζει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν καταντᾶ ἐξάρτημα μηχανῆς.

Ἡ ὀργάνωσι τοῦ παντὸς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν παροχὴ τῆς ἐλευθερίας ἐκ μέρους τοὺ Ἑνὸς νὰ κάνη ὁ καθένας ὅ,τι θέλει.

«Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ρυπαρευθύτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. 22, 11).

Τὸ ἐπικίνδυνα θαυμαστὸ βρίσκεται στὸ μέγεθος τῆς ἀνοχῆς καὶ τοῦ σεβασμοῦ ὅλων. Δὲν ἐμποδίζει ὁ Ἀόρατος τοὺς ἐλεύθερους νὰ ἀνοηταίνουν καὶ νὰ ἀσχημονοῦν παριστάνοντας τοὺς δυνατούς.

Οὔτε ἀφήνει χωρὶς ἐπίσκεψι παρηγοριᾶς τοὺς φυλακισμένους στὰ κάτεργα τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Κρίνει καὶ σώζει ὅλους τὸ φῶς τῆς παρουσίας Του.

Τὸ ὅτι βρισκόμαστε σ’ αὐτὴ τὴν κατάστασι εἶναι φανέρωσι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνάστης ποὺ δίδει ἐντολὲς ἀλλὰ πατέρας ποὺ ἀγαπᾶ.

Ἡ ἀλήθεια τῆς σωτηρίας δὲν ἐπιβάλλεται ὡς ἐντολὴ ἀλλὰ χαρίζεται ὡς εὐλογία στοὺς ἥρωες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς. Γι’ αὐτὸ ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.

Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς κυκλοφορεῖ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν παντοῦ καὶ πάντοτε σεβόμενος τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπισκεπτόμενος τοὺς τρομοκρατημένους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μιλήσουν.

* * *

Ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ μᾶς γέννησαν ἔβαλαν τὸν πῆχυ τῶν ἀπαιτήσεων πολὺ ψηλά, μᾶς χάρισαν δυνατότητες ἀπεριόριστες καὶ μᾶς φόρτωσαν μὲ ὑποχρεώσεις ἀναπόφευκτες. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀνέχονται τὴν παρουσία μας εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπο τὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος.

Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς δὲν ἀντιπροσωπεύει μιὰ ἄποψι ἀπὸ τὶς πολλές. Οὔτε στρατεύεται μὲ μιὰ παράταξι τῆς ἱστορίας ποὺ χτυπᾶ κάποιαν ἄλλη. Ἀλλὰ ἀνήκει λειτουργικὰ στὸν Θεάνθρωπο ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους. Βρίσκεται μέσα στὴ θεουργικὴ μήτρα τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ σύμπασα καὶ θεουργεῖται.

Ἡ ἀξία ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν ὑπολογίζεται ἀπὸ τὸ πόσα χρόνια ἔζησε ἀλλὰ τί κέρδισε μὲ τὴ ζωή του καὶ τί ἀφήνει φεύγοντας στοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός του.

Ἡ ἑλληνικὴ χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία, ποὺ ὀνομάστηκε Βυζαντινή, δὲν ἀξίζει γιὰ τὰ χίλια χρόνια ποὺ ἔζησε καὶ γιὰ τὴν οἰκουμένη ποὺ περιέλαβε ἀλλὰ γιὰ τὸ ἕνα τέκνο ποὺ ἐγέννησε. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ λειτουργικὴ θεολογία ὡς αὐτοκρατορία τῆς ἀγάπης ποὺ οὐδέποτε ἐκπίπτει (Α΄ Κορ. 13, 8).

Αὐτὴ εἶναι ἡ προσφορά της πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ θεία Λειτουργία προσφέρεται ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης. Σαρκοῦται ὁ Θεὸς Λόγος. Συστέλλεται στὸ ἐλάχιστο. Καὶ διαστέλλει στὸ ἀπεριόριστο τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ δύναμι ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο διαμορφώνει τὴν Πόλι καὶ κτίζει τὴν Ἁγια-Σοφιά. Ἡ ἴδια δύναμι τὴν κρατᾶ ἐλεύθερη καὶ διενεργεῖ τὴν ἅλωσι ποὺ ἐλευθερώνει τοὺς δεσμίους. Αὐτὴ τὴν ἅλωσι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴ σταματήση γιατὶ ὅλοι τὴν προσδοκοῦν. Ἑκούσια καὶ ἀκούσια τὴν ὑπηρετοῦν. Εἶναι τὸ τέλος μιᾶς πορείας καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς καινῆς πολιτείας.

Ἡ καρδιὰ τῆς Πόλεως λειτουργεῖ καὶ ψάλλει. Ἡ καρδιὰ τῆς Πόλεως πάλλει καὶ πάλλεται. Ἡ Ζωὴ δὲν θνήσκει, μόνο κατεβαίνει στὸν Ἅδη, παίρνει ὅλους τοὺς πεπεδημένους καὶ τοὺς ἀνεβάζει στὸ φῶς.

Ὅταν περνᾶς δοκιμασία ποὺ σὲ διαλύει τελείως, χωρὶς νὰ ἀφήνη ὑπόνοια σωτηρίας, τότε ἔρχεται ἄλλη Δύναμι. Σὲ ἐπισκέπεται ἐκεῖ ποὺ εἶσαι καταδικασμένος. Σοῦ δίδει ξένη χάρι καὶ ζωή, μὲ ὕφος καὶ ἤθος ἄλλο, πέρα ἀπὸ τὰ γνωστὰ καὶ σχολιαζόμενα στὴν ἀγορά.

Ἕνα πάναγνο βλαστάρι θάλλει μέσα στὴ συμφορά· γεννᾶται ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ φέρνει μηνύματα ζωῆς σὲ ὅλους. Χαίρει ἐν τοῖς παθήμασι. Δυναμώνει ὅταν ἀσθενῆ. Καὶ εἶναι εὐγνῶμον σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἀρνεῖται καὶ θέλει νὰ τὸ ἐξαφανίση.

Αὐτὸ τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς εἶναι φάρμακο ἀθανασίας καὶ γι’ αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ τὸ κάψη.

* * *

Σ’ αὐτὸ τὸν τόπο διαρκῶς κάτι ἱερουργεῖται. Δίδεται μιὰ μαρτυρία ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἱστορία. Ἐνεργοῦνται σεισμικὲς δονήσεις.

Συγκρούονται τεκτονικὲς πλάκες. Κάτι συμβαίνει ποὺ δὲν ρυθμίζεται ἀπὸ ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις.

Ὁ ἀγῶνας τῆς ἐλληνικῆς Παραδόσεως, ἐξαγνισθεὶς μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Χάριτος, ἀνέρχεται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἀναζήτησι καὶ φτάνει στὴν οὐράνια ἀνάπαυσι ὡς εὐλογία ὅλων.

Οἱ Ἕλληνες θεωροῦσαν ὀμφαλὸ τῆς γῆς τοὺς Δελφούς. Καὶ αὐτὸ τὸν ὀμφαλὸ τὸν μετέφεραν στὸν χῶρο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς.

Αὐτὸ τὸν τόπο τὸν λεηλάτησαν σταυροφορίες τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι πεδίο οἰκουμενικῶν διεκδικήσεων καὶ συρράξεων. Καὶ μαρτυρία τῆς τελικῆς ἀπελευθερώσεως καὶ γαλήνης.

Δὲν μιλᾶ μιὰ ἀνθρώπινη ἄποψι. Κυριαρχεῖ μιὰ θεία παρουσία. Ἐνῶ μέσα στοὺς αἰῶνες ἔρχονται τόσοι ξένοι σφετεριστές· ποιός θὰ ἐπικρατήση καὶ πόσο.

Ὑπάρχει ὁ Δεσπόζων τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων ποὺ ρυθμίζει ὡς θέλει τὰ πάντα.

Εἶναι τόσο μεγάλος, ὡς αἰτία καὶ φρουρὰ τοῦ παντός, ποὺ παρουσιάζεται ὡς ἀδύνατος καὶ ἀνύπαρκτος.

Ἄγεται ἀπὸ τὸν Ἄννα στὸν Καϊάφα κρινόμενος ὁ κρίνων τὴν οἰκουμένη. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ ἀναβαλλόμενος τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον.

Ὡς τζαμὶ ἢ ὡς μουσεῖο ἐμφανίζεται ἡ Ἁγια-Σοφιά. Καὶ δι’ ὅλων τῶν ἀλλαγῶν φανερώνεται ἀναλλοιώτως αὐτὸ ποὺ εἶναι.

Ἑρμηνεύεται γιατί ὅλοι γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὴν σαρκωθεῖσαν τοῦ Θεοῦ Σοφίαν καὶ δύναμιν.

* * *

Μπαίνοντας μέσα στὴν Ἁγια-Σοφιὰ βγαίνεις στὸ ὕπαιθρο τῆς ἐλευθερίας ποὺ εἶναι τὸ σπίτι σου. Τὸ ἀπέραντο γίνεται ἡ ζεστὴ φωλιὰ τῆς οἰκουμένης.

Σὲ περιβάλλει μιὰ οὐράνια ὀπτασία μὲ ὑλικὴ ὑπόστασι. Ὅλο τὸ σῶμα τοῦ ναοῦ δονεῖται θεϊκά.

Ὅταν συντονισθῆς στὸν παλμὸ τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, καὶ ἀκούσης τὸν λόγο τῆς σιωπῆς, συγκλονίζεσαι ἀπὸ τὴ δύναμι ποὺ ζωοποιεῖ τὰ σύμπαντα.

Ἀενάως συντελεῖται τὸ θαῦμα. Ἡ γῆ γίνεται οὐρανός, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σαρκοῦται καὶ θεώνει τὸν ἄνθρωπο.

Γεμίζεις ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ ἀνάπαυσι. Αἰσθάνεσαι τὸ ἀπαύγασμα τῶν πόνων ποὺ προηγήθηκαν καὶ τὴν ἀνάσα τῆς ἐλευθερίας ποὺ χαρίζεται.

Βρίσκεσαι στὴν ὥρα τοῦ ξεπεράσματος τῆς φθορᾶς. Διερωτᾶσαι ποῦ στηρίζεται αὐτὴ ἡ μοναδικὴ οἰκοδομή. Ποιὰ βαθύριζη παράδοσι βλάστησε αὐτὸ τὸ ἀμάραντο ἄνθος.

Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλὰ οὐράνια δωρεὰ Αὐτοῦ ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους.

Βρίσκεσαι στὴν οὐρανώσασα τὸ γεῶδες ἡμῶν φύραμα Ἐκκλησία.

Ὑπάρχουν εὐκτήριοι οἶκοι ποὺ ξεπερνοῦν σὲ μέγεθος τὴν Ἁγια-Σοφιά. Ἀλλὰ δὲν περιγράφεται τὸ ἀπερίγραπτο. Οὔτε ἀξιολογεῖται μὲ διαστάσεις μετρούμενες τὸ θαῦμα.

