Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025
Eισοδικόν στη Θεολογία της καρδιάς (εις μνήμην γέροντα Βασιλείου Γοντικάκη)
Βασίλειος Γοντικάκης (1935-2025): Ο Αγιορείτης διανοούμενος που γέμιζε τα αμφιθέατρα
Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025
Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
+ Αρχ. Βασιλείου Γοντικάκη
Ἐρώτησι: π. Βασίλειε, εἶστε ὁ ἡγούμενος μιᾶς πολὺ μεγάλης Μονῆς, μιᾶς πολὺ ἱστορικῆς Μονῆς στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὰ τελευταῖα χρόνια παρατηρήθηκε μιὰ ἀναγέννησι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ποῦ ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη σας;
Ἀπάντησι: Νομίζω ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνα κομμάτι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, εἶναι ὁ τόπος τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἡσυχίας, εἶναι ὁ τόπος ποὺ κρύβει πολλὴ χάρι. Κάποτε εἴχαμε περιφρονήσει τὸ Ὄρος καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ θεωρήσαμε ὡς κάτι μικρὸ ἢ μὴ σημαντικό. Στὴ συνέχεια, ἴσως μιὰ ἀποστασία καὶ μιὰ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔκανε νὰ νοιώσουμε τὴ χάρι ποὺ βρίσκεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πράγματι, συμβαίνει μιὰ ἀναγέννησι στὸ Ὄρος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ὀφείλεται σὲ κάποια ἀπόφασι ἑνὸς μεγάλου ἄρχοντος, ἐκκλησιαστικοῦ ἢ πολιτικοῦ, ἢ σὲ κάποια προσπάθεια. Ἄνθρωποι ποὺ ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ νὰ τὸ ἐπισκεφθοῦν ἀπὸ περιέργεια ἔνοιωσαν ἕνα ἐσωτερικὸ συγκλονισμό, ἔνοιω σαν ὅτι ἐδῶ πέρα ὑπάρχει κάτι τὸ ἀληθινό, ὑπάρχει ἕνας λόγος ἐκκωφαντικός, ὁ ὁποῖος προσφέρεται διὰ τῆς σιγῆς. Ὑπάρχει ἕνα φῶς ποὺ σὲ ἕλκει. Κι ἄλλη φορὰ μοῦ ἔκαναν αὐτὴ τὴν ἐρώτησι, γιατί ἔρχονται νέοι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κι ἀπαντῶ ὅτι ἡ ἴδια ἐρώτησι μπορεῖ νὰ τεθῆ σ' ὅλα τὰ δένδρα καὶ σ᾿ ὅλα τὰ ἄνθη: γιατί πηγαίνουν πρὸς τὸ φῶς; ∆ιότι τὸ φῶς εἶναι ἡ προϋπόθεσι τῆς ζωῆς τους. Καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τὸ ὄρος τῆς μεταμορφώσεως, εἶναι τὸ ὄρος τῆς ἡσυχίας καὶ τοῦ θείου κάλλους, ποὺ ἕλκει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἐπειδὴ σήμερα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα ἡ ψυχὴ τοῦ νέου ἀνθρώπου, εἶναι ἀπο γοητευμένη ἀπ᾿ ὅλα τὰ σχετικὰ ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρουν ὅλες οἱ θεωρίες, τὰ συστήματα καὶ τὰ κόμματα, γι' αὐτό, αὐθόρμητα καταφεύγει στὸ Ἅγιον Ὄ ρος. Ἔρχεται κάποιος στὸ Ἅγιον Ὄρος -πολλὲς φορές, ὅπως εἴπαμε, ἀπὸ περιέργεια- καὶ νοιώθει κάτι βαθύ. Ἔρχεται κάποιος ἄλλος στὸ Ἅγιον Ὄρος, νομίζοντας ὅτι ἔχει σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία, καὶ δὲν παίρνει τίποτε. Ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο κανεὶς εἶναι πληγωμένος ἢ εὐαίσθητος, θὰ πάρη ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι, τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ καταλαβαίνει ἢ ἕνα μικρὸ παιδὶ ἢ ἕνας ἄνθρωπος πολὺ πληγωμένος. Μπαίνοντας στὸ Ὄρος νοιώθεις ὅτι ὑπάρχει κάτι πνευματικό. Μπαίνοντας μέσα σὲ μιὰ μονή, σὲ μιὰ ἐκκλησία, ἡ ἴδια ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἢ τῆς ἐκκλησίας, οἱ εἰκόνες, τὸ πρόγραμμα, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῆς ζωῆς, οἱ ψαλμωδίες, ὅ λα λένε κάτι. Καὶ τὸ καταπληκτικὸ εἶναι ὅτι ὅλα λένε τὸ ἴδιο πράγμα, καὶ ὑπάρχει ἕνα συλλείτουργο, ποὺ παρουσιάζει τὴν παράδοσί μας, τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματική. Κι ἔτσι, διαπιστώνεις ὅτι ἐδῶ πέρα ὑπάρχει ἕνας χῶρος ὅπου μπορεῖς νὰ μείνης. Θυμᾶμαι, ὅταν εἶχα ἐπισκεφθῆ ἕνα Γέροντα ἀγράμματο στὸ κελλί του, καὶ τὸν ρώτησα: «Γέροντα, τί κάνεις;», μοῦ ἀπάντησε: «Ἐδῶ μένω». ∆ὲν εἶχε νὰ πῆ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο: «Μένω στὸν τόπο, ὅπου ἡ στάσι εἶναι κίνησι». Θὰ ἔλεγα καὶ κάτι ἄλλο: Ὅπως ἕνα ἔμβρυο μένει στὴ μήτρα τῆς μητέρας του καί, χωρὶς νὰ κάνη τίποτε, αὐξάνει καὶ μεγαλώνει, ἔτσι κι ἕνας ἄνθρωπος, ζώντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα στὴν Ἐκκλησία, σ᾿ ὅλο αὐτὸ τὸ πνεῦμα, χωρὶς νὰ κάνη τίποτε, νοιώθει ὅτι αὐξάνει, γιατὶ βρίσκεται μέσα στὴ μήτρα τῆς μητέρας Ἐκκλησίας. Ἐδῶ νοιώθεις ὅτι, ἐν τέλει, Ἐκκλησία εἶναι ὅλος ὁ χῶρος, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἡ κτίσι, ἁγιασμένη καὶ μεταμορφωμένη μὲ τὴ χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐρ.:π. Βασίλειε, ὑπάρχει ἡ ἄσκησι καὶ ἡ ἀσκητικὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Αὐτὰ τὰ μεγέθη τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ μοναχοῦ πῶς μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸ σημερινὸ ἄνθρωπο νὰ δῆ τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ Ἁγίου Ὄρους;
Ἀπάντησι:: Ἡ ἄσκησι συνήθως, ὅταν ἀκούγεται ἀπὸ τὸν κόσμο, δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα ὄχι καὶ τόσο εὐχάριστο. Ἀλλά, ἐν τέλει, εἶναι ἡ προϋπόθεσι γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν ἄνθησι καὶ στὴν καρποφορία. Ὅπως ἕνα δένδρο δὲν μπορεῖ νὰ καρποφορήση, ἂν δὲν καλλιεργηθῆ καὶ κλαδευθῆ, ἔτσι κι ἕνας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάση στὴν καρποφορία του, ἂν δὲν περάση μιὰ ἄσκησι. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι μιὰ διάκρισι, γιὰ νὰ νοιώσουμε ὅτι ἄλλο εἶναι τὸ κλάδεμα, καὶ ἄλλο τὸ κουτσούρεμα, ἄλλο εἶναι ἡ ἐγχείρησι, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἕνα χειροῦργο, καὶ ἄλλο τὸ σφάξιμο, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἕνα σφάχτη. Ζώντας μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νοιώθεις ὅτι, ὅταν εἶναι αὐστηρή, δείχνει σ' ἐσένα τὴν ἀγάπη της· καὶ ὅτι, ὅταν εἶναι φιλάνθρωπη, ἡ φιλανθρωπία της καὶ ἡ ἀγάπη της δὲν ἔχουν τίποτε νὰ κάνουν μὲ ἄρρωστους συναισθηματισμούς, ἀλλὰ ἔχουν σχέσι μὲ κάτι ἀληθινὸ καὶ δραστικό. Ἔτσι, νοιώθεις ὅτι ἡ ἄσκησι στὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι προϋπόθεσι τῆς καρποφορίας, ἡ νηστεία εἶναι προϋπόθεσι τοῦ χορτασμοῦ -ὅπως λέγει τὸ Τριώδιο, ἔχουμε, κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στὴ νηστεία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς ἄριστο ἐστιάτορα- ἡ ταπείνωσι εἶναι προϋπόθεσι τῆς ἀληθινῆς δόξας, ἡ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὸν κόσμο εἶναι προϋ πόθεσι γιὰ νὰ ἑνωθῆς μὲ ὅλο τὸν κόσμο. Γι' αὐτό, ὁρίζεται καὶ ὁ μοναχὸς ὡς «ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος». Ἂν ἕνας θέλη νὰ ἑνωθῆ μὲ ὅλο τὸν κόσμο, πρέπει νὰ χωριστῆ ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν ἑνωθῆ μὲ μερικά, τότε χωρίζε ται ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα. Καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀπαίτησι νὰ ἑνωθῆς μὲ ὅλο τὸν κόσμο, χωρίζεσαι ἀπ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Μέσα στὴν Ἐκκλησία βρίσκεις αὐτὴ τὴν τέχνη τοῦ κλαδέματος, ποὺ χρειά ζεσαι γιὰ νὰ καρποφορήσης. Μέσα στὴν Ἐκκλησία βρίσκεις τὸν τρόπο πῶς τὸ πένθος γίνεται χαροποιό, πῶς ἡ ταπείνωσι ἀποδεικνύεται ὑψοποιός, πῶς μὲ τὴ φτώχεια πλουτίζεις καὶ πῶς μὲ τὴν ὑπακοὴ ἐλευθερώνεσαι. Ὅταν νοιώσης ὅλα αὐτὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, νοιώθεις στὸ τέλος ὅτι διὰ τοῦ θανάτου προχώρησες στὴν αἰώνια ζωή. Λοιπόν, ἡ ἄσκησι διδάσκεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀπομάκρυνσι. Ἀλλὰ ἡ ἀπομάκρυνσι καὶ ἡ ἀναχώρησι σὲ φέρνουν στὴν ἀληθινὴ κοινωνία, καὶ ἡ ἡσυχία εἶναι μιὰ πλησμονὴ δράσεως καὶ ζωῆς, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται ἀπὸ μιὰ ἄλλη δύναμι, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος καταξιώνεται νὰ προσφέρη ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του Χριστῷ τῷ Θεῷ, στὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ἐρ.:Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέγει τοῦτο τὸ ἐκπληκτικό: «∆ιὰ πλοῦτον ἄπειρον ὑπάρχω πένης καὶ διψῶ διὰ πλῆθος ὑδάτων». Αὐτὴ ἡ δίψα τοῦ πλήθους τῶν ὑδάτων μπορεῖ νὰ κορεσθῆ στὸ Ἅγιον Ὄρος;
Ἀπάντησι: Αὐτὴ ἡ δίψα μπορεῖ νὰ κορεσθῆ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλά, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ κορεσθῆ στὸ Ἅγιον Ὄρος μ᾿ ἕνα τρόπο θαυμαστό, ποὺ σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ κορεσθῆ καὶ σὲ κάθε ἕνα ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτεί ας τοῦ Κυρίου, ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καταφύγη στὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἐκκλησίας, γι' αὐτὸ χαίρεται κανεὶς τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄν, δηλαδή, ἕνας μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔβρισκε κάτι τὸ ὁποῖο ἔσβηνε τὴ δίψα του, τὴ βαθιὰ καὶ ἀληθινή, καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο δὲν ἔσβηνε τὴ δίψα κάθε ἑνὸς ἀνθρώπου, τότε δὲν θὰ ἔσβηνε οὔτε τὴ δική του. Τὸ Ἅγιον Ὄρος μᾶς παρηγορεῖ, γιατὶ δι᾿ αὐτοῦ βλέπουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄν θρωποι μποροῦν νὰ μποῦν μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ εὐρυχω ροτέρα τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ ζεστὴ φωλιὰ ποὺ ὅλους μᾶς χωρᾶ καὶ ὅλους μᾶς ἀνα παύει.
