Το «Άσμα Ασμάτων» είναι ένα από τα βιβλία της Βίβλου και
αποτελείται από 117 στίχους. Πρόκειται για ένα ερωτικό ποίημα του οποίου
η δημιουργία, τον 4ο π.Χ. αιώνα, αποδίδεται στον βασιλιά Σολομώντα.
Όμορφη, όμορφη, όμορφη που 'σαι αγάπη μου. Τι όμορφη που είσαι. Γλυκιά σαν του περιστεριού και τρυφερή η ματιά σου. Καμιά από τις όμορφες δεν παραβγαίνει εμπρός σου. Εσύ 'σαι κρινολούλουδο κι' εκείνες είναι αγκάθια. Ίδια με κόκκινη κλειστή τα κόκκινα σου χείλη. Σα ρόδι που το κόψανε στη μέση μού φαντάζει πίσω από το πέπλο σου το ροδομάγουλο σου. Τα δυο σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκαδάκια που να βοσκήσουν βγήκανε μες στα ανθισμένα κρίνα. Φίλα με, φίλα με, μ' όλα τα φιλιά που έχεις μες στο στόμα, μέθα με στης αγκάλης σου το πιο γλυκό κρασί, και το όνομα σου άρωμα, μύρο χυμένο κάτω. Όλων των μύρων τ' άρωμα και η ευωδιά είσαι εσύ. Ναι, πιο πολύ κι' από το κρασί μεθώ όταν μ' αγγίζεις. Να σ' αγαπάνε, άντρα μου, αυτό μονάχα αξίζεις. Όμορφη, αψεγάδιαστη είσαι αγαπημένη. Αχ, μου 'χεις κλέψει την καρδιά μου, αγάπη μου, αδελφή μου, μ' ένα σου βλέμμα μοναχά, μια χάντρα στο λαιμό σου. Μέλι κερήθρας στάζουνε τα δυο γλυκά σου χείλη, μέλι και γάλα αργοκυλούν στη γλώσσα σου από κάτω. Κήπος κλειστός, ολάνθιστος είσαι αγαπημένη, πηγή με γάργαρο νερό. Παράδεισος από δροσιές, παράδεισος από ροδιές το κάθε σου αυλάκι. Κανέλα, μοσχοκάλαμο κι' ο νάρδος με τον κρόκο, και ρίζες αρωματικές του Λίβανου και σμύρνα και αλόη, και όποιο μύρο πεις, σε 'σένα ευωδιάζουν. Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φύσα τα κλωνιά μου, να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού οι ευωδιές μου. Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά φυσήξτε τα κλωνιά μου να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου. Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φυσήξτε τα κλωνιά μου να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου. Κι' ας κατεβεί ο άντρας μου στο κήπο που 'ν' δικός του, για να γευτεί όποιο καρπό απ' τα κλαδιά του θέλει, για να γευτεί όποιο καρπό απ' τα κλαδιά μου θέλει.
Όμορφη, όμορφη, όμορφη που 'σαι αγάπη μου. Τι όμορφη που είσαι. Γλυκιά σαν του περιστεριού και τρυφερή η ματιά σου. Καμιά από τις όμορφες δεν παραβγαίνει εμπρός σου. Εσύ 'σαι κρινολούλουδο κι' εκείνες είναι αγκάθια. Ίδια με κόκκινη κλειστή τα κόκκινα σου χείλη. Σα ρόδι που το κόψανε στη μέση μού φαντάζει πίσω από το πέπλο σου το ροδομάγουλο σου. Τα δυο σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκαδάκια που να βοσκήσουν βγήκανε μες στα ανθισμένα κρίνα. Φίλα με, φίλα με, μ' όλα τα φιλιά που έχεις μες στο στόμα, μέθα με στης αγκάλης σου το πιο γλυκό κρασί, και το όνομα σου άρωμα, μύρο χυμένο κάτω. Όλων των μύρων τ' άρωμα και η ευωδιά είσαι εσύ. Ναι, πιο πολύ κι' από το κρασί μεθώ όταν μ' αγγίζεις. Να σ' αγαπάνε, άντρα μου, αυτό μονάχα αξίζεις. Όμορφη, αψεγάδιαστη είσαι αγαπημένη. Αχ, μου 'χεις κλέψει την καρδιά μου, αγάπη μου, αδελφή μου, μ' ένα σου βλέμμα μοναχά, μια χάντρα στο λαιμό σου. Μέλι κερήθρας στάζουνε τα δυο γλυκά σου χείλη, μέλι και γάλα αργοκυλούν στη γλώσσα σου από κάτω. Κήπος κλειστός, ολάνθιστος είσαι αγαπημένη, πηγή με γάργαρο νερό. Παράδεισος από δροσιές, παράδεισος από ροδιές το κάθε σου αυλάκι. Κανέλα, μοσχοκάλαμο κι' ο νάρδος με τον κρόκο, και ρίζες αρωματικές του Λίβανου και σμύρνα και αλόη, και όποιο μύρο πεις, σε 'σένα ευωδιάζουν. Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φύσα τα κλωνιά μου, να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού οι ευωδιές μου. Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά φυσήξτε τα κλωνιά μου να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου. Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φυσήξτε τα κλωνιά μου να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου. Κι' ας κατεβεί ο άντρας μου στο κήπο που 'ν' δικός του, για να γευτεί όποιο καρπό απ' τα κλαδιά του θέλει, για να γευτεί όποιο καρπό απ' τα κλαδιά μου θέλει.