Ἀρχίζομε ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ φτάνομε στὴν αἰωνιότητα. Ἀρχίζομε ἀπὸ τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου καὶ φτάνομε στὴν εἰρήνη τῆς θείας περιχωρήσεως.

Ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι φανέρωσι πανσόφου ἀγάπης καὶ παροχὴ ἐλευθερίας.

Καὶ τελειώνει μὲ τὴ χαρὰ τῆς καινῆς πολιτείας· τῆς ἑκουσίου ἀντιπροσφορᾶς τῶν πάντων πρὸς τὸν ἐλεήμονα Δημιουργὸ καὶ εὐεργέτη.

Ὅλοι εἴμαστε θνητοί, καὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ πεθάνη. Ὅλοι καταλήγομε στὸν τάφο, ἀλλὰ ὑπάρχει μιὰ χαρὰ ποὺ περιγελᾶ τὸν θάνατο.

Ὁ ἀθέρας τῆς ζωῆς ποὺ χαρίζει τὴν αἰωνιότητα εἶναι θεία δωρεὰ στοὺς ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπομονῆς.

Ὁ Δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τοῦ παντὸς ἔχει τὴ θέλησι καὶ τὴ δύναμι νὰ ὑπομένη τὰ πάντα γιὰ νὰ σώζη ὅλους· καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦν καὶ τὸν σταυρώνουν.

* * *

Τελικὰ ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ Γένους μας εἶναι ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δὲν εἶναι ἡ κατάληψι ἑνὸς γεωγραφικοῦ τόπου ἀλλὰ ἡ ἀνάληψι σὲ μιὰ λειτουργικὴ ἐλευθερία.

Σκοπὸς εἶναι νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Νὰ νικήσουν ὅλοι. Νὰ μὴν μείνη κανεὶς νεκρὸς ἐπὶ μνήματος.

Νὰ φωτισθοῦν τὰ σύμπαντα. Νὰ βασιλεύση ἡ ζωή. Νὰ δέχεται ὁ ἄνθρωπος μιὰ στιγμὴ τὴν αἰωνιότητα, καὶ μὲ ἕνα ἅγιο Μαργαρίτη ὅλο τὸν Παράδεισο, εἰς Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν, εἰς βασιλείας οὐρανῶν κληρονομίαν. Αὐτὸ δὲν τὸ πετυχαίνει ἄνθρωπος ἀλλὰ τὸ δωρίζει ὁ Θεάνθρωπος ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους.

Σταματᾶ ἡ ταραχὴ τοῦ πολέμου καὶ τῆς διαμάχης ποὺ ἄλλους ἀναδεικνύει δούλους καὶ ἄλλους ἐλεύθερους. Παραδίδονται τὰ σκῆπτρα τῆς ἀδιαδόχου βασιλείας σὲ ἕνα παιδί· «παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».

Δὲν ὑπάρχουν πιὰ νικητὲς καὶ νικημένοι. Ὅλοι εἶναι νικητὲς γιατὶ ζωή, νίκη καὶ χαρὰ εἶναι τὸ παιχνίδι ποὺ δὲν σταματᾶ. «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματ. 18, 3).

Ἐκεῖ καταλήγει ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ δὲν μᾶς ὑπόσχεται ἀλλὰ μᾶς χαρίζει ἀπὸ τώρα τὰ μέλλοντα Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν, οὗ τὸ κράτος καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιο Ὄρος, 7 Μαρτίου 2021

πηγή

 

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Ερωτήσεις και απαντήσεις για διάφορα θέματα στην εποχή της "πανδημίας"



Ερώτηση: Πως μπορούμε να μεταδώσουμε τη σπουδαιότητα του Σταυρού στη ζωή μας σε εφήβους που έχουν δύσκολο παρελθόν και προβλήματα με τις οικογένειές τους;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος: Είναι ένα πολύ λεπτό θέμα, αλλά, κατά τον Απόστολο Παύλο, ο Σταυρός έχει λόγο και ο λόγος αυτός είναι «τοις μεν απολλυμένοις μωρία, τοις δε σωζομένοις δύναμις Θεού» (Α’ Κορ. 1,18). Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι το μυστήριο του Σταυρού ήταν ενεργό από τη δημιουργία του κόσμου, αλλά παραμένει μυστήριο ακόμη και μετά τον Χριστό. Διότι, πως μπορεί κανείς να εξηγήσει ότι η κένωση και ο εξευτελισμός, που υπομένει κάθε άνθρωπος που σηκώνει τον σταυρό του, γίνονται αιτία για άφθαρτη δόξα; Όταν το μυστήριο αυτό είναι κρυφά ενεργό στη ζωή μας, ο Σταυρός αυτός έχει λόγο για τους άλλους ανθρώπους, με την έννοια ότι μπορούν να νιώσουν τη δύναμη του μυστηρίου αυτού μέσα μας. Αυτός είναι ο πιο δυνατός και ο πιο ασφαλής τρόπος να δώσουμε τη δική μας μαρτυρία για το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού: όχι κηρύττοντας τον σταυρό με λόγια, ειδικά αν δεν μας δόθηκε η διακονία αυτή από την Εκκλησία, αλλά βιώνοντάς το οι ίδιοι.

Ερώτηση: Γιατί κάποτε αισθανόμαστε τον Θεό κοντά μας και άλλοτε Τον νιώθουμε πολύ μακριά;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος: Η φύση μας είναι αδύναμη και δεν μπορεί να βαστάξει την παρουσία του Θεού για πολύ καιρό. Προκειμένου η φύση μας να δυναμώσει, χρειαζόμαστε αυτές τις εναλλαγές: όταν ο Θεός είναι μακριά μας, μαθαίνουμε να μεμφόμαστε ταπεινά τον εαυτό μας και να Τον ευχαριστούμε ακόμη και γι’ αυτό. Όταν είναι μαζί μας, οφείλουμε να Τον λατρεύουμε με φόβο: «Δουλεύσατε τω κυρίω εν φόβω, και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω», λέει ο Ψαλμός (Ψαλμ. 2,11). Όταν είναι μαζί μας, είναι πιο φοβερό, αφού γνωρίζουμε ότι, ασταθείς όπως είμαστε, μπορούμε να προσβάλλουμε τη χάρη Του πολύ εύκολα. Όποτε χάνουμε την αίσθηση της παρουσίας Του, πρέπει να κατηγορούμε τον εαυτό μας και να χρησιμοποιούμε την απώλεια αυτή για την ταπείνωσή μας, γνωρίζοντας ότι ο Θεός δεν θα παραχωρήσει να πειραστούμε περισσότερο από όσο αντέχουμε (Α’ Κορ. 10,13).

Ερώτηση: Πως μπορούμε να εξασκήσουμε την ησυχία μέσα στο θορυβώδες περιβάλλον που ζούμε;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος: Κάποιος που δουλεύει στην πόλη και έχει οικογένεια δεν μπορεί να ζήσει ησυχαστική ζωή όπως ένας ερημίτης, αλλά ούτε πρέπει να αφήνει την καρδιά του να παραμένει κρύα, χωρίς προσευχή. Κατ’ αρχήν, πρέπει να έχουμε επίγνωση των συνθηκών της ζωής μας. Από έναν ησυχαστή ο Θεός δεν αναμένει ιεραποστολικό έργο αλλά προσευχή, και η έρημος του παρέχει συνθήκες για τον ιδιαίτερο αυτό τρόπο ζωής. Οι ησυχαστές επιδιώκουν να ζουν διαρκώς στην παρουσία του Θεού, αλλά τους δίνονται συγκεκριμένες συνθήκες ζωής και θα κριθούν ανάλογα. Η εξάσκηση του ησυχασμού μέσα στον κόσμο είναι μάλλον αδύνατη, αλλιώς οι Πατέρες δεν θα κατέφευγαν στην έρημο για να ζήσουν ησυχιαστική ζωή. (Λέμε ποιός είναι ο κανόνας. Όχι πως δεν υπάρχουν εξαιρέσεις αφού η καρδιακή προσευχή είναι δώρο της χάριτος. Γι’ αυτό και ο Πατέρας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είχε αυτή την προσευχή αν και ήταν μέλος του συμβουλίου του Αυτοκράτορα, στην Κωνσταντινούπολη.) Ωστόσο, ο ησυχασμός μπορεί και πρέπει να είναι καθοδηγητικός αστέρας για όλους μας. Η Λειτουργία της Κυριακής είναι ώρα ησυχίας για κάθε Χριστιανό. Η ώρα της προσευχής είναι η δική μας έρημος. Αν αμελούμε να πηγαίνουμε στην Εκκλησία την Κυριακή, δεν μπορούμε να μιλάμε για την Ευχή του Ιησού και ησυχία. Την έβδομη ημέρα της δημιουργίας, ο Θεός αναπαύθηκε (Γεν. 2,2), επέστρεψε στους κόλπους της προαιωνίου αγάπης της Αγίας Τριάδας. Αυτό είναι που χρειάζεται να κάνουμε και εμείς. Γι’ αυτό η Κυριακή πρέπει να ανήκει στον Κύριο. Πρέπει να δίνουμε στον Θεό μια μερίδα προσευχής καθημερινά, αλλά κυρίως την Κυριακή, ούτως ώστε η καρδιά μας να μην μένει στερημένη της παρουσίας του Κυρίου.

Ερώτηση: Μπορεί η αναζήτηση πνευματικής καθοδήγησης να μας κάνει να αμελήσουμε τη συνομιλία προς τον Θεό μέσα στην καρδιά μας;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος: Στο Άγιον Όρος, ακόμη και μετά από πολλά χρόνια μοναχικής υπακοής, οι μοναχοί επιζητούν καθοδήγηση, διότι το θεωρούν σημάδι πνευματικής υγείας. Αν πρόκειται να συνομιλούμε με τον Θεό, οφείλουμε πρώτα να μάθουμε τη γλώσσα Του, και δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό χωρίς καθοδήγηση. Αν ταπεινά και ειλικρινά αναζητάμε το Πρόσωπο του Θεού, η καθοδήγηση θα μας φέρει σε αυτό. Στην Εκκλησία, η Λειτουργία, η πνευματική πατρότητα, η προσευχή, ο λόγος του Θεού, όλα αυτά γίνονται μία ζωή. Αν επιζητούμε συμβουλή με υγιή τρόπο, η καθοδήγηση σίγουρα θα μας βοηθήσει να μάθουμε πως να συνομιλούμε με τον Θεό. Επίσης, ο πνευματικός επιθυμεί να νυμφεύσει κάθε ψυχή με τον Νυμφίο, τον Χριστό. Αν κάποιος άνθρωπος παραμένει στο ψυχολογικό επίπεδο, ο πνευματικός θα λέγει όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. 3,30), και θα τον βοηθήσει να ανέβει από το ψυχολογικό επίπεδο στο πνευματικό. Η διακονία της πνευματικής πατρότητας είναι κατά τον τύπον του Τιμίου Προδρόμου.

