Του Κώστα Νούση
θεολόγου - φιλολόγου Α.Π.Θ.
Δεν είναι τόσο η κρίση που μας φταίει, όσο η έλλειψη των μεγάλων μας στηριγμάτων, των παρηγορητών μας, των πατέρων μας που μας παρείχαν κάποτε το αίσθημα της ασφάλειας και της ελπίδας με την πατρική τους στοργή και παρουσία. Πέρασαν όντως πολλοί - για τα δεδομένα της εποχής μας - στα τέλη του περασμένου αιώνα, όπως οι γέροντες Πορφύριος, Ιάκωβος, Σωφρόνιος, Εφραίμ Κατουνακιώτης και άλλοι ων ο αριθμός ικανός εστί, αληθινοί γίγαντες της Ορθοδοξίας, φάροι ακτίστου φωτός και στυλοβάτες των απανταχού ορθοδόξων και του ελληνικού ειδικότερα ημετέρου έθνους.
Πράγματι, δεν μας φταίει η κρίση ή η πτώχευση, διότι ο ορθόδοξος ρωμηός – Έλλην έχει προ πολλού πτωχεύσει πνευματικά μέσα στα βρωμόνερα του υλισμού και της όποιας νεοειδωλολατρίας του. Πάντοτε εξάλλου οι άνθρωποι είναι γεμάτοι από προβλήματα μέσα στην ανακύκληση της ιστορίας. Εκείνο που λείπει είναι τα πνευματικά αντισώματα και οι προφήτες που ο Θεός στέλνει κατά καιρούς στο λαό του, όπως παλιότερα στον Ισραήλ. Τελευταία παρατηρείται μια προφητική λειψανδρία, ένα είδος θεοεγκατάλειψης, ίσως σημείο των καιρών. Θυμάμαι τότε που ζούσε ο γέροντας, τρέχαμε κοντά του με πόθο και τα ξεχνούσαμε όλα. Ό,τι θέμα και να είχαμε, ό,τι και να κάναμε, ακόμα και αμαρτίες, ό,τι και να μας απασχολούσε, ο γέροντας ήταν ο μεγάλος μας παράκλητος, η φωνή του Θεού. Πόσο λείπει σήμερα στην πατρίδα μας – και στον κόσμο όλο – ένας Παΐσιος!
Είχα την ευλογία ως φοιτητής να συναναστραφώ πολλάκις με το γέροντα Παΐσιο. Θυμάμαι ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν για μένα πατέρας αληθινός, όπως τον νιώθαν και όσοι τον επισκέπτονταν με πνεύμα Θεού και όχι περιεργείας. Συνηθίσαμε να διαβάζουμε για τους σύγχρονους αυτούς αγίους τόσα πολλά – δε θα κάνω λόγο εδώ για την καπήλευση ή και την μυθοπλασία και φαντασιοκοπία αναφορικά με τους εν λόγω γέροντες – που τους φέρνουμε στο νου μας σαν εξωγήινα υπερφυσικά όντα που είχαν μόνιμη σύνδεση με το υπερπέραν και κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα τους είχε δογματικό κύρος, κάτι σαν το παπικό αλάθητο. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Ήταν πρωτίστως και κυρίως τόσο καλές και όμορφες ψυχές που βλέποντάς τους καταλάβαινες ότι ο πλήρης και αυθεντικός άνθρωπος δε θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από αυτούς και ότι ο Χριστός κατά την επί γης παρουσία του ήταν μια συγγενούς ποιότητας προσωπικότητα, σαν τους αγίους αυτούς γεροντάδες, με την πατρική τους καρδιά, που ξεχείλιζε από αγάπη και ταπείνωση.
Ο γερο - Παΐσιος ήταν ένας καλοκάγαθος, πρόσχαρος και χαριτολόγος άνθρωπος, που μέσα από εύστοχα ευφυολογήματα και την «πειραχτική» του διάθεση σε κέρδιζε και σου περνούσε με γλυκό και διακριτικό τρόπο τις ένθεες συμβουλές του και – ενίοτε – και τα άμεσα μηνύματα που λάμβανε από τον ίδιο τον Κύριο. Παίρνοντας το μικρό μου αδερφό – έκτη δημοτικού τότε – στο κελί του, ο γέροντας τού είπε αστειευόμενος φέρνοντάς του καραμέλες: «εγώ είμαι γιατρός και θα παίρνεις αυτά τα φάρμακα πρωί, μεσημέρι, βράδυ». Μόλις φτάσαμε στην καλύβη της Παναγούδας, είχα βάλει το μικρό να χτυπάει το σιδερένιο σήμαντρο που λειτουργούσε σαν κουδούνι στο σπίτι του γέροντα. Ο γέροντας βγήκε μετά από κανένα δεκάλεπτο, ενώ ο μικρός χτύπησε ήδη αρκετές φορές το σίδερο εκείνο. Γελαστός ο γέροντας φώναξε βγαίνοντας: «ποιος είναι αυτός ο Γιώργος που βαράει συνέχεια και δε με αφήνει να ησυχάσω»; Σημειωτέον, ήταν η πρώτη φορά που ο μικρός μπήκε στο Όρος και όλοι μας θαυμάσαμε την οξεία «όραση» του πατρός.
