Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Επισκοπομονισμός και Λαϊκισμός στην Ορθόδοξη Παράδοση




π. Ν. Λουδοβίκος*,

Καθηγητής Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Θεσσαλονίκης και Ορθοδόξου Ινστιτούτου Πανεπιστημίου του Cambridge

Η συζήτηση ενός θέματος σαν το παραπάνω έχει νόημα μόνον σε μια οντολογική και υπαρξιακή προοπτική. Συζητούμε τα εκκλησιολογικά προβλήματα μόνον επειδή αφορούν καίρια το Είναι του ανθρώπου και το Είναι του κόσμου. Η σύνδεση της εκκλησιολογίας με την οντολογία την ίδια είναι ένα μέγιστο δίδαγμα απορρέον από τα βάθη της πατερικής παράδοσης, διδασκαλία που κορυφώθηκε αναμφίβολα με το έργο, όπως θα δούμε, ενός Διονυσίου Αρεοπαγίτη και ολοκληρώθηκε στο έργο ενός Μαξίμου Ομολογητή.

Το θέμα μας όπως διατυπώνεται υπεμφαίνει μια καταρχήν διαφοροποίηση μεταξύ δύο στοιχείων συστατικών της κάθε εκκλησιολογίας και οφείλουμε να αναζητήσουμε την πηγή της. Στην αρχαία εκκλησιολογία συναντούμε πράγματι την θεμελιώδη εκείνη ένταση, που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε χρησιμοποιώντας σύγχρονους όρους ως ένταση μεταξύ Υποκειμένου και Δομής, ή, πιο θεολογικά, μεταξύ Χαρίσματος και Θεσμού.

Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε η νεοπλατωνική καταγωγή του διλήμματος και η εξίσου πλατωνική υφή και των δύο λύσεων οι οποίες προτάθηκαν καταρχήν, προτού δηλαδή αμφότερες ενσωματωθούν στο Αρεοπαγιτικό εκκλησιολογικό μοντέλο, το οποίο έκτοτε σε Δύση και Ανατολή κυριάρχησε.

Η διάσχιση μεταξύ Υποκειμένου και Δομής ή Χαρίσματος-Θεσμού έλαβε τη χαρακτηριστική της μορφή στον Ωριγένη, για την Ανατολή, και τον Αυγουστίνο, για τη Δύση. Και στον μεν Ωριγένη δημιουργείται μια τεχνητή διάκριση μεταξύ μιας ουράνιας ή νοητής Εκκλησίας από τη μια και μιας επίγειας τοιαύτης από την άλλη. Στην πρώτη, μ' ένα χαρακτηριστικά πλατωνικό και στωικό και πρωίμως ατομιστικό τρόπο ανήκουν οι εκλεκτοί οι οποίοι καλλιεργούν την εσωτερικότητα τους, ακολουθώντας την ουράνια πτήση του Λόγου μετά την Ανάληψή του, οπότε η ένωσή Του με την ανθρώπινη φύση αποδεικνύεται ασταθής, καθώς μόνον η ψυχή Του δύναται να ακολουθήσει προς τα άνω. Η επίγεια Εκκλησία είναι αυτή που αφορά τους πολλούς, οι οποίοι χρειάζονται Μυστήρια και Ιεραρχία για να πλησιάσουν τον Θεό. Ιδρυματισμός και Ατομικισμός γεννώνται έτσι ταυτόχρονα, κάτι το οποίο στη Δύση θα συμβεί με ομόλογο τρόπο, μέσω του Αυγουστίνου.

Είναι απολύτως βέβαιο πως η διάσχιση αυτή δεν υπήρξε στην αρχαία εκκλησιολογία. Είναι όμως εθελοτυφλία να μην βλέπουμε τη διάσχιση αυτή στη συνέχεια, αποδίδοντας, όπως πράττουν επιφανείς σύγχρονοι Ορθόδοξοι εκκλησιολόγοι, το όλο ζήτημα σε δόλια προτεσταντική επινόηση. Στην ιστορία της πατερικής θεολογίας έγινε έκτοτε σειρά προσπαθειών προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα που περιγράψαμε. Πέρα από την προσπάθεια του Κυπριανού Καρθαγένης (στην οποία πρόκειται να αναφερθεί ο έτερος των ομιλητών), άκρως σημαντική είναι και η προσπάθεια του Μακαρίου του Αιγυπτίου προς την κατεύθυνση αυτή. Πράγματι ο Μακάριος ζητά μια «ενδοβολή» της Εκκλησίας, ως υπαρξιακού και οντολογικού γεγονότος, ούτως ώστε η προσωπική ασκητική να ισούται προς προσωπική «εκκλησιοποίηση» του πιστού, πέρα από ψυχολογισμούς και ευσεβισμούς.

Συγκλονιστικότερη πάντων ωστόσο υπήρξε η προσπάθεια του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Ο Αρεοπαγίτης μεταφέρει στην εκκλησιολογία την θεμελιώδη νεοπλατωνική ιδέα πως η ιδεώδης γήινη πραγματικότητα αποτελεί αντίγραφο και εικόνα της ουράνιας πραγματικότητας, η εκκλησιαστική Ιεραρχία είναι εικόνα της ουράνιας Ιεραρχίας. Αυτό σημαίνει αναζήτηση τριαδικών δομών παντού, τόσο στις αγγελικές τάξεις, για παράδειγμα, όσο και στις εκκλησιαστικές τοιαύτες. Ο Επίσκοπος, ο Πρεσβύτερος, ο Διάκονος, έτσι, όπως και ο θεούμενος, ο φωτιζόμενος και ο καθαιρόμενος, ή, η Ευχαριστία, το Χρίσμα και το Βάπτισμα, αποτελούν τέτοιες εκκλησιάστικες τριάδες, συνδεδεμένες υπαρξιακά μεταξύ τους απολύτως και με την υποχρέωση, σε κάθε επίπεδο, η ενέργεια ή η γνώση ή η υπαρξιακή πληρότητα που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη τάξη να συμπίπτουν. Βεβαίως ο Αρεοπαγίτης δεν θεωρεί τις εκκλησιαστικές τάξεις ως αυτόφωτες και, επιπλέον, τις θέλει, υπαρξιακώς και αγαπητικώς εξαρτώμενες, ξεπερνώντας έτσι τις νεοπλατωνικές Ιεραρχίες. Κάθε αρεοπαγιτική τάξη οφείλει την ενέργεια και τη γνώση της στο Θεό τον ίδιο και όχι στον εαυτό της. Με τoν τρόπο αυτό η Δομή υπάρχει και είναι οντολογικώς απόλυτη, πλην όμως οφείλει να επαληθεύεται, και υπαρξιακά. Στο σημείο αυτό υπάρχει ένα σοβαρότατο πρόβλημα στα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, αφού τελικά δεν γνωρίζουμε, ξανά, ποιο από τα δυο στοιχεία είναι το θεμελιωδέστερο. Βεβαίως, μέσα στην ιστορία, το στοιχείο της ιεροποιημένης Δομής βάρυνε περισσότερο, τουλάχιστον για την ρωμαιοκαθολική και την ορθόδοξη εκκλησιολογία, με συνέπεια την υπερέξαρση της νομοκανονικής δομής, στις εκκλησίες αυτές.