Ερώτηση: Πως μπορούμε να βρούμε παρηγοριά τώρα που δεν μπορούμε να επισκεφτούμε το Μοναστήρι;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος: Αυτούς τους επτά μήνες κάποιοι άνθρωποι στερήθηκαν ακόμη και τη Λειτουργία. Συγχωρέστε το θάρρος μου, αλλά αν χρησιμοποιήσουμε σωστά αυτό τον πόνο, μπορεί να άποβεί και προνόμιο ακόμη. Ο ιός αυτός είναι διωγμός για όλο τον κόσμο, επεϕερε μια τόσο πρωτοφανή κρίση. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι σε κρίσιμους καιρούς η χάρη του Θεού εκχέεται με πιο ψηλαφητό τρόπο. Αν μας στερούν την Εκκλησία μας η το να επισκεφτούμε το Μοναστήρι, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα τα άλλα μέσα: την επιμελή μελέτη του λόγου του Θεού, την επίκληση του Ονόματός Του. Σίγουρα τότε ο Θεός θα χρησιμοποιήσει αυτά τα μέσα για να γεμίσει την καρδιά μας με την ίδια χάρη που λαμβάνουμε στη Λειτουργία, διότι δεν είναι κάτι που το επιλέγουμε, αλλά μας το επιβάλει αυτή η πρωτοφανής κρίση. Ο Θεός θα αναπληρώσει για τα υστέρήματά μας με τη χάρη Του. Βεβαίως, κάτω από κανονικές συνθήκες, αν δεν πηγαίνουμε στην Εκκλησία, δεν μπορούμε να προσδοκούμε να βρούμε χάρη στην προσευχή.

Ερώτηση: Αν μας καταβάλλει ο ιός πως να προσευχηθούμε πριν πεθάνουμε;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος: Την ώρα του θανάτου, όταν όλη η σύστασή μας θα διαλύεται, είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα είμαστε ικανοί να προσευχηθούμε. Γι’ αυτό χρειάζεται να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε από τώρα για εκείνη τη στιγμή. Κάθε πρωΐ η πρώτη σκέψη του Γέροντος Σωφρόνιου ήταν ο θάνατος. Αναφέρει τον θάνατο στην πρωινή προσευχή του. Εντούτοις, αν βρούμε τη δύναμη να προσευχηθούμε την ώρα του θανάτου μας, νομίζω πως θα πρέπει να συγκεντρωθούμε σε τρία πράγματα. Πρώτον, να ευχαριστήσουμε τον Θεό για όλες Του τις ευεργεσίες προς εμάς σε όλη μας τη ζωή. Δεύτερον, να ζητήσουμε συγχώρεση για όλες τις φορές που Τον λυπήσαμε, Τον προσβάλαμε και Τον προδώσαμε. Τέλος, να Του ζητήσουμε να μας δεχθεί όπως είμαστε.

Ερώτηση: Πως μπορεί κανείς να είναι και να παραμένει αληθινός Χριστιανός στον κόσμο αυτό, όπου όλα μας αναγκάζουν να ενδώσουμε στη φιλαυτία και στις δελεαστικές ηδονές της ζωής;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος: Ακριβώς τώρα είναι η πρόκληση να είμαστε Χριστιανοί. Ο Κύριος είπε, «ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστην επί της γης;» (Λκ. 18,8). Όσο περισσότερο πλησιάζουμε προς το τέλος του κόσμου, τόσο περισσότερο «ψυγήσεται η αγάπη των πολλών» (Ματθ. 24,12), αυτό όμως είναι και μεγάλη πρόκληση. Πρόσεξα ότι αύτόν τον καιρό οι άνθρωποι συνθλίβονται από τη γενική ατμόσφαιρα της ηδονής και της αμαρτίας που κυριαρχεί στον κόσμο. Και όμως, ακόμη και αυτό γίνεται ευκαιρία για τον Θεό να εισέλθει στην καρδιά τους και να φέρει αλλαγή ώστε να συνειδητοποιήσουν τη ματαιότητα μιας τέτοιας ζωής. Όταν βλέπουμε πολέμους, ασθένειες, λιμούς και λοιμούς να συμβαίνουν, ο Κύριος δεν λέει «τρέξτε να κρυφτείτε», αλλά «επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών» (Λκ. 21,28). Επομένως, οι καιροί που ζούμε τώρα μας καλούν να σηκώσουμε ψηλά το κεφάλι μας, όχι να απελπισθούμε, αλλά να ενεργοποιήσουμε περισσότερο τον πνευματικό μας σύνδεσμο με τον Χριστό και να τον κάνουμε πιο δυνατό, προετοιμαζόμενοι για την ημέρα που «τον άνομον ο κύριος ανελεί τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού» (Β’ Θεσσ. 2,8).

 

