Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Philip Sherrard (Φίλιππος Σέρραρντ).

 Αφιέρωμα σε ενα μεγάλο ελληνιστή, ιστορικό, φιλόσοφο, θεολόγο, συγγραφέα, ποιητή και μεταφραστή που έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στην Εύβοια (Λίμνη).


Ο Φίλιππος Σέρραρντ γεννήθηκε στην Οξφόρδη τον Σεπτέμβριο του 1922, σε μια οικογένεια με Αγγλο-Ιρλανδικές καταβολές. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Cambridge και του Λονδίνου (Ιστορία και Λογοτεχνία) και αργότερα δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης (St Antony's College) και του Λονδίνου (King's College). Υπηρέτησε ως Υποδιευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών κατά τα έτη 1951-2 και 1958-62.

Επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως στρατιώτης (με το Βασιλικό Πυροβολικό) ύστερα από την απελευθέρωση της Αθήνας, το 1946. Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 συνδέθηκε στενά με το Άγιο Όρος και βαπτίστηκε Ορθόδοξος (1956).

Επίσης, συνδέθηκε με πολλούς Έλληνες ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος.

Φίλιππος Σέρραρντ: "Θα προσθέσω μόνον ότι, παρόλο που έπρεπε να ευχαριστήσω τον Θεό για όλα όσα μου έδωσε σε αυτή τη ζωή, Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα για το δώρο της φιλίας με δύο ανθρώπους, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, με τη συνεργασία των οποίων, παρόλο που δεν το ξέρανε, μέσω επιστολών και άλλων γραπτών τους, μπόρεσα να συντάξω αυτές τις σημειώσεις. Ευχαριστώ!" ("Αετοπούλειο" Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Χαλανδρίου, 11 Μαΐου 1994).

Επί πολλά έτη, συνεργάστηκε με τον Edmund Keeley μεταφράζοντας στα αγγλικά τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, όπως και με τον Επίσκοπο Διοκλείας, Κάλλιστο Ware και τον G.E.H. Palmer στη μετάφραση της "Φιλοκαλίας", της συλλογής των κειμένων των Ιερών Πατέρων της Ορθοδοξίας.

Το 1958, αποφάσισε να αφήσει το St Antony's College (Οξφόρδη) και το 1959 αγόρασε ένα κτήμα κοντά στη Λίμνη (περιοχή Κατούνια) στη Βόρεια Εύβοια, όπου εγκαταστάθηκε αργότερα, έχοντας ήδη παντρευτεί τη δεύτερη σύζυγό του, Διονυσία Harvey. Από το 1977 και μετά, έζησε μόνιμα εκεί, χωρίς ηλεκτρικό και τηλέφωνο.

Λίγο πριν πεθάνει, έχτισε κοντά στο σπίτι του ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Σκέπη, με υλικά και αρχιτεκτονικό ρυθμό που μεταφέρουν στην εποχή μας το πνεύμα της αρχαίας χριστιανικής αρχιτεκτονικής και λατρείας.

Ἐφυγε από τη ζωή στις 30 Μαΐου 1995, σε ηλικία 72 ετών και τάφηκε δίπλα στο εκκλησάκι που είχε κτίσει στο κτήμα του.

"The Guardian", 8 Ιουνίου 1995
"Στο τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου, ο Φίλιππος Σέρραρντ, βρέθηκε ως νεαρός στρατιώτης κάπου στην Ιταλία, όπου έπρεπε να δεχθεί την παράδοση ενός Γερμανού αξιωματικού. Ζήτησε από τον Γερμανό να δώσει το όπλο του. Ο αξιωματικός αρνήθηκε, λέγοντας: "Θα το κάνατε εσείς αυτό στη θέση μου;". Η απάντηση του Φίλιππου ήταν να βγάλει το δικό του πιστόλι από τη θήκη και να το αφήσει πάνω στο τραπέζι. Το πιστόλι ήταν φτιαγμένο από ξύλο. Δεν ήθελε να έχει αληθινό πιστόλι" (Juliet de Boulay).

Έγραψε περίπου 30 βιβλία και αναρίθμητα δοκίμια
Μια σειρά βιβλίων του, όπως ο ίδιος είχε πει, είναι "αφιερωμένα στην προσπάθεια να διακρίνουμε τις μεταβολές που υπήρξαν στα πρότυπα σκέψης του Ευρωπαϊκού κόσμου και οι οποίες μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση πνευματικής εγκατάλειψης και συνεπώς στην αποσύνθεση, και να σημειώσουμε πως προϋπόθεση κάθε σωτηρίας είναι η αλλαγή της πνευματικής νοοτροπίας".

Φίλιππος Σέρραρντ:
"Έξω από την αγάπη δεν υπάρχει λόγος για την ύπαρξη του κόσμου"
"Αν ο Θεός δεν είναι παρών σε ένα κόκκο άμμου, τότε δεν είναι παρών ούτε στον Ουρανό"
"Μέσα μας και μέσω ημών ο φυσικός κόσμος αγιάζεται και αποκαλύπτεται η εσωτερική του μυστηριακή ποιότητα. Εμείς είμαστε οι ιερείς του ναού αυτού του κόσμου"
(Από το βιβλίο του "Το Ιερό στη Ζωή και στην Τέχνη")