Στη θεολογική έρευνα, δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτή η μεγάλη προσφορά του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, ο οποίος είναι ακριβώς αυτός που έλυσε το συντριπτικό αυτό πρόβλημα. Με βάση τη θεολογία του είναι δυνατόν να μιλήσουμε για μιαν «Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοούσιου», η οποία υπερβαίνει τόσο το πρόβλημα του «επισκοπομονισμού», της απόλυτης δηλαδή προτεραιότητας της δομής στην εκκλησιολογία, όσο και το πρόβλημα του «λαϊκισμού», δηλαδή του άκρατου και ανεξέλεγκτου ατομικισμού. Για τον άγιο Μάξιμο λοιπόν, το κάθε εκκλησιαστικό χάρισμα είναι «μίμησις» μιας ανάλογης άκτιστης ενέργειας του Θεού («μίμησις» εδώ σημαίνει μετοχή). Η πληρότητα των ακτίστων ενεργειών αυτών αποτελεί το ένα Σώμα του Χριστού και καθε μία τους είναι ο ίδιος ο Χριστός σε μια διαφορετική φανέρωση Του. Κάθε πιστός είναι χαρισματούχος, μετέχοντας έτσι με το χάρισμά του στον Χριστό τον ίδιο. Όπως όλες οι άκτιστες ενέργειες είναι ενωμένες μεταξύ τους, ενοποιώντας ταυτόχρονα την Κτίση, έτσι ακριβώς και κάθε χάρισμα ενοποιεί την εκκλησία, όντας ομοουσίως ενωμένο με όλα τα άλλα χαρίσματα. Το χάρισμα του Επισκόπου είναι το να μην χαθεί κανένα από τα υπόλοιπα χαρίσματα και επιπλέον η μύηση στην ομοούσια πληρότητα του κάθε χαρίσματος. Η ενότητα της Εκκλησίας συνεπώς δεν συμβαίνει μόνον «εν τω Επισκόπω», αλλά και εντός κάθε χαρίσματος, ταυτόχρονα. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία είναι μεν δεδομένη από την πλευρά του Θεού, πραγματώνεται όμως, μόνον στο βαθμό της ελεύθερης «μιμήσεως», υπό των χαρισματούχων, των συγκεκριμένων ακτίστων ενεργειών του Θεού. Μιλούμε για την Εκκλησία μόνον «αποφατικά» (επειδή είναι αδύνατον να την θεωρήσουμε σαν αντικειμενοποιημένη δομή και δήθεν παγιωμένη εικόνα της Βασιλείας του Θεού), δηλαδή ως γιγνόμενη Εκκλησία, στο βαθμό της «μιμήσεως» των θείων ενεργειών που πραγματώνουν, ήδη από τώρα, τα έσχατα στην Ιστορία.


*. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος γεννήθηκε στο Βόλο. Σπούδασε Ψυχολογία, Παιδαγωγική, Θεολογία και Φιλοσοφία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Παρίσι (Σορβόννη Paris 4 και Institute Catholique de Paris) και το Cambridge. Είναι διδάκτορας Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1990). Εργάστηκε στο Ερευνητικό Κέντρο για τον Αρχέγονο Χριστιανισμό Tyndale House του Cambridge και δίδαξε ή έδωσε σεμινάρια στο Κέντρο Προχωρημένων Θεολογικών και Θρησκευτικών Σπουδών (C.A.R.T.S.) της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Cambridge, στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο του Cambridge, στο Πανεπιστήμιο του Durham, δίνοντας επίσης διαλέξεις και σε άλλα Πανεπιστήμια ή Ερευνητικά Κέντρα. Σήμερα είναι καθηγητής της Δογματικής και της Φιλοσοφίας στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης-συγγραφέας στο μεταπτυχιακό Θεολογικό Πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και part-time λέκτορας στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Cambridge. Έργα του σε μορφή βιβλίου: Η Ευχαριστιακή Οντολογία (Δόμος, Αθήνα, 1992), Η Κλειστή Πνευματικότητα και το Νόημα του Εαυτού (Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 19992) και Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου. Η αρχέγονη Εκκλησία σήμερα (Αρμός, Αθήνα, 2002).

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Άρχιζε πάντα απ' το Θεό και πάντα τελείωνε μαζί του
Βίου το κέρδος είν' αυτό: τη μέρα σου καλά να τελειώνεις
Γνώριζε όλα τα καλά έργα των δικαίων
Δεινόν το να πεινάει κανείς, μα φοβερότερος ο πλούτος ο παράνομος
Ευεργετείς; Μάθε λοιπόν πως το Θεό μιμείσαι.
Ζήτα απ' το Θεό να σου είναι σπλαχνικός, σαν όμως εύσπλαχνος είσαι και εσύ
Η σάρκα η ανθρώπινη να συγκρατείται πρέπει και να δαμάζεται γερά
Θυμό χαλίνωνε, μη πέσεις έξω από τη λογική
Ίσια ψηλά το βλέμμα σου, στη γλώσσα να 'χεις μέτρο
Κλειδί στ' αυτιά να βρίσκεται, το γέλιο σου να 'ναι σεμνό
Λυχνάρι να πορεύεται η λογική μπροστά από κάθε σου έργο
Μη σου γλυστράει κάτω απ' ότι φαίνεται, εκείνο που υπάρχει
Να ερευνάς τα πάντα με το νου, όμως να πράττεις όσα επιτρέπονται
Ξένος πως είσαι, μάθε το καλά. Γι' αυτό τίμα τους ξένους
Όταν στη γαλήνη ταξιδεύεις, τότε να θυμάσαι τη φουρτούνα
Πάντα να δέχεσαι ευχάριστα, όσα από το Θεό προέρχονται
Ραβδί να σε χτυπά του δίκαιου καλύτερα, παρά ο κακός να σε τιμά
Στις θύρες των σοφών να πηγαινοέρχεσαι, μακρυά απ' τις θύρες των πλουσίων
Το μικρό, μικρό δεν είναι όταν σε κάτι μέγα οδηγεί
Ύβριν χαλίνωνε, μακρυά απ' την έπαρση μέγας σοφός να γίνεις
Φυλάξου συ απ' το πέσιμο, σαν όμως άλλος πέσει, μη γελάς
Χάρισμα το να σε φθονούν, αίσχος και μέγα, να φθονείς εσύ
Ψυχή που στο Θεό προσφέρεται, είναι η καλύτερη θυσία
Ω, ποιος θα τα φυλάξει όλα αυτά; Αυτός και θα σωθεί!

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ)

π. Κων. Ν. Καλλιανός

1. Προλεγόμενα


Πᾶνε ἀρκετά χρόνια ἀπό τότε πού βρέθηκα γιά λόγους ὑγείας κάποιου μέλους τῆς οἰκογενείας μου, στή μακρυνή Ἀγγλία, σέ μία ἀπό τίς μεγαλουπόλεις της, τό Birmingham.

Ἀπό τόν τόπο μου ἔφυγα μέ συντροφιά τούς Ἁγίους μου, ἀλλά καί κάποια βιβλία-συνομιλητές στήν ἑκούσια αὐτή ἐρημία μου, πού ἐπρόκειτο νά διάγω.

Μεταξύ τῶν βιβλίων πού μέ συντρόφεψαν ἦταν καί ἡ ποιητική συλλογή τοῦ Π. Β. Πάσχου (στή συνέχεια Π. Β. Π.), "Ἔγκλειστος βίος", μέ τήν ὁποία ἔχω ξεχωριστούς δεσμούς ἀπό τά χρόνια ἀκόμα τῶν σπουδῶν μου.

Πολυάριθμη πολιτεία τό Birmingham, ξένος ἐγώ ἀνάμεσα σέ ξένους, ἔνοιωσα τό σχῆμα τῆς ἀπουσίας νά ἐγγράφεται μέσα μου μέ στοχασμούς διάφορους, τούς ὁποίους ἄρχισα νά τούς ἐπεξεργάζομαι σιωπηλά καί καρτερικά, μέ παράλληλη παρατήρηση τῆς πόλης καί τοῦ βιώματος τῆς μοναξιᾶς, πού ἐμφάνιζε.

Αὐτές λοιπόν οἱ γραμμές σέ πρώτη, ἡμερολογιακή καταγραφή, χαράχτηκαν σ᾿ ἕνα μικρό δωμάτιο τῆς περιοχῆς τοῦ Selly Park, ἐκείνης τῆς Ἀγγλικῆς μεγαλούπολης. Ἐδῶ δέ λαμβάνουν τήν τελική τους μορφή, ἄν μπορεῖ νά ὑπάρξει ποτέ αὐτή, τήν ὁποία ὡστόσο καλεῖται νά τήν συμπληρώσει καί ὁ φίλος ἀναγνώστης μέ τίς παρατηρήσεις του. Παρατηρήσεις, πού ἄν εἶναι καλοπροαίρετες, ἀποτελοῦν καί ἀπομένουν πάντα χρήσιμο ὑλικό γιά τή στέρέωση-θεμελίωση τοῦ κάθε μας γραπτοῦ.

