Ενας άνθρωπος των θεολογικών γραμμάτων, που αφιερώθηκε στη μετάδοση της
γνώσης, ανοίγει μια νέα σελίδα στη ζωή του χειροτονήθηκε το παρελθόν
Σάββατο στον Αγιο Νικόλαο Ραγκαβά διάκονος από τον μητροπολίτη Σάμου π.
Ευσέβιο και την Κυριακή 11/1/2015 πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο
Αθηνών και Πάσης Ελλάδος π. Ιερώνυμο.
Απλός και λιτός, ο διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών και συγγραφέας πολλών βιβλίων Αλέξανδρος Καριώτογλου, στα 66
χρόνια του, έπειτα από μια ιδιαίτερα αξιόλογη πορεία στη διδασκαλία της
Θεολογίας, έλαβε τους δύο βαθμούς της ιεωρσύνης.
Ο π.Αλέξανδρος Καριώτογλου, μακριά από ακαδημαϊσμούς και βερμπαλισμούς,
μιλούσε σε όλη τη ζωή του με απλό και κατανοητό τρόπο για τον Θεό,
μεταβιβάζοντας τις υψηλές έννοιες της θεολογίας σε χιλιάδες παιδιά. Με
αυτόν τον απλό τρόπο μίλησε και για την απόφαση του οικογενειάρχη, του
δασκάλου και του απλού καθημερινού ανθρώπου από μια γειτονιά των
Εξαρχείων να γίνει ιερέας στα 66 του χρόνια. Ιδιαίτερα συγκινημένος, με
δάκρυα στα μάτια και ταυτόχρονα συνειδητοποιημένος για την απόφασή του,
μας μίλησε από καρδιάς για την ιερωσύνη και τη ζωή του.
«Η απόφαση δεν είναι πρόσφατη» μας λέει και συνεχίζει αστειευόμενος:
«Είχε ληφθεί δέκα χρόνια πριν... γεννηθώ! Από μικρό παιδί ήμουν μέσα
στην Εκκλησία.
Οι
γονείς μου δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκοι, ήταν όμως ευσεβείς άνθρωποι, και
μάλιστα ο προπάππος ήταν ιερέας. Ο πατέρας μου σεβόταν πάρα πολύ την
Εκκλησία, την αγαπούσε, όπως ένας απλός άνθρωπος. Εκείνος που με έβαλε
μέσα στην Εκκλησία πολύ βαθιά ήταν ο ιερέας της ενορίας μου, ο απλός
παπα-Νικόλας Αντωνίου, ο οποίος δε ζει τώρα. Ηταν σαν δεύτερος πατέρας
μου. Στα μαθητικά μου χρόνια στον εσπερινό μού μάθαινε την ψαλτική. Από
τότε που τελείωσα το λύκειο ήμουν πάντα ψάλτης, όλα τα χρόνια, μέχρι και
σήμερα. Αυτό έγινε δεύτερη φύση μου. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι
ότι δεν ξεχνούσα το θυσιαστήριο. Πάντα στην προσευχή μου ευχόμουν να
φθάσω κάποια μέρα εκεί. Ακόμα και όταν έκανα οικογένεια και παιδιά δεν
το ξέχασα αυτό».
Και συνεχίζει ο π. Αλέξανδρος Καριώτογλου: «Οταν
πλέον πήρα σύνταξη, είπα ότι τώρα πρέπει να ολοκληρωθεί η θεολογική
ιδιότητα με τη χειροτονία μου, να φτάσω πια όπως ευχόμουν πάντα και
ονειρευόμουν στο θυσιαστήριο. Ηρθε φυσικά το πράγμα, δεν ήταν ξαφνικό».
Στην ερώτηση αν μια τέτοια απόφαση είναι πιο δύσκολη σε πιο μεγάλη ηλικία, ο κ. Καριώτογλου απαντά: «Εξαρτάται
πώς το βλέπει κανείς. Πολλοί, όταν φτάνουν σε μεγάλη ηλικία και
παίρνουν σύνταξη, σκέφτονται πώς να απολαύσουν τη ζωή τους, πώς να
γεμίσουν τον κενό τους χρόνο. Ομως εγώ δεν το σκέφτηκα έτσι. Υπήρχε σαν
στόχος η ιερωσύνη, ήταν πάντα ο στόχος μου, κι έτσι δεν μπήκα σε δίλημμα
αν θα πρέπει να πάρω ή όχι κάποια απόφαση. Οταν μιλάω για μένα, μιλάω
και για τη σύζυγο, η οποία πάντα είχε κατά νου ότι θα μπορούσε να συμβεί
κάτι τέτοιο».
