«Εμείς είμαστε αναρχικοί, εσύ τι πρεσβεύεις;», φώναζαν στον Βασίλειο Γοντικάκη κάποιοι φοιτητές για να τον προκαλέσουν. «Μα και εγώ με τον “άναρχο Θεό” είμαι», απαντούσε ο βαθιά φιλοσοφημένος, μειλίχιος, γοητευτικός ομιλητής, Αγιορείτης μοναχός... κερδίζοντας το ακροατήριο.
Σταύρος Τζίμας
Όταν
κατά την δεκαετία του 80 ο ιερομόναχος Βασίλειος Γοντικάκης έβγαινε από
τον Αθω- και το έκανε συχνά- για κάποια ομιλία του στην Θεσσαλονίκη ή
στην Αθήνα, γινόταν ένας μικρός πανικός.
Τα αμφιθέατρα γέμιζαν
ασφυκτικά και στα ντουβάρια των Εξαρχείων και του Αριστοτέλειου
εμφανίζονταν- απουσία διαδικτύου- συνθήματα του τύπου “ελάτε στο
αμφιθέατρο της (….) σχολής, μιλάει ο Βασίλειος από το Άγιο Όρος και θα
πάθετε την πλάκα σας”.
Ήταν η εποχή της αμφισβήτησης και ο
“αναρχικός καλόγερος από το Άγιο Όρος”, ήταν περιζήτητος στις πιάτσες
των “ζυμώσεων” του “χώρου” αλλά και της Ορθοδοξίας.
Η
παρουσία ενός ηγουμένου, ενσαρκωτή του μεταφυσικού και του
“σκοταδισμού”, στα “επαναστατημένα” μεταπολιτευτικά φοιτητικά
αμφιθέατρα, ήταν από μόνη της ένα σκάνδαλο-όχι όμως και αυτή του
αγιορείτη ανατρεπτικού διανοούμενου. Οι συζητήσεις, ξεκινούσαν ως
θεολογικού περιεχόμενου και κατέληγαν στον Ηράκλειτο, την αναρχία και
την Επανάσταση. Γοητευτικός ομιλητής και βαθειά φιλοσοφημένος, ο
Βασίλειος δεν δίσταζε να απαντήσει, εν μέσω οχλαγωγίας πολλές φορές, με
ηρεμία, στις καταιγιστικές ερωτήσεις, ακόμα και στις πιο
“προβοκατόρικες”. “Εμείς είμαστε αναρχικοί, εσύ τι πρεσβεύεις;”,
φώναζαν από κάτω για να τον προκαλέσουν. “Μα και εγώ με τον “άναρχο
Θεό” είμαι ” απαντούσε.
“Τι
λέτε για την Επανάσταση;”, τον ρωτούσαν συχνά για να λάβουν την
απάντηση ότι “και εγώ με την επΑΝΑΣΤΑΣΗ είμαι” και συνήθως κατέληγε στο
συμπέρασμα ότι “είμαστε το ίδιο”.. “Νηστεύσαντες
και μη νηστεύσαντες”, έφευγαν από τις αίθουσες ευφρανθέντες ιδεολογικά
και ψυχικά, και προετοιμάζονταν για τον επόμενο γύρο, σε κάποιο άλλο
αμφιθέατρο..
Ο Βασίλειος Γοντικάκης, κηδεύτηκε στις 18
Σεπτεμβρίου, στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Άθω έχοντας
αφήσει ισχυρό αποτύπωμα τόσο στον αγιορείτικο μοναχισμό όσο και στην
έξω, κοσμική κοινωνία.
Γεννημένος στο Ηράκλειο Κρήτης το 1935,
μολονότι εμφάνιζε ιδιαίτερη κλίση στα Μαθηματικά, σπούδασε Θεολογία
στον πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία.
Νεότατος,
εκάρη μοναχός στο Άγιο Όρος, όπου οργάνωσε με υποδειγματικό τρόπο τα
κοινόβια, πρώτα της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα και στη συνέχεια της
Ιβήρων.