Το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει
Φίλιππος Σέρραρντ: "Μια θρησκευτική παράδοση μπορεί να δώσει το προσάναμμα, αλλά αν η χάρη του Αγίου Πνεύματος δεν θ' ανάψει αυτό το προσάναμμα στην ψυχή ενός ανθρώπου ή ενός λαού, μένει προσάναμμα και η παράδοση η ίδια θα είναι μια νεκρή κληρονομία.
Μια θρησκευτική παράδοση μόνη της δεν μπορεί να δώσει ούτε άμεσα ούτε έμμεσα ό,τι βαθύτερο έχει ένας άνθρωπος ή ένας λαός να παρουσιάσει πνευματικά. Ό,τι πνευματικά παρουσιάζει είναι πάντοτε το άμεσο δώρο του Αγίου Πνεύματος, και το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει, δεν περιορίζεται σε μία ορισμένη Ανατολική ή Δυτική θρησκευτική παράδοση, περιορίζεται μόνο από την ανικανότητα του ανθρώπου να το(ν) δεχθεί" ("Αετοπούλειο" Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Χαλανδρίου, 11 Μαΐου 1994).


πηγή

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΘΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΣΤΟΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΙΟ




Aνα­ρω­τι­έ­ται ὁ μέ­σος πο­λί­της σέ τί ὀ­φεί­λε­ται ἡ κα­κο­δαι­μο­νί­α τῆς πο­λι­τι­κῆς στόν νε­ο­ελ­λη­νι­κό βί­ο. Ἀ­πό τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πό τούς Τούρ­κους μέ­χρι σή­με­ρα, ἡ πο­λι­τι­κή σκη­νή τῆς χώ­ρας μα­στί­ζε­ται ἀ­πό δι­αι­ρέ­σεις, ἔ­ρι­δες, ἐ­ξαρ­τή­σεις, πε­λα­τεια­κές σχέ­σεις κι ἀ­πραγ­μα­το­ποί­η­τες ὑ­πο­σχέ­σεις. Δύ­ο ἐμ­φύ­λιοι πό­λε­μοι ἀ­κο­λού­θη­σαν τήν ἐ­ξέ­γερ­ση τοῦ 1821 (ἀ­πό τό 1823 ἕ­ως 1825), ἐμ­φύ­λια δι­α­μά­χη εἴ­χα­με πρίν ἀ­πό τήν Μι­κρα­σι­α­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, ἐμ­φύ­λιος φο­βε­ρός ἔ­γι­νε με­τά τήν Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή, χι­λιά­δες τά θύ­μα­τα, συ­νε­χεῖς οἱ δι­αι­ρέ­σεις, ἐμ­πο­δί­ζουν μιά συλ­λο­γι­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ βί­ου. Μά κι ἡ πε­ρί­ο­δος πού ἀ­κο­λού­θη­σε τήν με­τα­πο­λί­τευ­ση τοῦ 1974, χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ἀ­πό κομ­μα­τι­κές δι­αι­ρέ­σεις κι ἀ­συ­νεν­νο­η­σί­α.
Οἱ πο­λι­τι­κοί ἐκ­μαυ­λί­ζουν τούς πο­λί­τες καί ἐ­κεῖ­νοι μέ τήν σει­ρά τους ὑ­πο­κύ­πτουν στό ψεῦ­δος, τήν ἀ­πά­τη καί τίς μι­κρο­κομ­μα­τι­κές σκο­πι­μό­τη­τες. Κι ἔ­τσι φτά­σα­με ὥς ἐ­δῶ, στήν τε­ρά­στια πνευ­μα­τι­κή κρί­ση πού ἐκ­δη­λώ­θη­κε ὡς οἰ­κο­νο­μι­κή. Στήν χώ­ρα μέ τόν σπου­δαῖ­ο πο­λι­τι­σμό, δέν πα­ρά­γε­ται πο­λι­τι­σμός. Στήν γῆ ὅ­που γεν­νή­θη­κε ἡ δη­μο­κρα­τί­α, ἡ πο­λι­τεί­α πά­σχει ἀ­πό δι­α­φθο­ρά κι ἀ­πό ἔλ­λει­ψη ἐ­φαρ­μο­γῆς τῶν νό­μων. Στόν τό­πο πού ἔ­ζη­σαν χι­λιά­δες ἅ­γιοι καί δί­και­οι, ὁ κό­σμος ἔ­χει ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό, πο­λε­μι­έ­ται (ἄ­δι­κα) ἡ Ἐκ­κλη­σί­α καί συ­νά­μα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πά­σχουν ἀ­πό ἔλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος. Ἀ­να­ζη­τῶν­τας τά αἴ­τια τῆς κα­κο­δαι­μο­νί­ας, ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον νά δοῦ­με τί γρα­φό­ταν γιά τήν πο­λι­τι­κή σκη­νή τοῦ τό­που μας στό πα­ρελ­θόν:


Γρά­φει ὁ Ἀ­να­στά­σιος Βυ­ζάν­τιος(1), στήν ἐ­φη­με­ρί­δα «Νέ­αι Ἡ­μέ­ραι» τόν Μά­ι­ο τοῦ 1870: «Πι­θη­κί­σαν­τες τά πάν­τα, ἐ­πι­θη­κί­σα­μεν, φυ­σι­κῶ τῷ λό­γῳ, καί τά κόμ­μα­τα. Οἱ πε­ρί τό συν­ταγ­μα­τι­κόν πο­λί­τευ­μα φι­λο­σο­φή­σαν­τες πρέ­πει νά κα­τα­βῶ­σιν εἰς Ἑλ­λά­δα, ὅ­πως ἴ­δω­σι ποῦ κα­τήν­τη­σεν ὁ σω­τή­ριος καί ἀ­ναγ­καῖ­ος θε­σμός τῆς συμ­πο­λι­τεύ­σε­ως καί ἀν­τι­πο­λι­τεύ­σε­ως. Ὅ­τι παρ΄ ἄλ­λοις εἶ­ναι εὐ­γε­νής ἅ­μιλ­λα καί ἀ­μοι­βαῖ­ος ἔ­λεγ­χος, πα­ρ’ ἡ­μῖν με­τε­βλή­θη εἰς τυ­φλήν ἐμ­πά­θειαν καί εἰς ἐμ­φύ­λιον πό­λε­μον. Ὑ­πάρ­χει ἀ­νι­οῦ­σα τις κλῖ­μαξ δι­α­φθο­ρᾶς, ἀρ­χο­μέ­νη ἀ­πό τοῦ τε­λευ­ταί­ου ψη­φο­φό­ρου καί λή­γου­σα εἰς τόν πρω­θυ­πουρ­γόν, καί ἐν τῇ σκο­λιᾷ ταύ­τῃ κλί­μα­κι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά μεί­νει τις ὄρ­θιος καί ἀ­κη­λί­δω­τος. Τό κέν­τρον δέ τῆς δι­α­φθο­ρᾶς, ὁ ἀ­σκός τοῦ Αἰ­ό­λου, ἐξ οὗ ἀ­πο­λύ­ον­ται ἐ­πί τῆς Ἑλ­λά­δος ὁ μα­ρα­σμός καί ἡ ἀ­τί­μω­σις, εἶ­ναι τό Ἑλ­λη­νι­κόν Βου­λευ­τή­ριον. Πό­σοι ψη­φί­ζου­σι κα­τά συ­νεί­δη­σιν; Πέν­τε ἤ δέ­κα. Οἱ δέ λοι­ποί; Κα­τά τάς δω­ρε­άς, ἅς προ­χέ­ει ἡ ἐ­ξου­σί­α, ἤ κα­τά τάς ἐλ­πί­δας, ἅς πα­ρέ­χει ἡ ἀν­τι­πο­λί­τευ­σις. Εἰς οὐ­δέν χρη­μα­τι­στή­ριον πι­στεύ­ο­μεν νά γί­νων­ται τό­σαι δο­σο­λη­ψί­αι, ὅ­σαι ἐν τῷ ἀ­χυ­ρῶ­νι ἐ­κεί­νῳ, ὅ­στις ἐν Ἀ­θή­ναις κα­λεῖ­ται Βου­λευ­τή­ριον….»


Καί ὁ Μέ­γας Ἀ­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δι­α­μάν­της ἀ­να­φέ­ρει στό μυ­θι­στό­ρη­μα «Οἱ ἔμ­πο­ροι τῶν ἐ­θνῶν» τό 1882, λί­γα χρό­νια πρίν τήν Πτώ­χευ­ση τοῦ 1893: «Ἡ ἀρ­γί­α ἐ­γέν­νη­σε τήν πε­νί­αν. Ἡ πε­νί­α ἔ­τε­κεν τήν πεῖ­ναν. Ἡ πεῖ­να πα­ρή­γα­γε τήν ὄ­ρε­ξιν. Ἡ ὄ­ρε­ξις ἐ­γέν­νη­σε τήν αὐ­θαι­ρε­σί­αν. Ἡ αὐ­θαι­ρε­σί­α ἐ­γέν­νη­σε τήν λη­στεί­αν. Ἡ λη­στεί­α ἐ­γέν­νη­σε τήν πο­λι­τι­κήν. Ἰ­δού ἡ αὐ­θεν­τι­κή κα­τα­γω­γή τοῦ τέ­ρα­τος τού­του… ».
Καί στήν ἐ­φη­με­ρί­δα «Ἀ­κρό­πο­λη», σέ ἐ­πο­χή με­γά­λης ἔν­δειας, ὁ Πα­πα­δι­α­μάν­της σχο­λιά­ζει τό 1896: «Τό­τε σ' ἐ­ξε­θέ­ω­ναν οἱ προ­ε­στοί κι οἱ «γυ­φτο­χα­ρα­τζῆ­δες», τώ­ρα σέ «ἀ­θε­ώ­νουν» οἱ βου­λευ­ταί κι οἱ δή­μαρ­χοι. Αὐ­τοί πού εἶ­χαν τό λύ­ειν καί τό δε­σμεῖν εἰς τά δύ­ο κόμ­μα­τα, τούς ἔ­τα­ζαν «φούρ­νους μέ καρ­βέ­λια», δώ­σαν­τες αὐ­τοῖς οὐ­χί... πλεί­ο­νας τῶν εἴ­κο­σι δραχ­μῶν με­τρη­τά, ἀ­πέ­ναν­τι, κα­θώς τούς εἶ­παν, καί πα­ρα­κι­νή­σαν­τες αὐ­τούς νά ἐ­ξο­δεύ­σουν κι ἀ­π' τή σακ­κού­λα τους ὅ­σα θέ­λουν ἄ­φο­βα, δι­ό­τι θά πλη­ρω­θοῦν μέ­χρι λε­πτοῦ, σύμ­φω­να μέ τόν λο­γα­ρια­σμόν, ὅν ἤ­θε­λαν πα­ρου­σιά­σουν.
Τό τέ­ρας τό κα­λού­με­νον «ἐ­πι­φα­νής» τρέ­φει τήν φυ­γο­πο­νί­αν, τήν θε­σι­θη­ρί­αν, τόν τραμ­που­κι­σμόν, τόν κου­τσα­βα­κι­σμόν, τήν εἰς τούς νό­μους ἀ­πεί­θειαν. Πλάτ­τει αὐ­λήν ἐξ ἀ­χρή­στων ἀν­θρώ­πων, στοι­χεί­ων φθο­ρο­ποι­ῶν τά ὁ­ποῖ­α τόν πε­ρι­στοι­χί­ζου­σι, πα­ρα­σί­των τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­ζῶ­σιν ἐξ αὐ­τοῦ ...
Με­τα­ξύ δύ­ο ἀν­τι­πά­λων με­τερ­χο­μέ­νων τήν αὐ­τήν δι­α­φθο­ράν, θά ἐ­πι­τύ­χει ἐ­κεῖ­νος ὅ­στις εὐ­πρε­πέ­στε­ρον φο­ρεῖ τό προ­σω­πεῖ­ον κι ἐ­πι­δε­ξι­ώ­τε­ρον τόν κό­θορ­νον».