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Κορωνοϊός καί Ἐκκλησία



Συνέντευξη τοῦ Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου στούς συνεργάτες τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης» γιά τήν ἐπιδημία τοῦ κορωνοϊοῦ (covid-19)
1. Ἐρώτηση: Τί εἶναι ὁ κορωνοϊός (covid-19);
Ἀπάντηση: Εἶναι ἕνας ἰός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται, ὅπως οἱ περισσότεροι ἰοί, ἀπό RNA, καί χρησιμοποιεῖ τήν δομή, τόν πυρήνα καί τό DNA τῶν κυττάρων γιά νά λειτουργήση.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ πληροφορία τοῦ γενετικοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό DNA, πού εἶναι στόν πυρήνα τοῦ κυττάρου, μεταφέρεται στό RNA, πού εἶναι στό κυτταρόπλασμα, καί ἐκεῖ μεταγράφεται σέ πρωτεΐνες. Αὐτή ἡ ἀντιγραφή, ἡ μεταγραφή καί ἡ μετάφραση εἶναι τό κεντρικό δόγμα τῆς βιολογίας.
Ὅμως, ἡ ἀντίστροφη ροή τῆς πληροφορίας ἀπό τό RNA στό DNA ἀνατρέπει αὐτό τό κεντρικό δόγμα τῆς βιολογίας. Γιά νά γίνη ἀντιληπτό αὐτό, χρησιμοποιῶ τήν εἰκόνα τοῦ ἀεροπειρατῆ, ὁποῖος δέν ἔχει δικό του ἀεροπλάνο, δέν ξέρει νά ὁδηγῆ καί χρησιμοποιεῖ τά ὄργανα τοῦ ἀεροπλάνου καί τόν ἀεροπόρο, προκειμένου νά πετύχη τόν σκοπό του.
2. Ἐρώτηση: Γιατί τόσος φόβος γιά τόν κορωνοϊό;
Ἀπάντηση: Ὑπάρχουν πολλοί ἰοί, ὅπως τοῦ AIDS, τῆς ἡπατίτιδος, τῆς γρίπης, τοῦ ἔμπολα, τοῦ σάρς κλπ., γιά τούς ὁποίους ἡ ἐπιστήμη βρῆκε τόν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεώς τους. Ὅταν στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ '90 ξέσπασε τό πρόβλημα μέ τόν ἰό τοῦ AIDS, τότε πανικοβλήθηκε ἡ ἀνθρωπότητα, καί μάλιστα στήν Ἑλλάδα συγκροτήθηκε ἡ Ἐθνική Ἐπιτροπή Ἀντιμετωπίσεως τοῦ AIDS, ἡ ὁποία μετεξελίχθηκε στό ΚΕΕΛ (Κέντρο Ἐλέγχου Εἰδικῶν Λοιμώξεων), στίς ὁποῖες Ἐπιτροπές ἤμουν ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί παρακολουθοῦσα ὅλο τόν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν θεμάτων αὐτῶν πού ἔχουν σχέση μέ τίς μολύνσεις. Ἔγραψα μάλιστα καί ἕνα βιβλίο μέ τίτλο: «AIDS, ἕνας τρόπος ζωῆς».
Ὁ κορωνοϊός αἰφνιδίασε τήν Ἐπιστημονική Κοινότητα, ἡ ὁποία γρήγορα θά τόν ἀντιμετωπίση ἐπιστημονικῶς. Ἕως τότε χρειάζεται προσοχή καί προσευχή.
3. Ἐρώτηση: Πῶς δικαιολογεῖτε ἐσεῖς τόν πανικό πού προῆλθε ἀπό τόν κορωνοϊό;
Ἀπάντηση: Πράγματι, ἐκτός ἀπό τόν κορωνοϊό, ὑπάρχει καί ὁ ἰός τοῦ πανικοῦ, γιά τόν ὁποῖον κάνουν λόγο οἱ ἀνθρωπιστικές καί κοινωνικές ἐπιστῆμες καί ἡ ψυχολογία.
Ὁ πανικός ἐξηγεῖται ἀπό τά προηγούμενα πού εἶπα, ἀλλά συγχρόνως ἑρμηνεύεται καί ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τήν ζωή, θέλει νά ζήση ὅσο τό δυνατόν περισσότερο καί φοβᾶται τόν θάνατο. Ἔτσι πρόκειται γιά τόν λεγόμενο πανικό τοῦ θανάτου. Αὐτό δέν συμβαίνει τώρα μέ τόν κορωνοϊό, ἀλλά πάντοτε ὅταν μᾶς πλησιάζει ὁ θάνατος μέ ποικίλους τρόπους. 
Ὁ φόβος τοῦ θανάτου συνδέεται μέ κάθε ἀσθένεια, ἡ ὁποία προκαλεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στά ὅρια τοῦ θανάτου. Ὁ Χάϊντεγκερ ἔχει τονίσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ μέ δύο τρόπους, πρῶτον μέ τόν λεγόμενο καθημερινό τρόπο, πού συνδέεται μέ τήν δύναμη, τήν ἐξουσία, τήν ὑγεία, τήν κοινωνική δραστηριότητα, καί δεύτερον μέ τόν λεγόμενο ὑπαρξιακό τρόπο, πού συνδέεται μέ τήν ἔλευση τῶν ἀσθενειῶν καί τήν προσέγγιση τοῦ θανάτου.
Ὅταν κάποιος εἰσάγεται μέσα στό νοσοκομεῖο, ἐξαιτίας κάποιας ἀσθένειας, ἀμέσως ἀρχίζουν τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα, ὅπως τό ἐρώτημα τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τοῦ νοήματος τοῦ θανάτου. Ἐπίσης ἀρχίζουν νά λειτουργοῦν μέσα του διάφορες σκέψεις πού τόν βασανίζουν κυριολεκτικά, γιά τό ποιός εὐθύνεται γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία ἔφθασε καί, ἑπομένως, τόν ἀπασχολοῦν ἔντονα οἱ λεγόμενες «ὁριακές στιγμές τῆς ζωῆς του», γιά τά ὁποῖα κάνει λόγο ἡ ὑπαρξιακή φιλοσοφία καί ὑπαρξιακή ψυχολογία. Γι' αὐτό δέν πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τόν ἀσθενῆ μόνον σωματικά, ἀλλά στήν ὁλότητά του.
4. Ἐρώτηση: Τί τελικά εἶναι ὁ θάνατος;
Ἀπάντηση: Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτό πού συμβαίνει στό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἀλλά εἶναι ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα πού εἶναι ἐγγενεῖς μέσα στόν βιολογικό μας ὀργανισμό ἀπό τήν ἀρχή τῆς συλλήψεώς μας.
Ἡ μοριακή βιολογία ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἀπό τά 25.000 γονίδια πού ἔχει τό κύτταρο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς γονιμοποιήσεως τοῦ ὠαρίου, ὑπάρχουν καί τά γονίδια τῆς γηράνσεως (τοῦ θανάτου), πού βρίσκονται στό λεγόμενο μιτοχονδριακό DNA, πού εἶναι στό κυτταρόπλασμα, καί τά γονίδια τῶν ἀσθενειῶν.
Ἑπομένως, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου, πρίν διαφοροποιηθοῦν τά βλαστοκύτταρα, πρίν δημιουργηθοῦν οἱ ἱστοί καί τά ὄργανα, πρίν σχηματοποιηθῆ ὁ ὀργανισμός τοῦ ἐμβρύου, ἤδη ὑπάρχουν τά γονίδια τοῦ θανάτου καί τῶν ἀσθενειῶν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα «φορτίο» βιολογικό καί ψυχολογικό πού κουβαλᾶμε ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεώς μας καί δημιουργεῖ τίς σταδιακές κρίσεις τοῦ θανάτου στήν ζωή μας.
5. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα τοῦ κορωνοϊοῦ;
Ἀπάντηση: Ἡ ἀπάντηση πρέπει νά κινηθῆ σέ πολλά ἐπίπεδα. Ἡ Ἐπιστήμη κάνει τό χρέος της, καί θά ἔχουμε πιστεύω ἐλπιδοφόρες ἐξελίξεις στό θέμα αὐτό. Ἡ Πολιτεία μέ τά θεσμικά της ὄργανα προσπαθεῖ νά περιορίση τήν διασπορά τοῦ ἰοῦ, γιατί τήν ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος-πολίτης, καθώς ἐπίσης τήν ἐνδιαφέρει καί τό πῶς θά ἀντέξη τό σύστημα Ὑγείας σέ μιά τέτοια μεγάλη «πολεμική ἐπίθεση», γιατί εἶναι πράγματι ἕνας ἐσωτερικός πόλεμος. Καί ὁ ἄνθρωπος-πολίτης πρέπει νά τό ἀντιμετωπίση σέ ἕνα προσωπικό ἐπίπεδο, δηλαδή πέρα ἀπό τήν πειθαρχία στίς ἀποφάσεις τῶν ὑπευθύνων ὀργάνων, θά πρέπει νά σταθῆ μέ ὑπευθυνότητα πάνω στόν λεγόμενο πανικό τοῦ θανάτου.
Φυσικά, αὐτήν τήν κρίσιμη ὥρα θά πρέπει νά στεκόμαστε μέ σεβασμό καί τιμή στούς ἰατρούς καί τό νοσηλευτικό προσωπικό πού ἐργάζονται μέ εὐθύνη, γνώση καί γενναιότητα.
6. Ἐρώτηση: Καί πῶς ἀντιμετωπίζουμε τούς ἀσθενεῖς καί γενικότερα τήν κοινωνία ἡ ὁποία ὑποφέρει ἀπό ὑπαρξιακά ἐρωτήματα;
Ἀπάντηση: Ἤδη ἔχω τονίσει ὅτι ἡ Πολιτεία μέ τά θεσμικά της ὄργανα λαμβάνει τίς ἀπαραίτητες ἀποφάσεις γιά τήν προφύλαξη τοῦ πληθυσμοῦ. Ὅμως αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά μηχανή, ἔστω καί ἔμψυχη μηχανή, ἀλλά εἶναι ἕνα ὄν πού τόν ἀπασχολεῖ τό νόημα τῆς ζωῆς καί τό  νόημα τῆς ὕπαρξης. Πολλές φορές διερωτᾶται, γιατί νά προφυλαχθῆ ἀπό μιά ἀσθένεια, ὅταν γι' αὐτόν δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή. Τέτοια ἀντιμετώπιση ἐκφράζουν πολλές φορές οἱ ναρκομανεῖς, ὅταν τούς συνιστοῦμε νά προσέχουν καί ἐκεῖνοι ἀπαντοῦν: «δέν θέλω νά προσέξω, γιατί γιά μένα δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή».
Ἔτσι, δέν μπορεῖ κανείς νά ἀντιμετωπίζη τέτοιες καταστάσεις μόνον μέ μέτρα πού ἀναφέρονται στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὡσάν ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἁπλῶς μιά βιολογική μηχανή, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ ψυχολογική καί ἡ πνευματική ὑποστήριξη. Ἤδη γνωρίζουμε ὅτι ὅταν περνούσαμε σέ μεγάλη ἔνταση τήν οἰκονομική κρίση, πολλοί πολιτικοί καί οἰκονομολόγοι ἔλεγαν ὅτι ἡ οἰκονομία θέλει καί τήν ψυχολογία της γιά νά πάρη μπροστά. Καί ἐγώ ἐρωτῶ: ἐάν ἡ οἰκονομία θέλει τήν ψυχολογία της, ἡ ἀσθένεια δέν θέλει καί αὐτή τήν ὑπαρξιακή ψυχολογία γιά νά ἀντιμετωπισθῆ;
Ὁ Βίκτωρ Φράνκλ ἔχει τονίσει ὅτι τόν ἄνθρωπο τόν ἀπασχολεῖ ἡ «τραγική τριάδα», δηλαδή ὁ πόνος, ἡ ἐνοχή καί ὁ θάνατος. Ἑπομένως, πρέπει ὅλες οἱ μορφές τῆς ἐπιστήμης νά ἀσχοληθοῦν ἰδιαίτερα μέ τό πρόβλημα πού ἀνέκυψε ὥστε νά μή θεωρεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνον μιά βιολογική μηχανή.  
7. Ἐρώτηση: Ποιά εἶναι ἡ ἄποψή σας γιά τήν ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας στό πρόβλημα πού προέκυψε;
Ἀπάντηση: Νομίζω ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀντέδρασε καί ἀντιδρᾶ μέ μεγάλη ψυχραιμία καί αὐτό συνδέεται μέ τό ὅτι ἔχει μιά πολύ μεγάλη διαχρονική ἐμπειρία δύο χιλιάδων ἐτῶν, ἐνῶ τό Κράτος ἔχει μιά ἐμπειρία διακοσίων ἐτῶν.
Ἔτσι, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, καθώς ἐπίσης καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀντέδρασαν μέ ὑπευθυνότητα καί σοβαρότητα, γιατί ἔχουν ὑπ' ὄψη τους τόν ἄνθρωπο ὡς κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀναμφισβήτητα βιολογικές ἀνάγκες, ἀλλά ἔχει κυρίως καί προπαντός ψυχολογικές καί πνευματικές ἀνάγκες καί μέσα ἀπό αὐτές ἀντιμετωπίζονται ὅλα τά ζητήματα.
8. Ἐρώτηση: Ποιά εἶναι αὐτή ἡ διαχρονική πείρα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὁποία μιλᾶτε;
Ἀπάντηση: Ὅπως γνωρίζετε μέσα στήν διάρκεια τῶν αἰώνων ἐμφανίσθηκαν πολλές ἀσθένειες, ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη δέν ἦταν τόσο ἀνεπτυγμένη, ὅσο εἶναι σήμερα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ἐλάμβανε τά ἀπαραίτητα μέτρα καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλά καί γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν πνευματικῶν καί αἰωνίων ἀναγκῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Νά πάρω ὡς παράδειγμα τήν ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἦταν μιά φοβερή ἀσθένεια, ἡ ὁποία γιά αἰῶνες ἦταν ἀθεράπευτη καί μεταδοτική καί ἀπομάκρυναν τούς ἀσθενεῖς ἀπό τήν κοινωνία καί τούς ἔθεταν σέ «κοινωνική καραντίνα».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδειχναν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὄχι μόνον γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας, ἀλλά καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενῶν πού ἔπασχαν ἀπό αὐτήν καί ἔδειχναν ἰδιαίτερη ἀγάπη γι' αὐτούς. Νά θυμίσω τόν Μ. Βασίλειο, ὁ ὁποῖος στήν Βασιλειάδα εἶχε ἕναν χῶρο γιά τούς λεπρούς, ὅταν ἡ λέπρα ἐθεωρεῖτο μεταδοτική καί ὁ ἴδιος ἀσπαζόταν τούς λεπρούς, γιά νά τούς δείξη τήν ἀγάπη του.
Θεωρῶ ὅτι πέρα ἀπό τόν κορωνοϊό καί ὁποιονδήποτε ἰό ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος μέ τά ὑπαρξιακά καί πνευματικά προβλήματά του καί τίς αἰώνιες ἀναζητήσεις του, καί γι' αὐτό μέ ἐνοχλεῖ ὁ ἰός τοῦ κοινωνικοῦ ρατσισμοῦ καί ὁ ἰός τοῦ πανικοῦ.
Ὁ Κάρλ Γιάσπερς ἔχει τονίσει ὅτι γενικά ὁ ἄνθρωπος, καί ἰδιαίτερα οἱ ἄρρωστοι, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν «ὑπαρξιακή ἐπικοινωνία».
9. Ἐρώτηση: Τελευταῖα ἔγινε πολύ μεγάλος λόγος γιά τό θέμα τοῦ περιορισμοῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν καί κυρίως τῆς μεταλήψεως τῆς θείας Κοινωνίας. Ποιά εἶναι ἡ ἄποψή σας;
Ἀπάντηση: Κατ' ἀρχάς θέλω νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία λειτούργησε καί λειτουργεῖ συντεταγμένα. Ἔχουμε «ἐκκλησιαστική ἡγεσία» πού εἶναι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, ἡ ὁποία νομίζω ἀντιμετωπίζει τό θέμα μέ ὑπευθυνότητα καί σοβαρότητα. Αὐτήν πρέπει νά ἀκοῦμε κυρίως ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι καί Κληρικοί καί νά μήν προτρέχουμε ἤ νά διαφοροποιούμαστε ἀπό αὐτήν, γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀσύντακτο σῶμα, ἔχει ὄργανα πού ἀποφαίνονται γιά τά ἀναφυόμενα θέματα.
Εἶπα προηγουμένως ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιά μεγάλη διαχρονική πείρα δύο χιλιάδων ἐτῶν στήν ἀντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων. Ἔτσι, συνέστησε νά ἀκοῦμε τούς εἰδικούς καί τά θεσμικά ὄργανα τῆς Πολιτείας πού χειρίζονται τό θέμα αὐτό, ἀπεφάσισε τήν ἀναστολή τῆς ποιμαντικῆς δραστηριότητάς της, συμβούλευσε γιά τόν περιορισμό τῶν ἡλικιωμένων καί τῶν εὐπαθῶν ὁμάδων στά σπίτια τους, ἀλλά μέ διαφόρους τρόπους ἀφήνει ἀνοικτό τό παράθυρο τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό.
Ὅπως χρειάζεται ἐξαερισμός τῶν σπιτιῶν μας, δηλαδή νά ἀνοίγουμε τά παράθυρα γιά νά ἀνανεώνεται ὁ ἀέρας καί νά εἰσέρχεται ὁ ἥλιος, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα παράθυρο στήν ζωή μας, πού ἀνανεώνει τόν μολυσμένο ἀέρα, μᾶς κάνει νά βλέπουμε πιό μακριά καί νά εἰσέρχεται ἕνας ἄλλος ἥλιος στήν ζωή μας, πού θά σκοτώνη τά πνευματικά μικρόβια καί τούς πνευματικούς ἰούς.
Ὡς πρός τήν θεία Κοινωνία καί πάλι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιά μεγάλη διαχρονική πείρα. Ὅπως στά ἐπιστημονικά θέματα τονίζεται ἡ μεγάλη ἀξία τῆς βιβλιογραφίας γιά ἀντιμετώπισή τους, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν δική της «βιβλιογραφία», πού λέει πώς μέ τήν θεία Κοινωνία προσφέρεται ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή καί θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, μερικές φορές καί τίς σωματικές ἀσθένειες. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἐξαναγκάση τήν Ἐκκλησία νά ἀρνηθῆ τήν ταυτότητά της.
10. Ἐρώτηση: Πῶς βλέπετε τήν ἄποψη μερικῶν νά συστήση ἡ Ἐκκλησία νά μήν προσέρχονται στήν θεία Κοινωνία ἀπό τόν φόβο τῆς μεταδόσεως τοῦ κορωνοϊοῦ;
Ἀπάντηση: Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε συνιστᾶ σέ αὐτούς πού θέλουν νά κοινωνήσουν νά τό κάνουν μέ τίς προϋποθέσεις, πού φαίνονται στήν προτροπή: «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Τίποτε δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα στήν Ἐκκλησία. Ἐγώ προσωπικά ἔβλεπα ὅτι τά τελευταῖα χρόνια πολλοί κοινωνοῦσαν χωρίς νά τηροῦνται οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις, πού εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ νηστεία, καί αὐτό μέ στενοχωροῦσε. Ἑπομένως, προτρέπω τούς Χριστιανούς νά μή κοινωνοῦν χωρίς τίς ἀπαραίτητες ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις.
Πάντως, ὅπως εἶπα προηγουμένως, οἱ Ἱερεῖς κοινωνοῦν τούς ἀνθρώπους, τούς ἀρρώστους χωρίς νά σκέφτονται ὅτι μεταδίδουν ἀσθένειες στούς κοινωνοῦντες ἤ ὅτι οἱ ἴδιοι θά προσλάβουν κάποιες ἀσθένειες ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τρανταχτό παράδειγμα εἶναι οἱ Ἱεροί Ναοί στά Νοσοκομεῖα, στούς ὁποίους Ναούς προσέρχονται ὑγιεῖς καί ἄρρωστοι καί ὅλοι κοινωνοῦν ἀπό τό ἴδιο Σῶμα καί Αἶμα τοῦ Χριστοῦ, παρά τούς ποικίλους ἰούς καί τά διάφορα μικρόβια πού κυκλοφοροῦν.
Τό ἴδιο παρατηροῦμε, ὅτι αὐτό πού μέχρι τώρα ὅλοι ἐπαινοῦσαν, ὅτι οἱ Ἱερεῖς ἐργάζονταν ποιμαντικά καί κοινωνοῦσαν στά σανατόρια καί στά νοσοκομεῖα τῶν λοιμωδῶν νόσων καί ἄλλων χώρων, ὅπως στήν Σπιναλόγκα. Δέν καταλαβαίνω τί ἔχει ἀλλάξει ἀπό τότε μέχρι σήμερα.
11. Ἐρώτηση: Ὑπάρχουν μερικοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ φοβία ὡς πρός τήν θεία Κοινωνία δέν ἔχει σχέση μέ τήν πίστη ἤ τήν ἀπιστία τῶν Χριστιανῶν. Τί λέτε γι' αὐτό;
Ἀπάντηση: Ὅλα τά θέματα τῆς ζωῆς μας καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τά ἀντιμετωπίζουμε ἔχουν σχέση μέ τήν πίστη καί ὅλα δείχνουν κατά πόσον κανείς πιστεύει πραγματικά στόν Θεό. Ἡ ἀγάπη συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν πίστη, δηλαδή δέν ἐννοεῖται ἀγάπη χωρίς τήν πίστη οὔτε καί πίστη χωρίς τήν ἀγάπη. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει ὅλα τά θέματα ποιμαντικά, ἀσκεῖ εἴτε τήν ἀκρίβεια εἴτε τήν οἰκονομία καί, ὁπωσδήποτε, ἡ μετάνοια εἶναι στοιχεῖο ὀρθοδόξου ἤθους.
12. Ἐρώτηση:Ποιά εἶναι ἡ τελική σας ἄποψη γιά τό θέμα πού ἀνέκυψε;
Ἀπάντηση: Νομίζω χρειάζεται ψυχραιμία, νηφαλιότητα καί σοβαρότητα, καί ὅλα θά βροῦν τόν δρόμο τους.  Ὁ ἰός τοῦ πανικοῦ καί ὁ λεγόμενος «παρανοϊός» εἶναι χειρότεροι ἀπό τόν κορωνοϊό. Ἡ Ἱερά Σύνοδος θά λαμβάνη τίς κατάλληλες ἀποφάσεις ἀνάλογα μέ τήν ἐξέλιξη τοῦ θέματος, ἀλλά, πέρα ἀπό τίς ἀπαραίτητες προφυλάξεις, χρειαζόμαστε πίστη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Τό πρόβλημα τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα - Μία ἁγιορείτικη θεώρησι

Εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας εκλάπησαν από τη Μονή Ιβήρων στο Άγιον Όρος
Από π. Βασίλειος Γοντικάκης
Ἀκοῦμε τὸ θέμα ποὺ ὑπάρχει. Καταλαβαίνουμε τὰ προβλήματα. Δεχόμαστε τὶς δυσκολίες. Ὑπάρχουν καινούργιες συνθῆκες ζωῆς. Βρίσκονται μαζὶ μὲ τὰ ὀρθόδοξα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ξένα, ἄλλης καταγωγῆς καὶ ἄλλων παραδόσεων.
Πρέπει νὰ βρεθῆ ἕνας τρόπος νὰ μπορέσωμε νὰ συμβιώνωμε, νὰ ἀνεχόμαστε τὸν ἄλλον τῆς ἄλλης παραδόσεως. Βρισκόμαστε σὲ νέα ἐποχή. Εὔκολα μετακινοῦνται πληθυσμοί. Μεταφέρονται πληροφορίες, γνώσεις καὶ ἐμπορεύματα.
Πρέπει νὰ εἶναι τὸ σχολεῖο ἀνοιχτό, ἀνεκτικό. Καὶ τὰ δικά μας παιδιὰ νὰ τὸ καταλάβουν, νὰ τὸ δεχθοῦν. Καὶ τὰ ξένα παιδιὰ νὰ μὴν αἰσθάνωνται ξένα, ἀλλὰ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὴ μιὰ πηγὴ τῆς ἀλήθειας.
Γίνεται συζήτησι. Προβληματίζονται πολλοί. Προτείνονται λύσεις: τὸ σχολεῖο νὰ ἔχη ἕνα χαρακτῆρα θρησκειολογικό. Νὰ μείνη ὁμολογιακὸ ἐφόσον ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία, σχεδὸν ὁλότης, εἶναι ὀρθόδοξη. Νὰ πάρη χαρακτῆρα πιὸ ἀνοιχτό, μὲ γνωσιολογικὸ περιεχόμενο.

Τὰ ἀκοῦμε, τὰ βλέπομε, τὰ κατανοοῦμε. Ὑπάρχει πρόβλημα. Ἀλλὰ ἔτσι ποὺ τίθεται προκαλεῖ δυσκολίες. Δημιουργοῦνται ἀντιμαχόμενες παρατάξεις.

Ὅλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δὲν ἀρνοῦνται ἀλλὰ κηρύττουν τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσι. Ἀλλὰ ἐνῶ αὐτὰ λέγονται οἱ διαφωνίες ὑπάρχουν. Τὸ χάσμα φαίνεται μεγάλο.

*   *   *

Βλέποντας τὸ θέμα ὅλο ἀπὸ τὴ δική μας πλευρὰ τὸ βλέπομε σοβαρὸ καὶ ταυτόχρονα ἀνύπαρκτο.

Ἐρχόμενοι στὸ Ἅγιον Ὄρος μπαίνομε σὲ ἕνα σχολεῖο. Γινόμαστε ἰσόβιοι μαθητές. Σπουδάζομε καὶ ζοῦμε τὴ λειτουργικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐδῶ βρίσκομε τὴν ἀπάντησι γιὰ τὸ θέμα. “Ἐν αὐτῇ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καί ἐσμεν”. Νοιώθομε νὰ εἶναι κάτι ἄλλο πανανθρώπινο καὶ θεϊκό. Δὲν εἶναι μιὰ θρησκευτικὴ ἄποψι. Εἶναι μιὰ θεοφάνεια· φανέρωσι τοῦ ἀοράτου, ἀκαταλήπτου καὶ ἀπροσίτου Θεοῦ.

Στὶς ἀντιρρήσεις ποὺ μπορεῖ νὰ προκληθοῦν ἀπὸ τὰ λεγόμενά μας, ἁπλῶς λέμε: ἀφῆστε μας νὰ μιλήσωμε γιὰ τὸ θέμα. Ἀφῆστε μας νὰ σιωπήσωμε. Νὰ πᾶμε στὴν ἄκρη. Νὰ μὴν ἐμποδίζωμε κανένα. Νὰ ποῦμε: “Ἔρχου καὶ ἴδε” (Ἰω. 1, 46). Δὲν μπορεῖς νὰ πῆς τὰ ἄρρητα.

*   *   *

Ζῶντας μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐκπλήττεσαι. Δὲν πλησιάζεις τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς διανοητικά. Γνωρίζεις τὸν Θεὸ ὡς πλησμονὴ ἀγάπης, ἀλήθειας καὶ κάλλους. Βαφτίζεσαι ὁλόκληρος στὰ νάματα τῆς χάριτος.

Γνωρίζομε τὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: Γίνεται ἄνθρωπος. Ταπεινώνεται. Θυσιάζεται. Δὲν κρίνει κανένα. Δέχεται νὰ κριθῆ ἀπὸ ὅλους. Τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ σώση τὴν ἐλευθερία του. Παραξενεύεσαι καὶ μένεις ἄφωνος μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν ταπείνωσι, τὸ ἔλεος, τὴ φιλανθρωπία.

Βλέπεις πῶς ἐπεμβαίνει. Δὲν τιμωρεῖ τὸν ἀδύνατο. Αἴρει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Κατακρίνει τὴν ἁμαρτία ἐν τῇ ἑαυτοῦ σαρκί. Σὲ ἐκπλήττει μὲ τὴ συμπεριφορά του.