Ἐρ.:π. Βασίλειε, οἱ οὐράνιες αὐτὲς πολιτεῖες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ εἶναι οἱ ἱερὲς μονὲς -ἔτσι, τουλάχιστο, τὶς ἔνοιωσα, ὅταν πῆγα στὸ Ὄρος- μποροῦν ν᾿ ἀ ποτελέσουν πρότυπα γιὰ τὸ βίο τῶν ἀνθρώπων;
Ἀπάντησι: Νομίζω ὅτι μποροῦν ν᾿ ἀποτελέσουν τὰ μοναδικὰ πρότυπα, ἀκριβῶς γιατὶ ἐκεῖ νοιώθεις ὅτι γίνεται σεβαστὸς ὁ ἄνθρωπος. Κι ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ πῶ τὸ ἑξῆς: Πόσο διαφέρουν τὸ γεγονὸς καὶ ἡ ὀργάνωσι τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ τὸ γεγονὸς καὶ τὴ διάρθρωσι τῆς ζωῆς ἑνὸς δυτικοῦ, ἂς ποῦμε, μοναστηριοῦ! Ἐκεῖ πέρα βασιλεύει ἕνας νόμος καὶ μιὰ τάξι, ποὺ ρυθμίζουν τὰ πάντα. Ἐδῶ πέρα, νομίζω πολὺ περισσότερο, βασιλεύει μιὰ ζωή. Ἄλλο εἶναι τὸ πνεῦμα ἑνὸς στρατώνα, καὶ ἄλλο τὸ πνεῦμα μιᾶς οἰκογένειας, ὅπου ἡ μητέρα φροντίζει τὸ κάθε ἕνα της παιδί ἀναλογα μὲ τὴν ἡλικία του καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ τί ἔχει ἀνάγκη. Βλέπει κανεὶς στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ μητέρα μας -τὸ Ἅγιον Ὄρος λέγεται Περιβόλι τῆς Παναγίας- καὶ ὅτι στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ὁ κάθε ἕνας νὰ βρῆ τὸν τρόπο του, νὰ βρῆ τὸν ρυθμό του, νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἔτσι, ὅλοι εἶναι ἐλεύθεροι καὶ ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι. Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει μεγάλα κοινόβια μοναστήρια, ἔχει σκῆτες, ποὺ εἶναι σὰν μικρὰ χωριά· καὶ κάθε σπίτι μιᾶς σκήτης, ποὺ λέγεται καλύβη, ἔχει ἕνα, δύο, τρεῖς, τέσσερις μοναχούς, καὶ ἔχει ἕνα μικρὸ κῆπο καὶ μιὰ ἐκκλησία. Καὶ κάθε μέ ρα κάνουν οἱ λίγοι μοναχοὶ τῆς καλύβης τὴν ἀκολουθία στὴν ἐκκλησία τῆς καλύ βης, καὶ κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη γιορτὴ συγκεντρώνονται ὅλοι μαζὶ στὸ Κυριακό, ποὺ εἶναι ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς σκήτης. Κι ἔτσι, ἔχουμε τὸν συνδυασμὸ τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς καὶ τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς σκῆτες, ἔχουμε τὰ κελλιά, ποὺ εἶναι σὰν μικρότερα μοναστήρια. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κελλιά, ἔχουμε τὰ ἡσυχαστήρια, ὅπου μένουν ἕνας ἢ δύο ἢ τρεῖς μοναχοί, ποὺ ζοῦν πιὸ φτωχικὰ καὶ πιὸ ἥσυχα. ῎Ετσι, λοιπόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μοναστήρια, ἔχουμε τὶς σκῆτες, τὰ κελλιά, τὰ ἡσυχαστήρια. Ὁ καθένας ἔχει τὸν τόπο του. Καί, ταυτόχρονα, ὑπάρχουν οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρῶσοι, οἱ Βούλγαροι, οἱ Σέρβοι, οἱ Ρουμάνοι, ποὺ ὁ καθένας ἔχει τὴ σκήτη του κι ἔχει καὶ τὸ μοναστήρι του. Καὶ βλέπουμε ὅτι ὅλοι βρίσκουν τὸν τό πο τους, καὶ ὅτι οἱ λαοὶ εἶναι ἀδελφωμένοι. Κι αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὑπάρχει καὶ ἱερουργεῖται, κι ἔχει ξεπεράσει ὅλες τὶς δυσκολίες σὲ μιὰ σειρὰ χιλίων καὶ πλέον ἐ τῶν. Ἄν, λοιπόν, κανεὶς εἶναι ἀνθρωπολόγος, ἂν εἶναι κοινωνιολόγος, ἂν θέλη πραγματικὰ νὰ γνωρίση τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ σεβαστῆ τὸν ἄνθρωπο, ἂν θέλη νὰ φτιάξη συστήματα κοινωνικά, ποὺ νὰ χωροῦν τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ κτίση σπίτια καὶ πολιτεῖες, ποὺ νὰ δίνουν τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ πάρη τὴ σωστὴ ἀ γωγή, νομίζω ὅτι ἔχει νὰ πάρη πάρα πολλὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ εἶναι μιὰ φανέρωσι καὶ μιὰ ὑλοποίησι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025
Επικήδειος στον μακαριστό Γέροντα Βασίλειο Ιβηρίτη από τον Καθηγούμενο της Ι.Μ. Ιβήρων

Συγκινητικός ήταν ο επικήδειος λόγος που εκφώνησε ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων στην κηδεία του μακαριστού Γέροντα Βασιλείου Γοντικάκη.
Σεβαστέ μας Γέροντα,
Πάντα σᾶς ἄρεσε τὸ δοξαστικὸ τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον· αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς κατὰ τὸν θάνατον οἰκονομίας, τῇ σαρκὶ σαββατίσας.
Σήμερα ἔχουμε τὸν δικό σας σαββατισμό, τὴν δική σας ἀνάπαυση καὶ τὴν κατάπαυση ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων. Κανονικὰ σεβόμενοι τὴν ἐπιθυμία σας δὲν ἔπρεπε νὰ ποῦμε τίποτα ἀλλὰ ἐν σιγῇ καὶ προσευχῇ νὰ παραδώσουμε στὴν γῆ τὸ σκῆνος σας καὶ νὰ σᾶς προπέμψουμε στὴν αἰωνιότητα. Κάνοντας ὅμως ὑπακοὴ σὲ ἀγαπητοὺς ἀδελφούς, θὰ τολμήσω νὰ ψελλίσω μερικὰ ἄτεχνα λόγια. Γράφατε στὰ Ἀποτυπώματα:
Ὅταν ἤλθαμε στὴν Ἰβήρων ποὺ γινόταν κοινόβιο, μὲ εἶδε κάποιος στὰ ἔργα τῆς Μονῆς καὶ μοῦ εἶπε: θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἤσουν νεώτερος, γιὰ νὰ μποροῦσες νὰ τέλειωνες τὸ ἔργο. Μέσα μου ἀντήχησε μιὰ ἀπάντησι: Ὁ ἄνθρωπος δὲν γερνᾶ, οὔτε φεύγει. Οἱ ἄλλοι ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός του. Ἀλλοίμονο ἂν ἡ ζωὴ καὶ οἱ φιλοδοξίες τοῦ ἀνθρώπου ἄρχιζαν καὶ τέλειωναν μέσα στὸν χρόνο τοῦ παρερχόμενου βίου του.
Στὴν Ἐκκλησία καταργήθηκε ὁ θάνατος καὶ ζῆ ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων. Λειτουργεῖ ἡ λογική: «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου». Καὶ ἀρχίζω τὴ ζωή μου ὅταν τελειώνω. Κάθε μιὰ δυσκολία σὲ βοηθᾶ, καὶ κάθε εὐλογία σὲ τρέφει. . .
Τὰ μεγάλα ποὺ ποθήσαμε καὶ τὰ ἀνέκφραστα ποὺ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη ὑπάρχουν καὶ λάμπουν ὁλοφώτεινα, τώρα ποὺ τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα περνοῦν καὶ φεύγουν.
Ἡ Ἰθάκη πρὸς τὴν ὁποία πορευόμαστε εἶναι χῶρος ἀλήκτου χαρᾶς καὶ εὐρυχωρίας. . .
Ὅλα συλλειτουργοῦν μέσα σὲ φῶς ἀνέσπερο καὶ σὲ χαρὰ ἀνέκφραστη. . .
Στὴν ἀρχή, ὁ κόπος καὶ ὁ ἀγώνας τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας. Στὸ τέλος, ἡ εἰρήνη τῆς καταπαύσεως καὶ ἡ χαρὰ τῆς συγκομιδῆς.
Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς γραμμὲς σκιαγραφεῖται ἡ ζωή, ὁ ἀγώνας σας καὶ τὸ τέλος σας. Ποτὲ δὲν θελήσατε τὴν προβολὴ καὶ τὴν ἔπαινο. Συχνὰ λέγατε τὸ ἀληθινὸ τιμᾶται περιφρονούμενο, καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενά, οὔτε στὴν Σταυρονικήτα οὔτε στὴν Ἰβήρων, σὲ καμιὰ ἐπιγραφὴ τὸ ὄνομά σας.
Ἀναπαυόσασταν μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Πατρὸς Πορφυρίου νὰ φύγω, νὰ χαθῶ, νὰ μὴν ὑπάρχω. Ἀναπαυόσασταν μὲ τοὺς χαμένους καὶ ἐξουθενημένους καὶ αὐτοὶ κοντά σας ἔβρισκαν τὴν παρηγοριά, τὴν ἀνάπαυση, τὴν προστασία.
Πολλὲς φορὲς ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εὐεργετήσατε καὶ ἐμπιστευθήκατε δεχθήκατε μεγάλες δοκιμασίες ἀλλὰ ἐσεῖς ἤσασταν σὰν τὸν Ἄθωνα ποὺ τὸν χτυποῦν οἱ κεραυνοὶ καὶ οἱ καταιγίδες καὶ αὐτὸς μένει ἀτάραχος, γιατὶ ἤσασταν πάντα παραδομένος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια λέγατε ὅτι Εἶναι ἀνάμεσά μας ὁ ἄνω τῷ Πατρὶ συγκαθήμενος καὶ ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών. Μᾶς βλέπει, μᾶς παρακολουθεῖ ἀοράτως καί, ὅταν Αὐτὸς κρίνει, ἐπεμβαίνει σωστικά. Συνέχεια λέγατε Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν.
Λύνατε ἄλυτα προβλήματα καὶ ἤσασταν ἀνυποχώρητος σὲ θέματα ποὺ ἔθιγαν τὰ ἀπ’ αἰώνων κεκτημένα προνόμια τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Κάποτε μοῦ λέγατε σὲ δύσκολα θέματα τῆς Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως: πᾶτε καὶ θὰ μιλήσουν οἱ πεθαμένοι, ἡ ἀεὶ ζῶσα παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ποὺ μεταδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Εἴχατε ἕνα φοβερὸ δυναμισμὸ μέχρι τέλους καὶ πολλὲς φορὲς ἐμφανιζόσασταν ἐκρηκτικὸς καὶ ταυτόχρονα ἤσασταν εὐαίσθητος μὲ ψυχὴ μικροῦ παιδιοῦ. Ὅταν νοιώθατε ὅτι κάποιον στεναχωρήσατε, δὲν διστάζατε νὰ πῆτε εὐλόγησον καὶ νὰ βάλετε μετάνοια.
Οἱ λόγοι σας στὰ πανεπιστήμια σαγήνευαν τοὺς φοιτητές, γιατὶ μιλούσατε τὴ γλῶσσα τους καὶ γαληνεύατε τὶς ταραγμένες ψυχές τους.
Τὰ συγγράμματά σας, σταγμένο αἷμα ὅπως λέγατε, ἄφηναν βάλσαμο στὶς ψυχὲς τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Μοχθήσατε τόσο στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα, ὅσο καὶ στὴν Ἰβήρων, ὅταν ἀναλάβατε ἡγούμενος, γιὰ τὴν κτηριακὴ ἀνακαίνιση τῶν Μονῶν, προσέχοντας καὶ τὴ λεπτομέρεια, σεβόμενος τὴν παράδοση καὶ συνδυάζοντας τὴν ἀρχοντιὰ μὲ τὴν ἁπλότητα, λέγοντας ὅτι καὶ τὸ κτίσιμο εἶναι θεολογία. Καὶ σήμερα αἰσθανόμαστε ὅτι ἄλλοι κεκοπιάκασι καὶ εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθαμεν (πρβλ. Ἰω. 4, 38).
Τὸ πιὸ μεγάλο ποὺ κάνατε, ποὺ πολλοὺς συγκίνησε καὶ πολλοὺς ἔκρινε, ἦταν ἡ ἀπόφασή σας νὰ παραιτηθῆτε ἀπὸ τὴν ἡγουμενεία, ὄντας ἀκμαιότατος, 70 ἐτῶν, πρὶν ἀπὸ ἀκριβῶς 20 χρόνια. Ἀποσυρθήκατε στὴν ἡσυχία δεκαέξι χρόνια μόνος στὸ βουνό. Καὶ τὰ τελευταῖα τέσσερα στὸ Μοναστήρι. Καὶ μᾶς λέγατε: τώρα εἶμαι καλόγερος καὶ τὸ ἀπολαμβάνω καὶ σᾶς εἶμαι εὐγνώμων ποὺ μὲ ἀφήσατε νὰ ἀποσυρθῶ. Εἶναι αὐτὸ ποὺ γράψατε: Ὁ ἄνθρωπος δὲν γερνᾶ, οὔτε φεύγει. Οἱ ἄλλοι ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός του.
Σεβαστέ μας Γέροντα, σᾶς εὐχαριστοῦμε γιατὶ μᾶς κείρατε μοναχούς, μᾶς σεβαστήκατε, μᾶς στηρίξατε σὲ καιροὺς δοκιμασιῶν καί, χρησιμοποιῶντας πότε τὴν αὐστηρότητα, πότε τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴν οἰκονομία, μᾶς ὁδηγήσατε στὴν μοναχικὴ ζωή. Μᾶς προσφέρατε στὴν Ἐκκλησία. Συνέχεια λέγατε ὅτι ἕνας γέροντας προσφέρει τὸν ὑποτακτικὸ στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ὄχι στὴ δική του ἀρετή, σοφία, αὐθεντία. Τὸν προσφέρει στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ σὲ ἁγία συνοδεία, ἡ ὁποία εἶναι ἁγία, γιατὶ ἔχει ἐναποθέσει σὲ αὐτὸ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο ὅλη της τὴν ζωή, τὰ σχέδια καὶ τὴν ἐλπίδα.
Εἴχατε ἕνα πνεῦμα ἐλευθερίας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ αὐτὸ σὲ δέσμευε καὶ σὲ ἔριχνε στὸ φιλότιμο. Ζητοῦμε συγγνώμη ἂν σᾶς στεναχωρήσαμε ἢ μυστικὰ ἴσως, σὰν ἄνθρωποι, γογγύσαμε. Ὅμως ἤσασταν ὁ γέροντάς μας, ὁ πατέρας μας, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ ἐπιτραχήλιό σας βρίσκαμε τὴν ἄφεση, τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἡ παρουσία σας καὶ ἡ σκιά σας ἦταν γιὰ μᾶς ἀσφάλεια καὶ στήριγμα. Τώρα ποὺ φύγατε σωματικά, ἴσως σᾶς γνωρίσουμε ἀκόμα καλύτερα.