Ἀλ­λά ἄς δοῦ­με ἐ­πί­σης τί λέ­ει σέ ὁ­μι­λί­α του, τό 1953, ὁ σπου­δαῖ­ος λο­γο­τέ­χνης μας Στρά­της Μυ­ρι­βή­λης (Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ Πα­ρά­δο­ση – Γ´ ἔκ­δο­ση, ἐκδ. Εὐ­θύ­νη ) «Ὅ­μως ἕ­νας ἄν­θρω­πος, ἕ­νας λα­ός, ἕ­να ἔ­θνος, δέν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται μο­νά­χα μέ τή φω­τιά καί μέ τό σί­δε­ρο. Δέν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται μο­νά­χα μέ τό χά­σι­μο τῆς ζω­ῆς του. Ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται πιό σί­γου­ρα, πιό τε­λει­ω­τι­κά μέ τό χά­σι­μο τῆς ψυ­χῆς του, τῆς ψυ­χῆς του τῆς ἀ­το­μι­κῆς, τῆς ψυ­χῆς του τῆς ὁ­μα­δι­κῆς. Χά­νω τήν ψυ­χή μου θά πεῖ: χά­νω τήν οὐ­σι­α­στι­κή μου ὕ­παρ­ξη. Χά­νω τήν αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­το­μι­κῆς μου τέ­λειας ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κῆς σύν­θε­σης, πού ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να μό­ριο ἀ­πό τήν με­γά­λη, τήν πλα­τειά κοι­νω­νι­κή καί ἐ­θνι­κή σύν­θε­ση, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἀν­τλῶ καί ἀ­να­νε­ώ­νω ἀ­δι­ά­κο­πα τά φυ­σι­ο­γνω­μι­κά στοι­χεῖ­α τοῦ πνεύ­μα­τός μου καί τῆς ψυ­χῆς μου. Καί αὐ­τή ἡ ἐ­θνι­κή φυ­λε­τι­κή ἰ­δι­ο­μορ­φί­α τῆς ψυ­χῆς μου εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεί­νη πού μέ ἐν­τάσ­σει φυ­σι­ο­λο­γι­κά μέ­σα στήν πα­ναν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση.
Ἀλ­λά γιά νά μή χά­σω τόν ἑ­αυ­τό μου, πρέ­πει νά γνω­ρί­σω τόν ἑ­αυ­τό μου. Τό «γνῶ­θι σαυ­τόν» εἶ­ναι ἡ πρω­ταρ­χι­κή πη­γή τῆς γνώ­σε­ως. Αὐ­τό λοι­πόν πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ βά­ση τῆς γε­νι­κῆς παι­δα­γω­γι­κῆς προ­σπά­θειας τοῦ Ἔ­θνους, τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ-ντο­λο­δό­χος εἶ­ναι τό Κρά­τος καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ὄρ­γα­να γι' αὐ­τήν τήν συ­νει­δη­το­ποί­η­ση εἶ­ναι τό Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Παι­δεί­ας, ὁ Κλῆ­ρος, ὁ Τύ­πος, ὁ καλ­λι­τέ­χνης πού ἐκ­φρά­ζει τήν ἐ­θνι­κή ψυ­χή καί ὁ­λό­κλη­ρη ἡ τά­ξη τῶν δι­α­νο­ου­μέ­νων, πού εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νη γιά τήν πνευ­μα­τι­κή συγ­κρό­τη­ση τοῦ λα­οῦ». 
Ποι­ά θά ἦ­ταν ἡ λύ­ση σέ ὅ­λο αὐ­τό τό ζο­φε­ρό ἀ­δι­έ­ξο­δο; Τό δι­α­τυ­πώ­νει μέ ἐ­νάρ­γεια ὁ μέ­γας λο­γο­τέ­χνης, στό τέ­λος τοῦ πα­ρα­πά­νω ἀ­πο­σπά­σμα­τος: «Ἄ­μυ­να πε­ρί πά­τρης θά ἦ­το ἡ εὐ­συ­νεί­δη­τος λει­τουρ­γί­α τῶν θε­σμῶν, ἡ ἐ­θνι­κή ἀ­γω­γή, ἡ χρη­στή δι­οί­κη­σις, ἡ κα­τα­πο­λέ­μη­σις τοῦ ξέ­νου ὑ­λι­σμοῦ καί πι­θη­κι­σμοῦ, τοῦ δι­α­φθεί­ρον­τος τό φρό­νη­μα καί ἐκ­φυ­λί­σαν­τος σή­με­ρον τό ἔ­θνος, καί ἡ πρό­λη­ψις τῆς χρε­ω­κο­πί­ας». 