Η υπεραιωνόβια προγιαγιά μου – τότε 105 ετών! - είχε πέσει και χτύπησε άσχημα. Όλοι περιμέναμε το μοιραίο, όπως και η ίδια, από μέρα σε μέρα. Έτυχε την περίοδο εκείνη να είμαι στον Άθωνα και του ζήτησα να προσευχηθεί για το καλοτάξιδο της ψυχής της. Χαμογέλασε εκείνος και είπε: «δεν έχει ανάγκη αυτή. Πρώτα θα με θάψει και μετά θα φύγει». Πράγματι, η γιαγιά εκοιμήθη το 2001, ενώ ο γέροντας το 1994.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που έμμεσα ή άμεσα απαντούσε σε λογισμούς και απορίες μου πριν τις εξωτερικεύσω. Να ήταν ιδέα μου λόγω αυθυποβολής, επειδή πίστευα στη διορατικότητά του; Ίσως έτσι θα το ερμήνευε ένας «εξυπνάκιας» αγνωστικιστής ή όποιος άλλος – γεμίσαμε εξάλλου από δαύτους τελευταία. Και έτσι όμως να είναι, εγώ έπαιρνα τις απαντήσεις μου και ουδέποτε έχασα. Θυμάμαι επίσης ότι τόνιζε την ανάγκη να έχουμε προσωπικό πνευματικό ο καθένας για να βοηθιόμαστε καλύτερα «από κοντά, διότι εκείνος από μακριά δε θα τα κατάφερνε τόσο καλά». Ένα ακόμα δείγμα της μεγάλης του ταπείνωσης.
Για το εκκλησιαστικό πρόβλημα στη Λάρισα που αναστάτωσε τη δεκαετία του ΄90 το πανελλήνιο, αν κρίνω από μαρτυρίες τρίτων και τη συμβουλή του σε μένα «άφησέ τα αυτά και μη συμμετέχεις αλλά κοίτα τη δική σου Λάρισα», κατάλαβα ότι ο φιλήσυχος και ειρηνικός γέροντας ήταν κάθετα αρνητικός σε κάθε φιλοσχισματική κίνηση στο χώρο της Εκκλησίας. Όταν διασταύρωσα αργότερα πως την ίδια γνώμη είχε και ο γέρων Πορφύριος, κατάλαβα ότι η «πλάνη» παρέσυρε πολλούς εκλεκτούς συντοπίτες μου, λαϊκούς και ιερωμένους.
Μια άλλη φορά ανεβαίναμε μαζί προς τις Καρυές, διότι θα συμμετείχε σε μια αγρυπνία σε κάποια άλλη καλύβη. Μου έλεγε στο δρόμο: «τι χαζός που ΄ναι ο διάβολος, ρε παιδάκι μου, και κάθονται και τον ακούν οι άνθρωποι! Ήρθε τις προάλλες ένας πλανεμένος με ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό που του είχε εμφανιστεί ο πονηρός με μορφή αγγέλου (ή της Παναγίας, δε θυμάμαι ακριβώς) και του είπε πως έρχεται μεγάλη καταστροφή και θα σωθεί όποιος σταυρωθεί από εκείνον. Του λέω και εγώ, βρε παιδί μου, ας πούμε, εγώ τόσα χρόνια καλόγερος με εξομολόγηση συχνή και θεία Κοινωνία και αραιά και πού ίσως είδα και κάτι, και συ τόσα χρόνια με βαριές αμαρτίες και ανεξομολόγητος και ακοινώνητος και είδες όραμα από τον Θεό; Βρε τι χαζός που ΄ναι ο πονηρός»!
Είναι λυπηρό να προσπαθούν κάποιοι να τον επιβάλλουν ή και καλοπροαίρετα πολλοί από μας να τον βλέπουμε σαν τον εθνικό μας προφήτη για την ανακατάληψη της Πόλης ή τη χαρισματική εκείνη εσχατολογική φωνή που αποκάλυψε και εξήγησε αλάνθαστα τα πάντα σχετικά με το χάραγμα του αντιχρίστου, τις κάρτες του πολίτη και όλα τα συναφή θέματα. Ο γέροντας και λόγω καταγωγής και ιστορικών συγκυριών ήταν ιδιαζόντως φιλόπατρις και αυθεντικός, λεβέντης Έλληνας, κάτι που σήμερα είναι σπάνιο, διότι η νέα έκδοση της ελληνικότητας είναι οι emo και όλοι εμείς οι νερόβραστοι «αγανακτισμένοι» νεοέλληνες. Ο γέροντας πονούσε καρδιακά και γνήσια για την πατρίδα και την Ορθοδοξία και δεν ανεχόταν πεσμένο ηθικό ή εκπτώσεις στην πίστη. Στο πλαίσιο αυτό δικαιολογούνται όλοι οι σχετικοί λόγοι του γέροντα, που η ιστορία θα αποδείξει το χαρακτήρα τους (ποιοι ήταν προορατικοί και ποιοι απλώς ενθαρρυντικοί και παρακλητικοί) και όχι οι ερμηνείες – παρερμηνείες διαφόρων, έστω και κληρικών.