Προαισθανόμενος τὴν κοίμησή σας ζητήσατε καὶ μεταλάβατε συγκινημένος, ἀνοίγοντας τὰ χέρια σας ἀπὸ χαρὰ σὰν μικρὸ παιδί, Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου. Καὶ ἑτοιμασθήκατε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα γιὰ τὴν ἔξοδο, δηλαδὴ γιὰ τὴν εἴσοδό σας εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, καὶ λέγατε προγεύομαι τῆς τελικῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς ἐξόδου μου καὶ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας καὶ ταφῆς μου στὸ Ἰβήρων.
Μιλούσατε γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶμαι καταδικασμένος νὰ ζῶ στὸν παράδεισο καὶ γιατί νὰ τὸ ἀξίζω ἐγὼ αὐτό. Ὁ παράδεισος εἶναι τὸ πιὸ γλυκὸ πρᾶγμα. Ἐὰν ζῆς μὲ τὸν Χριστό, θὰ ζήσης στὸν Παράδεισο. Τὰ πάντα εἶναι γεμᾶτα φῶς. Τὸ Α εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Ω ὁ κατηχητικὸς λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ ἄλλα πολλά.
Οἱ ἰατροὶ καὶ οἱ νοσηλευτὲς τῆς ΜΕΘ ἔλεγαν πόσο βοηθήθηκαν καὶ ἀλλοιώθηκαν ἐσωτερικὰ μὲ τὴν ἐκεῖ παρουσία σας τρεῖς ἑβδομάδες.
Ἡ Παναγία ἡ Πορταΐτισσα σᾶς πῆρε κοντά της γιὰ νὰ ψάλλετε μαζὶ μὲ τοὺς ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένους αὐτὸ ποὺ πάντα σᾶς ἄρεσε: Αἱ γενεαὶ πᾶσαι μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον. Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε Ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. (Κοιμήσεως Θεοτόκου, εἱρμὸς θ΄ᾠδῆς)
Εὐχαριστοῦμε τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκου-μενικοῦ Πατριάρχου ἡμῶν κ. κ. Βαρθολομαίου, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σύμης. Παρακαλοῦμε νὰ διαβιβάσετε στὸν Παναγιώτατο τὶς εὐχαριστίες, τὸν υἱικό μας σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη. Οἱ εὐχές του εἶναι βάλσαμο στὶς ψυχές μας.
Εὐχαριστοῦμε τοὺς ἁγίους ἀρχιερεῖς, τοὺς ἁγίους Καθηγουμένους καὶ ὅλους τοὺς πατέρες καὶ ἀδελφοὺς ποὺ ἤλθατε νὰ συμπροσευχηθῆτε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ γέροντος.
Τελειώνω μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους ποὺ ἐσεῖς πρὶν πενήντα ἕνα χρόνια τελειώσατε τὴν εἰσήγησή σας Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου στὴ μοναχικὴ ζωή:
Μποροῦμε τώρα νὰ τελειώσωμε ἐνθυμούμενοι τὸν παρήγορο λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐου: «Τάδε λέγει Κύριος· μακάριος ὃς ἔχει ἐν Σιὼν σπέρμα καὶ οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ». Καὶ μεῖς ὅλοι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε μακάριοι γιατὶ ἔχομε στὴ Σιὼν τῆς Ὀρθοδοξίας (τὸ Ἅγιον Ὄρος) τὸ σπέρμα τῶν ἁγίων ἀσκητῶν. Καὶ στὴν Ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἔχομε τόσους οἰκείους. Αὐτοὶ ζοῦν γιὰ μᾶς καὶ ἀποτελοῦν το φῶς καὶ τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα ζωή μας.
Σεβαστέ μας Γέροντα, πιστεύουμε ὅτι ἀπὸ σήμερα μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς οἰκείους ἔχουμε καὶ ἐμεῖς ἐσᾶς φῶς, στήριγμα καὶ ἐλπίδα στὴ συνέχεια τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς.
Καλὸ παράδεισο. Τὴν εὐχή σας.
Για τον Γέροντα Βασίλειο Ιβηρίτη

Γράφει ο Παναγιώτης Παύλος, ερευνητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Οσλο, Νορβηγία.
Σχίζεις το ασημόχρυσο πέλαγος στα πόδια του Άθω να προφθάσεις την εξόδιο ακολουθία του Γέροντος Βασιλείου Ιβηρίτου, και μέσα από αναρίθμητους ιλιγγιωδώς ιπτάμενους λογισμούς ο νούς σου καρφώνεται μια στιγμή στο ιδιόμελο του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων: «Σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε…».
Επί σαράντα χρόνια η μορφή του πατρός Βασιλείου χαράχθηκε μέσα σου τόσο οικεία, ώστε να νιώθεις όχι ότι πηγαίνεις στο Άγιον Όρος αλλά ότι επιστρέφεις σε αυτό.
Δεν τον κατανοούσες καταλαβαίνοντας τη γλώσσα του αλλά κοινωνούσες από το βίωμα, αλλότριο και υπερκόσμιο, που την άρθρωνε και την εμπλούτιζε.
Η ομιλία κι η γραφή του σε χρόνο ενεστώτα, όπως τα λειτουργικά κείμενα, καθώς «ο χρόνος είναι κινητή εικόνα της αιωνιότητας» που στην Εκκλησία βρίσκει τα όντα σε «αεικίνητο στάση» και «στάσιμο ταυτοκινησία».
Κοντά του ανέπνεες ελευθερία άλλης τάξης που δεν περιχαρακώνεται σε λογικές προτάσεις.
Το πρόσωπό του εξέπεμπε τέτοια χάρη πρωτόγνωρης δύναμης και γλυκύτητας που ξεχνούσες τον εαυτό σου και σου θύμιζε πώς περιγράφει ο Αγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης την εκστατικότητα του θείου έρωτος στο «Περί Θείων Ονομάτων».
Σπανίως μια ανθρώπινη μορφή σε ελκύει με τρόπο του επέκεινα εκπέμποντας ιλαρή αγαθότητα και κάλλος όχι περιγράψιμο, αλλά μετεχόμενο. Μετοχή αλλόκοτη ως ξένη, και επιθυμητή ως απολύτως συγγενής.
Δεν σου έδινε ντιρεκτίβες, μάλλον σου μιλούσε με τρόπο άλλου –κατά Χριστόν– Ηρακλείτου, όπως το μαντείο των Δελφών που ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει.
Αποφατικότητα των καταφάσεων και κατάφαση των αποφάσεων συναμφοτέρως, όπως το θεσπίζει ο Αγιος Μάξιμος Ομολογητής στη «Μυσταγωγία», ανώτερα μαθηματικά άλλης λογικής, Ορθόδοξης κατ’ αντιστροφήν διαλεκτικής.
Γράφει στα «Αποτυπώματά» του: «Όταν ένας άγιος σου μιλά για την κόλασι, οσφραίνεσαι την ευωδία του παραδείσου. Όταν ένας πλανεμένος σου περιγράφει τον παράδεισο, παγώνεις από την κρυάδα της κολάσεως».
Ευφυΐα απαράμιλλη ιλιγγιώδους αντίστιξης, αλληλοσυμπλοκής λόγου αποφατικού και καταφατικού εφάμιλλη.
Ο Γέροντας Βασίλειος δεν ήταν φιλόσοφος, επιστήμων, τεχνίτης, διανοούμενος, ποιητής, ως φορέας κατατετμημένης γνώσης ειδικής, αλλά ως υποδοχέας των ομόκεντρων εκφάνσεων της παρουσίας του Ενός «ού εστι χρεία».
Δεν ήταν θεολόγος ως «θεολογών», αλλά ως φανερωτής –όσο σου ήταν δυνατόν– του Θεού Λόγου Χριστού. Ως λειτουργός δεν προέβαλλε εαυτόν αλλά αποκάλυπτε τη λογική λατρεία της Θείας Ευχαριστίας ως ιερουργούμενη θεουργία.
Σε αγαπούσε τόσο που καθώς ασχολιόταν μαζί σου αισθανόσουν το είναι σου να παίρνει αξία και νόημα τέτοιο που μόνος σου εσύ δεν μπορούσες να του προσδώσεις.
Ήταν λόγος, ώστε από θεατής της αγιότητας να σου έρθει όρεξη να γίνεις μέτοχος. Κάποτε η λάμψη του θείου έρωτος στο πρόσωπό του αντανακλούσε μέσα σου λούζοντάς σε με τέτοιο φως ελευθερίας, που να μη θέλεις να αντισταθείς στη δρόσο του Πνεύματος.
Δεν σου προσέβαλλε το έλλογον του αυτεξουσίου, αλλά σε απάλλασσε από το άλογον του ακουσίου. Δεν σου μετέδιδε πληροφορία, αλλά εμπειρία. Δεν σου διαμόρφωνε τη σκέψη, αλλά σε μυούσε στην αληθή ελευθερία. Δεν επεδίωκε να σου δώσει κάτι δικό του, αλλά να σε βοηθήσει εσύ να κοινωνήσεις την Πηγή του Παντός. Δεν σε παρέπεμπε στα γραπτά και τις κατακτήσεις του πνεύματός του, αλλά σε μυούσε στον πλούτο των άλλων, των μεγάλων.
Δεν σου μιλούσε για να καταλάβεις αλλά για να αναλάβεις. Δεν σε καθοδηγούσε ως οπαδό αλλά σου ανέπαυε τον λογισμό. Δεν παραμελούσε τίποτε και κανένα, αλλά σε όλους και όλα έβλεπε την Χριστοείδεια και Θεοείδειά τους.
Αφού και το κακό ακόμη εφίεται του Αγαθού, καθώς έλκει το είναι του από αυτό, όπως μαρτυρεί ο Αρεοπαγίτης. Δεν τον ενδιέφερε να σε εντάξει σε σχολή σκέψης αλλά να βοηθήσει τη σκέψη σου να σχολάσει· «Σχολάσατε και γνώτε…».
Δεν σε έκρινε γι’ αυτό που είσαι, αλλά σε διέκρινε γι’ αυτό που ο Χριστός θέλει να γίνεις. Δεν σε τακτοποιούσε στα μικρά, σε άπλωνε στα μεγάλα. Δεν σου έλυνε απορία διανοητική, σου χάριζε εμπειρία ασκητική. Δεν σου δίδασκε τα θεία, αλλά τα έπασχε φανερώνοντάς τα κατά το μερίδιο της δικής σου αντοχής. Δεν κήρυττε στους κτιστούς τον Ακτιστο, αλλά υπηρετούσε το γεφύρωμά τους.
Τον ευγνωμονείς όχι για τις απαντήσεις που σου έδωσε, αλλά για τα ανεξήγητα που σου μίλησε. Πονάς με την κοίμησή του.
Αλλά χαίρεσαι με τη βεβαιότητα ότι είναι παρών, όπως υποσχέθηκε σε έναν μοναχό της Μονής της Παναγίας Πορταΐτισσας λίγο πριν το τέλος: «Εγώ θα φύγω, αλλά εδώ θα γυρίζω. Θα τα παρακολουθώ όλα χωρίς να μ’ ενοχλείτε· χωρίς να σας ενοχλώ».
Επρεπε να φύγει, ώστε να αντιληφθείς ότι το δεύτερο ενικό του προφορικού και γραπτού λόγου του ήτανε κάλυψη και απόκρυψη εμπειρίας πρώτου προσώπου. Νύν πάντα πεπλήρωται Φωτός, Γέροντα Βασίλειε!
Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025
Ένας λόγος αληθείας
Με αφορμή την κοίμηση του Γέροντα Βασιλείου Γοντικακη άγνωστες πτυχές της ζωής του
Ο πολυγραφότατος αγιορείτης Γέροντας Βασίλειος εκοιμήθη σήμερα το πρωί ενώ το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, συνεπεία τραύματος που είχε υποστεί πριν λίγες εβδομάδες.
Ο μακαριστός Γέροντας Βασίλειος διήγαγε ήδη το 90ο έτος της ηλικίας του και αποτελούσε μία από τις εξέχουσες μορφές του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού.
Η παρουσία του ταυτίστηκε με το νεα φουρνιά μοναχών στο Άγιονόρος την δεκαετια του 70 και θεωρείτο απο τους παλαιούς αγιορείτες ως ο "μορφωμένος" και ο ανοικτός σε διάλογο με τα ρεύματα της θεολογιας της δεκαετιας του 60.
Θυμόμαστε τις επικές του ομιλιες στα αμφιθέατρα των Πανεπιστημίων και την συνομιλία του με αναρχικούς ..
Υπήρξε στις αρχές μαθητής πιστός του Αγιου Γέροντα Παισίου και ετσι με την βοηθειά του ανέλαβε το Μοναστήρι του Σταυρονικήτα και με την παρουσία του Αγίου προσήλθαν πολλοί τοτε νεοι μοναχοί . Χαρακτηριστικο της ολης επίδρασης του Αγίου Παισίου ειναι η απόφαση επι Αθηναγόρα να κοπεί για εξι μήνες το μνημόσυνο του για τις απαραδεκτες οικουμενιστικες του πρακτικές..Αργότερα οι δρόμοι του Αγίου Παισίου διαχωρίστηκαν και ο Αγιος άλλαξε κελι απο τον τιμιο Σταυρό στην Παναγούδα και πολλοι πατέρες απεχώρησαν απο το μοναστήρι επανδρώνοντας πολλα έρημα κελια .
Για θεματα σοβαρά και για χρόνια μετα την κοιμηση του γερο Γαβριηλ του Διονυσιάτη ο λογος του στην ιερα Κοινοτητα ηταν επισφραγιστικός αφου πολλά κείμενα με την υπογραφή της ηταν γραμμένα απο τον ιδιο.
Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025
Το λειτούργημα του Γιατρού
Είστε γιατροί. Ο άρρωστος θέλει από σας την υγεία. Ζητά τη ζωή, την παράταση, την αιωνιότητα. Δεν σας τα λέει όλ’ αυτά ξεκάθαρα, γιατί δεν μπορείτε να του τα δώσετε. Και για να μην τον διώξετε, για να μη σας φέρει σε αμηχανία – με το να σας ζητά πολλά – γι’ αυτό δεν σας τα λέει ρητώς. Σας τα λέει αρρήτως. Τα πιο μεγάλα πράγματα, που ξεφεύγουν από την αίσθηση, την προσδοκία και την έκφραση, λέγονται αρρήτως, με μια ματιά, με το είναι ολόκληρο, τη σιωπή.
Ο άρρωστος έρχεται σε σας για να σωθεί από τον πόνο και το θάνατο. Τελικά θέλει ένα πράγμα: «ίνα μη αποθάνη».
Εάν σεις ξέρετε σαν άνθρωποι-γιατροί ότι υπάρχει Κάποιος που μπορεί να δώσει αυτό το αντίδοτο του θανάτου, το φάρμακο της αθανασίας, οφείλετε και πρέπει να του το πείτε, αν τον οδηγήσετε σ’ Αυτόν, γιατί μόνο αυτό θέλει από σας και τίποτε άλλο.
Κι αν δεν το ξέρει αυτό ο άρρωστος, αν νομίζει ότι σεις μπορείτε να του δώσετε μόνο «ασπιρίνη», αυτό δεν πρέπει να σας εμποδίζει και δεν σας απαλλάσσει από την υποχρέωση να του δώσετε και το Άλλο, το δραστικό, το αιώνιο.
Δεν σας ζητά ο ασθενής να του μάθετε ιατρική. Να του πείτε πώς λειτουργεί το στομάχι ή το σώμα του όλο, ούτε πώς δρα χημικά ή άλλως το κάθε φάρμακο. Ζητά την υγεία, τη ζωή.
Είναι παραδομένος στα χέρια σας ψυχή τε και σώματι. Αν δεν το καταλαβαίνει ότι είναι «ψυχή τε», αν νομίζει ότι είναι μόνο σώμα και μόνο αυτό σας προσφέρει, επειδή τη δύσκολη στιγμή σας δίδει όλο του τον εαυτό, σημαίνει ότι σας δίδει και την ψυχή του. Εσείς μπορείτε να του πείτε, με τη σιωπή ή με το λόγο σας, στην ώρα αυτή (που ανοίγεται ένας μοναδικός χώρος της ψυχής του, του είναι του όλου) και για ένα άλλο οργανισμό, για ένα άλλο σώμα ψυχικό και πνευματικό, που το αισθάνεται, αλλά δεν το βλέπει, όπως ποτέ του δεν είδε τη σωματική του καρδιά ή τα σπλάχνα του.
Αν είστε πράγματι γιατροί, πρέπει να γνωρίζετε και να ενδιαφέρεστε για όλο τον άνθρωπο και όχι μόνο για το χιτώνα του σώματός του και την πρόσκαιρη διατριβή του στη γη. Και ο λόγος και η σιωπή σας πρέπει να λέει το ίδιο πράγμα που νικά το θάνατο και εξαγγέλλει τη ζωή.
Ο πυρετός φέρνει την υγεία στο σώμα, ο πόνος φέρνει την υγεία στην ψυχή. Να δώσετε στον άρρωστο να το καταλάβει. Να του αποκαλύψετε το είναι του. Να λειτουργήσετε σας πραγματικοί γιατροί. Έτσι τα νοσοκομεία γίνονται – είναι – ναοί, όπως και τα Μοναστήρια, κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, είναι νοσοκομεία.
Αν παρατείνεις τη ζωή του άλλου, όχι δέκα χρόνια, αλλά δέκα αιώνες και ακόμη, σημαίνει ότι δεν είσαι γιατρός, αλλά κομπογιαννίτης. Γιατί ο άνθρωπος δεν ζητά μόνο παράταση ζωής. Θέλει «ίνα μη αποθάνη». Και υπάρχει Γιατρός που δίνει την υγεία αυτή, που είναι αιωνιότης.
Αυτή την υγεία κατά βάθος ζητούν όλοι όσοι έρχονται σε σας, αν και συχνά περιμένουν (εξ αιτίας της κακής παραδόσεως της πετπωκυίας φύσεως και ιστορίας μας) από σας «ασπιρίνη». Αλλά εσείς σπουδάσατε Ιατρική και πρέπει να τους δίνετε αυτό που δεν μπορούν να βρουν μόνοι τους στο περίπτερο του κόσμου. Εσείς γίνατε Γιατροί και πρέπει να δίνετε εκείνο που βρήκατε στο «Πανδοχείον» (Λουκ. 10, 34), στο ιατρείο της Εκκλησίας.
Ο χριστιανός γιατρός δεν είναι κομπογιαννίτης, αλλά διάκονος, νοσοκόμος απλός του Ενός, Μεγάλου Μοναδικού Ιατρού του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Έστω μικροί νοσοκόμοι, αδύνατοι και αδαείς, αλλά νοσοκόμοι του ενός Γιατρού. Υπάλληλοι εξωτερικών ιατρείων, που δίδετε εισιτήριο για το νοσοκομείο της Εκκλησίας, όπου όταν μπει κανείς, μπήκε στη ζωή, την υγεία και την αιωνιότητα, άσχετα αν πεθάνει το σώμα του και ενταφιάσουν πρόσκαιρα το σκήνος του. Όχι, ποτέ κομπογιαννίτες που αγωνίζεστε για παράταση πρόσκαιρης ζωής, που δεν νικάτε το θάνατο, αλλά μόνο τον αναβάλλετε.
Αποκαλύψτε στον άνθρωπο ότι η Φύση του είναι δεκτική υγείας, μπορεί να γίνει υγεία, αιωνιότης με το θρίαμβο του Αναστάντος.
Προσδοκούμε και ζούμε την ανάσταση και την αιωνιότητα των σωμάτων στην Εκκλησία μέσα. Αυτό μας έμαθε ο Αναστημένος Χριστός. Μας το λέει και είναι ο Ίδιος. Μας το λένε και το ζουν οι μεγαλύτεροι και αληθινοί αδελφοί μας – της ιδιας με μας φύσεως – οι Άγιοι της Εκκλησίας.
Εφ’ όσον ο άρρωστος σας δίνει όλο του τον εαυτό και μπορεί να τον δείτε από τα χέρια σας να πηγαίνει στο θάνατο, χωρίς να σας ζητά κανείς το λόγο, πρέπει να του αποκαλύψετε την Αλήθεια, να του δώσετε όλο τον εαυτό σας φάρμακο δραστικό. Δεν υπάρχει άλλη σχέση – θεραπεία και σωτηρία – από την ολοκληρωτική αλληλοπροσφορά μέσα στην Εκκλησία του εν Τριάδι Θεού. Και αν είστε γιατροί σωσμένοι ή σωζόμενοι, θεωμένοι ή θεούμενη, με το να του δώσετε τον εαυτό σας, θα του δώσετε το Γιατρό που κρύβετε μέσα σας, το Γιατρό και την Υγεία και την Αθανασία που είστε, σπουδάσαντες την Ιατρική μέσα στην Εκκλησία και καταστάντες δι’ αυτού κοινωνοί «θείας φύσεως». Έτσι σώζετε τον ασθενή και σώζεστε ταυτόχρονα και σεις οι ίδιοι, γιατί «εν σώμα εσμεν οι πολλοί» και μια είναι η καινή βιοτή που νικά το θάνατο από τώρα, σε τούτη και στην άλλη τη ζωή. …Τις χειμαζόμενος και προστρέχων, τω Λιμένι τούτω ου διασώζεται; Τις οδυνώμενος και προσπίπτων, τω Ιατρείω τούτω ου θεραπεύεται; Δημιουργέ των απάντων και Ιατρέ των νοσούντων Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσον με. (Απόστιχον Κυριακής εσπέρας, Ήχος δ΄.)
Από μια συζήτηση του Αρχιμ. Βασιλείου, προηγουμένου της Ι. Μονής Ιβήρων, με γιατρούς και φοιτητές ιατρικής στην Αθήνα.
Ψήγματα πλούτου από τό βιβλίο τοῦ Αρχιμανδρίτη Βασιλείου «Αποτυπώματα»
Συχνὰ σοῦ κάνουν τὴν ἐρώτησι: τί γράφεις τώρα; Καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀπαντήσης γιατὶ δουλειά σου δὲν εἶναι τὸ γράψιμο ἀλλὰ τὸ πλάσιμό σου ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἀοράτου.
Τὸ γράψιμο εἶναι μία συνέπεια, ὅπως τὸ ἀποτύπωμα ποὺ ἀφήνει ὁ γυμνοσάλιαγκας ποὺ σέρνεται στὴ γῆ.
Τὸ γράψιμο ξεκινᾶ μὲ τὸν δισταγμὸ τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Προχωρεῖ στὴν ἄνεσι τῆς διατυπώσεως. Γιὰ νὰ φτάση στὴ σιωπὴ ποὺ ἑρμηνεύει τὰ ἄρρητα.
Ὁ ἀγῶνας εἶναι νὰ πῆ ὁ ἄνθρωπος, ὅσο γίνεται, μὲ πιὸ λίγα τὰ πολλὰ καὶ στὸ τέλος νὰ τὰ πῆ ὅλα μὲ τὸ τίποτε.
Κατορθώνεις τὰ δύσκολα, ὅταν δὲν παίρνης ἐσὺ τὴν ἀπόφασι γιὰ τὸ ποιό δρόμο θὰ πάρη ἡ δημιουργία καὶ ἡ ζωή σου ἀλλὰ Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ζωή σου.
Δὲν ἡσυχάζεις, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ γράφης. Πιὸ πολὺ κάποτε ἡσυχάζεις γι' αὐτὰ ποὺ ἔγραψες, ὅπως ἕνα πουλὶ ἐπωάζει τὰ αὐγὰ ποὺ γέννησε, γιὰ νὰ ἐλευθερωθῆ ἡ ζωὴ ποὺ κρύβεται μέσα τους.
Τὸ ἀληθινὸ γράψιμο ἔρχεται μόνο του, ὅπως πρασινίζει τὸ χωράφι τὴν ἄνοιξι καὶ γλυκαίνει τὸ σταφύλι τὸ καλοκαίρι. Ἄφησέ τα ὅλα νὰ κυλήσουν ἐλεύθερα μέσα στὸ κλίμα τῆς ζωῆς.
...
Ὅταν ταυτιστῆ μέσα σου τὸ εἶναι μὲ τὸ μὴ εἶναι, ἐλευθερώνεσαι ἀπὸ τὴ φυλακὴ τῆς φθαρτῆς ὑπάρξεως καὶ ὁδεύεις στὴν ἐλευθερία τοῦ ὑπὲρ εἶναι.
Ὁ χτυπημένος καὶ παρηγορημένος, ὡς εὐαίσθητος, ἀκούει τὰ ἀνήκουστα καὶ μεταδίδει τὰ ἀνερμήνευτα, γιατὶ τὸν ἐπισκέπτεται ὁ Πανάγαθος.
Ὅταν ὅλους τοὺς θεωρῆς δικούς σου καὶ δὲν θέλης νὰ πληγώσης κανένα, ντύνεσαι μὲ ἱμάτιον σωτηρίου ἄνωθεν ὑφαντό.
...
Δὲν χρειάζεται νὰ ἀνησυχῆς γιατὶ ὁ κόσμος δὲν πάει καλά. Μόνο νὰ βρῆς τὴν ἀρρώστια ποὺ ὑπάρχει μέσα σου. Ὅλα τὰ κατευθύνει ὁ Ἀόρατος.
Ἡ δημιουργία ἑνὸς καλλιτέχνη εἶναι ἡ ἐξομολόγησι τοῦ πόνου του, ὄχι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ κόπου του.
...
Ἕνας σωσμένος, ὡς καλλιτέχνης καὶ δημιουργός, δὲν περιγράφει ἔντεχνα τὴ φθορά, ἀλλὰ ζῆ τὴν ἔκπληξι τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου. Δὲν εἶναι σχολιαστὴς τῆς συμφορᾶς ἀλλὰ μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ αὐτοβιογραφία ἑνὸς ὡρίμου ἀνθρώπου ἀναδίδει τὴν εὐωδία τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Δωρεοδότη καὶ ὄχι τὴν προβολὴ τῶν ἱκανοτήτων του.
...
Ὁ ἀληθινὸς δυναμώνει, ὅταν δοκιμάζεται· καὶ εὐγνωμονεῖ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀρνοῦνται, γιατὶ ἀποστολή του δὲν εἶναι νὰ δείξη τὴν ἀντοχή του, ἀλλὰ νὰ φανερώση τὴ δύναμι ποὺ γεννᾶ καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο.
...
Ἕνας ταπεινὸς μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ σιωπή του παρηγορεῖ ὅλους, ἐνῶ δὲν ἀπευθύνεται σὲ κανένα.
Ὁ λόγος σου εἶναι ἀληθινός, ἐὰν ἑρμηνεύεται μὲ τὴ σιωπή σου. Καὶ ἡ παρουσία σου σημαντική, ἐὰν ἡ ἀπουσία σου γίνεται συντροφιὰ τῶν ἀγωνιζομένων.
...
Ὅταν ὁ λόγος ἢ τὸ γραπτό σου εἶναι γέννημα πόνου καὶ ἀφορμὴ ἐλπίδος, δὲν προσφέρει στὸν ἄλλο γνώσεις ἀλλὰ δύναμι ζωῆς ποὺ προκαλεῖ μιὰ ἀμοιβαία σχέσι καὶ ἀλληλοβοήθεια. Τότε δὲν ξέρεις ποιός παίρνει ἢ δίδει περισσότερο· ὁ συγγραφέας ἢ ὁ ἀναγνώστης;
...
Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν παράγης πολλὰ ἢ λίγα. Ἀλλὰ ἂν ὡριμάζης πνευματικὰ καὶ βρίσκης τὴν ἀνάπαυσι τῆς ἰσορροπίας στὴν ὁμολογία τῆς μελωδοῦ: Ἁμαρτημάτων μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Πνευματικὸ δὲν εἶναι τὸ ἄυλο ἀλλὰ τὸ θεανθρώπινο· ἡ σαρκωθεῖσα ἀλήθεια τῆς ἀγάπης.
Εἶσαι ὑγιὴς πνευματικά (ἐσὺ καὶ τὸ ἔργο σου), ἐὰν ἀναπαύης αὐτὸν ποὺ κρίνης καὶ τρέφεσαι ἀπ' αὐτὸν ποὺ σὲ ἀπορρίπτει.
Ὅταν γράφεται μιὰ φράσι ποὺ ἀναπαύει τὸν πονεμένο, συμπληρώνεται ἕνα χρέος ἀγάπης πρὸς ὅλους.
...
Βρίσκω αὐτὸ ποὺ χάνω διὰ τῆς προσφορᾶς, ἐνῶ στεροῦμαι αὐτὸ ποὺ σφετερίζομαι διὰ τῆς φιλαυτίας. Ὅ,τι σοῦ δόθηκε χάρισέ το, γιὰ νὰ τὸ σώσης.
Μὴν προσπαθῆς νὰ ἐντυπωσιάσης κανένα ἀλλὰ νὰ ἀναπαύσης ὅλους, ὄντας ἐσὺ ἀναπαυμένος μὲ τὴν προσφορά σου στὴ θέλησι τοῦ Ἑνός.
Ὅταν κάνης τὸ θέλημά σου, μαραζώνεις τὴ ζωή σου.
Ὅταν λές γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ἀνοίγονται νέες προοπτικές.
...
Ἐὰν ἡ χαρά σου δὲν εἶναι χαρὰ τῶν ἐχθρῶν σου, δὲν ἔχεις φίλους οὔτε χαρά.
Ὅταν ἕνας ἅγιος σοῦ μιλᾶ γιὰ τὴν κόλασι, ὀσφραίνεσαι τὴν εὐωδία τοῦ παραδείσου. Ὅταν ἕνας πλανεμένος σοῦ περιγράφει τὸν παράδεισο, παγώνεις ἀπὸ τὴν κρυάδα τῆς κολάσεως.
Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς εἶναι ζωὴ καὶ ζωοποιός. Σοῦ δίδεται ἡ χάρι νὰ ἀκουμπήσης μιὰ στιγμὴ εὐγνώμονα τὸ κράσπεδο τῆς δημιουργίας τοῦ Ζωοδότου. Αὐτὸ σὲ θεραπεύει καὶ σὲ σώζει. Νοιώθεις ἐφήμερο μυρμήγκι ποὺ ἀκουμπᾶ τὸ ἱμάτιο τοῦ Θεανθρώπου ποὺ ὁμολογεῖ· ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος.
...
Τὰ πάντα ὑπῆρχαν στὴν προαιώνια θεία βουλή, ὡς ἀδημιούργητα.
Τὰ πάντα παραμένουν στὴν αἰώνια μνήμη τῆς ἴδιας στοργῆς, ὡς εὐεργετούμενα.
Ἔτσι ἢ ἀλλιῶς, ἐκ τῶν προτέρων ἢ ἐκ τῶν ὑστέρων, ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ σωτηρία μας.
Στὸ σύντομο ταξίδι τῆς ζωῆς γνωρίζεις τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀγάπης.
Ὅλα τελειώνουν, ὅπως φαίνεται. Καὶ τίποτε ἀληθινὸ δὲν χάνεται, μόνο ἀναλαμβάνεται.
Οὔτε ἡ Ὀδύσσεια τελειώνει (μόνο μεταμορφώνεται). Οὔτε ἡ Ἰθάκη ἔχει ὅρια (μόνο διαστέλλεται). Ἔτσι, μπαίνοντας στὸν δρόμο ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, δὲν τελειώνει ἡ πορεία, οὔτε ἡ ἔκπληξι, ποὺ εἶναι μιὰ ἀτελεύτητη ἄφιξι στὸ νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός.
Άγιος Πορφύριος, ένα παιδί του Θεού
Ο
γέρων Πορφύριος είναι γεννημένος ήρωας του Πνεύματος. Τολμηρός. Σαν
άλλος Κολόμβος, βγαίνει στον απέραντο ωκεανό για την αναζήτησι του νέου
κόσμου που ποθεί η ψυχή του.
Δώδεκα χρόνων φεύγει μόνος του για το Άγιον Όρος εν αγνοία των γονέων
του. Προχωρεί στο άγνωστο, ελκόμενος και καθοδηγούμενος από τον μυστικό
έρωτα που φλογίζει την καρδιά του.
Κάνεις δεν τον στέλνει και κανείς δεν τον περιμένει. Τον καλύπτει
αοράτως «ο φυλάσσων τα νήπια» Θεός. Τα φέρνει έτσι η Παναγία, και
καταλήγει στα Καυσοκαλύβια, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου. Εκεί ζούν
δύο γέροντες, απλοί, αδροί. Γνήσιοι αγιορείτες. Γεωργούν τον αγρό της
ψυχής τους. Κάνουν τα καλογερικά τους. Αγαπούν τις ακολουθίες. Λένε την
ευχή. Δεν έχουν καμία ιδέα για τον εαυτό τους. Τρέφονται από την
παράδοσι του ιερού τόπου, όπως τα αιωνόβια δέντρα από το χώμα του Αγίου
Όρους.
Δέχονται αυτό το δωδεκάχρονο παιδί. Δεν του κάνουν ιδιαίτερες
διδασκαλίες. Το αγαπούν -και το καταλαβαίνει-, χωρίς να του λένε ποτέ
μπράβο. Απλώς, το παίρνουν στις ακολουθίες. Του δίδουν ένα κομποσχοίνι,
να λέη την ευχή. Αυτός βοηθιέται, τρέφεται πνευματικά, με το να ζή μαζί
τους· να τους βλέπη· και να αναπνέη την ευωδία του Αγίου Όρους. […]
Για τον νέο αυτό δόκιμο όλα είναι αφορμή χαράς και γνώσεως. Σαν
σφουγγάρι, ρουφά όλη τη χάρι από τις ψαλμωδίες, τις εικόνες και όλο το
περιβάλλον της Σκήτης. Τα πάντα τον ενθουσιάζουν και του μιλούν· η
ακολουθία στην Καλύβη, η αγρυπνία στο Κυριακό, όλη η φύσι του Αγίου
Όρους: τα νερά, τα δέντρα, τα πουλιά, τα βράχια.
Πράγματι, το «περιέχον» είναι «λογικόν και φρενήρες». Το περιβάλλον
είναι άγιο και ιερό. Το νοιώθει, το ζή. Ευχαριστεί τον Θεό που τον έφερε
σε τούτο τον παράδεισο. Ομολογεί ότι «η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι
έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου…».
Λέει: «Πρέπει να φύγω, να χαθώ, να μην υπάρχω». Θέλει να βρεθή με τους
ανύπαρκτους, τους ταπεινούς, και τους Αγγέλους. Και επειδή είναι αληθινό
και συνειδητό αυτό που ζητά, η δέησί του να χαθή δεν μένει χωρίς
ανταπόκρισι. Ο Θεός που τον προστάτεψε, όταν μόνος του πήρε τον δρόμο
για το Όρος, και τώρα ακούει τον πόθο της καρδιάς του. Ένα βράδυ, στον
σκοτεινό νάρθηκα του Κυριακού ναού της Σκήτης, πριν αρχίση η ακολουθία,
φτάνει ένας «χαμένος» ασκητής, ένας περιφρονημένος μοναχός, ο
Γερο-Δημάς, που ζή σ’ ένα ξεροκάλυβο πάνω από τη Σκήτη. Μέσα στον
σκοτεινό και άδειο χώρο αρχίζει ο Γέροντας τις μετάνοιες. Λέει την ευχή.
Έξαφνα βγάζει μία κραυγή δοξολογίας. Πλημμυρίζει από φως. Και αμέσως
παίρνει φωτιά η εύφλεκτη ύλη του μικρού μοναχού. Δέχεται τη χάρι.
Συγκλονίζεται, σαν να έπεσε πάνω του κεραυνός. Αναλαμβάνεται σε άλλο
κόσμο. Τρέμει σύγκορμα. Ανοίγουν οι αισθήσεις του. Βλέπει τα αόρατα.
Σπαρταρά από λυγμούς. Το μέγεθος της ευλογίας ξεπερνά την αντοχή του.
Πνίγεται στο κλάμα. Δεν μπορεί να μιλήση. Μόλις τελειώνει η ακολουθία,
τρέχει στο δάσος. Ξεσπά σε κραυγές: Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ!
Ο ουρανός απάντησε. Τα βλέπει όλα καθαρά, τα αισθάνεται. Τα ακούει, τα
οσφραίνεται από μακριά. Βλέπει τι συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου.
Βλέπει τι συμβαίνει στο βάθος της γής. Χάνεται μέσα στην απέραντη
αγκαλιά της αγάπης του Θεού. Μπορεί ένα τόσο μικρό παιδί να σηκώση ένα
τόσο μεγάλο χάρισμα; Ναί· ο Θεός ξέρει τι κάνει. Αυτός συγκλονίζεται από
την αγάπη του Θεού. Συνεχίζει την πορεία του μέσα στον παράδεισο της
θείας ευφροσύνης. Κολυμπά κυριολεκτικά μέσα στην πλησμονή της χαράς. Τα
βρίσκει όλα. Μας βρίσκει όλους, σαν ένα άνθρωπο.
Προσεύχεται. Μένει εκεί. Ταπεινώνεται και αναλαμβάνεται μέσα στα
μυστήρια του Θεού και μας τα κοινοποιεί. Δεν παίρνει αέρα το μυαλό του.
Μένει ξένος από κάθε ύβρι και οίησι. Είναι μεγάλος, δηλαδή ταπεινός, και
παραμένει. Δεν εντυπωσιάζεται από τα χαρίσματα αλλ’ απ’ Αυτόν που τα
δίδει. Μια ζωή έμεινε «κεκρυμμένος συν τω Χριστώ εν τω Θεώ», γεμάτος από
τη Χάρι. Είπε: «Ο άνθρωπος με τον Χριστό γίνεται χαριτωμένος και ζη
έτσι πάνω από το κακό. Το κακό γι’ αυτόν δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο το
αγαθό, ο Θεός».
«Όταν είναι κάνεις άδειος από τον Χριστό, τότε έρχονται χιλιάδες άλλα
και τον γεμίζουν: ζήλιες, μίση, ανία, μελαγχολία, αντίδρασι».
«Εκείνος που εμφορείται υπό του Αγίου Πνεύματος έχει και αυτός τη γνώσι
του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Του τα φανερώνει
το Άγιον Πνεύμα». Είναι θεοφόρος. Ο Θεός που του έδωσε το σθένος να
έλθη δωδεκάχρονος στο Αγιον Όρος του έστειλε μία ασθένεια. Αρρωσταίνει.
Δεν μπορεί να μείνη. Βγαίνει έξω από το Άγιον Όρος. Ο Αρχιεπίσκοπος του
Σινά Πορφύριος, όταν τον γνώρισε στην Εύβοια, εξεπλάγη και τον
χειροτόνησε ιερέα 20 ετών, δίδοντάς του το όνομα Πορφύριος.
Ο ακαδημαϊκός Αμίλκας Αλιβιζάτος, όταν τον γνώρισε τριαντατετράχρονο,
εξεπλάγη και ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο να τον
τοποθέτηση -αυτόν που είχε πάει μόνο στην πρώτη Δημοτικού-εφημέριο στην
Πολυκλινική Αθηνών, στην Ομόνοια. Εκεί μένει 33 χρόνια (1940-1973).
Γίνεται γνωστός ως μία αύρα του Πνεύματος και ένα θείο χαμόγελο για όλο
τον κουρασμένο κόσμο της περιοχής. Αγαπά και φωτίζει όλους, όπως ο Θεός
ανατέλλει τον ήλιο «επί πονηρούς και αγαθούς» (Ματθ. 5,45). Δεν
αποπαίρνει κανένα.
Παρηγορεί και αγιάζει τους πάντες. Φτάνει μέχρι και τον «οίκο ανοχής»
-όταν αγίαζε κατά τα Φώτα. Δεν παραξενεύεται. Χαίρεται. Ψάλλει μ’ όλη
του την καρδιά το «Έν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε…». Καλεί και αυτά
τα πονεμένα πλάσματα να φιλήσουν τον Σταυρό και να παρηγορηθή «η
ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη». Γίνεται γνωστός ως μία ευλογία για
όλους. Ένα αγγελικό πρόσωπο. Ένα θείο παιδί που παίζει. Μια ευωδία που
απλώνεται και βρίσκει κάθε ψυχή. Είναι αγράμματος και πάνσοφος. Είναι
ποιητής θεόπνευστος, λογοπλάστης και ανθρωποπλάστης. Λέει: Πρέπει να
είσαι ποιητής, για να γίνης χριστιανός. Ο Χριστός χοντροκομμένες ψυχές
δεν τις δέχεται. Λέει: Όλα τα έβλεπα, τα γνώριζα αλλά δεν μιλούσα.
Μιλούσε διακριτικά, όταν και όσο χρειαζόταν, για να δώση κουράγιο στον
άλλο, τον πονεμένο και άρρωστο. Να του πή πόσο ο Θεός είναι αγάπη.