Αὐ­τά ὅ­μως πού ὁ­ρα­μα­τί­στη­κε ὁ με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας καί πα­τρι­ώ­της δέν ἔ­γι­ναν. Κι ὁ σπου­δαῖ­ος στο­χα­στής καί συγ­γρα­φέ­ας Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος γρά­φει προ­φη­τι­κά τό 1968:
«Ὅ­σο ζοῦ­με μέ δα­νει­κά, ὅ­σο χρω­στᾶ­με στούς ἄλ­λους τή ζω­ή μας, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά ἀλ­λά­ξο­με νο­ο­τρο­πί­α. Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος πού ζεῖ μέ δα­νει­κά δέν εἶ­ναι τῆς προ­κο­πῆς. Τό ἴ­διο κα­νέ­νας λα­ός ἤ κρά­τος. Προ­παν­τός μέ αἰ­ώ­νια δα­νει­κά σάν ἐ­μᾶς (για­τί κά­πο­τε μπο­ρεῖ νά πα­ρου­σια­στεῖ με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, ἄν καί μιά μο­να­χά φο­ρά μπο­ρεῖ νά ση­μά­νει κα­κή ἀρ­χή)… 
Πρέ­πει νά κα­τα­λά­βο­με πώς οἱ ἄλ­λοι δέν χρω­στοῦν τί­πο­τα νά μᾶς ζοῦν ἐ­μᾶς, καί πώς κά­θε φο­ρά πού προ­σφέ­ρε­ται ἡ λύ­ση αὐ­τή, νά μᾶς ζοῦν ἤ νά μᾶς δα­νεί­ζουν, κά­θε φο­ρά θά­βε­ται τό ἐν­δε­χό­με­νο νά βγοῦ­με ἀ­πό τόν φαῦ­λο κύ­κλο στό φῶς μιᾶς ἔν­τι­μης καί σχε­τι­κά ἀ­νε­ξάρ­τη­της ζω­ῆς (λέ­ω σχε­τι­κά ἀ­νε­ξάρ­τη­της, μιά καί εἴ­μα­στε πο­λύ μι­κρό κρά­τος). Δέν μπο­ροῦ­με ad infinitum νά κα­τα­να­λώ­νο­με πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό ὅ­σα πα­ρά­γο­με, νά μπά­ζο­με πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό ὅ­σα βγά­ζο­με… 
Κά­ποι­α μέ­ρα οἱ δα­νει­στά­δες τῆς Ἑλ­λά­δας πού δέν παίρ­νουν πί­σω τά λε­φτά τους, ἀλ­λά πάν­τα μο­να­χά ἕ­να πο­σο­στό ἀ­πό τό χρέ­ος - δα­νει­ζό­μα­στε ἀ­κό­μα καί γιά τούς τό­κους ἀ­πό τά δά­νεια - μπο­ρεῖ νά μᾶς ποῦν (ἄν καί αὐ­τό εἶ­ναι ἀμ­φί­βο­λο - γιά ἄλ­λους πά­λι λό­γους) πώς πρέ­πει νά στα­μα­τή­σει αὐ­τή ἡ ὡ­ραί­α μη­χα­νή καί πώς νά φρον­τί­σο­με ἐ­μεῖς γιά τή σω­τη­ρί­α μας (ὅ­πως καί πρέ­πει νά φρον­τί­σο­με). Ἐ­μεῖς δέν χρει­ά­ζε­ται νά πε­ρι­μέ­νο­με τούς δα­νει­στά­δες νά μᾶς τό ποῦν αὐ­τό (αὐ­τοί ἔ­χουν τό χα­βά τους). Πρέ­πει ἐ­μεῖς νά τό δι­α­κη­ρύ­ξο­με ὡς ἄ­με­σο σκο­πό μας, δι­α­φο­ρε­τι­κά θά πη­γαί­νο­με στόν φοῦν­το. Ἡ σω­τη­ρί­α μας θά γί­νει ἀ­πό ἐ­μᾶς, δέ θά γί­νει ἀ­πό τούς ἄλ­λους. Ἄν πο­τέ γί­νει.»

Ἔ­τσι λοι­πόν,­ φτά­σα­με στήν ση­με­ρι­νή κα­τάν­τια. Ὅ­μως, κα­θώς κα­τη­γο­ροῦ­με τούς πο­λι­τι­κούς, πρέ­πει συ­νά­μα νά ὁ­μο­λο­γή­σου­με αὐ­τό πού ἔ­λε­γαν οἱ θυ­μό­σο­φοι πρό­γο­νοί μας: «Κα­τά τόν λα­ό κι οἱ ἄρ­χον­τες». Με­γά­λη εἶ­ναι ἡ εὐ­θύ­νη μας ἀ­φοῦ - ὅ­πως φαί­νε­ται κι ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω κεί­με­να-180 χρό­νια τώ­ρα τήν ἴ­δια ἁ­μαρ­τί­α ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με, ἐ­πει­δή πι­στέ­ψα­με ὅ­πως λέ­ει ὁ ψαλ­μός: «ἐ­π' ἄρ­χον­τας, ἐ­πὶ υἱ­οὺς ἀν­θρώ­πων, οἷς οὐκ ἔ­στι σω­τη­ρί­α», καί βά­ψα­με τά χέ­ρια μας μέ αἷ­μα ἀ­δελ­φῶν μας καί κα­τά και­ρούς βυ­θι­στή­κα­με στό μῖ­σος καί τόν δι­χα­σμό.

Ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα γιά τό μέλ­λον, εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­λη­ψη τῆς δι­κῆς μας εὐ­θύ­νης, ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς δι­κῆς μας ἀλ­λο­τρί­ω­σης, πού ἐ­πέ­τρε­ψε σέ πολ­λούς πο­λι­τι­κούς νά φέ­ρον­ται μέ αὐ­τό τόν τρό­πο, ἴ­διο καί ἀ­πα­ράλ­λα­κτο 180 χρό­νια τώ­ρα. Νά δώ­σει ὁ Θε­ός νά συ­ναι­σθαν­θοῦ­με τά λά­θη μας καί νά πά­ψει αὐ­τή ἡ φο­βε­ρή λή­θη πού μᾶς κά­νει νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με δια­ρκῶς τίς ἴ­δι­ες ἁ­μαρ­τί­ες καί νά μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει νά δοῦ­με ἰ­κα­νούς πο­λι­τι­κούς πού θά ὀ­δη­γή­σουν τήν χώ­ρα σέ πρό­ο­δο. Ἀ­μήν. 
 
 π. Χριστόδουλος Μπίθας

1 Ἀ να στά σιος Βυζάντιος ἦταν διπλωμάτης, ποιητής, λογογράφος καί πολιτικός συντάκτης. 

πηγή

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η Μόνικα και η περιπέτειά της

Διαβάστε πως περιγράφει στην ιστοσελίδα της την περιπέτειά της:

«Αγαπημένοι μου φίλοι!! Εδώ είμαι, μια χαρά!!

Όπως ίσως έχετε μάθει οι περισσότεροι, πέρασα μια περιπετειούλα το Σάββατο το βράδυ. Απ’ το Σάββατο μέχρι σήμερα δε μπορούσα ν’ ανοίξω κανονικά τα μάτια μου από την τοξικότητα του αλατιού τόσες ώρες εκεί μέσα, αλλά τώρα βλέπω μια χαρά, κοιμήθηκα, ξεκουράστηκα και να ‘ μαι σήμερα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, στον ωραίο μας πολιτισμό, έτοιμη να σας διηγηθώ εγω η ίδια σύντομα και περιεκτικά την ιστορία μας, μιας και ο καθένας τα γράφει όπως θέλει.

Το Σάββατο το μεσημέρι, λοιπόν, λίγο μετά τις 15:00 ξεκινήσαμε από Σέριφο μ’ ενα φουσκωτό, εγώ, ο Φαίδων, η Ελένη, ο Δημήτρης και ο Αλέξης.

Εγώ με την Ελένη φορούσαμε στολές wind-surf και τ’ αγόρια αντιανεμικά, κάτι που αργότερα αποδείχθηκε σωτήριο μιας και οι στολές προσέφεραν άνωση και τα αντιανεμικά μια κάποια προστασία απ’ το κρύο. Μια χαρά όλα, πολύ γέλιο, κάνουμε μια στάση στη Κύθνο, τρώμε δυο φρούτα και συνεχίζουμε προς Λαγονήσι. Έχοντας σχεδόν περάσει και την Τζια στα δεξιά μας, με την Αθήνα να λαμπυρίζει μπροστά μας, στις 18:20 η μηχανή σταματάει, μας μυρίζει βενζίνη αλλά δε δίνουμε σημασία θεωρώντας οτι απλά έχει ζοριστεί λίγο η μηχανή απ’τα χτυπήματα. Συνηθισμένα πράγματα, λέμε πάμε με τη βοηθητική μηχανή μέχρι Τζιά αλλά ας πάρουμε πρώτα τα παιδιά που μας περίμεναν για φαγητό να τους πούμε οτι έχουμε ένα μικρό πρόβλημα και οτι θα πάμε Τζιά. Τη στιγμή που ο Φάιδων και ο Δημήτρης μιλάνε στο κινητό για να ενημερώσουν φίλους και Λιμενικό για τις αλλαγές στο πρόγραμμα, η Ελένη αρπάζει φωτιά στο πρόσωπο και πέφτει κάτω πανικόβλητη, μέσα στο φουσκωτό. Την ρωτάμε τρομαγμένοι τι έγινε, ο Φαίδων πάει να τσεκάρει πίσω απ’ το τιμόνι τα καλώδια και με μια ψυχρή ήρεμη φωνή λέει “φωτιά, σοβαρή φωτιά, όλοι στη θάλασσα”. Βουτάμε αμέσως. Μέσα σε 10 δευτερόλεπτα ήμασταν και οι 5 μέσα στη θάλασσα και παρακολουθούσαμε το φουσκωτό να φλέγεται.