Το 2005 όμως παραιτήθηκε από το πόστο του ηγουμένου της
Ιβήρων- κίνηση ασυνήθιστη για τη μοναστηριακή ζωή-και πήρε τον δρόμο του
ασκητισμού.
Κατέφυγε στο
γειτονικό δάσος παρέα με τον καλογερίστικο ντορβά (ταγάρι), έχτισε εκεί
ο ίδιος μια ξύλινη καλύβα και αφοσιώθηκε, απαλλαγμένος από τα
διοικητικά καθήκοντα της ηγουμενίας, στην θεολογική και φιλοσοφική
σκέψη. Τουλάχιστον δεκαπέντε βιβλία, δεκάδες ομιλίες και διαλέξεις στην
Ελλάδα και το εξωτερικό αφήνει ως παρακαταθήκη του, μαζί με την αύρα της
σκέψης τούτου, απλωμένη στην χερσόνησο του Άθω.
Κοσμικοί
που βρέθηκαν κοντά του περιέγραψαν στην “Κ”, in memoriam, την
προσωπικότητα του ευφυέστατου και φιλοσοφημένου αυτού ιερωμένου, μέσα
από ιστορίες που βίωσαν μαζί του.
“Ο
Βασίλειος υπήρξε ένας εκ των μεγαλυτέρων Θεολόγων της εποχής μας”, λέει
ο κ. Αρίστος Κασμιρογλου, μακροβιότερος (από το 1977 έως και σήμερα)
πολιτικός διοικητής και αναπληρωτής διοικητής στο Άγιο Όρος τον οποίο ο
εκλιπών τιμούσε με την φιλία του. “Διέθετε μεγάλη θεολογική παιδεία και
όχι μόνο. Ήταν ο ανανεωτής του κοινοβιακού μοναχισμού στο Άγιο Όρος.
Υπήρξε συνομιλητής πολιτικών προσωπικοτήτων, τον επισκέφθηκαν ο
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, του οποίου υπήρξε επιστήθιος φίλος, ο Τσίπρας,
Κυριάκος και πολλοί άλλοι επώνυμοι ενώ ως γνωστόν ήταν τακτικός
ομιλητής και στα φοιτητικά αμφιθέατρα της δεκαετίας του 80 ”.
Ο
δικηγόρος κ. Διογεννης Καραγιαννακίδης γνώριζε καλά τον Βασίλειο, τον
οποίο θεωρεί ως την “σημαντικότερη προσωπικότητα μεταπολεμικά στο Άγιο
Όρος”.
“Θα μείνει στην ιστορία του μοναχισμού ως ο κατ εξοχήν
πρωτεργάτης της αναγέννησης του Αγίου Όρος στις αρχές της δεκαετίας του
60, καθώς με τον φρέσκο λόγο του μετέφερε και διέδωσε τα μηνύματα της
σύγχρονης θεολογίας στον Άθω”, προσθέτει και υπογραμμίζει ότι ο
Βασίλειος συν τοις άλλοις υπήρξε στην διαδρομή του “το ισχυρότερο
προγεφύρωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Άγιο Όρος. Ήταν
επαναστάτης θεολόγος και ταυτόχρονα απολύτως θεσμικός.”.
Κάποιες
φήμες, δε, που είχαν κυκλοφορήσει παλαιότερα ήθελαν τον Οικουμενικό
Πατριάρχη να προόριζε τον Βασίλειο για διάδοχο του Αρχιεπισκόπου
Αυστραλίας Στυλιανού, πλην όμως ο Γοντικάκης φέρεται να αρνήθηκε.
Εκτός
Αγίου Όρους ο Βασίλειος είχε το χάρισμα να “πυρπολεί” τα αμφιθέατρα και
τις ψυχές των νέων ανθρώπων στους οποίους απευθυνόταν με τον μοναδικό
λόγο του.