Εἶναι ὁ Παντοκράτωρ καὶ παντοδύναμος. Πολιτεύεται ὡς ἀδύνατος καὶ ἀνύπαρκτος γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἀναπτυχθῆ ὁ ἄνθρωπος.

Φεύγει ἀπὸ ἀγάπη. “Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω”. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ εἶναι ὁ ἀοράτως παρὼν ποὺ τὰ κάνει ὅλα γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων. Εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος στὴ σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ διαγωγή Του μᾶς κρίνει.

Μέγα τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μέγα τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ μικροῦ, τοῦ ἄρρωστου, φυλακισμένου καὶ ξένου.

Εἶναι Θεὸς καὶ γίνεται ἄνθρωπος. Εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ὁμολογεῖ: “Ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος”. Ταπεινώνεται. Πάει πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θέλει νὰ σώση τὸν περιφρονημένο καὶ ἐλάχιστο. Θέλει νὰ θεώση τὸ ἀνθρώπινο.

Δὲν εἶναι ἄλλο ἡ ὁμολογία τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ τοῦ κύρους· καὶ ἄλλη ἡ συντριβὴ τῆς ταπεινώσεώς Του. Τὸ “ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος” λέει διὰ τῆς διαγωγῆς του ξεκάθαρα: Ἐγὼ εἶμαι Θεὸς καὶ ὄχι ἄνθρωπος.

Μόνον ἕνας Θεὸς μπορεῖ τόσο νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ φανερώση τὴ θεϊκὴ δόξα τῆς ταπεινώσεως.

Καὶ γιὰ τὸν πιστὸ· δὲν εἶναι ἄλλο ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως καὶ ἄλλο ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἕνα πολύτιμο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.

Ἀμέσως δημιουργεῖται ἄλλο κλίμα. Ἀποκτᾶς ἄλλη συνείδησι τοῦ τί εἶναι Θεός, τί κόσμος καὶ τί ἄνθρωπος. Δὲν παίρνεις θέσι ἀμυνομένου, ἀλλὰ γεμίζεις μὲ τὸ δέος τοῦ προσκυνητοῦ ποὺ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης ποὺ σὲ περιβάλλει.

Ἀποκτᾶς ἄλλες αἰσθήσεις. Γίνεσαι μιὰ αἴσθησι. Κάνεις διάγνωσι τῆς ἀξίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ πράγματος. Γνωρίζεις τὸν Ἄγνωστο. Πλησιάζεις τὸν ἄφθαστο. Αὐτὸς σὲ πλησιάζει. Γι’ αὐτὸ τὸ “γνόντες τὸν Θεὸν” ἐκφράζεται μὲ τὸ “γνωσθέντες ὑπὸ τοῦ Θεοῦ” (Γαλ. 4, 9).

Ὅλα μετροῦνται διαφορετικά, μεταμορφώνονται θεϊκά. Ὅλα εἶναι φανέρωσι αὐτῆς τῆς ἀγάπης· καὶ ὅταν μᾶς συμπαραστέκεται στοργικὰ καὶ ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπει διακριτικά.

Στὸν ἀπόστολο Πέτρο ποὺ ζητᾶ νὰ βαδίση ἐπὶ τῶν ὑδάτων καὶ νὰ ἔλθη πρὸς Αὐτόν, ἀπὸ ἀγάπη τοῦ δίδει τὴ δύναμι. Στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὴν ἴδια ἀγάπη κινούμενος αἴρει τὴν χάρι Του, καὶ ὁ Πέτρος βυθίζεται. Τότε ἀπὸ μέσα του φυσιολογικὰ βγαίνει ἡ κραυγή· Ἐπιστάτα ἀπολλύμεθα, σῶσε μας.

Ἡ μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ φανερώνεται στὴ θυσία τῆς ἀγάπης καὶ στὴν κένωσι τῆς προσφορᾶς. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται καὶ ἀναπτύσσεται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς εὐγνωμοσύνης, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐχαριστίας πρὸς Αὐτὸν ποὺ προσφέρεται ὡς τροφὴ τοῦ παντὸς κόσμου, ὡς ἄρτος οὐράνιος, μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος. Στέλνει τὸ Πνεῦμα του, τὸ ἀπαθῶς μεριζόμενον καὶ ὁλοσχερῶς μετεχόμενον. Σὲ κάθε ἅγια μερίδα θείου Ἄρτου βρίσκεται ὅλος ὁ Χριστὸς. Σὲ κάθε χάρισμα ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ὁ καθένας τρέφεται μὲ τὴν χάρι τῆς αἰωνιότητος.

Μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγάπη δέχεται ὁ ἄνθρωπος τὴ θεία ἐπίσκεψι. Ὅλα εἶναι εὐλογία: Ὅταν μᾶς χαρίζη τὴν ὑγεία, μᾶς τρέφει πνευματικά. Ὅταν ἐπιτρέπη δοκιμασίες, μᾶς χαρίζει τὰ ἀνέλπιστα. Στὸ τέλος πιὸ μεγάλη παράκλησι καὶ ἀστείρευτη χαρὰ ἔρχεται ἀπὸ τὶς δοκιμασίες. Οὔτε χαίρεσαι μόνο στὴ χαρά, οὔτε στυγνάζεις στὴ θλίψι. Ἀναπαύεσαι σὲ Αὐτὸν ποὺ εἶναι Θεὸς ἐλέους, οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας. Καταλήγεις σὲ μία αἴτησι: Γενηθήτω τὸ θέλημά σου. Χωρὶς αὐτὸν τίποτε δὲν ἔχει νόημα. Μὲ τὴ χάρι Του ὅλα μετατρέπονται, πρὸ παντὸς τὰ ἐπώδυνα, σὲ εὐλογίες.

Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀξία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μὲ μιὰ δίψα ποὺ δὲν σβήνει μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες. Ὅλο τὸν κόσμο νὰ τοῦ δώσης μένει ἀνικανοποίητος καὶ νηστικός. Στὸ ἐλάχιστο τὸ θεϊκὸ χάρισμα βρίσκει τὸ πᾶν ποὺ ἀκατάπαυστα ξεπερνιέται καὶ πάει παραπέρα. Αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο μὲ τὸν ἀτελεύτητο δυναμισμὸ δὲν κατορθώνεται μὲ ἱκανότητες καὶ προσπάθειες ἀνθρώπινες. Εἶναι δῶρο τοῦ Ἑνὸς ποὺ δίδεται ἐξαίφνης στὸν ἐλάχιστο καὶ ταπεινὸ ποὺ μόνον ἀγαπᾶ, ὑπομένει καὶ ἐλπίζει, ἀκόμα καὶ ὅταν ὅλα χάνωνται.

Ἔχει σαρκωθῆ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης ποὺ καταργεῖ τοὺς χωρισμοὺς καὶ τὸν θάνατο. Αὐτὴ τὴ σαρκωθεῖσα ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη γνωρίζομε. Αὐτὴ μᾶς ἔφερε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι. Αὐτὴ μᾶς σώζει δωρεάν. Αὐτὴν ὁμολογοῦμε καὶ κηρύττομε. Σ’ αὐτὴν ἐγκαταλείπομε τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα. Σ’ αὐτὴν ἐγκαταλείπομε τὰ παιδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου γιὰ νὰ προκόψουν.

*   *   *

Τὸ σύνολο τῆς ζωῆς στὴν Ἐκκλησία γνωρίζεται ὡς μία ἑορτή, ἕνα πανηγύρι χαρᾶς. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πανηγύρι τῆς ζωῆς καὶ τῆς εὐφροσύνης βάζει ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγὴ τὰ παιδιά. Νοιώθουν τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης καὶ τὴ χαρὰ τοῦ παιχνιδιοῦ.

Ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς καὶ μεγαλώνουν, γεννιοῦνται μέσα τους νέα ἐρωτήματα καὶ προβλήματα: Φυσιολογικὰ ἔρχονται καὶ οἱ ἀπαντήσεις. Τότε βλέπουν τὰ ἁπλὰ λόγια, οἱ ἦχοι καὶ οἱ εἰκόνες τῆς λειτουργικῆς θεολογίας, νὰ ἔχουν τόσο περιεχόμενο καὶ βάθος ποὺ οὔτε τὸ καταλάβαινες οὔτε τὸ χρειαζόσουν ὅταν ἤσουν μικρὸ παιδί.

Τὸ παιδὶ χαίρεται τὰ παιχνίδια καὶ τὴ ζωή. Λυπᾶται μιὰ στιγμὴ γιατὶ τὰ χάνει (τὰ παιχνίδια τοῦ παιδιοῦ καὶ τὴ νεότητα τοῦ ἐφήβου). Αὐτὰ ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ἐκπληκτικώτερα καὶ μονιμώτερα. Μπαίνει στὴν παράδοσι τοῦ Ἀποστόλου ποὺ ὁμολογεῖ: “ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμι”. “Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου”. Καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Ἔρχονται δυσκολίες. Δὲν σταματοῦν τὰ βάσανα. Ἀλλὰ τὰ πάντα μεταβάλλονται σὲ εὐλογία καὶ ἀγαλλίασι.

Ὁ δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τῆς ζωῆς μας, κάθε φορὰ μᾶς δίδει αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε. Ὅλα δι’ Αὐτοῦ ἀποδεικνύονται καλά: ὁ σταυρός, οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες.

Ἐνισχύεσαι ἀπὸ τὶς δοκιμασίες, καὶ δυναμώνεις ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Τρέφονται οἱ ρίζες σου ἀπὸ τὶς πίκρες τῆς ζωῆς καὶ βλαστάνουν τὰ κλαδιά σου στοὺς φωτεινοὺς οὐρανοὺς τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐπεκτάσεως.

Δὲν διδάσκεσαι ἐγκυκλοπαιδικὰ τὸ φαινόμενο τῆς θρησκείας. Ζῆς τὴν πραγματικότητα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ πλάθεσαι ἀπ’ αὐτήν.

Ὁ Θεὸς εἶναι τόσο μεγάλος καὶ εὔσπλαγχνος ποὺ σὲ ἀφήνει νὰ τὸν ἀρνηθῆς ἂν πέσης στὸν πειρασμὸ τῆς ἀφροσύνης, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν ἄσωτο υἱό. Ὁ πατέρας δὲν τὸν τιμωρεῖ (οὔτε περισσότερ τὸν θανατώνει) ἐπειδὴ τὸν ἀρνεῖται. Ἀλλὰ τὸν ἀφήνει νὰ πάη ὅπου θέλει. Καὶ ἡ πατρική του ἀγάπη πηγαίνει πρὶν ἀπ’ αὐτόν. Τὸν συνοδεύει διακριτικά, χωρὶς νὰ τὸν βλέπη ὁ ἄσωτος. Καὶ ἀρνούμενος τὸν πατέρα ἀντιλαμβάνεται τὴν χάρι Του. Θυμᾶται τὸ σπίτι Του. Καὶ μόνος του γυρίζει στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς πατέρας.