Μιλούσε ελεύθερα. Και σου μετέδιδε την παιδικότητα του Παραδείσου που
είχε μέσα του. Έλεγε ό,τι σκεφτόταν και ό,τι είχε κάνει: ήθελε να μάθη
αρμόνιο· είχε φτιάξει ένα πρωτόγονο ραδιόφωνο που δούλευε όλο το
εικοσιτετράωρο. Και σε βοηθούσε να πής και σύ ό,τι σκεφτόσουν. Η
εξομολόγησι σ’ αυτόν γινόταν σαν μία φιλική συζήτησι. Ήταν ένα παιδί του
Θεού μέχρι τέλους. Σου παρουσιαζόταν όπως ήταν. Δεν σου παρίστανε
φτιαχτά τον άγιο και τον άψογο. Δεν φοβόταν την πραγματικότητα. Δεν
ήθελε να δοξασθή από τους ανθρώπους. Ήθελε να δοξασθή το όνομα του Θεού.
Του Θεού, που «βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Αυτός
ήταν ο π. Πορφύριος, που εκοιμήθητο 1991 στο κελλί που εκάρη μοναχός.
Ήταν μία φωτεινή παρουσία αλήθειας και παρακλήσεως, γιατί μας μετέδωσε
δωρεάν τη χάρι του Θεού που είχε μέσα του. Δεν μας διαφήμισε τις αρετές
και το άψογον της ζωής του. Αν ο π. Πορφύριος έμενε στα χαρίσματα και μ’
αυτά ήθελε να δοξασθή ως χαρισματούχος και να καταπλήξη τον κόσμο με
τις θαυματουργίες του, θα γινόταν ίσως μια Αθανασία του Αιγάλεω ή
κάποιος παρόμοιος ψευδοπροφήτης από τους πολλούς που ταλαιπωρούν τον
κόσμο. Τώρα είναι ο γέρων Πορφύριος, το αχάραχτο διαμάντι, το
χαμογελαστό παιδί του Θεού, που διώχνει τον ζόφο της κολάσεως και της
κατήφειας· βοηθά «να αισθανθή ο κόσμος το αγκάλιασμα που κάνει ο Χριστός
σε όλους μας».
Πάει πέρα από τα χαρίσματα. Είναι θεοφόρος και θεοκίνητος. Είναι σοφός
και ήρεμος. Έχει τη χαρά και την απλότητα του παιδιού του Θεού. Δεν
ταράζεται ατομικά. Δεν κραυγάζει ποτέ μεταδίδοντας την κρυάδα που
προκαλεί ο πλανεμένος και ψευδοπροφήτης «ως ιδίαν έχων φρόνησιν» (πρβλ.
απ. 2).
Είναι γαλήνιος. Μιλά «ήρεμα, απλά και απαλά». Χωρίς ανθρώπινους
εκνευρισμούς· μεταφέρει τη βεβαιότητα της πίστεως. Με ένα χαμόγελο
ουράνιο όλα τακτοποιούνται. Αθόρυβα και αναίμακτα καταστρέφεται ο
παλαιός άνθρωπος. Τα πάθη μεταβάλλονται, μεταμορφώνονται σε δυνάμεις
υπηρετικές του ανθρώπου για την πνευματική του προκοπή και σωτηρία. Ζή
και ομολογεί ότι η ταπείνωσι είναι η καρδιά της ψυχής. Ο εγωισμός είναι
κουταμάρα και αρρώστια που ζαλίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην
πλάνη. Είπε: Όταν φύγω, θα είμαι πιο πολύ μαζί σας. Και έτσι είναι.
Από το βιβλίο: Το κάλλος θα σώση τον κόσμο, έκδ. Ι. Μ. Ιβήρων, Άγ. Όρος
Πηγή: Περιοδική Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης, «Ορθόδοξα Μηνύματα», έτος στ΄, τ. 16, σελ. 10-11, Νοέμβριος 2015 – Μάρτιος 2016.
Τό πρόβλημα τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα
Μία ἁγιορείτικη θεώρησι
Ἀκοῦμε τὸ θέμα ποὺ ὑπάρχει. Καταλαβαίνουμε τὰ προβλήματα. Δεχόμαστε τὶς δυσκολίες. Ὑπάρχουν καινούργιες συνθῆκες ζωῆς. Βρίσκονται μαζὶ μὲ τὰ ὀρθόδοξα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ξένα, ἄλλης καταγωγῆς καὶ ἄλλων παραδόσεων.
Πρέπει νὰ βρεθῆ ἕνας τρόπος νὰ μπορέσωμε νὰ συμβιώνωμε, νὰ ἀνεχόμαστε τὸν ἄλλον τῆς ἄλλης παραδόσεως. Βρισκόμαστε σὲ νέα ἐποχή. Εὔκολα μετακινοῦνται πληθυσμοί. Μεταφέρονται πληροφορίες, γνώσεις καὶ ἐμπορεύματα.
Πρέπει νὰ εἶναι τὸ σχολεῖο ἀνοιχτό, ἀνεκτικό. Καὶ τὰ δικά μας παιδιὰ νὰ τὸ καταλάβουν, νὰ τὸ δεχθοῦν. Καὶ τὰ ξένα παιδιὰ νὰ μὴν αἰσθάνωνται ξένα, ἀλλὰ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὴ μιὰ πηγὴ τῆς ἀλήθειας.
Γίνεται συζήτησι. Προβληματίζονται πολλοί. Προτείνονται λύσεις: τὸ σχολεῖο νὰ ἔχη ἕνα χαρακτῆρα θρησκειολογικό. Νὰ μείνη ὁμολογιακὸ ἐφόσον ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία, σχεδὸν ὁλότης, εἶναι ὀρθόδοξη. Νὰ πάρη χαρακτῆρα πιὸ ἀνοιχτό, μὲ γνωσιολογικὸ περιεχόμενο.
Τὰ ἀκοῦμε, τὰ βλέπομε, τὰ κατανοοῦμε. Ὑπάρχει πρόβλημα. Ἀλλὰ ἔτσι ποὺ τίθεται προκαλεῖ δυσκολίες. Δημιουργοῦνται ἀντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ὅλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δὲν ἀρνοῦνται ἀλλὰ κηρύττουν τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσι. Ἀλλὰ ἐνῶ αὐτὰ λέγονται οἱ διαφωνίες ὑπάρχουν. Τὸ χάσμα φαίνεται μεγάλο.
* * *
Βλέποντας τὸ θέμα ὅλο ἀπὸ τὴ δική μας πλευρὰ τὸ βλέπομε σοβαρὸ καὶ ταυτόχρονα ἀνύπαρκτο.
Ἐρχόμενοι στὸ Ἅγιον Ὄρος μπαίνομε σὲ ἕνα σχολεῖο. Γινόμαστε ἰσόβιοι μαθητές. Σπουδάζομε καὶ ζοῦμε τὴ λειτουργικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ βρίσκομε τὴν ἀπάντησι γιὰ τὸ θέμα. "Ἐν αὐτῇ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καί ἐσμεν". Νοιώθομε νὰ εἶναι κάτι ἄλλο πανανθρώπινο καὶ θεϊκό. Δὲν εἶναι μιὰ θρησκευτικὴ ἄποψι. Εἶναι μιὰ θεοφάνεια· φανέρωσι τοῦ ἀοράτου, ἀκαταλήπτου καὶ ἀπροσίτου Θεοῦ.
Στὶς ἀντιρρήσεις ποὺ μπορεῖ νὰ προκληθοῦν ἀπὸ τὰ λεγόμενά μας, ἁπλῶς λέμε: ἀφῆστε μας νὰ μιλήσωμε γιὰ τὸ θέμα. Ἀφῆστε μας νὰ σιωπήσωμε. Νὰ πᾶμε στὴν ἄκρη. Νὰ μὴν ἐμποδίζωμε κανένα. Νὰ ποῦμε: "Ἔρχου καὶ ἴδε" (Ἰω. 1, 46). Δὲν μπορεῖς νὰ πῆς τὰ ἄρρητα.
* * *
Ζῶντας μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐκπλήττεσαι. Δὲν πλησιάζεις τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς διανοητικά. Γνωρίζεις τὸν Θεὸ ὡς πλησμονὴ ἀγάπης, ἀλήθειας καὶ κάλλους. Βαφτίζεσαι ὁλόκληρος στὰ νάματα τῆς χάριτος.
Γνωρίζομε τὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: Γίνεται ἄνθρωπος. Ταπεινώνεται. Θυσιάζεται. Δὲν κρίνει κανένα. Δέχεται νὰ κριθῆ ἀπὸ ὅλους. Τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ σώση τὴν ἐλευθερία του. Παραξενεύεσαι καὶ μένεις ἄφωνος μπροστὰ σ' αὐτὴ τὴν ταπείνωσι, τὸ ἔλεος, τὴ φιλανθρωπία.
Βλέπεις πῶς ἐπεμβαίνει. Δὲν τιμωρεῖ τὸν ἀδύνατο. Αἴρει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Κατακρίνει τὴν ἁμαρτία ἐν τῇ ἑαυτοῦ σαρκί. Σὲ ἐκπλήττει μὲ τὴ συμπεριφορά του.
Εἶναι ὁ Παντοκράτωρ καὶ παντοδύναμος. Πολιτεύεται ὡς ἀδύνατος καὶ ἀνύπαρκτος γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἀναπτυχθῆ ὁ ἄνθρωπος.
Φεύγει ἀπὸ ἀγάπη. "Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω". Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ εἶναι ὁ ἀοράτως παρὼν ποὺ τὰ κάνει ὅλα γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων. Εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος στὴ σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ διαγωγή Του μᾶς κρίνει.
Μέγα τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μέγα τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ μικροῦ, τοῦ ἄρρωστου, φυλακισμένου καὶ ξένου.
Εἶναι Θεὸς καὶ γίνεται ἄνθρωπος. Εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ὁμολογεῖ: "Ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος". Ταπεινώνεται. Πάει πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θέλει νὰ σώση τὸν περιφρονημένο καὶ ἐλάχιστο. Θέλει νὰ θεώση τὸ ἀνθρώπινο.
Δὲν εἶναι ἄλλο ἡ ὁμολογία τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ τοῦ κύρους· καὶ ἄλλη ἡ συντριβὴ τῆς ταπεινώσεώς Του. Τὸ "ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος" λέει διὰ τῆς διαγωγῆς του ξεκάθαρα: Ἐγὼ εἶμαι Θεὸς καὶ ὄχι ἄνθρωπος.
Μόνον ἕνας Θεὸς μπορεῖ τόσο νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ φανερώση τὴ θεϊκὴ δόξα τῆς ταπεινώσεως.
Καὶ γιὰ τὸν πιστὸ· δὲν εἶναι ἄλλο ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως καὶ ἄλλο ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἕνα πολύτιμο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.
Ἀμέσως δημιουργεῖται ἄλλο κλίμα. Ἀποκτᾶς ἄλλη συνείδησι τοῦ τί εἶναι Θεός, τί κόσμος καὶ τί ἄνθρωπος. Δὲν παίρνεις θέσι ἀμυνομένου, ἀλλὰ γεμίζεις μὲ τὸ δέος τοῦ προσκυνητοῦ ποὺ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης ποὺ σὲ περιβάλλει.
Ἀποκτᾶς ἄλλες αἰσθήσεις. Γίνεσαι μιὰ αἴσθησι. Κάνεις διάγνωσι τῆς ἀξίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ πράγματος. Γνωρίζεις τὸν Ἄγνωστο. Πλησιάζεις τὸν ἄφθαστο. Αὐτὸς σὲ πλησιάζει. Γι' αὐτὸ τὸ "γνόντες τὸν Θεὸν" ἐκφράζεται μὲ τὸ "γνωσθέντες ὑπὸ τοῦ Θεοῦ" (Γαλ. 4, 9).
Ὅλα μετροῦνται διαφορετικά, μεταμορφώνονται θεϊκά. Ὅλα εἶναι φανέρωσι αὐτῆς τῆς ἀγάπης· καὶ ὅταν μᾶς συμπαραστέκεται στοργικὰ καὶ ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπει διακριτικά.
Στὸν ἀπόστολο Πέτρο ποὺ ζητᾶ νὰ βαδίση ἐπὶ τῶν ὑδάτων καὶ νὰ ἔλθη πρὸς Αὐτόν, ἀπὸ ἀγάπη τοῦ δίδει τὴ δύναμι. Στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὴν ἴδια ἀγάπη κινούμενος αἴρει τὴν χάρι Του, καὶ ὁ Πέτρος βυθίζεται. Τότε ἀπὸ μέσα του φυσιολογικὰ βγαίνει ἡ κραυγή· Ἐπιστάτα ἀπολλύμεθα, σῶσε μας.
Ἡ μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ φανερώνεται στὴ θυσία τῆς ἀγάπης καὶ στὴν κένωσι τῆς προσφορᾶς. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται καὶ ἀναπτύσσεται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς εὐγνωμοσύνης, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐχαριστίας πρὸς Αὐτὸν ποὺ προσφέρεται ὡς τροφὴ τοῦ παντὸς κόσμου, ὡς ἄρτος οὐράνιος, μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος. Στέλνει τὸ Πνεῦμα του, τὸ ἀπαθῶς μεριζόμενον καὶ ὁλοσχερῶς μετεχόμενον. Σὲ κάθε ἅγια μερίδα θείου Ἄρτου βρίσκεται ὅλος ὁ Χριστὸς. Σὲ κάθε χάρισμα ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ὁ καθένας τρέφεται μὲ τὴν χάρι τῆς αἰωνιότητος.
Μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγάπη δέχεται ὁ ἄνθρωπος τὴ θεία ἐπίσκεψι. Ὅλα εἶναι εὐλογία: Ὅταν μᾶς χαρίζη τὴν ὑγεία, μᾶς τρέφει πνευματικά. Ὅταν ἐπιτρέπη δοκιμασίες, μᾶς χαρίζει τὰ ἀνέλπιστα. Στὸ τέλος πιὸ μεγάλη παράκλησι καὶ ἀστείρευτη χαρὰ ἔρχεται ἀπὸ τὶς δοκιμασίες. Οὔτε χαίρεσαι μόνο στὴ χαρά, οὔτε στυγνάζεις στὴ θλίψι. Ἀναπαύεσαι σὲ Αὐτὸν ποὺ εἶναι Θεὸς ἐλέους, οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας. Καταλήγεις σὲ μία αἴτησι: Γενηθήτω τὸ θέλημά σου. Χωρὶς αὐτὸν τίποτε δὲν ἔχει νόημα. Μὲ τὴ χάρι Του ὅλα μετατρέπονται, πρὸ παντὸς τὰ ἐπώδυνα, σὲ εὐλογίες.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀξία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μὲ μιὰ δίψα ποὺ δὲν σβήνει μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες. Ὅλο τὸν κόσμο νὰ τοῦ δώσης μένει ἀνικανοποίητος καὶ νηστικός. Στὸ ἐλάχιστο τὸ θεϊκὸ χάρισμα βρίσκει τὸ πᾶν ποὺ ἀκατάπαυστα ξεπερνιέται καὶ πάει παραπέρα. Αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο μὲ τὸν ἀτελεύτητο δυναμισμὸ δὲν κατορθώνεται μὲ ἱκανότητες καὶ προσπάθειες ἀνθρώπινες. Εἶναι δῶρο τοῦ Ἑνὸς ποὺ δίδεται ἐξαίφνης στὸν ἐλάχιστο καὶ ταπεινὸ ποὺ μόνον ἀγαπᾶ, ὑπομένει καὶ ἐλπίζει, ἀκόμα καὶ ὅταν ὅλα χάνωνται.
Ἔχει σαρκωθῆ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης ποὺ καταργεῖ τοὺς χωρισμοὺς καὶ τὸν θάνατο. Αὐτὴ τὴ σαρκωθεῖσα ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη γνωρίζομε. Αὐτὴ μᾶς ἔφερε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι. Αὐτὴ μᾶς σώζει δωρεάν. Αὐτὴν ὁμολογοῦμε καὶ κηρύττομε. Σ' αὐτὴν ἐγκαταλείπομε τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα. Σ' αὐτὴν ἐγκαταλείπομε τὰ παιδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου γιὰ νὰ προκόψουν.
* * *
Τὸ σύνολο τῆς ζωῆς στὴν Ἐκκλησία γνωρίζεται ὡς μία ἑορτή, ἕνα πανηγύρι χαρᾶς. Μέσα σ' αὐτὸ τὸ πανηγύρι τῆς ζωῆς καὶ τῆς εὐφροσύνης βάζει ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγὴ τὰ παιδιά. Νοιώθουν τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης καὶ τὴ χαρὰ τοῦ παιχνιδιοῦ.
Ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς καὶ μεγαλώνουν, γεννιοῦνται μέσα τους νέα ἐρωτήματα καὶ προβλήματα: Φυσιολογικὰ ἔρχονται καὶ οἱ ἀπαντήσεις. Τότε βλέπουν τὰ ἁπλὰ λόγια, οἱ ἦχοι καὶ οἱ εἰκόνες τῆς λειτουργικῆς θεολογίας, νὰ ἔχουν τόσο περιεχόμενο καὶ βάθος ποὺ οὔτε τὸ καταλάβαινες οὔτε τὸ χρειαζόσουν ὅταν ἤσουν μικρὸ παιδί.
Τὸ παιδὶ χαίρεται τὰ παιχνίδια καὶ τὴ ζωή. Λυπᾶται μιὰ στιγμὴ γιατὶ τὰ χάνει (τὰ παιχνίδια τοῦ παιδιοῦ καὶ τὴ νεότητα τοῦ ἐφήβου). Αὐτὰ ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ἐκπληκτικώτερα καὶ μονιμώτερα. Μπαίνει στὴν παράδοσι τοῦ Ἀποστόλου ποὺ ὁμολογεῖ: "ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμι". "Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου". Καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Ἔρχονται δυσκολίες. Δὲν σταματοῦν τὰ βάσανα. Ἀλλὰ τὰ πάντα μεταβάλλονται σὲ εὐλογία καὶ ἀγαλλίασι.
Ὁ δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τῆς ζωῆς μας, κάθε φορὰ μᾶς δίδει αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε. Ὅλα δι' Αὐτοῦ ἀποδεικνύονται καλά: ὁ σταυρός, οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες.
Ἐνισχύεσαι ἀπὸ τὶς δοκιμασίες, καὶ δυναμώνεις ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Τρέφονται οἱ ρίζες σου ἀπὸ τὶς πίκρες τῆς ζωῆς καὶ βλαστάνουν τὰ κλαδιά σου στοὺς φωτεινοὺς οὐρανοὺς τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐπεκτάσεως.
Δὲν διδάσκεσαι ἐγκυκλοπαιδικὰ τὸ φαινόμενο τῆς θρησκείας. Ζῆς τὴν πραγματικότητα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ πλάθεσαι ἀπ' αὐτήν.
Ὁ Θεὸς εἶναι τόσο μεγάλος καὶ εὔσπλαγχνος ποὺ σὲ ἀφήνει νὰ τὸν ἀρνηθῆς ἂν πέσης στὸν πειρασμὸ τῆς ἀφροσύνης, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν ἄσωτο υἱό. Ὁ πατέρας δὲν τὸν τιμωρεῖ (οὔτε περισσότερ τὸν θανατώνει) ἐπειδὴ τὸν ἀρνεῖται. Ἀλλὰ τὸν ἀφήνει νὰ πάη ὅπου θέλει. Καὶ ἡ πατρική του ἀγάπη πηγαίνει πρὶν ἀπ' αὐτόν. Τὸν συνοδεύει διακριτικά, χωρὶς νὰ τὸν βλέπη ὁ ἄσωτος. Καὶ ἀρνούμενος τὸν πατέρα ἀντιλαμβάνεται τὴν χάρι Του. Θυμᾶται τὸ σπίτι Του. Καὶ μόνος του γυρίζει στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς πατέρας.
Ὅ,τι ἐπιτρέπει τὸ ἐπιτρέπει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ καλό μας. Πρέπει νὰ καλλιεργηθῆ τὸ χωράφι γιὰ νὰ δώση καρπό. Πρέπει νὰ περάση δοκιμασίες σταυρῶν καὶ πειρασμῶν ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ φτάση στὴν εὐαισθησία νὰ παίρνη δι' ὀλίγων τὰ πολλὰ καὶ ἀπὸ τὸν πόνο τὴν παρηγοριά.
Κάνοντας ὑπομονὴ στὸν ἀγῶνα σου, κατὰ τὴν πιὸ δύσκολη στιγμὴ ποὺ φτάνεις νὰ λυγίσης· ἔρχεται καὶ σὲ βρίσκει. Μένει μαζί σου καὶ σὲ παρηγορεῖ.
Παραξενεύεσαι τότε καὶ λές: "Πόθεν μοι τοῦτο"; Πῶς ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα ποὺ ὅλοι μὲ περιφρόνησαν μὲ τὶς θεωρίες τους. Σὲ μένα ποὺ εἶμαι ἄξιος κάθε καταδίκης μὲ τὶς ἁμαρτίες μου. Καὶ ζῆς τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐπισκέψεως καὶ παρακλήσεως. Ζῆς τὸ θαῦμα τῆς θείας παρουσίας. Νοιώθεις τὸ θαῦμα πῶς δημιουργεῖται ὁ κόσμος ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἀπὸ περίσσευμα ἀγάπης. Πῶς σαρκοῦται ὁ Λόγος καὶ Θεός. Πῶς ἡ ἀνθρώπινη φύσι, ὁ ἄνθρωπος, ἡ Παρθένος Μαρία γεννᾶ τὸν Θεὸ καὶ ἀναδεικνύεται Θεοτόκος.
Αὐτὰ εἶναι ὑπὲρ φύσιν καὶ αἴσθησιν, ἀλλὰ ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Καὶ γι' αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἔχει πλάσει τὸν ἄνθρωπο.
Ὅλα τὰ μεγάλα γίνονται ἀκόπως, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ· δίδονται ἐξαίφνης, χωρὶς νὰ τὸ περιμένης, στοὺς ἥρωες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς.
Ζῆς μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ πόνων, γιὰ νὰ φτάσης σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν αἰωνιότητα· μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς σωτηρίας.
Σὰν τὸν ληστὴ ποὺ καταλήγει κρεμασμένος πάνω στὸν σταυρὸ νὰ πῆ μιὰ φράσι: "Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου". Καὶ μπαίνει αὐθημερὸν στὸν παράδεισο.
Σὰν τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ὑποφέρει ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν. Δὲν βρίσκει καμμιὰ παρηγοριὰ καὶ θεραπεία μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις. Φτάνει στὸ ἀπροχώρητο. Καταφεύγει στὸν Χριστό. Ἀκουμπᾶ τὸ ἄκρο τοῦ ἱματίου Του. Ἀφήνει σ' Αὐτὸν τὴν ἀπόγνωσι τοῦ πόνου. Καὶ δέχεται τὴν ἴασι τοῦ πάθους. "Παραχρῆμα ἔστη ἡ ρῦσις τοῦ αἵματος" (Λουκ. 8, 44).
Τότε λές: ἄξιζε ὅλος ὁ κόπος, τὰ βάσανα καὶ ἡ ὑπομονὴ μιᾶς ζωῆς γιὰ νὰ ζήσω αὐτὸ τὸ ἄρρητο θαῦμα.
Ὅλη ἡ ἀνθρωπότης εἶναι ἕνας ἄνθρωπος. "Εἷς ἄνθρωπος κατωνομάσθη τὸ πᾶν" (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ὅλη ἡ ἱστορία μιὰ ζωή, μιὰ πορεία δοκιμασιῶν καὶ πόνου. Εἶναι καιρὸς νὰ δεχθῆ τὸ μήνυμα τῆς ζωῆς, τὸ ἕνα, τὴν ἀποκάλυψι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι μιὰ τυφλὴ πορεία ποὺ καταλήγει στὸν θάνατο· ἀλλὰ εἶναι ἕνας δρόμος μὲ πολλοὺς σταυροὺς καὶ ἀπογνώσεις ποὺ καταλήγει στὴν Ἀνάστασι.
Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος δημιουργία τοῦ κόσμου. Καὶ εἶναι μεγαλύτερο δῶρο τῆς ἴδιας ἀγάπης ἡ ἔκπληξι τῆς Ἀναστάσεως ποὺ καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ ἐγκαινιάζει τὴν ἀτελεύτητη πορεία ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν.
* * *
Ἡ ζωὴ εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἐπειδὴ εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ ἀπρόβλεπτη. Συνέχεια ὅλα διακυβεύονται καὶ ὅλα εἶναι σίγουρα μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη Του.
Συμβαίνουν ἀπρόσμενες ἐκπλήξεις: Οὔτε ὁ μακρυνὸς καὶ ξένος εἶναι ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὴ σωτηρία, οὔτε ὁ κοντινὸς καὶ μαθητὴς εἶναι ἐξασφαλισμένος.
Ἕνας ληστὴς μπαίνει πρῶτος στὸν παράδεισο. Ἕνας μαθητὴς ἀρνεῖται τὸν Διδάσκαλο καὶ ἄλλος τὸν προδίδει. Ἕνας ἑκατόνταρχος πιστεύει. Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζουν καὶ ζητοῦν τὴ σταύρωσι. Ὁ πιὸ σκληρὸς διώκτης γίνεται ὁ μεγαλύτερος Ἀπόστολος. Ὅλα εἶναι καλὰ καὶ ἐνδιαφέροντα γιατὶ ὅλα τὰ ρυθμίζει "ὁ ἐπὶ πάντων Θεός".
Συμπεριφέρεται μὲ στοργὴ στὸν παραστρατημένο καὶ ἐνοχλούμενο ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Κρίνει αὐστηρὰ τὸν ὑποκριτὴ ποὺ κάνει τὸν δάσκαλο τοῦ νόμου καὶ βασανίζει τὸν κόσμο. Θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους. Καλεῖ κοντά του ὅλους τοὺς κουρασμένους καὶ ἀπεγνωσμένους. Πετᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ τοὺς κολλυβιστὲς καὶ ἀργυραμοιβοὺς ποὺ μεταβάλλουν τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ οἶκο ἐμπορίου.
Συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Συχνὰ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀρνοῦνται τὸν ζητοῦν.
Ἔρχονται ἐξ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀνακλίνονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ οἱ κατὰ φαντασίαν υἱοὶ τῆς Βασιλείας ἐκβάλλονται εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον.
Κάποιοι ποὺ λένε "Κύριε, Κύριε" καὶ παρουσιάζονται ὡς κήρυκες καὶ θαυματουργοὶ θὰ ἀκούσουν (δηλαδὴ ἀκοῦνε ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουν) "οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς".
Κάποιοι συντηρητικοὶ κηρύττουν ταγκιασμένη θεολογία· ἄλλοι προοδευτικοὶ νερουλιασμένη· καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀθορύβως προχέονται ποταμοὶ τῆς χάριτος ἀπὸ κάποιους πονεμένους, ταπεινοὺς καὶ ἄγνωστους.
Αὐτὸς εἶναι ἀγάπη ἀμετάπτωτη καὶ πάνσοφη. Ἐμεῖς ἐπιπολαιότης ἀδικαιολόγητη καὶ ἐπικίνδυνη. Ἀλλὰ μένει πάντα γιὰ ὅλους μας ἡ ὁδὸς τῆς μετανοίας.
* * *
"Δίδω ἀγωγὴ" σημαίνει ὅτι ξέρω τί εἶναι Θεός, κόσμος, ἄνθρωπος. Ξέρω τί εἶναι τὸ παιδί. Ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ. Ποιά εἶναι ἡ φιλοδοξία, ἡ προσδοκία καὶ οἱ δυνατότητές του. Ποιά ἐρωτήματα κυοφοροῦνται μέσα του καὶ ποιές ἀπαντήσεις δίδονται.