Πάντως θέλω νά σημειώσω, καθώς κλείνω αὐτές τίς πρόδρομες γραμμές, ὅτι ἡ ποίηση τοῦ Π. Β. Π. γίνεται μέ τόν εὐεργετικό καί τίμιο λόγο της, τό φιλάνθρωπο καί φιλάδελφο καταφύγιο, τό ὁποῖο θραύει τό κέλυφος τῆς σκληρῆς μόνωσης καί ὁδηγεῖ τά πρόσωπα στή συνάντηση: τόσο μεταξύ τους, ὅσο καί μέ τήν Κτίση, προπάντων ὅμως μέ τόν Θεό.


2. Οἱ ὁρισμοί

Ἄν μελετήσουμε προσεχτικά τίς ποιητικές συλλογές τοῦ Π. Β. Π. ἀσφαλῶς θά παρατηρήσουμε, πώς κυρίαρχο θέμα μέσα τους εἶναι τό βίωμα τῆς μοναξιᾶς. Τῆς μοναξιᾶς, ἡ ὁποία συνυπάρχει πάντα μέ τή διαβίωση τοῦ ποιητή στίς μεγάλες πόλεις καί ἐμφανίζεται ὡς ἡ λυτρωτική ἐκείνη δύναμη πού ἐξαγνίζει τήν ψυχή καί τήν ἐπιστρέφει στίς ρίζες της, στίς σωτήριες πηγές, ὅπως εἶναι ὁ γενέθλιος τόπος του: ἡ Λευκοπηγή καί εἰδικότερα ἡ ἑστία τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ.

Ὡστόσο τό ἐρώτημα πού προκύπτει εἶναι τό ἑξῆς: Τελικά τί εἶναι πολιτεία καί τί μοναξιά; Ὅπως ἐπίσης κι ἕνα δεύτερο ἐρώτημα: Ἡ μοναξιά καί ἡ πολιτεία πώς λειτουργοῦν στόν ψυχισμό τοῦ ποιητή καί κατ᾿ ἐπέκταση στό δικό μας τόν ψυχισμό;

Μοναξιά λοιπόν εἶναι ἡ ἄρση τῆς ἐπιθυμίας, τῆς ἀνάγκης, "γιά νά δεῖς τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, νά τόν συναντήσεις" (1). Γιατί ἡ συνάντηση τοῦ Ἐγώ μέ τό Ἐσύ προϋποθέτει πάντα τήν ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας, γι᾿ αὐτό σύμφωνα μέ τήν ἀφήγηση τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τή Γένεση, ὁ Θεός εἶδε ὅτι "οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ᾿ αὐτόν" (Γεν. 2, 18), πού σημαίνει ὅτι "ὁ Δημιουργός θεωρεῖ τήν ἀνθρώπινη μοναξιά ἀρνητική, ὡς ἀντιτιθέμενη στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί ὡς κατάσταση ἐμπεριέχουσα δυστυχία καί κίνδυνο, γι᾿ αὐτό ἐφευρίσκει τόν τρόπο θεραπείας της" (2).

Ἡ δημιουργία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ καί ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐκ τῆς πλευρᾶς του δημιουργία τῆς γυναίκας-συνανθρώπου του, τῆς Εὔας, ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος, ὑπάρχοντας ἐν κοινωνίᾳ Προσώπων, ἐπιθυμεῖ νά συστήσει καί στή γῆ αὐτή τήν κοινωνία τοῦ Ἐγώ μέ τό Ἐσύ, ὥστε τό ἄθροισμα αὐτῶν, τό Ἐμεῖς δηλαδή, ν᾿ ἀναφερθεῖ θεοφιλῶς καὶ ἁγιοτρόπως στό Θεό.

Πολιτεία πάλι εἶναι ὁ χῶρος συγκέντρωσης μεγάλου ἀριθμοῦ ἀνθρώπων πού προέρχονται ἀπό μικρές κοινωνίες χωριῶν καί μικροεπαρχιῶν. Στά πολυάριθμα αὐτά λοιπόν ἀστικά μεγέθη οἱ ἄνθρωποι κατά πολύ μεγάλο ποσοστό εἶναι καί παραμένουν μεταξύ τους ἄγνωστοι.

Τό βίωμα τῆς μοναξιᾶς τό ἔχει γευτεῖ κατά κόρον ὁ ποιητής στίς μεγαλουπόλεις, γι᾿ αὐτό καί πασχίζοντας νά ἰσορροπήσει ἀγωνίζεται νά μεταποιήσει τή σκληρή κι ἀπάνθρωπη μοναξιά σέ ἐργαστήριο πνευματικῆς ἀθλήσεως καί ζωῆς, σέ μιά γόνιμη δηλαδή μοναξιά.


3. Ἀναζητώντας τά σημεῖα: Ὁ ποιητής, ἡ μοναξιά καί ἡ πολιτεία

Στούς ἀναιμικούς καιρούς πού ζοῦμε, τό γεγονός τῆς μοναξιᾶς ἁπλώνεται καί ἐνδημεῖ, κατά κανόνα στίς μεγάλες πολιτεῖες- χώρους ἀπόλυτα εὔφορους- γιά νά ριζώσει καί ν᾿ ἀναπτυχθεῖ αὐτό τό φαινόμενο. Φαινόμενο κοινωνικό, ἀλλά καί κυριαρχικό στόν ἀνθρώπινο βίο.

Ὡστόσο αὐτό τό φαινόμενο τῆς μοναξιᾶς, σύμφωνα μέ τίς γνῶμες καί τίς παρατηρήσεις τῶν εἰδικῶν, ἄν καί δέν ἦταν ἄγνωστο σέ παλαιότερες ἐποχές, στίς μέρες μας ἔλαβε τήν πιό τραγική του ἔκταση. Γιατί στήν ἐποχή μας κυριαρχεῖ τό βιομηχανικό πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς τεχνολογίας, πού δέν ἐπιτρέπει καί δέν δικαιολογεῖ τίς ἐκφράσεις τῆς συνάντησης καί τῆς φιλίας (3).

Αὐτό ἄλλωστε πιστοποιεῖ καί ἡ παρακάτω ἐξομολόγηση τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητή: "Ἐγώ ὁ ἴδιος ἔζησα στιγμές φοβερά ἐρημικές καί μοναχικές στήν Ἀθήνα, στό Παρίσι, στό Λονδίνο, στή Νέα Ὑόρκη, ὅπου περπατοῦσαν πλάϊ μου ἑκατομμύρια κόσμος..." (4). Κι ἐδῶ πρέπει νά σημειωθεῖ, πώς ἡ αὐτή ἡ ἀναφορά τῶν μεγαλουπόλεων ἀπό τόν Π. Β. Π. γίνεται, μέ σκοπό νά γνωστοποιηθεῖ καί νά ὑπογραμμισθεῖ τό βέβαιο καί κορυφαῖο βίωμα τῆς μοναξιᾶς πού τόν συνοδεύει. Μέ μοναδική παρηγορία καί δυναμική ὑπέρβασή της, τήν ἀνάκληση τοῦ εὐλογημένου τόπου του, ἐκείνου δηλ. τοῦ χωριοῦ του, ἀκόμα καί σέ ὧρες πού τό ἔχει ἐπισκεφτεῖ ὁ θάνατος.

Σούρουπο στό Quartier Latin, μέ τούς παλιούς
πύργους καί τίς ἀρχαῖες ἐκκλησίες του, ὅλα
σ᾿ ἕνα μαγνάδι γκρίζο ἤ μαῦρο τυλιγμένα
.................................................................................μά τώρα
θαρρῶ πώς τό βαρύ ρολόϊ τοῦ Saint Suplice μοῦ φέρνει
μνῆμες ἀπ᾿ τήν καμπάνα τοῦ χωριοῦ μου σέ κηδεία... (Ε. Β. 38)

Ὅμως ὑπάρχει καί ἡ συνέχεια. Τούτη τή φορά σέ ὥρα νυχτερινή, πού ἀναμφίβολα γεννᾶ πολλούς πειρασμούς.

