Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

ΚΚΕ και Εκκλησία υπέρ του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος κατά

*Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης (Ερευνητικός Εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Princeton και στο Πανεπιστήμιο του Winchester)



Έχει ο καιρός γυρίσματα!
Πάμε από την αρχή:
«Χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους» σημαίνει το εξής απλό: το να μην μπλέκεται η Εκκλησία στις αρμοδιότητες και εξουσίες του Κράτους και το να μην μπλέκεται το Κράτος στις αρμοδιότητες και στην οργάνωση της Εκκλησίας. Το να μην ασκεί το Κράτος εκκλησιαστικές αρμοδιότητες, το να μην ασκεί η Εκκλησία κρατικές εξουσίες. Το να μην «θρησκεύει» θεσμικά το Κράτος, το να διατηρεί το αυτοδιοίκητό της η Εκκλησία χωρίς κρατικό υποβολέα.
Παρέκβαση αναγκαία: «χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους» δεν σημαίνει εξορία της Εκκλησίας από το δημόσιο χώρο, ούτε βέβαια σημαίνει πως με έναν μαγικό τρόπο κάποια νομοθεσία θα καταστήσει τους πιστούς ανεπηρέαστους από την ιεραρχία τους. Και φυσικά δεν σημαίνει ότι είτε οι πιστοί είτε οι κληρικοί θα χάσουν το δικαίωμα να ομιλούν περί πολιτικής, γινόμενοι πολίτες β΄ κατηγορίας. Άλλο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους (βλέπε ΗΠΑ, Γερμανία, Κύπρο) και άλλο βίαιη αποστείρωση του δημοσίου χώρου από τη «μισερή θρησκεία», κατά το βαθιά αντιδημοκρατικό γαλλικό μοντέλο της laïcité — μια εξαίρεση της εξαίρεσης σε παγκόσμια κλίμακα. Δε χρειάζεται διδακτορικό κοινωνιολογίας για να καταστεί σαφές ότι η θρησκεία είναι τα πάντα εκτός από «ιδιωτική υπόθεση». Για να ξέρουμε τι συζητάμε, διότι έχει προκύψει στον ελληνικό δημόσιο λόγο να λέμε «χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους» και να εννοούμε… να μην πολιτικολογεί ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, ως εάν αυτό θα μπορούσε να είναι αντικείμενο κάποιας νομοθετικής παρέμβασης εντός δημοκρατικού πλαισίου.
Κάθε φορά που συζητείται ο «Χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους», η περιρρέουσα αίσθηση είναι πως η Εκκλησία, εμμένοντας σε κάποια προνόμια όπως η μισθοδοσία (ακριβής εικόνα εδώ και εδώ) επιδιώκει το να μην λάβει ο χωρισμός χώρα, ενώ ο πολιτικός κόσμος ναι μεν αντιλαμβάνεται δήθεν αυτήν την ανάγκη —κάτι που «ξεμυτίζει» σε όσους ηρωικούς πολιτικούς θέτουν το ζήτημα— αλλά, υπό την πολιτική πίεση της Εκκλησίας, ο χωρισμός αενάως αναβάλλεται. Και ναι μεν είναι αλήθεια ότι η παραπάνω εικόνα τυγχάνει παντελώς παραμορφωτική, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι πολλοί ιεράρχες (και οι ίδιοι έχοντες ενίοτε μερική και αποσπασματική εικόνα των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται αυτό) σπεύδουν να επιβεβαιώσουν την παραμορφωτική αυτή αίσθηση με τις αμυντικές δηλώσεις τους κάθε φορά που συζητούνται δημοσίως τα σχετικά θέματα. Π.χ. στο ζήτημα της αποτέφρωσης, όπου οι ίδιοι οι Δήμοι οι οποίοι λαμβάνουν όλα ανεξαιρέτως τα έσοδα από τα νεκροταφεία και προφανώς δεν έχουν κανένα συμφέρον να δημιουργηθούν αποτεφρωτήρια, θα δείξουν με το δάχτυλο τις θεολογικές αντιρρήσεις της Εκκλησίας, με την υπόνοια ότι… φταίνε εκείνες (και με την καλλιέργεια της ασάφειας ότι προσπορίζονται έσοδα οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο). Ή, επί παραδείγματι, με την ομολογία αποτυχίας τους στην (ή και παραίτησή τους από την) εντός ενοριακού πλαισίου κατήχηση του ποιμνίου τους, όπως φαίνεται από κάθε δημόσια διαμαρτυρία τους για το κρατικό μάθημα των θρησκευτικών.