Στην ερώτηση σχετικά με την κλήση που απευθύνει ο Θεός για την ιεροσύνη ο κ. Καριώτογλου ανέφερε «την
κλίση (με «ι») την έβλεπα από τα μικρά μου χρόνια, χωρίς να θέλω να
εξοικειώνομαι πολύ, γιατί η μεγάλη εξοικείωση είναι ένα άλλο μεγάλο
πρόβλημα. Κρατούσα τις αποστάσεις, αλλά ήμουν ταυτόχρονα μέσα στην
Εκκλησία. Η κλήση η άλλη (με «η»), το κάλεσμα του Θεού, νιώθω ότι ήταν
διαρκής. Ηθελε όμως ωρίμανση, ήθελε να συμφωνήσει με την ελεύθερη
επιλογή. Ο Θεός καλεί μεν, αλλά περιμένει να επιλέξεις ελεύθερα, αλλιώς
δεν έχει νόημα».
Ως προς το πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ιερέα σε μια εποχή κρίσης, ο π.Α.Κ. απαντά:
«Αυτό είναι το ερώτημα που έθεσα όταν
θέλησα να γράψω δύο λόγια που θα πω στη χειροτονία μου. Ο νους μου πήγε
αμέσως στον λόγο του Ησαΐα που χρησιμοποίησε ο Χριστός στο πρώτο κήρυγμα
που έκανε στη συναγωγή. Λέει λοιπόν ο Ησαΐας ότι έρχομαι για να σταθώ
κοντά στον άνθρωπο, ο φτωχός να παρηγορηθεί, ο ταλαιπωρημένος να
ανακουφιστεί. Εγώ βλέπω τη θέση ενός κληρικού έτσι όπως το λέει ο Ησαΐας
και όπως το διδάσκει ο Χριστός. Να σταθούμε κοντά στον άνθρωπο, να
τελούμε το μυστήριο των μυστηρίων, τη θεία ευχαριστία, και να καλούμε
τον άνθρωπο να κοινωνήσει σώμα και αίμα Χριστού, να λαχταρήσει να
κοινωνήσει, και αυτό δεν το κάνουν τις περισσότερες φορές οι κληρικοί.
Δεν φέρνουν τον άνθρωπο σε αυτή τη λαχτάρα να αγγίξει τον Θεό. Αυτό θα
το ήθελα πολύ, δεν ξέρω πόσο θα το πετύχω, νομίζω όμως ότι αυτή είναι η
αποστολή μας. Εχει ανάγκη ο άνθρωπος από αυτό».
Στη συνέχεια με πολλή συγκίνηση και με κόπο να συγκρατήσει τα δάκρυά του
ο κ. Καριώτογλου μιλάει για την αγάπη των ανθρώπων της γειτονιάς του.
Με τρεμάμενη φωνή λέει: «Ξέρετε,
στη γειτονιά μου στα Εξάρχεια, που είναι μια γειτονιά κλασικού τύπου,
βγαίνεις και βλέπεις τον μπακάλη, τον χασάπη, τον σιδηρουργό. Το είπα σε
όλους ότι θα γίνω ιερέας, γιατί με όλους έχουμε σχέση, λέμε "καλημέρα"
σε όλους με τη σειρά. Δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να μου πει "τι πας να
κάνεις"! Ολοι στάθηκαν με τέτοιο σεβασμό απέναντι σε μια τέτοια απόφαση
και μου είπαν "μπράβο, πολύ ωραία", σαν να το είχαν ανάγκη».
Στο τέλος λέει για την όμορφη συμπόρευση και τελικά το «πέρασμα» από τα θεολογικά γράμματα στα θεολογικά «πράγματα».
«Χωρίς να παραθεωρήσει κανείς και την επιστήμη και το γράψιμο, έρχεται
πια κάποιος να ολοκληρώσει βάζοντας όλη αυτή τη γνώση του, την εμπειρία
του μέσα σε αυτό το κανάλι της σχέσης του με τους ανθρώπους». Ολοκληρώνοντας τη συνομιλία ο π.Αλέξανδρος Καριώτογλου εύχεται στον εαυτό του και σε όλους για τη νέα χρονιά «Καλή πάλη με τον Θεό».
κείμενο βασισμένο στη συνέντευξη του π.Αλεξάνδρου που δόθηκε λίγο πριν
την χειροτονία του στον Κ.Παππα και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
«Δημοκρατία» του Σαββάτου 10.1.2015
Με αφορμή την αγιοκατάταξη του Γέροντα Παϊσίου-που δυστυχώς ενώ άκουγα
συνέχεια για την οσιότητά του ποτέ δεν αξιώθηκα να περάσω από την
"Παναγούδα",τότε που ζούσε, όταν διψασμένος στα ανήσυχα χρόνια της
εφηβείας μου έψαχνα μορφές και κραυγές πραγματικών ασκητών στο τότε Άγιο
Όρος για να ξεδιψάσω-σας αφιερώνω αυτό το σπάνιο κείμενο του Νίκου
Καζαντζάκη που και αυτός όπως όλοι μας οι εκάστοτε εκεί προσκυνητές
έψαχνε την λύτρωση με την εναγώνια εσωτερική κραυγή της ψυχής του
αποτυπωμένη στο υπέροχο κείμενό του...