Νύχτα Παρισινή, μέ τά δαιμονισμένα φῶτα σου... (Ε. Β. 37)

Αὐτές λοιπόν οἱ εἰκόνες ἀπό μιά πολιτεία στήν ὀποία ἡ μοναξιά καί ἡ θλίψη σέρνονται στούς δρόμους ὃπως ἡ ἐπιδημία, κυριολεκτοῦν, νομίζω, κι ἀναλυτικά ἐπεξηγοῦν τούς παρακάτω στίχους, πού ἀναγλυφα προβάλλουν τόν ψυχισμό τοῦ ποιητή, ἀλλά καί τήν πρόθεσή του ν᾿ ἀποφύγει τίς ὅσες παρενέργειες γεννᾶ αὐτός ὁ ἀστικός βίος:

Ἐπί τῶν ποταμῶν τῆς νέας Βαβυλώνας
δέν ἔχει γιά τούς ποιητές πλατάνια καί ἰτιές
κι οὔτε νερό γαλάζιο ἤ οὐρανό
καθάριο, νά σοῦ θυμίζει τήν πατρίδα... (Α. Υ. 13)

Μοναδική καταφυγή λοιπόν σ᾿ αὐτές τίς ὧρες τῆς δοκιμασίας ἀπομένει ἡ ὑπομονή, πού στερεώνει τήν ψυχή καί τήν ταξιδεύει, πάνω ἀπό τά θλιβερά καί ὀμιχλώδη τοπία.

Τί δέντρο νά φυτέψεις ἄλλο ἀπ᾿ τήν ὑπομονή
γιά νά κρεμάσεις τήν ἀνία καί τήν πλήξη σου... (Α. Υ. 13)

Προσέχοντας, λοιπόν, τούς παραπάνω στίχους βλέπουμε νά τοποθετεῖται μέ ἀκρίβεια ἡ ὕπαρξη τοῦ ποιητή ἀνάμεσα στά "μεγέθη" τῆς πολιτείας καί τῆς μοναξιᾶς. Ἄν δέν ἐπισκεφτοῦμε κι ἄλλα παρόμοια ποιήματά του, τό μόνο διαφορετικό εἶναι τό ὄνομα τῆς πολιτείας. Τῆς Ἀγγλίας π.χ,

Ἀπ᾿ τό κρεβάτι μου δέν φαίνονται παρά μονάχα
κάτι σκεπές σπιτιῶν καί λίγες λεῦκες τῆς Ὀξφόρδης. (Α. Υ. 18)

ἤ τοῦ Παρισιοῦ,

Γκρίζα μέρα βροχερή στή Rue de Vaugirard. (Α. Υ. 14)

ἀλλά καί τῆς Ἀθήνας.

(.........) τό μικρό δωμάτιο, πού μένει
σχεδόν μονάχα τό κορμί μου (Ἐρεσσοῦ 18
κοντά στήν Ἱπποκράτους) εἶναι ἀποπνιχτικά
στενό καί σκοτεινό......... (Γ .Θ. 42)

Ἐπίσης, ἄν ἐπιχειρήσουμε νά δοῦμε τά ἐπίθετα γκρίζο, σκοτεινό, ἀποπνιχτικό ἴσαμε τό βυθό τοῦ νοήματός των, δέ θά δυσκολευτοῦμε ν᾿ ἀνιχνεύσουμε τήν ἀνείπωτη πίκρα, καθώς συγκρούονται μέ κεῖνο τό οὐράνιο φῶς καί τήν παρθένα ἀνάσα τῆς γενέθλιας του γῆς.

Ὁ ἥλιος σου, Λευκοπηγή μου, ἔρχεται ὁλοένα
καί πιό συχνά στή σκέψη μου.......... (Π. Ε. 58).

Νά θεωρηθοῦν, ἆραγε ὑπερβολικά τά παραπάνω; Δέν τό νομίζω. Γιατί, ὅπως ξέρουμε, ἕνας συνειδητός ποιητής δέν ἐπιτρέπεται νά καταγράφει καί νά περιγράφει ἄστοχα πράγματα καί ζητήματα, ἀλλά μόνο τά μηνύματα πού τοῦ προσφέρουν, ὁ χῶρος, οἱ ἄνθρωποι καί οἱ ἐνέργειές τους. Ἄλλωστε, αὐτό μᾶς τό τό πιστοποιεῖ κι ὁ ἴδιος ὁ Π. Β. Π. ὅταν λέει: "Ὁ ποιητής τίς περισσότερες φορές εἶναι τραγικός δέκτης καί πομπός συγκλονιστικῶν ἐσωτερικῶν μηνυμάτων, πού ἀναταράζουν τό μέσα σύμπαν του" (5).

Ἄν μέ τά παραπάνω λόγια του ὁ ποιητής ἐπιχειρεῖ ν᾿ ἀνοίξει τίς θύρες τῆς ψυχῆς του, ὥστε νά κατορθώσουμε νά τήν χαρτογραφήσουμε, τότε μᾶς προσφέρεται ἕνα ἀπό τά μέγιστα ἀγαθά, τό νά ἐρευνήσουμε, κατά τό δυνατόν πάντα, πτυχές τοῦ ἀστικοῦ του βίου. Ἑνός βίου δηλαδή, τοῦ ὁποίου ἡ ἀναγκαιότητα παρομοιάζεται μ᾿ ἐκείνη τῆς ἄλλης ὄψης τοῦ νομίσματος. Κι αὐτό, ἐπειδή ἡ πολιτεία, μέσα στό πλῆθος τῶν προβλημάτων καί τῶν πνιγηρῶν καταστάσεων πού παρουσιάζει, προσφέρει καί μιά σειρά ἀπό ἀγαθά. Ὅπως ἡ μόρφωση, ἡ πιό ἄνετη μετακίνηση, ἡ παροχή ὑπηρεσιῶν πρώτης ἀνάγκης κ.ἄ.

Τώρα περπατῶ σέ δρόμους ἀσφαλτοστρωμένους ·
κλείνομαι σέ βιβλιοθῆκες πού μυρίζουν μουχλιασμένο ξύλο·
μπορῶ νά ἔχω ἀδιάβροχα κι ἀκριβά ποδήματα... (Λ. 46),

ἐξομολογεῖται ὁ ποιητής ἀφήνοντάς μας νά καταλάβουμε ὅτι μέ τούς στίχους του αὐτούς ἀποδέχεται τά ἀγαθά καί τίς προσφορές τῆς πολιτείας, ὅμως στό βάθος τῆς μνήμης καί τῆς καρδιᾶς του ὑπάρχουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ μόχθου πού γυρίζουν ἀπό τά χωράφια

ἴσαμε τό κόκκαλο βρεγμένοι.

ὅπως Πατέρας του. Καί δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἡ Μορφή του, ὅπως καί τῆς Μάνας του, τοῦ προξενοῦν ἀνάμικτα συναισθήματα, ὡσάν κι ἐκεῖνο πού εὐθέως ἐξομολογεῖται,

ντρέπομαι πού ἄφησα....

θά μᾶς πεῖ, καθώς στοχάζεται τό μόχθο τους γιά νά τά βγάλουν πέρα. Μόχθος πού δέν πῆγε εἰς μάτην, ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος μετρήθηκε μέ τή θλίψη, τήν ἀγωνία ἀκόμα καί μέ τό θάνατο, γιά νά κατορθώσει νά φανεῖ ἀπόλυτα συνεπής.

Μά χτές τοῦ στείλανε (οἱ Γονεῖς του)
κάποιο γραφτό μέ δάκρυα, γιατί ἔμαθαν κ᾿ οἱ δυό
πώς τό παιδί τους, μέ τά γράμματα
πού δέν ἔχουν τόση πέραση
στῆς Βερανζέρου ἕνα πατάρι σκοτεινό, χωρίς δουλιά
παλεύει μέ τό χάρο....... (Α. Υ. 38)


4. Ἡ ὑπέρβαση ἤ ἡ μεταποίηση τῶν σχημάτων

Πολύ σωστά εἰπώθηκε, πώς "τό πνεῦμα πού κυριαρχεῖ στή μεγάλη πολη.....ἐμποδίζει τήν ἀνάπτυξη καί τήν προκοπή μιᾶς ἀνθρώπινης κοινότητας, θερμότητας, ἀνθρωπιᾶς, φροντίδας καί συμπάθειας" (6). Τό παράλληλο βίωμα τοῦ ποιητή, πού νοιώθει στή μεγαλούπολη ὡς ὁ Ἰωνᾶς στήν κοιλία τοῦ κήτους (Ἰων. 2, 1) , καταγράφουν μέ σαφήνεια οἱ παρακάτω στίχοι.