“Το νέο κρασί πρέπει να μπει σε νέους ασκούς και όποιος αντέξει”, συνήθιζε να λέει.
Ο δημοσιογράφος κ. Στέλιος Κούκος μας περιέγραψε μια από τις πολλές ομιλίες του στο Αριστοτελειο Πανεπιστήμιο.
“…
Η εκδήλωση ήταν στο αμφιθέατρο της Πολυτεχνικής Σχολής του Α Π Θ
μπροστά σε ένα ετερόκλητο φοιτητικό ακροατήριο, αφού, όπως πάντα, στις
ομιλίες του συμμετείχαν κυρίως φοιτητές από τους πιο συντηρητικούς μέχρι
τους πιο ανήσυχους και ταραχώδεις, αλλά και εξωπανεπιστημιακοί· όπως
και μερικές από τις σημαντικότερες μορφές της τέχνης και της διανόησης.
Για παράδειγμα ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στην Θεσσαλονίκη, ο Διονύσης
Σαββόπουλος στην Αθήνα.
Ξεκίνησε με την φράση «είσαστε όλοι Αγιορείτες» που προκάλεσε, ιδιαίτερη εντύπωση στην αίθουσα!
Είχαν προηγηθεί λίγα δευτερόλεπτα αγιορείτικης σιωπής του ομιλητή, δηλαδή προσευχής, μετά την μικρή παρουσίαση που του έγινε.
Και μετά άρχισε τον υπερ-λόγο, λόγο του που πάσχιζε, όχι να μας ξεσηκώσει, αλλά έμμεσα να μας… ξεκουνήσει”.
Ο
Βασίλειος Γοντικάκης, ενέπνευσε στις αρχές της δεκαετίας του 80 με την
στάση ζωής του στην μοναστική πολιτεία, την σκέψη και την δράση του, το
αποκαλούμενο «ρεύμα των Νεοορθόδοξων», που ευαγγελιζόταν την αναζήτηση
μιας ζωντανής Ορθοδοξίας πέρα από την ηθικισμό των παραθρησκευτικών
οργανώσεων ή τον δυτικότροπο διαφωτισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας και
στην κοσμική κοινωνία τροφοδοτούσαν διανοούμενοι όπως οι Χρήστος
Γιαναράς, Κωστής Μοσκώφ, Κώστας Ζουράρις, Γιάννης Ζηζούλιας, Διονύσης
Σαββόπουλος κ.α.
“Γύρω στο 1983 διάβασα σε κάποιο
άρθρο του περιοδικού Σχολιαστής τον πρωτοεμφανιζόμενο όρο “Νεορθοδοξία”
αφηγείται ο επί πολλά χρόνια αρχιτέκτων στο Άγιο Όρος κ. Φαίδων
Χατζηαντωνίου.
“Με έκπληξη διαπίστωσα πως τρεις πασίγνωστοι
άτυποι εκπρόσωποι τριών τάσεων της ελληνικής Αριστεράς, ήτοι ο Κωστής
ΜοσκώΦ (ΚΚΕ), Κώστας Ζουράρις (ανανεωτική αριστερά) και Διονύσης
Σαβόπουλος (ανένταχτη αριστερά), συνδέονταν με μια τελείως αναπάντεχη
συμπόρευση: την σχέση τους με έναν αγιορείτη λόγιο, τον Βασίλειο
Γοντικάκη, ο οποίος, μαζί με τον τότε ηγούμενο της Μονής Γρηγορίου
Γεώργιο Καψάνη ενσάρκωναν το ιδεώδες ενός νέου αγιορείτικου κοινοβιακού
μοναχισμού.
Περίεργο πράγμα: τα κομμάτια της Αριστεράς που δεν
μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους στους καθημερινούς αγώνες θεωρίας και
πράξης, τα έβρισκαν στο Άγιο Όρος, συνδιαλεγόμενα με έναν, παντελώς
άγνωστο στους κύκλους της Αριστεράς, αρχιμανδρίτη λόγιο κάνοντας βουτιές
στα νερά μιας εν πολλοίς άγνωστης πηγής της μακραίωνης ελληνικής
παράδοσης.