Βέβαια, η Εκκλησία θα είχε μόνο να κερδίσει από μιαν απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος. Και αυτό φαίνεται ιδιαζόντως σε χαριτωμένα ενσταντανέ όπως το τρέχον. Διότι ναι μεν ρητορικά ουκ ολίγοι πολιτικοί θέτουν το ζήτημα του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους (το ακριβές-ακριβές περιεχόμενο του οποίου αποτελεί αντικείμενο… χρησμολογίας), όταν όμως υφίσταται κάποιο εκκλησιαστικό παγκάρι το οποίο, λόγω μεγέθους, θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον πολιτικό κόσμο, εξαίφνης ο χωρισμός εξαφανίζεται και το κράτος επιδεικνύει έναν διακομματικό πόθο εμπλοκής στα εσωτερικά της εκκλησίας και της διοίκησής της.
Έτσι κατετέθη, με διακομματικές υπογραφές από επτά Βουλευτές η «Βουλευτική Τροπολογία υπ’ αριθμ. 1488/152/22.2.2018 για το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (Π.Ι.Ι.Ε.Τ.)», σύμφωνα με την οποία κατά τη διαδικασία επιλογής του αντιπροέδρου και του γενικού γραμματέα της διοίκησης ενός θρησκευτικού/εκκλησιαστικού οργανισμού… παύει να έχει δικαίωμα ψήφου ο μοναδικός εκπρόσωπος της Εκκλησίας, ο τοπικός Μητροπολίτης, και ο οργανισμός εξαιρείται από τον καταστατικό νόμο της Εκκλησίας χωρίς γνώση της τελευταίας, με το κράτος να εισέρχεται ενθουσιωδώς στη διαχείριση των πόρων του και των εσόδων του.
Η υπόθεση είναι περίπλοκη, και φυσικά έχει αφιερωθεί αρκετός κόπος στο να πλαστουργηθεί και η «αντίθετη άποψη», σύμφωνα με την οποία… είναι απολύτως φυσιολογική η μονομερής αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Κράτος (!) και η ευθεία εμπλοκή και παρεμβολή στα εκκλησιαστικά πράγματα. Σύμφωνα με την παρέμβαση του Νίκου Ξυδάκη (ΣΥΡΙΖΑ) στη Βουλή, με το να μπει χέρι στο παγκάρι «αποκαθιστούμε την συνύπαρξη κλήρου και λαού» γιατί «αυτό είναι η Εκκλησία» — κρατικές θεολογίες…
Θα μείνω μόνο σε ένα σημείο της επιστολής της Ιεράς Συνόδου μέσω του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στον Υπουργό Παιδείας (26/2/2018 Πρωτ. 799), όπου γίνεται και λόγος για «παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας και της αρχής της αυτοδιοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος (3 παρ. 1, 12, 13 παρ. 1 Συντάγματος, 9, 11 ΕΣΔΑ)»: στο σημείο όπου η Ιερά Σύνοδος συγχαίρει την ΚΟΒΑ του ΚΚΕ για την αταλάντευτη στάση της στα θέματα χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, την ώρα που διακομματικοί πολιτικοί βάζουν… καισαροπαπικό χέρι στο παγκάρι. Τα συγχαρητήρια αυτά της Ιεράς Συνόδου μοιάζουν να είναι απολύτως ειλικρινή, αφού τουλάχιστον στην περίπτωση της στάσης του ΚΚΕ βρίσκει έναν συνομιλητή που εννοεί ό,τι λέει και εμμένει σε μια συνεπή στάση χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους — όχι ένα κόμμα που με υψωμένο το δάχτυλο του δεξιού χεριού αγορεύει για το ουδετερόθρησκο κράτος ενώ με το αριστερό ψαχουλεύει το παγκάρι:
«Ανακύπτει επομένως η εύλογη απορία: πως είναι δυνατόν βουλευτές, και μάλιστα από πολιτικούς χώρους, που τάσσονται υπέρ των «διακριτών ρόλων» ή υπέρ του «χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας» και της απόλυτης «θρησκευτικής ουδετερότητας» του Κράτους, να εισηγούνται μεταβολές στην Καταστατική Νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος υποκαθιστώντας την Ιερά Σύνοδο Αυτής ή να εισηγούνται τροπολογίες για τη διοίκηση και διαχείριση Ιερών Ιδρυμάτων Ναών χωρίς γνώση της Εκκλησίας;»
«Για τον λόγο αυτό οφείλουμε να συγχαρούμε την Κομματική Οργάνωση Βάσης (Κ.Ο.Β.) Τήνου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (Κ.Κ.Ε.). για τη στάση ιδεολογικής συνέπειας, επειδή –αν και εκκινώντας από αντίθετη προς την Εκκλησία αφετηρία σε επίπεδο ορολογίας και ουσίας (του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας)– είχε ανακοινώσει σε σχέση με το Ιερό Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου: «Ο Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. και οι βουλευτές του τοποθετούνται πάντοτε με βάση το πλαίσιο του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, την πάγια δηλαδή θέση του κόμματος για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Θέση του ΚΚΕ είναι ότι ο έλεγχος του κράτους πρέπει να περιοριστεί στη διακρίβωση των τυπικών προϋποθέσεων, χωρίς να παρεμβαίνει στην εσωτερική οργάνωση των θρησκευτικών ενώσεων, των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων κ.λπ.».
Ηθικόν δίδαγμα από το χαριτωμένο αυτό περιστατικό: η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ανάγκη να κατανοήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα γίνεται πως το κράτος και το εκάστοτε πολιτικό προσωπικό που το «τρέχει» δεν θα είναι ποτέ (ή ποτέ πια, αν προτιμάτε) ούτε φιλικό ούτε φερέγγυο. Την ίδια ώρα που ο πολιτικός κόσμος (και το μηντιακό πλέγμα) θα δείχνει με το δάχτυλο «τους παπάδες» για να αποπροσανατολίσει το εκλογικό σώμα από την εγκληματική αποτυχία του (το πόσα κωμικά άρθρα τύπου Σώρρα για τα «απιθανικομμύρια στα σεντούκια της Εκκλησίας» είδαμε κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν περιγράφεται), την ίδια ακριβώς ώρα θα παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Εκκλησίας με διαφόρους και, στο μέλλον, ριζικούς τρόπους — με αντάλλαγμα την τακτική αλλά βέβαιη μισθοδοσία όσων κληρικών θα μισθοδοτούνται ακόμη στα μεταμνημονιακά χρόνια (με άδηλο το μέλλον, χάρη στη μνημονιακή αναλογία 5:1 διορισμών-αποχωρήσεων ενώ προφανώς… ο αριθμός των ενοριών δε μειώνεται) και την επαρχιώτικη χαρά του «Ελληνική Δημοκρατία» στο μητροπολιτικό επιστολόχαρτο. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας είτε θα προτείνει ένα δικό της σχέδιο θεσμικής αποσαφήνισης των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους (απελευθέρωσης της Εκκλησίας από το Κράτος ή, αν προτιμάτε, χωρισμού τους) είτε θα βρεθεί προ όλο και διογκούμενων εκπλήξεων. Η όποια θεσμική ασάφεια γύρω από το θέμα με την εφιαλτικά πολύκλαδη νομοθεσία θα καθίσταται, προοδευτικά, κόμπος στραγγαλισμού της — την ώρα που το πολιτικό σύστημα θα παίζει το σόου ενοχοποίησης με τους παραμορφωτικούς καθρέπτες.

πηγή