Ὅταν σηκώνεις τά τρεμάμενά σου χέρια
ἤ τήν καρδιά σου μυστικά
σέ μιά γωνιά τοῦ Παρισιοῦ, γιά προσευχηθεῖς
μοῦ δίνεις τήν ἐντύπωση τοῦ Ἰωνᾶ πού ἐκραύγαζε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τή φοβερή σπηλιά τοῦ κήτους... (Θ. Γ. 35)

Πῶς ὅμως ξεπερνάει κανείς στήν ἀπρόσωπη καί σκληρή πολιτεία τούς ρυθμούς τῆς ἀγωνίας, πού προκαλοῦνται ἀπό τόν ἀγχωτικό βασανισμό τῆς καθημερινότητας καί φυσικά τούς πειρασμούς της; Γιατί εἶναι ἀπαραίτητες οἱ ἀντιστάσεις ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες θά ἰσορροπήσουν τό εἶναι μέσα σέ τούτη τήν κάμινο. Κι αὐτές οἱ ἀντιστάσεις εἶναι δύο: α. ὁ Νόστος καί β. ἡ Προσευχή.

Νόστος σημαίνει γυρισμός, δηλώνει τήν ἐπιστροφή (7) στή ρίζα, στόν γενέθλιο τόπο. Ἐκεῖ δηλαδή πού πρωτοβλέπεις τόν κόσμο, τόν ψηλαφεῖς σιγά-σιγά, πρῶτ᾿ ἀπό τό ἴδιο τό σπίτι, ὕστερα τή γειτονιά, τό χωριό, γιά νά βγεῖς ἔξω ἀπ᾿ αὐτό μόλις μεγαλώσεις καί στερεωθεῖς καί ν᾿ ἀνταμώσεις τή μεγάλη πολιτεία.

Ὅμως αὐτό πού ἔχει βαθύτατη σημασία καί πρέπει νά προσεχτεῖ ἰδιαίτερα εἶναι ἐκεῖνα τά πρῶτα βιώματα, οἱ πρῶτες εἰκόνες, οἱ ὁποῖες καί συνοδεύουν τἠ μνήμη καί τήν ψυχή μέχρι τό τέλος τοῦ βίου μας. "Πάντα ὁ καθένας μας κουβαλάει στά πιό μύχια ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς του τήν Ἰθάκη του, τή Λευκοπηγή του -ἤ ὅπως ἀλλιῶς λέγεται ὁ γενέθλιος τόπος μας, στόν ὁποῖο αἰώνια θέλουμε νά ἐπιστρέφουμε" (8), θά μᾶς πεῖ ὁ Π. Β. Π.

Σύμβολο αὐτῆς τῆς ἐπιστροφῆς, τοῦ Νόστου δηλαδή, εἶναι ὁ μυθικός Ὀδυσσέας, τόν ὁποῖον ἔχει ὡς ἀρχέτυπο ὁ κάθε νοσταλγός. Γιατί "ὁ Ὀδυσσέας δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος πού ὀφείλει νά θυμᾶται, εἶναι ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά βλέπει, νά γνωρίζει, νά δοκιμάζει ὅλα ὅσα ὁ κόσμος μπορεῖ νά τοῦ προσφέρει..." (9).

Ὡστόσο, αὐτό πού ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας μας εἶναι, πώς μπορεῖ μέν ὁ Ὀδυσσέας νά εἶναι τό σύμβολο, ὅμως τή συναισθηματική φόρτιση τή φέρνουν στό νοσταλγό τά οἰκεῖα πρόσωπα, τά ὁποῖα διακρατοῦν ὄρθια τή συνείδηση μέσα στούς κλυδωνισμούς πού ὑφίσταται στήν τραγική τῆς πολιτείας μοναξιά. Πρόσωπα ἱερά, ὅπως οἱ γονεῖς (Λ. 46) ἀλλά καί τ᾿ ἀδέλφια, ἀποπνέουν τή δρόσο τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς ἀγάπης καί τῆς σιγουριᾶς.

Βυθίζομαι σ᾿ ἕνα θολό ζεστό ποτάμι ἀναμνήσεων
ὅπου ἡ Μάνα κι Πατέρας ἤ τ᾿ Ἀδέλφια μου
μοιάζουν μέ δέντρα, πού μπορῶ ἀπ᾿ τά κλωνάρια τους
νά κρατηθῶ μέ σιγουριά... (Π. Ε 54)

Ἀνάμεσα δέ στά δικά του πρόσωπα συμπεριλαμβάνονατι κι οἱ ἁπλοί καί ταπεινοί παπάδες τοῦ χωριοῦ του, ὅπως

ὁ παπα Μάρκος
ὀλιγογράμματος, ἀλλά θερμός στήν πίστη του
καί ἅγιος......... (Λ. 23) (10)

ἀλλά καί οἱ συγχωριανοί του (Λ 19), ἀφοῦ στίς μικρές κοινωνίες τῶν χωριῶν ἡ συναλληλία καί ἡ ἀμοιβαιότης ἦταν τό κύριο, κατά κανόνα, χαρακτηριστικό τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων.

Ὅμως ὑπάρχει καί κάποιο ἄλλο πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐκφράζει μέ τόν πλέον βέβαιο τρόπο τόν ἀέναο Νόστο του, θεραπεύοντας ἔτσι μέ τόν λόγο του τίς πληγές τῶν μαχαιριῶν-λόγων ἤ συμπεριφορῶν πού ὑφίσταται ὁ ποιητής στή δύνη τῆς Νέας Βαβυλώνας. Κι αὐτός εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ πνευματικός του ὁδηγος, ὁ Γέροντάς του .

Μεγάλε Γέροντα, μέσα στήν κατανυχτική σιωπή σου
ἔρχεσαι ἀπόψε καί γεμίζεις μέ τό δάκρυ σου
τήν ἐρημιά τῆς Βαβυλώνας μου......
Πατέρα μου ἄσε νά σέ λέω καλύτερα ἤ δάσκαλό μου... (Θ. Γ. 20)

Ἡ Βαβυλώνα (12), πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή ἀπό τή ξενιτιά , μνημονεύεται έδῶ ὡς ὁ χῶρος ἐκεῖνος ὅπου ἡ ὑπαρξη ἀναγκάζεται νά συμβιβαστεῖ μέ τίς ἐκεῖ τρέχουσες συνθῆκες, γιατί πρέπει νά ἐπιβιώσει, ἀλλά καί νά διασωθεῖ ἀπό τίς καθημερινές παγίδες τοῦ ἐχθροῦ (13).

Κατακαλόκαιρο. Καίει τό τσιμέντο καί πυρώνει
ἡ ἄσφαλτος. Σκόνη κ᾿ ἱδρῶτας ἀπ᾿ τά σταυροδρόμια.
Ὁ βόγκος πνίγεται, μά οἱ πληγές ὁλάνοιχτες
βαθαίνουν ὁλοένα καί κακοφορμίζουν (Ο. Δ. 23).

Πῶς ὅμως αὐτές τίς φριχτές τίς ὧρες, ὅπου ὁ Νόστος λειτουργεῖ ἀνασχετικά ἀπέναντι σέ ὅλα τά φαινόμενα καί τίς ἐμπειρίες τῆς σκληρότητας, τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, τῶν συγκρούσεων, εἶναι δυνατή ἡ ἀπόδραση ἀπ’ αὐτή τήν ἀπελπιστική κατάσταση;

Ἀρκεῖ μιά λεύκα μόνο μέ τήν ἀσημένια κόμη της
νά λούζεται στό φῶς, νά ταξιδεύει ἁπαλά στόν ἄνεμο,
γιά νά σηκώσει μές στά μουσικά θροΐσματα
τήν κουρασμένη μου ψυχή καί νά τήν ταξιδέψει
στά περιβόλια τῆς Λευκοπηγῆς καί στά τρεχούμενα
νερά της......... (Λ. 108),

θά μᾶς πεῖ ὁ ποιητής καί θά μᾶς παρουσιάσει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μεταποιεῖ τή φρίκη σέ εὐλογημένη ἀναπόληση, ὅπου,

ἡ μνήμη ἀποκοιμιέται στό ἁπαλό πεζούλι
τοῦ χρόνου κι ὀνειρεύεται τοπία τοῦ αἰωνίου (Ε. Β. 19).