Ὅταν ἐγὼ ποὺ διδάσκω εἶμαι μισερὸς καὶ ἀνεπαρκὴς μὲ μειωμένα ἐνδιαφέροντα καὶ ἐλλιπῆ γνῶσι τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, εἶμαι ἀκατάλληλος γιὰ τὸ ἔργο τοῦ παιδαγωγοῦ.
Ὅταν τὸ παιδὶ εἶναι ἀετὸς τοῦ πνεύματος καὶ ἐγὼ τὸ βλέπω σὰν πουλερικό, γιὰ τὸ κοτέτσι τοῦ συστήματος, νὰ μοῦ δίδη αὐγὰ καὶ κρέας γιὰ πούλημα. Τότε ἀγνοῶ καὶ πνίγω τὰ αἰτήματα τοῦ ἀετοῦ ποὺ ἔχει ἄλλους ὁρίζοντες ζωῆς. Πετᾶ σὲ ἄλλα ὕψη. Καὶ φωλιάζει σὲ ἄλλες κορφές. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τί εἶναι ἄνθρωπος, ποιά ἡ φύσι καὶ ἡ ἀποστολή του.
Δὲν ἀσχολοῦμαι ἁπλῶς μὲ τὸ φαινόμενο θρησκεία. Δὲν ἔχω μπροστά μου σπουδαστὲς θρησκειολογικῶν ἀπασχολήσεων. Ἀλλὰ ἔχω εὐαίσθητα πλάσματα ποὺ θέλουν νὰ ζήσουν.
Ὀφείλω νὰ τοὺς προσφέρω τὴν κατάλληλη τροφὴ γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ τὰ παιχνίδια γιὰ νὰ παίξουν. Δὲν τοὺς ἐκθέτω ὅ,τι κυκλοφορεῖ στὴ θρησκευτικὴ ἀγορὰ γιὰ νὰ διαλέξουν μόνα τους. Ἀπομακρύνω ὅλα τὰ αἰχμηρὰ ἀντικείμενα γιὰ νὰ μὴν κοποῦν παίζοντας καὶ ὅλα τὰ φάρμακα γιὰ νὰ μὴν δηλητηριαστοῦν δοκιμάζοντας.
Τὰ παιδιὰ τῆς ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς παραδόσεως, ὅταν δοῦν καὶ ἀκούσουν τὸν δάσκαλό τους εὔκολα καὶ ἀπροβλημάτιστα νὰ ἐκθέτη μπροστά τους ὅλες τὶς θρησκευτικὲς δοξασίες καὶ τὰ σύμβολα· αὐθόρμητα θὰ περιοριστοῦν στὸν ἑαυτόν τους, θὰ κλειστοῦν στὴν πίστι τους γιατὶ θὰ διακρίνουν τὸν κίνδυνο τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ ἀμοραλισμοῦ. Ὁ δάσκαλός τους δὲν εἶναι παιδαγωγὸς ἀλλὰ μεταπράτης πληροφοριῶν.
Ὅταν παρουσιασθῆ ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται καὶ τοὺς ἐξασφαλίζει τὴ δυνατότητα τῆς προσωπικῆς ζωῆς καὶ ἐλευθερίας, τότε καθένα παιδὶ ἀνοίγει αὐθόρμητα τὴν καρδιά του ὅπως ἀνοίγει τὸ ἄνθος τὰ πέταλά του στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Καὶ ἀρχίζει ἡ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς εὐθύνης. Καθένας κρίνεται καὶ κρίνει αὐθόρμητα μέσα του.
Σέβομαι τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου σημαίνει ὅτι θυσιάζομαι γιὰ νὰ τὴν ἐξασφαλίσω. Καὶ ὁ ἐλεύθερος ἐν Πνεύματι ἄνθρωπος, ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται εἶναι ἕνα μέρος τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα ἐσμὲν οἱ πολλοί.
Οὔτε κατεβάζω τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς στὴν ἄψυχη πεζότητα τῆς ἀδιαφορίας. Οὔτε ἀγνοῶ τὴ δίψα καὶ τὴν προσδοκία τοῦ νέου ἀνθρώπου γιὰ τὰ θαυμαστὰ καὶ ἀνέφικτα. Ἡ Ἐκκλησία ἀνοίγει τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Γιὰ νὰ χαρῆ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς καὶ τὴν κατάργησι τοῦ θανάτου.
Εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι.
* * *
Συμπερασματικά: μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ ζωή, τὸ ὁμολογιακὸ μάθημα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀπεριόριστο. Τὸ ἀνοικτὸ ἀνθρωπίνως εἶναι τὸ κλειστὸ καὶ ἀνυπόφορο. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐλευθερία του δὲν μπορεῖ νὰ βγῆ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φθορᾶς τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου ποὺ δὲν χωροῦν τὸν ἄνθρωπο.
Θρησκευτικὰ γιὰ ὅλους εἶναι ἡ ἔκπληξι τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Θρησκευτικὰ γιὰ κανένα ἡ βάναυση ἐπέμβασι τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὸν ἄνθρωπο.
Δὲν θὰ τὸ κάνω πιὸ ἀνθρώπινο, κατὰ τὸ λογισμό μου, τὸ μήνυμα τῆς ζωῆς ὅταν παρουσιάζω τὸν Χριστὸ ὄχι ὡς Θεάνθρωπο, ὅπως τὸν πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὡς ἕνα ἀρχηγὸ θρησκείας ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ὑπάρχουν.
Καὶ δὲν βοηθῶ κανένα ὅταν λέω ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου δὲν εἶναι Θεοτόκος ἀλλὰ μιὰ καλὴ γυναῖκα.
Μὲ ἁπλότητα καὶ βεβαιότητα λέγονται τὰ ἄρρητα καὶ βιοῦνται τὰ ἀνέλπιστα: ὁ Θεὸς ἔχει τόση ἀγάπη ποὺ γίνεται ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τέτοιες δυνατότητες, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνη θεὸς κατὰ χάριν. Καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του δὲν εἶναι Χριστοτόκος ἀλλὰ Θεοτόκος, "ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται".
Αὐτὰ λέγονται καὶ βιοῦνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ οὔτε ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας σὲ κανένα ἡ ἀλήθεια. Οὔτε ἀποκρύπτεται ἀπὸ δειλία τὸ θαῦμα
Ἡ ἀλήθεια τῆς σεσαρκωμένης Ἀγάπης δὲν σκοτώνει οὔτε σταυρώνει κανένα. Ἀλλὰ δέχεται νὰ σταυρωθῆ γιὰ νὰ σώση τοὺς σταυρωτές της.
* * *
Στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν δυσκολίες καὶ πειρασμοί. Ὑπάρχει ὁ διάβολος ποὺ σπέρνει ζιζάνια μέσα στὸ καλὸ σπέρμα. Πολλοὶ θέλουν νὰ ἀφαιρέσουν τὰ ζιζάνια. Ὁ Κύριος τοῦ ἀγροῦ συμβουλεύει: Καλύτερα μὴν τὰ πειράζετε. Ἀφῆστέ τα νὰ συναυξάνωνται μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θερισμοῦ. Τότε θὰ πῶ στοὺς ἀγγέλους νὰ βγάλουν τὰ ζιζάνια καὶ νὰ τὰ κάψουν.
Ἐμεῖς θέλομε νὰ ξεκαθαρίσωμε τὰ πράγματα ἀμέσως. Ἐκεῖνος πάλι συμβουλεύει: περιμένετε. Μήπως δὲν διακρίνετε ἀκριβῶς ποὺ βρίσκεται τὸ κακό. Δὲν διακρίνετε σωστὰ τὴν ἀρρώστια καὶ μαζὶ μὲ τὰ ζιζάνια κάψετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας.
Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε σίγουροι γιὰ τὸ ἀλάθητο τῆς διαγνώσεώς μας. Καὶ ἐπεμβαίνομε δυναμικὰ γιὰ νὰ καθαρισθῆ ὁ ἀγρὸς τῆς ἱστορίας.
Καῖμε τὰ ζιζάνια τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων γιὰ νὰ κρατήσωμε καθαρὴ τὴν πίστι.
Καῖμε τὰ μιάσματα τῆς κατώτερης ράτσας γιὰ νὰ διατηρήσωμε καθαρὴ τὴ λευκὴ φυλή μας.
Σκοτώνομε τοὺς ἐκμεταλλευτὲς τοῦ λαοῦ γιὰ νὰ ἐπιβάλωμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα μὲ τὴ βία τῆς ἀποφάσεως καὶ τὴν ἰσχὺ τῆς γροθιᾶς μας.
Ἀλλὰ δὲν βρίσκεται ἔτσι ἡ λύσις. Ὅλοι εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅλοι περιμένουν τὴ σωτηρία. Ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.
Ἐνῶ τὸ ψέμα σκοτώνει τὸν ἄλλον γιὰ νὰ ἐπιβληθῆ· ἡ Ἀλήθεια σταυρώνεται γιὰ νὰ σώση τοὺς σταυρωτές της. Ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: "Σταυρώθητι καὶ μὴ σταυρώσης. Ἀδικήθητι καὶ μὴ ἀδικήσης". Ὁ τελικὸς σκοπὸς τοῦ θείου θελήματος εἶναι: "πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν".
* * *
Ὅταν ἀνεξάρτητα τῆς δημιουργικῆς τῶν πάντων Ἀλήθειας θέλω νὰ ἐπιβάλλω τὴν ἄποψί μου: ἢ σκοτώνω τὸν ἄλλον γιὰ νὰ σώσω τὴ θεωρία μου, ἢ σκοτώνω τὴν ἀλήθεια (ἐξισώνω τὰ ὑγιῆ μὲ τὰ νοσηρὰ) γιὰ νὰ ζαλίσω τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ πετύχω τὰ σχέδιά μου.
Εἶναι ἀδιάσπαστη ἡ σχέσι ἀλήθειας καὶ ἀγάπης. Δὲν ὑπάρχει ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη.
Ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης δημιουργεῖ τὸν κόσμο. Καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀλήθειας ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο. "Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Ἰω. 8, 32).
Τὸ ψέμα: εἴτε σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ σώση τὴ θεωρία του· εἴτε σκοτώνει τὴν ἀλήθεια -- ἐξισώνει τὴ φενάκη μὲ τὴν πραγματικότητα -- γιὰ νὰ ἀκυρώση τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀδύνατο καὶ ἀδικαιολόγητο.
Ψέμα εἶναι ἡ βάναυση ἐπέμβασι ποὺ ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας. Κλείνει τὸν ἄνθρωπο στὴν καταδίκη τῆς συμφορᾶς. Καὶ τὴν ὀνομάζει θρησκεία, ἐὰν ὁ αὐτουργός της παριστάνη τὸν προφήτη ἢ δημοκρατία ἐὰν παίζη τὸ ρόλο τοῦ πολιτικοῦ ἡγέτη.
Ἀλλὰ ἡ βαναυσότητα τοῦ πείσματος βασιλεύει ἀλλ' οὐκ αἰωνίζει. Βασανίζει μόνο μέσα στὴν ἱστορία τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ χρόνος περνᾶ. Ἡ μανία σβήνει. Ἡ γροθιὰ λειώνει. Τὰ θύματα μένουν. Καὶ μέσα στὶς οἰμωγὲς τοῦ πόνου καὶ τοὺς ποταμοὺς τῶν αἱμάτων ποὺ χύνομε, βλέπομε ἤρεμα ἡ ἴδια ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης νὰ παρουσιάζεται ἀλώβητη καὶ νὰ μᾶς περιμένη. . .
* * *
Καὶ ὅλοι ἐὰν ἐπαναστατήσωμε γιὰ νὰ ἀντικαταστήσωμε τὸν Ἕνα δημιουργὸ τοῦ παντὸς καὶ νὰ διορθώσωμε τὸ ἔργο Του, δὲν πετυχαίνομε τίποτε πέρα ἀπὸ συμφορὲς γιὰ τὸν κόσμο.
Καὶ ὅλοι μόνοι μας ἐὰν ἀποφασίσωμε νὰ Τὸν βοηθήσωμε μὲ τὸ λογισμό μας, πάλι στὸ κενὸ δουλεύομε.
Ὅταν μὲ δέος συνειδητοποιήσωμε τὴν ἱερότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν παντοκρατορία τῆς Ἀγάπης, συνερχόμεθα ἐν μετανοίᾳ. Ταπεινούμεθα εὐγνώμονα καὶ εὐχαριστοῦμε συνεσταλμένοι.
Ζητοῦμε νὰ γίνεται τὸ θέλημά Του καὶ ἐγκεντριζόμαστε στὴν καλλιέλαιο τῆς ζωῆς. Γίνονται παντοδύναμοι οἱ ἀδύνατοι. Αὐτοὶ εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους, γιατὶ ὅλοι εἴμαστε ἕνα.
Ἡ ἀποκαραδοκία τῶν ἐθνῶν καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας βουλήσεως εἶναι: ἵνα πάντες ἓν ὦσι.
Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὶς εὐαίσθητες ψυχές, ὅπου γῆς, ποὺ πονοῦν καὶ διψοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς ἐλευθερίας· καὶ ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς αὐτοὺς ποὺ πολτοποιήθηκαν - καὶ πολτοποιοῦνται - ἀπὸ τοὺς ὁλοκληρωτισμοὺς τοῦ ψεύδους, εἶναι καλὸ νὰ σεβαστοῦμε τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅπως τὴν ἔπλασε ὁ Θεός.
*Ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης) υπήρξε Καθηγούμενος των μονών Σταυρονικήτα (1968-1990) και Ιβήρων (1990-2005) του Αγίου Όρους.