«Έχεις εγωισμό»; με ρώτησε μια φορά που τον πέτυχα στη Δάφνη, καθώς εξερχόταν του Όρους. Σε καταφατική μου απάντηση – ποιος δεν έχει άλλωστε ή ποιος θα κρυβόταν από έναν τέτοιο άνθρωπο που με το Άγιο Πνεύμα έβλεπε και τα βάθη της καρδιάς – με συμβούλεψε: «να ΄χεις τον καλό εγωισμό». Αυτόν που πρέπει να έχουμε όλοι, για να γίνουμε καλύτεροι χριστιανοί και Έλληνες και να ανακτήσουμε τη χαμένη μας εθνική αξιοπρέπεια και την ξεβαμμένη μας πνευματική ταυτότητα. Διότι ο γέροντας ήταν αληθινός, λεβέντης άνθρωπος και στρατιώτης Χριστού και αυτό το πνεύμα εμφυσούσε σε όλους. Ο Θεός που είδε όλα τα παραπάνω και κυρίως τους άγνωστους σε μας αιματηρούς του αγώνες από το μεγάλο του έρωτα για τον Χριστό, τον χαρίτωσε με πολλά υπερφυσικά δώρα: προόραση, διόραση, θαυμαστή μετάβαση από τόπο σε τόπο, ιαματικό χάρισμα, προ και μετά θάνατον. Όμως ο γέροντας ήταν πρώτα από όλα ένας άνθρωπος ζεστός, μια παιδική ψυχή, ένας αδυσώπητος εις εαυτόν ασκητής αλλά με τεράστια αγάπη, διάκριση, επιείκεια και αυτοθυσία για όλους τους άλλους αδερφούς του, ορθοδόξους και μη. Και έτσι μάλλον πρέπει να τον βλέπουμε και για αυτά κυρίως να τον αγαπάμε.
Τις περισσότερες φορές πήγαινα μεταφέροντας ερωτήσεις, προβλήματα και αιτήσεις προσευχής φίλων και γνωστών. Η ανωριμότητα της ηλικίας δε μου επέτρεψε να «εκμεταλλευτώ» το γέροντα, όπως θα το έκανα αν ζούσε σήμερα. Η αξιωματική άλλωστε διαπίστωση «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα» ισχύει για τις περισσότερες των περιστάσεων του βίου εκάστου. Θυμάμαι κάτι τελευταίο από τον παππούλη και δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πώς και γιατί αυτός ο άνθρωπος με αγαπούσε και ενδιαφερόταν, ενώ με γνώριζε τόσο λίγο: «εντάξει τώρα, τελείωσες με τις ερωτήσεις των άλλων. Για σένα δεν έχεις κάτι να ρωτήσεις»; Με αιφνιδίασε με αυτό ο γέροντας. Κόλλησε το μυαλό μου. «Όχι, γέροντα, δε μου ΄ρχεται κάτι τώρα». Επέμεινε αρκετά. Στο τέλος, γελαστός και χαρούμενος δεν έχασε την ευκαιρία κατά την προσφιλή του τακτική να με «πειράξει»: «καλά βρε, εδώ έρχονται από Αμερική, Αυστραλία, όλο τον κόσμο και με ρωτάνε, και γω τώρα σε παρακαλάω να με ρωτήσεις κάτι να σου απαντήσω και συ δεν έχεις τίποτε»; Ηχεί ακόμα στα αυτιά μου το γλυκύτατο εκείνο μειδίαμα του γέροντα μπροστά στη νεανική μου αμηχανία και προβάλλει ανεξάλειπτα στο νου μου το φωτεινό εκείνο χαριτωμένο από το Πνεύμα βλέμμα του. Το βλέμμα και το πρόσωπο ενός σύγχρονου Αγίου της Ορθοδοξίας που λίαν συντόμως εύχομαι και προσεύχομαι να αναγνωριστεί και επίσημα από τη Μητέρα Εκκλησία της Κων/πολης. Πιστεύω ακράδαντα πως ήδη εκείνος τότε γνώριζε πριν από μένα και σε πολύ μεγαλύτερο βάθος και πλάτος από μένα τις απορίες που εν καιρώ έβγαιναν στην επιφάνεια του συνειδητού και στην πορεία του βίου μου, όπως και τις απαντήσεις τους. Το άγιο χαμόγελό του ήταν η περιεκτική προκαταβολική απάντησή του σε όλη την έκταση των περί εμέ ζητημάτων και η σιγουριά που ενέπνεε και εμπνέει σε όλους όσοι τον επικαλούνται και στον καθένα μας χωριστά: «μην ανησυχείς. Θα μεσιτεύω για σένα και ο Θεός θα δώσει, γιατί είναι άπειρη Αγάπη και Έλεος».
Κ.Ν.
22/6/2011