Ὅ,τι ἐπιτρέπει τὸ ἐπιτρέπει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ καλό μας. Πρέπει νὰ καλλιεργηθῆ τὸ χωράφι γιὰ νὰ δώση καρπό. Πρέπει νὰ περάση δοκιμασίες σταυρῶν καὶ πειρασμῶν ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ φτάση στὴν εὐαισθησία νὰ παίρνη δι’ ὀλίγων τὰ πολλὰ καὶ ἀπὸ τὸν πόνο τὴν παρηγοριά.

Κάνοντας ὑπομονὴ στὸν ἀγῶνα σου, κατὰ τὴν πιὸ δύσκολη στιγμὴ ποὺ φτάνεις νὰ λυγίσης· ἔρχεται καὶ σὲ βρίσκει. Μένει μαζί σου καὶ σὲ παρηγορεῖ.

Παραξενεύεσαι τότε καὶ λές: “Πόθεν μοι τοῦτο”; Πῶς ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα ποὺ ὅλοι μὲ περιφρόνησαν μὲ τὶς θεωρίες τους. Σὲ μένα ποὺ εἶμαι ἄξιος κάθε καταδίκης μὲ τὶς ἁμαρτίες μου. Καὶ ζῆς τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐπισκέψεως καὶ παρακλήσεως. Ζῆς τὸ θαῦμα τῆς θείας παρουσίας. Νοιώθεις τὸ θαῦμα πῶς δημιουργεῖται ὁ κόσμος ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἀπὸ περίσσευμα ἀγάπης. Πῶς σαρκοῦται ὁ Λόγος καὶ Θεός. Πῶς ἡ ἀνθρώπινη φύσι, ὁ ἄνθρωπος, ἡ Παρθένος Μαρία γεννᾶ τὸν Θεὸ καὶ ἀναδεικνύεται Θεοτόκος.

Αὐτὰ εἶναι ὑπὲρ φύσιν καὶ αἴσθησιν, ἀλλὰ ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Καὶ γι’ αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἔχει πλάσει τὸν ἄνθρωπο.

Ὅλα τὰ μεγάλα γίνονται ἀκόπως, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ· δίδονται ἐξαίφνης, χωρὶς νὰ τὸ περιμένης, στοὺς ἥρωες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς.

Ζῆς μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ πόνων, γιὰ νὰ φτάσης σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν αἰωνιότητα· μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς σωτηρίας.

Σὰν τὸν ληστὴ ποὺ καταλήγει κρεμασμένος πάνω στὸν σταυρὸ νὰ πῆ μιὰ φράσι: “Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου”. Καὶ μπαίνει αὐθημερὸν στὸν παράδεισο.

Σὰν τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ὑποφέρει ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν. Δὲν βρίσκει καμμιὰ παρηγοριὰ καὶ θεραπεία μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις. Φτάνει στὸ ἀπροχώρητο. Καταφεύγει στὸν Χριστό. Ἀκουμπᾶ τὸ ἄκρο τοῦ ἱματίου Του. Ἀφήνει σ’ Αὐτὸν τὴν ἀπόγνωσι τοῦ πόνου. Καὶ δέχεται τὴν ἴασι τοῦ πάθους. “Παραχρῆμα ἔστη ἡ ρῦσις τοῦ αἵματος” (Λουκ. 8, 44).

Τότε λές: ἄξιζε ὅλος ὁ κόπος, τὰ βάσανα καὶ ἡ ὑπομονὴ μιᾶς ζωῆς γιὰ νὰ ζήσω αὐτὸ τὸ ἄρρητο θαῦμα.

Ὅλη ἡ ἀνθρωπότης εἶναι ἕνας ἄνθρωπος. “Εἷς ἄνθρωπος κατωνομάσθη τὸ πᾶν” (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ὅλη ἡ ἱστορία μιὰ ζωή, μιὰ πορεία δοκιμασιῶν καὶ πόνου. Εἶναι καιρὸς νὰ δεχθῆ τὸ μήνυμα τῆς ζωῆς, τὸ ἕνα, τὴν ἀποκάλυψι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι μιὰ τυφλὴ πορεία ποὺ καταλήγει στὸν θάνατο· ἀλλὰ εἶναι ἕνας δρόμος μὲ πολλοὺς σταυροὺς καὶ ἀπογνώσεις ποὺ καταλήγει στὴν Ἀνάστασι.

Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος δημιουργία τοῦ κόσμου. Καὶ εἶναι μεγαλύτερο δῶρο τῆς ἴδιας ἀγάπης ἡ ἔκπληξι τῆς Ἀναστάσεως ποὺ καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ ἐγκαινιάζει τὴν ἀτελεύτητη πορεία ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν.

*   *   *

Ἡ ζωὴ εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἐπειδὴ εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ ἀπρόβλεπτη. Συνέχεια ὅλα διακυβεύονται καὶ ὅλα εἶναι σίγουρα μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη Του.

Συμβαίνουν ἀπρόσμενες ἐκπλήξεις: Οὔτε ὁ μακρυνὸς καὶ ξένος εἶναι ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὴ σωτηρία, οὔτε ὁ κοντινὸς καὶ μαθητὴς εἶναι ἐξασφαλισμένος.

Ἕνας ληστὴς μπαίνει πρῶτος στὸν παράδεισο. Ἕνας μαθητὴς ἀρνεῖται τὸν Διδάσκαλο καὶ ἄλλος τὸν προδίδει. Ἕνας ἑκατόνταρχος πιστεύει. Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζουν καὶ ζητοῦν τὴ σταύρωσι. Ὁ πιὸ σκληρὸς διώκτης γίνεται ὁ μεγαλύτερος Ἀπόστολος. Ὅλα εἶναι καλὰ καὶ ἐνδιαφέροντα γιατὶ ὅλα τὰ ρυθμίζει “ὁ ἐπὶ πάντων Θεός”.

Συμπεριφέρεται μὲ στοργὴ στὸν παραστρατημένο καὶ ἐνοχλούμενο ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Κρίνει αὐστηρὰ τὸν ὑποκριτὴ ποὺ κάνει τὸν δάσκαλο τοῦ νόμου καὶ βασανίζει τὸν κόσμο. Θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους. Καλεῖ κοντά του ὅλους τοὺς κουρασμένους καὶ ἀπεγνωσμένους. Πετᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ τοὺς κολλυβιστὲς καὶ ἀργυραμοιβοὺς ποὺ μεταβάλλουν τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ οἶκο ἐμπορίου.

Συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Συχνὰ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀρνοῦνται τὸν ζητοῦν.

Ἔρχονται ἐξ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀνακλίνονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ οἱ κατὰ φαντασίαν υἱοὶ τῆς Βασιλείας ἐκβάλλονται εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον.

Κάποιοι ποὺ λένε “Κύριε, Κύριε” καὶ παρουσιάζονται ὡς κήρυκες καὶ θαυματουργοὶ θὰ ἀκούσουν (δηλαδὴ ἀκοῦνε ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουν) “οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς”.

Κάποιοι συντηρητικοὶ κηρύττουν ταγκιασμένη θεολογία· ἄλλοι προοδευτικοὶ νερουλιασμένη· καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀθορύβως προχέονται ποταμοὶ τῆς χάριτος ἀπὸ κάποιους πονεμένους, ταπεινοὺς καὶ ἄγνωστους.

Αὐτὸς εἶναι ἀγάπη ἀμετάπτωτη καὶ πάνσοφη. Ἐμεῖς ἐπιπολαιότης ἀδικαιολόγητη καὶ ἐπικίνδυνη. Ἀλλὰ μένει πάντα γιὰ ὅλους μας ἡ ὁδὸς τῆς μετανοίας.

*   *   *

“Δίδω ἀγωγὴ” σημαίνει ὅτι ξέρω τί εἶναι Θεός, κόσμος, ἄνθρωπος. Ξέρω τί εἶναι τὸ παιδί. Ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ. Ποιά εἶναι ἡ φιλοδοξία, ἡ προσδοκία καὶ οἱ δυνατότητές του. Ποιά ἐρωτήματα κυοφοροῦνται μέσα του καὶ ποιές ἀπαντήσεις δίδονται.

Ὅταν ἐγὼ ποὺ διδάσκω εἶμαι μισερὸς καὶ ἀνεπαρκὴς μὲ μειωμένα ἐνδιαφέροντα καὶ ἐλλιπῆ γνῶσι τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, εἶμαι ἀκατάλληλος γιὰ τὸ ἔργο τοῦ παιδαγωγοῦ.

Ὅταν τὸ παιδὶ εἶναι ἀετὸς τοῦ πνεύματος καὶ ἐγὼ τὸ βλέπω σὰν πουλερικό, γιὰ τὸ κοτέτσι τοῦ συστήματος, νὰ μοῦ δίδη αὐγὰ καὶ κρέας γιὰ πούλημα. Τότε ἀγνοῶ καὶ πνίγω τὰ αἰτήματα τοῦ ἀετοῦ ποὺ ἔχει ἄλλους ὁρίζοντες ζωῆς. Πετᾶ σὲ ἄλλα ὕψη. Καὶ φωλιάζει σὲ ἄλλες κορφές. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τί εἶναι ἄνθρωπος, ποιά ἡ φύσι καὶ ἡ ἀποστολή του.

Δὲν ἀσχολοῦμαι ἁπλῶς μὲ τὸ φαινόμενο θρησκεία. Δὲν ἔχω μπροστά μου σπουδαστὲς θρησκειολογικῶν ἀπασχολήσεων. Ἀλλὰ ἔχω εὐαίσθητα πλάσματα ποὺ θέλουν νὰ ζήσουν.

Ὀφείλω νὰ τοὺς προσφέρω τὴν κατάλληλη τροφὴ γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ τὰ παιχνίδια γιὰ νὰ παίξουν. Δὲν τοὺς ἐκθέτω ὅ,τι κυκλοφορεῖ στὴ θρησκευτικὴ ἀγορὰ γιὰ νὰ διαλέξουν μόνα τους. Ἀπομακρύνω ὅλα τὰ αἰχμηρὰ ἀντικείμενα γιὰ νὰ μὴν κοποῦν παίζοντας καὶ ὅλα τὰ φάρμακα γιὰ νὰ μὴν δηλητηριαστοῦν δοκιμάζοντας.

Τὰ παιδιὰ τῆς ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς παραδόσεως, ὅταν δοῦν καὶ ἀκούσουν τὸν δάσκαλό τους εὔκολα καὶ ἀπροβλημάτιστα νὰ ἐκθέτη μπροστά τους ὅλες τὶς θρησκευτικὲς δοξασίες καὶ τὰ σύμβολα· αὐθόρμητα θὰ περιοριστοῦν στὸν ἑαυτόν τους, θὰ κλειστοῦν στὴν πίστι τους γιατὶ θὰ διακρίνουν τὸν κίνδυνο τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ ἀμοραλισμοῦ. Ὁ δάσκαλός τους δὲν εἶναι παιδαγωγὸς ἀλλὰ μεταπράτης πληροφοριῶν.