Μεταποίηση, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τήν ὕπαρξη καί τήν ὁδηγεῖ, ἔστω καί γιά λίγες μόνο στιγμές, μακρυά ἀπό τήν ὀδύνη τῆς καθημερινότητας, ἀπό τόν βυθό τῆς ἀπόγνωσης - ἕνα σκαλοπάτι δηλαδή πρίν ἀπό τό θάνατο.

Λέγει πολύ σοφά ὁ Γέροντας Παΐσιος, πώς τά πάντα πρέπει νά τ᾿ ἀντιπετωπίζεις μέ τόν καλό τόν λογισμό. Τότε μονάχα θά πάψεις νά φθείρεσαι καί ν᾿ ἀγανακτεῖς.

Ὅταν ἀκούω τόν πάταγο τῆς πολιτείας,
λέω: θ᾿ ἀλέθουν τώρα στό χωριό μου καί χτυποῦν
οἱ ἀσήκωτες μυλόπετρες. Ἀκούω τ᾿ ἄγρια μηχανήματα
τούς δρόμους νά δαγκώνουν, δέρνοντας, καί ψιθυρίζω·
θά καλιγώνει τ᾿ ἄλογα ὁ πατέρας μου. Ἀκούω
νά ξεφορτώνουν ὑλικά οἰκοδομῶν, καί λέω:
τώρ᾿ ἁλωνίζουν στή Λευκοπηγή, καί τ᾿ ἄλογα
τρέχουν στό πέτρινο ἁλώνι. Ἀκούω, ὕστερα,
φωνές ἀνάκατες ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτά παράθυρα, καί λέω:
θά᾿ ναι οἱ ἐλεγεῖες τῶν ποιμένων, πού ἀνηφορίζουν
στοῦ χωριοῦ μου τά βουνά, τά καταπράσινα... (Λ. 96)

Ἡ μεταποίηση αὐτή, λοιπόν, εἶναι πού συνδράμει ἀπόλυτα τόν ὑγιῆ καί δημιουργικό Νόστο, τὀ ταξίδεμα τῆς μνήμης πού ἐπιστρέφει φορτωμένη θύμησες, πού σημαίνει ὅτι ἡ ἐλπίδα παραμένει νά εἶναι ἡ κορυφαία πτυχή τῆς ζωῆς.

Ξαναγυρνῶ στό σπίτι πού γεννήθηκα
κι ἀνάβω ἕνα κερί γιά ὅσους ἔχουν κοιμηθεῖ.
Ἡ σκάλα τρίζει τώρα περισσότερο. Ἴσως γιατί
θά᾿ ναι τό βάρος πιό πολύ, πού κουβαλῶ σέ μνῆμες... (Λ. 40)

Ἡ κάθε ἐπιστροφή στήν πατρική ἑστία, ὅπου μπορεῖ κανείς, ἔστω καί νοερά, νά βρεῖ τήν ἀνάπαυση, ἀλλά καί τή δρόσο τ᾿ οὐρανοῦ, εἶναι ὁ πόθος, ἡ ἀνάγκη, τοῦ κάθε νοσταλγοῦ.

Βόστρυχοι κερασιᾶς ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτό παράθυρο
θωπεύουν τρυφερά τό βλέμμα μου. Ἐπιστρέφω
στίς φυλλωσιές τοῦ πατρικοῦ μου, ὅπου Ἀρχάγγελοι
ψάλλουν τροπάρια οὐράνιας εὐφορίας.
Ὑποχωρεῖ ὁ καύσωνας τῆς Ἀττικῆς κ᾿ ἡ δρόσος
ἀπό τήν εὐδοκία τῆς Λευκοπηγῆς ἀποθεώνει μνῆμες. (Π. Ε. 17)

Τό ρῆμα ἐπιστρέφω, παρακαλῶ πολύ, νά τό δοῦμε παράλληλα μέ τό Νόστο γιά ἐπιστροφή τοῦ μυθικοῦ Ὀδυσσσέα, ὁ ὁποῖος ἀναζητοῦσε, “καπνόν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι" (14), ὅπως, ἄλλωστε κι ὁ ἴδιος ὁ ποιητής.

Λίγο καπνό γαλάζιο ἀπ᾿ τήνκεραμιδένια
στέγη τοῦ πατρικοῦ μου, ἀπόψε φέρε
στ᾿ ὄνειρο, ὕπνε, ἀδελφέ τοῦ μαύρου ξένου,
ὅταν ἐρθεῖς καί σβύσεις τ᾿ ἁρμυρά τραγούδια
τῆς ξενητιᾶς, μέ τό βαθύ σταμνί, τό κρύο
νερό τῆς βρυσομάνας... (Λ. 38)

Ἀπέναντι ἀπό τό Νόστο ὑπάρχει ἡ Προσευχή, αὐτή ἡ ἐναγώνια προσπάθεια πού ὁδηγεῖ τά βήματα σέ μιά συνάντηση μέ τό Θεό, στήν ἀνακαίνιση τοῦ εἶναι, ἀλλά καί στή βεβαιότητα ὅτι τό χέρι τοῦ Θεοῦ, τό Μαφόριο τῆς Παναγίας καί ἡ ζεστή ἀνάσα τῶν Ἁγίων συνεχίζουν νά παραμυθοῦν, νά σκέπεουν καί νά ἐπευλογοῦν.

Ὅταν ὁ Ὄσιος Νεῖλος ἀσκητής ἔγραφε ὅτι "προσευχή ἐστι λύπης καί ἀθυμίας ἀλέξημα" (15), νομίζω ὅτι ὅριζε καί αἰτιολογοῦσε, γιατί ἐπιδιώκουμε αὐτήν τήν ἐπικοινωνία μέ τό Θεῖο. Μάλιστα, ἐπειδή "ἡ ζωή τῆς προσευχῆς μας εἶναι τήν ἴδια στιγμή ἕνας ἀγώνας ἐναντίον ἐκείνων πού δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ" (16), φρονῶ ὅτι μέλημα κι ἀγώνας τοῦ ποιητή εἶανι τό ν᾿ ἀντιστρατευτεῖ σέ κάθε τι τό σκοτεινό κι ἀβέβαιο. Γι᾿ αὐτό κι ὅταν προσεύχεται,

................. Ἐσύ μονάχα
ξέρεις, πού μ᾿ ἔπλασες, πoιό δρόμο μέσα μου μπορεῖς
νά πάρεις, γιά νἀ ρθεῖς ἀπόψε στή σπηλιά μου. (Α. Υ. 112),

μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐπιθυμεῖ καί ἐπιζητᾶ τήν Παρουσία Του.

Εἶμαι ἡ γῆ Σου, Κύριε, καί μπορεῖς ἄν θέλεις
Ἐσύ μέ τό ἀλέτρι Σου νά μέ ὀργώσεις ὅπως ξέρεις..... (Π. Ψ. 60)

Παρουσία, ἡ ὁποία εἶναι ἀναγκαία στή ἀλλότρια γῆ καί χώρα, ὅπου "ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν" κι ἀπόμεινε μόνο τό παγερό τό ὕφος καί τὀ ἦθος τῆς σκληρῆς συμπεριφορᾶς, τῆς ἀδιαφορίας καί τοῦ ἀδίστακτου λογχισμοῦ τῆς ἐξόντωσης.

......................... Ἀπόψε (στήν Ἀθήνα)
κανείς νά μοῦ ζεστάνει δέ μπορεῖ τά κρύα δάχτυλα
ἐκτός ἀπό τό κομποσκοίνι πού ἕνας ἐρημίτης
μοῦ ἐχάρισε γιά εὐλογία στό Φριχτό Καρούλι
τοῦ Ἄθωνα.......... (Θ. Γ. )

Ἀλήθεια, ἄν ἐπιχειρήσουμε μιά σύγκριση τῶν χώρων: Ἀθήνα - Φρικτό Καρούλι, θά παρατηρήσουμε πολλά πράγματα, ἀπό τά ὁποῖα καί θά ἐξάγουμε ἕνα πλῆθος συμπερασμάτων. Εἰδικότερα, θά δοῦμε πώς στήν ἔρημο τοῦ Ὄρους ἡ μοναξιά εἶναι σχεδόν ἀνύπαρκτη, ἀφοῦ ἐκεῖ βιώνεται καθημερινά τό γεροντικό λόγιο: "Ἐάν μή εἴπῃ ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ ἄνθρωπος, ὅτι ἐγώ μόνος καί ὁ Θεός, ἐσμέν ἐν τῷ κόσμῳ, οὐκ ἔξει ἀνάπαυσιν" (17). Ἀντίθετα στή μεγάλη πολιτεία τό πολύβουο κύμα τῆς ἀνθρωποθάλασσας κατακλύζει τά πάντα μέ μιά δύναμη τέτοια, πού, ἄν δέν ἔχεις ἰσχυρά στηρίγματα, τότε βυθίζεσαι στό στόμα τοῦ βύθιου δράκοντα τῶν μεταβυζντινῶν τοιχογραφιῶν. Ἑπομένως, μεταξύ τοῦ στεγνοῦ κι ἄγονου Φριχτοῦ Καρουλιοῦ καί τοῦ γέμοντος πλούσια ἀγαθά ἄστεως, "χάσμα μέγα ἐστήρικται" (Λκ. 16, 26), τό ὁποῖο ὡστόσο ὁ ποιητής κατορθώνει νά γεφυρώνει, χτίζοντας

κάπου-κάπου
μέ στίχους ἕν᾿ ἁπλό, μικρό γεφύρι... (Ε. Β. 35).