Η ώρα 18:30. Τα σωσίβια ήταν ακριβώς στα πόδια μας αλλά κανείς δε πρόλαβε να τ’ αρπάξει τη στιγμή που η έκρηξη ήταν ό,τι πιο πιθανό να συμβεί, με την βενζίνη να παίρνει φωτιά μπροστά μας. Κοιταζόμαστε και με αξιοπερίεργη ψυχραιμία συζητάμε τι θα κάνουμε. Ήταν βέβαιο πως ο Φαίδων είχε προλάβει να περιγράψει στην άλλη γραμμή οτι έχουμε πρόβλημα με τη μηχανή αλλά σίγουρα η κλήση είχε ολοκληρωθεί πριν ακουστεί η λέξη “φωτιά”. Θεωρήσαμε πως σε 2 ώρες το πολύ θα άρχιζαν να ψάχνουν (έτσι κι έγινε όταν είδαν οτι τα κινητά και των πέντε ήταν κλειστά) και απ΄το σήμα της κλήσης μέσω της Vodafone θα έβρισκαν το στίγμα μας (το οποίο τελικά βρέθηκε μετά από 4 ώρες). Αρχίσαμε όλοι να κολυμπάμε προς τη Τζια η οποία φαινόταν, όχι και τόσο κοντά, αλλά εφικτά κοντά. Εγώ με τον Φαίδωνα αρχίσαμε να κολυμπάμε λίγο πιο γρήγορα ούτος ώστε να φέρουμε βοήθεια για όλους μας. Θάλασσα και μόνο θάλασσα, με 6 μποφόρ. Είδαμε το ηλιοβασίλεμα, σε κάποια φάση πήγαμε να τραγουδήσουμε το “Αυτή η νύχτα μένει″ αλλά μετά σκεφτήκαμε οτι ο πρώτος στίχος δεν βοηθάει και πολύ, κολυμπούσαμε πολλές φορές χεράκι-χεράκι, κύματα από παντού, πίναμε θαλλασσινό νεράκι μπόλικο, ο Φαίδων με είδε σε κάποια φάση που έκανα άσχημες σκέψεις και μου ζήτησε ν’ αρχίσω να μετράω απλωτές, μέτραγα-μέτραγα ώσπου κάποια στιγμή άρχισε να μας πιάνει απελπισία για το αν προχωράμε καθόλου ή όχι.
Για “καλή” μας τύχη, ο Φαίδωνας έπαθε κράμπα (εννοείται πως δε μου τι είπε εκείνη τη στιμγή), έμεινε πίσω και παρατήρησε οτι μέσα σε 3 λεπτά εγώ είχα προχωρήσει 30 μέτρα. Ευτυχία μεγάλη και συνεχίσαμε. Σε κάποια φάση ακούμπησα κάτι στο πρόσωπό μου. Ήταν τα γυαλιά μυωπίας, είχα βουτήξει με τα γυαλιά μυωπίας και δε μου έφευγαν με τίποτα τα γυαλάκια μου! Κοίταζα το ρολόι μου, είχε πάει 8:30 η ώρα. Γιατί δεν μας ψάχνει κανείς; 9:30 η ώρα, γιατί δε μας ψάχνει ακόμα κανείς; Μετά τις 10:30 δεν ξανακοίταξα το ρολόι μου, δεν μπορούσα άλλωστε, είχαν αρχίσει να θολώνουν έντονα τα μάτια μου. Σκεφτόμασταν συνέχεια τους άλλους τρεις. Έπρεπε να φέρουμε βοήθεια, για όλους μας. Δύο κύματα τα βλέπουμε να έρχονται ψηλά σαν πολυκατοικία. “Πλάκα μας κάνει;” είπαμε κι οι δύο. Ο Φαίδων δε μ’αφηνε ούτε στιγμή ν’ απογοητευτώ. Η βέλτιστη απόσταση ήταν στα ανατολικά μας, αλλά αποφασίσαμε να κολυμπήσουμε λίγο πιο βόρεια, κάνοντας ένα μικρό τόξο, για ν’ αποφύγουμε τα κύματα που μας χτυπούσαν από τ’ αριστερά και μας πλάκωναν συνέχεια ενώ όταν τα είχαμε μπροστά μας, υπολογίζαμε με το πρόσθιο να πάρουμε αναπνοή και να το προσπεράσουμε. Πρέπει να ήταν γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα όταν, δύο φορές, ένα σούπερ-πούμα ήρθε πάνω απ’ το κεφάλι μας.

Κραυγάζαμε, κουνούσαμε τα χέρια, κάνει στροφή και φεύγει. “Πού πάει;;;;;” Έφυγε αλλά ήταν σημάδι οτι κάποιος μας ψάχνει. Το σώμα μου δε το φοβόμουν, αλλά το μυαλό μου; Οι σκέψεις μου; Συνέχιζα να μετράω. Τη τελευταία ώρα είχα αρχίσει να χάνω τελείως την όρασή μου. Ένα θολό μαύρο πράγμα μπροστά μου, ζαλάδα έντονη, πολύ έντονη και ο Φαίδωνας να μου φωνάζει ” Στ’ ορκίζομαι Μονικάκι μου, στ’ ορκίζομαι οτι ο βράχος είναι στα 100 μέτρα!”. Είχα μετρήσει μέχρι το 7816. Ξαπλώνω ημιλιπόθυμη. Ο Φαίδωνας μου λέει τρέχω να φέρω βοήθεια (πόση δύναμη αυτό το παιδί πια!). Γύρισα στο πλάι και φίλησα τον βράχο. 10 λεπτά αργότερα ένας γεροδεμένος κύριος με κουβαλούσε στις πλάτες του, ο Φαίδωνας δίπλα μου. Η ώρα ήταν 01:45, μπήκαμε σ’ ενα σπίτι όπου δύο κυρίες με περιέλαβαν, μου έβγαλαν τη φόρμα, μ’ έντυσαν, με βάλανε σ’ εναν καναπέ, η μία με τάιζε τσάι και φρυγανιά και η άλλη μου στέγνωνε τα μαλλιά. Οι άλλοι τρείς;;; Είναι μια χαρά! Ο Φαίδων μιλούσε στο τηλέφωνο ευτυχισμένος για όλους μας, εγώ έτρεμα απ’ την υπερένταση και οι κυριούλες πάνω απ’το κεφάλι μου να μου λένε ” χα, εχθές ακούγαμε τα τραγούδια σου….!” “Ω Θέε μου, αποκλείεται να είμαι ζωντανή και να μου συμβαίνει αυτό!” Ήταν τόσο σουρεάλ… Ήρθε ένα τζιπ του Λιμενικού και μας πήρε. Δε μπορώ να σας περιγράψω τη στιγμή που συναντηθήκαμε με τους άλλους τρεις στο λιμάνι της Τζιάς.