Ὅταν παρουσιασθῆ ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται καὶ τοὺς ἐξασφαλίζει τὴ δυνατότητα τῆς προσωπικῆς ζωῆς καὶ ἐλευθερίας, τότε καθένα παιδὶ ἀνοίγει αὐθόρμητα τὴν καρδιά του ὅπως ἀνοίγει τὸ ἄνθος τὰ πέταλά του στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Καὶ ἀρχίζει ἡ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς εὐθύνης. Καθένας κρίνεται καὶ κρίνει αὐθόρμητα μέσα του.

Σέβομαι τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου σημαίνει ὅτι θυσιάζομαι γιὰ νὰ τὴν ἐξασφαλίσω. Καὶ ὁ ἐλεύθερος ἐν Πνεύματι ἄνθρωπος, ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται εἶναι ἕνα μέρος τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα ἐσμὲν οἱ πολλοί.

Οὔτε κατεβάζω τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς στὴν ἄψυχη πεζότητα τῆς ἀδιαφορίας. Οὔτε ἀγνοῶ τὴ δίψα καὶ τὴν προσδοκία τοῦ νέου ἀνθρώπου γιὰ τὰ θαυμαστὰ καὶ ἀνέφικτα. Ἡ Ἐκκλησία ἀνοίγει τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Γιὰ νὰ χαρῆ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς καὶ τὴν κατάργησι τοῦ θανάτου.

Εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι.

*   *   *

Συμπερασματικά: μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ ζωή, τὸ ὁμολογιακὸ μάθημα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀπεριόριστο. Τὸ ἀνοικτὸ ἀνθρωπίνως εἶναι τὸ κλειστὸ καὶ ἀνυπόφορο. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐλευθερία του δὲν μπορεῖ νὰ βγῆ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φθορᾶς τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου ποὺ δὲν χωροῦν τὸν ἄνθρωπο.

Θρησκευτικὰ γιὰ ὅλους εἶναι ἡ ἔκπληξι τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Θρησκευτικὰ γιὰ κανένα ἡ βάναυση ἐπέμβασι τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὸν ἄνθρωπο.

Δὲν θὰ τὸ κάνω πιὸ ἀνθρώπινο, κατὰ τὸ λογισμό μου, τὸ μήνυμα τῆς ζωῆς ὅταν παρουσιάζω τὸν Χριστὸ ὄχι ὡς Θεάνθρωπο, ὅπως τὸν πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὡς ἕνα ἀρχηγὸ θρησκείας ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ὑπάρχουν.

Καὶ δὲν βοηθῶ κανένα ὅταν λέω ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου δὲν εἶναι Θεοτόκος ἀλλὰ μιὰ καλὴ γυναῖκα.

Μὲ ἁπλότητα καὶ βεβαιότητα λέγονται τὰ ἄρρητα καὶ βιοῦνται τὰ ἀνέλπιστα: ὁ Θεὸς ἔχει τόση ἀγάπη ποὺ γίνεται ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τέτοιες δυνατότητες, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνη θεὸς κατὰ χάριν. Καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του δὲν εἶναι Χριστοτόκος ἀλλὰ Θεοτόκος, “ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται”.

Αὐτὰ λέγονται καὶ βιοῦνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ οὔτε ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας σὲ κανένα ἡ ἀλήθεια. Οὔτε ἀποκρύπτεται ἀπὸ δειλία τὸ θαῦμα

Ἡ ἀλήθεια τῆς σεσαρκωμένης Ἀγάπης δὲν σκοτώνει οὔτε σταυρώνει κανένα. Ἀλλὰ δέχεται νὰ σταυρωθῆ γιὰ νὰ σώση τοὺς σταυρωτές της.

*   *   *

Στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν δυσκολίες καὶ πειρασμοί. Ὑπάρχει ὁ διάβολος ποὺ σπέρνει ζιζάνια μέσα στὸ καλὸ σπέρμα. Πολλοὶ θέλουν νὰ ἀφαιρέσουν τὰ ζιζάνια. Ὁ Κύριος τοῦ ἀγροῦ συμβουλεύει: Καλύτερα μὴν τὰ πειράζετε. Ἀφῆστέ τα νὰ συναυξάνωνται μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θερισμοῦ. Τότε θὰ πῶ στοὺς ἀγγέλους νὰ βγάλουν τὰ ζιζάνια καὶ νὰ τὰ κάψουν.

Ἐμεῖς θέλομε νὰ ξεκαθαρίσωμε τὰ πράγματα ἀμέσως. Ἐκεῖνος πάλι συμβουλεύει: περιμένετε. Μήπως δὲν διακρίνετε ἀκριβῶς ποὺ βρίσκεται τὸ κακό. Δὲν διακρίνετε σωστὰ τὴν ἀρρώστια καὶ μαζὶ μὲ τὰ ζιζάνια κάψετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας.

Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε σίγουροι γιὰ τὸ ἀλάθητο τῆς διαγνώσεώς μας. Καὶ ἐπεμβαίνομε δυναμικὰ γιὰ νὰ καθαρισθῆ ὁ ἀγρὸς τῆς ἱστορίας.

Καῖμε τὰ ζιζάνια τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων γιὰ νὰ κρατήσωμε καθαρὴ τὴν πίστι.

Καῖμε τὰ μιάσματα τῆς κατώτερης ράτσας γιὰ νὰ διατηρήσωμε καθαρὴ τὴ λευκὴ φυλή μας.

Σκοτώνομε τοὺς ἐκμεταλλευτὲς τοῦ λαοῦ γιὰ νὰ ἐπιβάλωμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα μὲ τὴ βία τῆς ἀποφάσεως καὶ τὴν ἰσχὺ τῆς γροθιᾶς μας.

Ἀλλὰ δὲν βρίσκεται ἔτσι ἡ λύσις. Ὅλοι εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅλοι περιμένουν τὴ σωτηρία. Ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.

Ἐνῶ τὸ ψέμα σκοτώνει τὸν ἄλλον γιὰ νὰ ἐπιβληθῆ· ἡ Ἀλήθεια σταυρώνεται γιὰ νὰ σώση τοὺς σταυρωτές της. Ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: “Σταυρώθητι καὶ μὴ σταυρώσης. Ἀδικήθητι καὶ μὴ ἀδικήσης”. Ὁ τελικὸς σκοπὸς τοῦ θείου θελήματος εἶναι: “πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν”.

*   *   *

Ὅταν ἀνεξάρτητα τῆς δημιουργικῆς τῶν πάντων Ἀλήθειας θέλω νὰ ἐπιβάλλω τὴν ἄποψί μου: ἢ σκοτώνω τὸν ἄλλον γιὰ νὰ σώσω τὴ θεωρία μου, ἢ σκοτώνω τὴν ἀλήθεια (ἐξισώνω τὰ ὑγιῆ μὲ τὰ νοσηρὰ) γιὰ νὰ ζαλίσω τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ πετύχω τὰ σχέδιά μου.

Εἶναι ἀδιάσπαστη ἡ σχέσι ἀλήθειας καὶ ἀγάπης. Δὲν ὑπάρχει ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη.

Ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης δημιουργεῖ τὸν κόσμο. Καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀλήθειας ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο. “Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς” (Ἰω. 8, 32).

Τὸ ψέμα: εἴτε σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ σώση τὴ θεωρία του· εἴτε σκοτώνει τὴν ἀλήθεια — ἐξισώνει τὴ φενάκη μὲ τὴν πραγματικότητα — γιὰ νὰ ἀκυρώση τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀδύνατο καὶ ἀδικαιολόγητο.

Ψέμα εἶναι ἡ βάναυση ἐπέμβασι ποὺ ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας. Κλείνει τὸν ἄνθρωπο στὴν καταδίκη τῆς συμφορᾶς. Καὶ τὴν ὀνομάζει θρησκεία, ἐὰν ὁ αὐτουργός της παριστάνη τὸν προφήτη ἢ δημοκρατία ἐὰν παίζη τὸ ρόλο τοῦ πολιτικοῦ ἡγέτη.

Ἀλλὰ ἡ βαναυσότητα τοῦ πείσματος βασιλεύει ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει. Βασανίζει μόνο μέσα στὴν ἱστορία τὸν ἄνθρωπο.

Ὁ χρόνος περνᾶ. Ἡ μανία σβήνει. Ἡ γροθιὰ λειώνει. Τὰ θύματα μένουν. Καὶ μέσα στὶς οἰμωγὲς τοῦ πόνου καὶ τοὺς ποταμοὺς τῶν αἱμάτων ποὺ χύνομε, βλέπομε ἤρεμα ἡ ἴδια ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης νὰ παρουσιάζεται ἀλώβητη καὶ νὰ μᾶς περιμένη. . .

*   *   *

Καὶ ὅλοι ἐὰν ἐπαναστατήσωμε γιὰ νὰ ἀντικαταστήσωμε τὸν Ἕνα δημιουργὸ τοῦ παντὸς καὶ νὰ διορθώσωμε τὸ ἔργο Του, δὲν πετυχαίνομε τίποτε πέρα ἀπὸ συμφορὲς γιὰ τὸν κόσμο.

Καὶ ὅλοι μόνοι μας ἐὰν ἀποφασίσωμε νὰ Τὸν βοηθήσωμε μὲ τὸ λογισμό μας, πάλι στὸ κενὸ δουλεύομε.

Ὅταν μὲ δέος συνειδητοποιήσωμε τὴν ἱερότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν παντοκρατορία τῆς Ἀγάπης, συνερχόμεθα ἐν μετανοίᾳ. Ταπεινούμεθα εὐγνώμονα καὶ εὐχαριστοῦμε συνεσταλμένοι.

Ζητοῦμε νὰ γίνεται τὸ θέλημά Του καὶ ἐγκεντριζόμαστε στὴν καλλιέλαιο τῆς ζωῆς. Γίνονται παντοδύναμοι οἱ ἀδύνατοι. Αὐτοὶ εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους, γιατὶ ὅλοι εἴμαστε ἕνα.

Ἡ ἀποκαραδοκία τῶν ἐθνῶν καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας βουλήσεως εἶναι: ἵνα πάντες ἓν ὦσι.

Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὶς εὐαίσθητες ψυχές, ὅπου γῆς, ποὺ πονοῦν καὶ διψοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς ἐλευθερίας· καὶ ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς αὐτοὺς ποὺ πολτοποιήθηκαν – καὶ πολτοποιοῦνται – ἀπὸ τοὺς ὁλοκληρωτισμοὺς τοῦ ψεύδους, εἶναι καλὸ νὰ σεβαστοῦμε τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅπως τὴν ἔπλασε ὁ Θεός.

*Ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης) υπήρξε Καθηγούμενος των μονών Σταυρονικήτα (1968-1990) και Ιβήρων (1990-2005) του Αγίου Όρους.

Αρχική ανάρτηση στο αντίφωνο 1η Φεβρουαρίου 2013.