Θυμάμαι έντονα ένα πηγαδάκι με τέσσερις-πέντε
συναδέλφους μηχανικούς στην πρώτη μας επίσκεψη στην Μονή Γρηγορίου,
αριστεροί εμείς, όπου μας πλησιάζει ο ηγούμενος Γεώργιος και μας λέει
ότι «η υπέρτατη μορφή αναρχίας είναι η ορθοδοξία», κατεβάζοντας στη
συνέχεια τσιτάτα των νεομαρξιστών της Σχολής της Φρανκφούρτης, όπως ο
Μαρκουζε και Χορκχαίμερ. Οι γέροντες Βασίλειος Γοντικακης και Γεώργιος
Καψανης ήταν μεγάλες και γοητευτικές προσωπικότητες του σύγχρονου
αγιορείτικου μοναχισμού. ”
Η Καλλιτεχνική Διευθύντρια του
MOMus-Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη κ.Μαρία Τσατσάνογλου,
αφηγείται για την γνωριμία της με τον εκλιπόντα Βασίλειο και τις
καλλιτεχνικές του ευαισθησίες.
“Τον Βασίλειο, μαζί με τον στενό
του συνεργάτη μοναχό Χριστόφορο, τους γνώρισα στη Μόσχα όταν
προσπαθούσαν ματαίως να επαναποκτήσουν από την Ρωσική Εκκλησία ένα
μετόχι κοντά στην Κόκκινη Πλατεία που ανήκε ιστορικά στην Ιβήρων.
Εγώ
δεν είχα καμία σχέση με όλα αυτά, αλλά με συγκινούσε η προσπάθειά τους.
Περίμενα τις τακτικές επισκέψεις τους για να τους κεράσω καφέ και να
πεταχτώ για κρουασάν στον διπλανό φούρνο ώστε να τους δώσω χρόνο να
ξεκουραστούν και να αρχίσουν τις ωραίες διηγήσεις. Μια μέρα με πέτυχαν
στο γραφείο μου στην Ελληνική Πρεσβεία να συμπληρώνω τη φορολογική μου
δήλωση. Δεν γινόταν, τότε, διαδικτυακά η φορολογική δήλωση και
συμπληρώναμε κάτι σεντόνια σαν μεγάλες εφημερίδες.
“Να γιατί
χαίρομαι πού έγινα μοναχός, γιατί δεν έχω τέτοιες γραφειοκρατίες” μου
είπε γελώντας. Σε ένα ταξίδι μου χάρισε την αγιορείτικη υφαντή τσάντα
ταξιδιών του, σε ένα άλλο πήγαμε μαζί σε έκθεση μοντέρνας τέχνης.
Εξάλλου αγαπούσε την τέχνη, λάτρευε κυριολεκτικά τον Τσαρούχη και τον
θεωρούσε φίλο του. Αυτόν επισκεπτόταν ο Νίκος Αλεξίου και σταδιακά
δημιούργησε το σπουδαίο έργο του “The End”, μια μεγάλη εγκατάσταση
εμπνευσμένη από το ψηφιδωτό δάπεδο του Καθολικού της Μονής Ιβήρων που
έδειξε το 2005 στην Μπιενάλε Αλεξάνδρειας και το 2007 στη Μπιενάλε
Βενετίας.