Πρόκειται για την απόλυτη ευτυχία. Ο Αλέξης, η Ελένη και ο Δημήτρης, κολυμπούσαν μέχρι τις 23:30. Ένα ιστιοπλοϊκό με Πολωνούς είχε περάσει σχεδόν δίπλα τους και έπλεε με πανιά όχι με μηχανή. Έβγαλαν τη πιο δυνατή φωνή της ζωής τους και μετά από ένα λεπτό άναψε προβολέας ακριβώς πάνω τους. Παρεμπιπτόντως, αν κάποιος εξακολουθεί να αναρωτιέται για το αν υπάρχει Θεός ή όχι, σας το εγγυώμαι πως υπάρχει, ουδεμία αμφιβολία! Με το που ανέβηκαν στο ιστιοπλοϊκό ο Δημήτρης επικοινώνησε με το Λιμενικό και άρχισε αμέσως να δίνει οδηγίες για τη πορεία που, κατά προσέγγιση, ακολουθούσαμε εγώ κι ο Φαίδωνας. Τα τρία πλοία του Λιμενικού και τα δύο ελικόπτερα έψαχναν στο νότιο τμήμα του νησιού εκεί όπου προφανώς είχαν βρει το φουσκωτό ή δε ξέρω τι. Έτσι εξηγείται οτι το σούπερ-πούμα ήρθε κατα πάνω μας κατα τις 00:00, αφού οι δικοί μας είχαν δώσει οδηγίες για το που να ψάξουν. Το Λιμενικό, ας είναι καλά, μας έφερε στο Λαύριο όπου και μας περίμενε η οικογένεια και οι φίλοι του Φαίδωνα. Οι οικογένειες των υπόλοιπων από εμάς, δεν γνώριζαν προφανώς τίποτε απολύτως. Γύρω στις 3 το πρωί εγώ απλά έστειλα ένα μήνυμα στους γονείς μου που τους έλεγα και καλά οτι είχαμε ένα προβληματάκι με τη μηχανή και μάλλον θα μείνουμε Τζια απόψε. Την αλήθεια τους την είπα Κυριακή βράδυ, όταν γύρισαν σπίτι από Άστρος και είδαν τα κόκκινα μισο-ανοιχτά μάτια μου, δεν γινόταν να το κρύψω. Από Δευτέρα πλέον άρχισαν να το μαθαίνουν οι φίλοι μου και όλοι εσείς που με συγκινήσατε τόσο μα τόσο πολύ…

Δε θέλω να το κάνω μελό. Πολύς κόσμος έχει περάσει δυσκολίες, περιπέτειες και “φουρτούνες”. Ήταν μια φοβερή περιπέτεια και για μένα, τρόμαξα πάρα πολύ, προσευχόμουν συνέχεια και σκεφτόμουν πολλά και διάφορα που εύχομαι να μη περάσουν ποτέ απ’ το μυαλό σας. Δεν αντέχω να τα φέρνω στη μνήμη μου γιατί με πιάνουν τα κλάματα. Μου λείπατε πολύ κι έβλεπα πανέμορφες εικόνες από συναυλίες, βόλτες, ταξίδια και παρέες. Μετά από αυτό, και το λέω πολύ συνειδητά, δεν έχει σημασία ούτε τρίτος δίσκος, ούτε οι συναυλίες, ούτε τίποτε άλλο που ήταν στο πρόγραμμα για φέτος. Σημασία έχει ότι είμαστε υγιείς. Θέλω να είστε όλοι καλά και να προσέχετε ο ένας τον άλλον, ο καθένας με τον τρόπο του. Ας μην απογοητευόμαστε με χαζομάρες και ας μην πιεζόμαστε για τίποτα. Η καρδιά μας, ο χρόνος, η Παναγία και η αγάπη μας για ζωή θα φροντίσουν να γίνουν όλα σωστά.

Να ξέρετε οτι σας αγαπώ όλους πάρα πολύ. Δε το λέω επιπόλαια. Το λέω συνειδητά γιατί η δύναμη που κουβαλούσα από τις 18:30 μέχρι τις 01:30 μέσα στα κύματα, παρέα με το φεγγάρι, τον Φαίδωνα και την σκέψη όλως σας, πηγάζει από όλα αυτά που έχουμε ζήσει και θα ζήσουμε μαζί.

Σας ευχαριστώ όλους και συγνώμη που σας αναστάτωσα.

Συνεχίζουμε ακάθεκτοι, με απόλυτο σεβασμό στο μεγαλείο του ανθρώπου και το δώρο της ζωής.

Σας λατρεύω, μ»