Γεφύρι, πού θά σταθεῖ χρήσιμο, ὥστε νά περάσουν κι ὅσοι τό ἐπιθυμοῦν ἀπό τήν πολυάνθρωπη μοναξιά στήν εὔσπλαχνη καί ἀγγελοτόκο, κατά τόν ποιητή, ἔρημο, ὅπου καί θά συναντήσει γνήσιους καί ἀκέραιους ἀνθρώπους.

Ὅταν μετρῶ μές στήν καρδιά μου τούς ἀνθρώπους,
ὅπως στόν κῆπο τ᾿ ἀνθισμένα ρόδα, σκέφτομαι πώς μπορῶ καί νά᾿ μαι
μιά μαρτυρία Θεοῦ, μι’ ἀγάπη
γιά τήν καρδιά τοῦ ξένου καί τοῦ φίλου... (Θ. Γ. 30)

Κι ἐδῶ εἶναι πού ἔρχεται ἡ προσευχή, γιά νά γίνει ἡ βακτηρία ὁπού θά στηριχτεῖ πάνω της ἡ ὕπαρξη καί θά κοιτάξει ἀπερίσπαστα τόν Οὐρανό, ὅπου καί μπορεῖ νά ἐκφράσει τούς μύχιους καϋμούς καί τήν ἀπελπισία του ἀπό τή συντυχία του μέ τόν κόσμο:

Ἡ ζωή μου πόλεμος ἀτέλειωτος, Ἀσπίδα
δέ βρίσκω ἄλλη ἀπ᾿ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μου! (Θ.Γ. 54)

γι᾿ αὐτό,

Κατευθυνθήτω πάλι ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου
ἡ προσευχή μου, Κύριε, μέσ᾿ ἀπ᾿ τήν ὀμίχλη πού ἀνεβαίνει
πρός τό γνόφο Σου, μαζί μέ τό ὑγρό ἀπό δάκρυ βλέμμα μου (Θ. Γ. 59)

Πολύ περισσότερο συγκινεῖ ἡ προσευχή αὐτή, καθώς ἐνεργεῖται, ἀπευθύνεται στό Θεό, "ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ", ὅπου δέν περισεύει ἀνρθωπινη ζεστή καί φιλική φωνή καί παρουσία κι ὅπου τά πάντα ὁριζοντιώνονται σέ σημεῖο τραγικό, ὥστε ἀκόμα καί μέσα στίς ἐκκλησίες νά χάνεις τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ...

Κινδυνεύω, Θεέμου, ἀκόμη
καί μές στήν ἐκκλησία νά σέ γυρεύω μάταια! (Α. Υ. 43)

παρ᾿ ὅλο πού Τόν νοιώθει νά ἔρχεται, νά τόν ἐπισκέπτεται μέ ὅλη του τήν τρυφερότητα καί τήν φιλάνθρωπη συγκατάβασή Του, ὅπως, ἄλλωστε, μᾶς παραδίδει ὁ ποιητικός λόγος τοῦ Π. Β. Π.

Περπατᾶς πάνω στίς φλέβες μου ἀπ᾿ ὅλους
τούς δρόμους, Κύριε, τῆς τρυφερότητας (Α. Υ. 110).

Ὅμως ὁ ταλανισμός τοῦ εἶναι, πού ἡ καθημερινότητα πραγματώνει, ἀποτελεῖ κι ἀπομένει τό σισίφειο μαρτύριό του. Μαρτύριο, πού τό ξεδιπλώνει μέσα στή σιωπή, γιά νά μήν ἀποκάμει ἀπό τό ἐπικείμενο χάος:

πήζει ξανά ἡ σιωπή, βαραίνουν ὅλα· καί τό χάος
πλανιέται ὡς ἐφιάλτης σέ ἀλύτρωτη ἐρημιά (Ε. Φ. 53)

ἐρημιά, ὅπου ἀσφαλῶς ἀπαιτεῖται "ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἡ συνάντηση μαζί Του" (18) πάντα διά τῆς ὁδοῦ τῆς προσευχῆς:

-Ἔλεος, Κύριε, κάμε σ᾿ ὅλων τῶν ἀνθρώπων
τ᾿ ἀρρωστημένα στήθη, τά ὄνειρα
καί τά φτερά γιατρεύοντας, γιά νά πετάξουν
πάλι ἀπ᾿ τή λάσπη ἐπάνω, στά ψηλά! (Ε. Φ. 53)

Οἱ στίχοι αὐτοί, οἱ ποτισμένοι μέ εὐλάβεια, ἀνθρωπιά καί ἔγνοια γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, πού συνθλίβεται καθημερινά στίς μυλόπετρες τῆς μεγάλης πολίτείας καί κοιτάζει πώς νά πετάξει ἀπό πάνω του τή λάσπη καί τόν κουρνιαχτό πού μαζεύει, ἄθελά του, στόν καθημερινό του τόν ἀγῶνα, πιστεύω πώς δέν θά μποροῦσαν νά μή διαβασθοῦν παράλληλα μέ τούς παρακάτω, πού ἐκφράζουν, ἄλλωστε, τόν κανονισμό τοῦ βίου τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητή

Κι ὅταν ἡ ἐρημιά τοῦ κόσμου σέ συντρίβει
μή γέρνεις, ἑαυτέ μου, στή βρεγμένη ἀπ᾿ τό δάκρυ
καί λασπωμένη γῆ ............. σηκώσου
καί πάρε πάλι τό γαλάζιο χέρι, πού ἁπλώνει
πάνω σου ὁ Οὐρανός μέ τρυφερότητα (Π. Φ. 45)


5. Ἀκροτελεύτιο ἤ ὁ ἐπίλογος

Εἶναι διαπιστωμένο, πώς "ὁ ἄνθρωπος τῶν μεγάλων πόλεων κατέχεται ἀπό τήν ψυχολογία τοῦ ἀνικανοποίητου" (19). Μόνο πού αὐτή ἡ ἀκόρεστη βουλημία ἐπικεντρώνεται μόνο στήν προμήθεια ὑλικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα ὅλο καί περισσότερο περιχαρακώνουν τόν σύγχρονο ἀστό στή μοναξιά του. Φαινόμενο τραγικό, πού ἄρχισε νά ἐνδημεῖ τελευταῖα καί στήν ἐπαρχία.

Κι ἐδῶ εἶναι πού χρειάζεται νά ἑρμηνευτεῖ καί νά προσεχτεῖ ἡ στάση τοῦ ποιητή, ὁ ὁποῖος, ζυγιάζοντας τά πράγματα, πασχίζει αὐτή τήν ὑπέρβαση τῶν παραπάνω νοσηρῶν καταστάσεων, μέ ὅραμα πάντα τή γενέθλια γῆ του, τή Λευκοπηγή, ἡ ὁποία τοῦ εἰρηνεύει κάθε τάραχο καί τοῦ προσφέρει ἀφειδώλευτα κατάνυξη καί χαρμολύπη.