Ο Βασίλειος Γοντικάκης
άκουγε κάθε τι προσεκτικά και δεν ήταν ακραίος και λαϊκιστής (“κάτι
Καντιώτηδες συκοφαντούν την εκκλησία” έλεγε), δεν θεωρούσε την ορθόδοξη
πίστη προαπαιτούμενο για οτιδήποτε, είχε απίστευτο χιούμορ και αγαπούσε
και υποστήριζε πραγματικά και βαθειά όλους ανεξαιρέτως τους αδύναμους
και καταφρονημένους. Είχε εναντιωθεί με τους μοναχούς που υποχρέωναν
τους επισκέπτες, στα εγκαίνια της πρώτης έκθεσης του τότε νεοσύστατου
Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού με θησαυρούς του Αγίου Όρους, να μην
φορούν μέσα στο κατακαλόκαιρο αμάνικα και κοντά παντελόνια (τις δε
γυναίκες να μην φορούν γενικώς παντελόνια!). “Μα είναι στην πόλη,
γυρνούν από βόλτα στη θάλασσα και επισκέπτονται μουσείο και όχι
μοναστήρι, τί σημασία έχει πώς είναι ντυμένοι” έλεγε. Θεωρούσε πως η
εκκλησία είναι πιστή στον θεολογικό λόγο και δεν λαϊκίζει, διαχωρίζοντας
με τον τρόπο του τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους:
“Άν
με κοσμικό τρόπο διοργανώνουμε τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και με
πνευματικό, νομίζουμε, τρόπο κηρύσσουμε το Ευαγγέλιο, αυτό σημαίνει ότι
και τα δυο (θεσμός και χάρισμα) πάσχουν και είναι αμφιβόλου γνησιότητας.
Ο
κ. Χάρης Τοπαλίδης, εκπρόσωπος της Τραπεζας Μακεδονίας Θράκης τότε,
είχε συνταξιδέψει στα μέσα της δεκαετίας του 90 στις Βρυξέλλες με τον
Βασίλειο για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους ενός
σημαντικού έργου της Μονής και θυμάται:
“Αφού τελείωσαν οι
συναντήσεις με το Γραφείο του αρμόδιου Επιτρόπου και τον ίδιο τον
Επίτροπο, τον προσκαλέσαμε σε μια Βrasserie για μια μπίρα και συζήτηση.
Ξεπερνώντας
την αρχική έκπληξη μου για το γεγονός ότι ένας Άγιος πατέρας, όπως
αυτός, έρχεται να πιούμε μπίρα σε pub στις Βρυξέλλες, δεν ήξερα ότι
ήμουν μπροστά σε μια ακόμη μεγαλύτερη. Μετά από μια συγκλονιστική
συζήτηση για την κοινωνική διάσταση της Ορθοδοξίας και αφού ανέλυσε το
προσωπικό του πιστεύω, ο Βασίλειος κατέληξε: ”Ξέρετε γιατί είμαι
Ορθόδοξος; Γιατί η Ορθοδοξία μου επιτρέπει να είμαι αναρχικός“.
Η
ανανεωτική ευρύτητα του πνεύματος αυτο΄πυ του ιερωμένου και η
απελευθερωτική του θεολογία – υποστηριζόμενη και από ένα διδακτορικό
τίτλο στη Φιλοσοφία στη Γαλλία-, μου δημιούργησε τόσο ισχυρή εντύπωση
που ήταν ικανή να διαλύσει τα αρνητικά (συντηρητικά) θεολογικά
στερεότυπα που μπορεί να έχει κάποιος για την Ορθοδοξία”. Αυτή ήταν η
ελευθερία σκέψης του Βασιλείου που γνώρισα εγώ».
Σε προχωρημένη
ηλικία και αδυνατώντας να αυτοεξυπηρετηθεί, ο Βασίλειος, αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την καλύβα του στο βουνό και να επιστρέψει στο
μοναστήρι, όπου έτυχε φροντίδας. Στη διάρκεια μιας Θείας Λειτουργίας,
στο καθολικό της μονής σκόνταψε, έπεσε και έσπασε το ισχύον.
“Έκοιμήθη
έμπλεος χαράς και θείου φωτός”, μερικές μέρες αργότερα σε κλινική της
Θεσσαλονίκης και τα τελευταία του λόγια στην εντατική, όπως μας είπαν
άνθρωποι που ήταν δίπλα του, ήταν: “ο Χριστός είναι η Ζωή, είναι το Φως,
είναι Παράδεισος”. |