Λευκοπηγή ἀγαπημένη μου
Ἀκόμη καί στήν πιό ψυχρή καί μαύρη νύχτα
σιωπηλά τό δρόμο ἀναζητῶ πού θά μέ φέρει
κοντά σου πάλι, γιά νά βρῶ τόν ἥλιο σου
ἤ τό ζεστό φεγγάρι πάνω άπ᾿ τίς λεῦκες σου. (Π. Ε. 85)

Τό ἀνικανοποίτητο βίωμα, λοιπόν, τοῦ ποιητή ἕνα εἶναι καί μάλιστα ἔχει ὄνομα: Λευκοπηγή. Ἔτσι, ἔχει τή δυνατότητα νά διαβεῖ τά σύνορα τῆς ὀμιχλώδους πολιτείας, νά ὑπερβεῖ τή μοναξιά της καί ν᾿ ἀποδράσει ἀπό τήν ἀπρόσωπη καί σκληρή κοινωνία της, ὥστε νά ξαναβρεθεῖ, ἔστω καί νοερά, στή Λευκοπηγή του τήν σφόδρα ἀγαπημένη (Θ. Γ. 21-22). Πρός τοῦτο, ἄλλωστε, καί ἡ παράκληση πού κάνει στά σύγνεφα, καθώς τά βλέπει νά ταξιδεύουν πάνω του:

Πάρτε με, σύννεφα, στούς ἄσπρους ὤμους σας
καί ταξιδέψτε με μακριά, πάνου ἀπ᾿ τίς λεῦκες
καί τά πλατάνια τῆς Λευκοπηγῆς... (Π. Ψ. 13)

Καί ἡ ἐπιστροφή αὐτή εἶναι ἀναμφίβολα κι ἡ σωτηρία του.

Σκόπελος, Ἰαν-Φεβρ. 2003, μέ βαρυχειμωνιά



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Π. Β. Πάσχου, Ἀδελφοί Συνέλληνες..., ἔκδ. Νομαρχιακῆς Αὐτοδιοίκησης Κοζάνης, Κοζάνη 2002, σελ. 32 ἑξ. καί Κ. Π. Μιχαηλίδη, Ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος. Μιά ἑρμηνευτική τοῦ προσώπου, Λευκωσία 1971, σ. 107-108.
2. Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, "Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν Θεός". Ἑρμηνευτική ἀνάλυση τῶν περί Δημιουργίας διηγήσεων τῆς Γενέσεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 424 καί 425 ἑξ.
3. Ἰω. Ν. Ξηροτύρη, Magna Civitas, Magna Solitudo, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 10.
4. Π. Β. Πάσχου. Συνέντευξη. βλ. αὐτήν στό τέλος τῆς ποητικῆς του συλλογῆς, Οὐράνιο Δένδρο, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1985, σ. 94.
5. Π. Β. Πάσχου, Συνέντευξη..., ὅπ. παρ. σ. 92
6. Ἰω. Ν. Ξηροτύρη, Magna Civitas, ..., ὅπ. παρ. σ. 54.
7. Βλ. περισσότερα στό βιβλίο τοῦ Στέλιου Ράμφου, Νόστος, ἐκδ. Ροές, Ἀθήνα 1987, σ. 66 ἑξ.
8. Π. Β. Πάσχου, Λευκοπηγή, Αρμός Ἀθήνα 1994, σ. 9. Ἡ ὑπογράμμιση δική μου.
9. J. P. Vernant, Τό Σύμπαν, οἱ Θεοί, οἱ Ἄνθρωποι. Ἑλληνικές ἱστορίες γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου, Πατάκης, Ἀθήνα 22001, σ. 109.
10. Γιά τούς ἱερεῖς στό ποιητικό ἔργο τοῦ Π. Β. Πάσχου, βλ. τήν μελέτη μου, "Ἡ ποίηση πού διδάσκει", Ἀθήνα 1995, (ἀνάτυπο ἀπό τό περιοδικό Ἐφημέριος).
11. Ἐδῶ ὁ ὅρος Γέροντας δέν χρησιμοποιεῖται μέ τήν εὑρύτητα καί τό εἰδικό βάρος πού ἔχει στήν Ὀρθόδοξη πνευματική ζωή καί παράδοση, ἀλλ’ ὡς τό σεβάσμιο ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἐμπνέει, καθοδηγεῖ καί συντρέχει μέ τό λόγο καί τή βιοτή του.
12. Γιά τήν ἔννοια καί τό περιεχόμενο τῆς λ. Βαβυλώνα βλ. Γ. Κωνσταντίνου, Λεξικόν τῶν Ἁγίων Γραφῶν, Γρηγόρη, Ἐν Ἀθήναις 1973, σ. 172 ἑξ, Γιά τήν ἀλληγορική της ἔννοια βλ. σελ. 174.
13. Πρβλ. τό Γεροντικό ἀπόφθεγμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου, "εἶδον πάσας τά παγίδας τοῦ έχθροῦ ἡπλώμένας ἐπί τῆς γῆς· καί στενάξας εἶπον· τίς ἄρα παρέρχεται ταύτας; καί ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· ἡ ταπεινοφροσύνη". εἰς Τό Γεροντικόν, Πρόλογος, Κείμενον, Γλωσσάριον, Σχόλια εὑρετήριον θεμάτων, Π. Β. Πάσχου, Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1970, σ. 2, ζ.
14. Ὁμήρου Ὀδύσσεια Α΄ 58. Τό παράθεμα μέ τήν ἑρμηνεία καί τά ὑπόλοιπα σχόλιά του βλ. στοῦ Στέλιου Ράμφου, Νόστος..., ὅπ. παρ. σ. 80.
15. Βλ. Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Βίττη, "Εἰς ὕψος νοητόν........", Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι 1981, σ. 98-99.
16. Ἀρχιεπισκόπου Antony Bloom, Ζωντανή προσευχή, Ἑτοιμασία, Ἀθῆναι 1978, σ. 104.
17. Τό Γεροντικόν, ὅπ. παρ. σ. 20, α΄.
18. Ἀρχιεπισκόπου Antony Bloom, Ζωντανή Προσευχή, μετ. Δημ. Κόκκινος, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1988, σ. 11.
19. Ἰω. Ν. Ξηροτύρη, Magna Civitas, ..., ὅπ. παρ. σ. 53.

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

διψά η ψυχή μου για αγάπη

από μακριά όλοι και όλα φαντάζουν όμορφα και ρομαντικά!

στο ασπρόμαυρο ο ρομαντισμός και η νοσταλγία, η απόσταση που τρέφει την φαντασία και μια ακινησία που είναι πάθος και αιχμαλωσία σε κάτι ψεύτικο …

η παρουσία του άλλου θα φέρει τα χρώματα, την περιέργεια, την υποψία πως ο άλλος και όλα αυτά που έχει μέσα της μια καρδιά, μπορείς να τολμήσεις με σεβασμό να τα πλησιάσεις…

ο άλλος και η παρουσία του άλλου!

οι κινήσεις του μπορεί να σε φέρουν μια μέρα κοντά σε αυτό που σε βασανίζει και σε ταλαιπωρεί…

θα το ονομάσουμε δίψα, δίψα για αγάπη…

και ενώ φαντάζει εύκολο τώρα που διψάς να ξεδιψάσεις…

η αγάπη έχει τον τρόπο της να σε μάθει να ξεδιψάς… έχει τον τρόπο της να σε μάθει να ξεδιψάς τους άλλους…

πρέπει να μαθητεύσει στην υπομονή …

η περιέργεια να μην είναι πάθος που θέλει να καταναλώσει τον άλλο αλλά πόθος που με σεβασμό θέλει να τον γνωρίσει..

και ενώ πλησιάζεις στο τέλος, η μαθητεία στην ομορφιά δεν σταματάει ποτέ!

θέλει κόπο να ανοίξεις το σκουριασμένο βρυσάκι…

βρυσάκι < βρύω

και αυτό το ρήμα έχει μια ομορφιά που εύχομαι να την αποκτήσουμε όλοι μας μια μέρα …

γέμω # βρίθω # αφθονώ # είμαι γεμάτος # παράγω αφθόνως # ανθώ # πρασινίζω # ακμάζω # αναβλύζω # αναβρυώ # πηγάζω # ρέω # μεθώ …

πόσο προσεκτικός πρέπει αλήθεια να είναι κανείς…

η δίψα μπορεί να σε τυφλώσει όπως θολώνει πολλές φορές ο έρωτας το νου και μπορεί να αγνοήσει το σαπουνάκι!


Θανάσης Παυλάκης