Θύμησες από την "έρημο" του Αγίου Όρους..
Ο ίδιος σε νεαρή ηλικία είχε επισκεφθεί τα ερημητήρια τους. Η περιγραφή
στο σύγγραμμα του ''Αναφορά στον Γκρέκο'', είναι πλήρως κατατοπιστική.
Πόσο ειλικρινά επιθυμώ και πάλι να βρεθώ σύντομα εκεί..Θύμησες στο νου
και στην καρδιά μου από ένα Άγιο Όρος που σε τίποτα πια δεν μοιάζει στην
τότε μαγεία των πρό της "ανάπτυξής" του χρόνων (τέλη δεκαετίας 1980,
αρχές δεκαετίας 1990)...
" Τελείωνε πια το προσκύνημά μας. Τις
παραμονές του μισεμού πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια
ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα
Καρούλια.
Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται
για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην
έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο
άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους.
Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη
θάλασσα, κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και
ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ότι έχουν, για να μην αφήσουν τους
ασκητές να πεθάνουν της πείνας.
Πολλοί από τους άγριους αυτούς
ασκητές τρελαίνουνται. Θαρρούν πώς έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον
γκρεμό και γκρεμίζουνται…. Κάτω ο γιαλός είναι γεμάτος κόκκαλα.Ανάμεσα
στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την
αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης
Αυτόν κίνησα να δω. Από τη
στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον
δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ.
Όχι τα
κρίματά μου, δεν πίστευα να χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου
παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ’ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια
για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου
δεκάλογο.
Έφτασα κατά το μεσημέρι στ’ ασκηταριά.
Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα.
Σα να χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός
αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες
του.
Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός.
Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο
μπράτσο, αμίλητος, και μου δείξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του
γκρεμού.
Πήρα ν’ ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τα
αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά χωματίλα
και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά-σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια
σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο.
Έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα
στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν
τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδω η φωνή του ανθρώπου.
Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και
κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός,ένα πρόσωπο χλωμό, δυό χέρια
σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά
ξεπνεμένη φωνή:
– Καλώς τον!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά,
προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο
ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από
τις αγρύπνιες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο
σε ανείπωτη μακαριότητα. Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι
του σαν κρανίο.
– Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ώρα σωπαίναμε.
Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της,
αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν’ ανέβει στον ουρανό.
Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει.
Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει.
Δεν ήξερα τι να πω, από που ν’ αρχίσω.
Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μου φάνταζε το σαράβαλο
κορμί μπροστά μου. Ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του
Πειρασμού.
Αποκότησα τέλος:
– Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
-Όχι πια, παιδί μου.Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό.
– Με το Θεό ! έκαμα ξαφνιασμένος κι ελπίζεις να νικήσεις;
–Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.
– Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
– Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
– Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.
– Ένας μονάχα δρόμος.
– Πώς τον λέν;
– Ανήφορο. Ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από τον
ξεδιψασμό στη δίψα, από Τη Χαρά Στον Πόνο. Στην κορφή της πείνας, της
δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο
Διάβολος διάλεξε.
– Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να
διαλέξω. Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το
γόνατό μου, με σκούντηξε:
- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος.
Ανατρίχιασα.
– Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.
- Ο Χάρος αγαπάει τους νέους. Η Κόλαση αγαπάει τους νέους. Η ζωή ναι
ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!
Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:
– Είσαι έτοιμος; μου κάνει.
Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.
– Όχι! φώναξα.
– Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις. Δε φοβάσαι;
– Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι;
Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας,
φάνηκε! πόρτα της Παράδεισος. Μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; Θ’
ανοίξει; είσαι σίγουρος;
Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του. Αναστέναξε. Και σε λίγο:
Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.
– Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.
– Αλοίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού. Η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.
– Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει,
μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης,
της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος
Υιός, ο Σατανάς, θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα
και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο
Πατέρας θ’ ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς
ήρθες, γιε μου.
Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».
Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου.
Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω
– Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο.
Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε:
«Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;
Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.
Τί συντριβάνι;
Τα δάκρυα των κολασμένων.
Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.
– Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη.
Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!
Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:
– Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.
– Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο
Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να
ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.
– Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε.
Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει.
Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;
Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε:
Εγώ. Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ’ το καλά στo νου σου:
– Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ.
Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε… από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό,
ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε
δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας.
Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε,
αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί
ναι ο θάνατος, θαρρείς;Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν.
Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
– Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου.
Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γροικώ τα πέταλα του μουλαριού, γροικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς.
Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο,
έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική
λάμψη του Θεού.
Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
– Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
– Χαιρετίσματα στον κόσμο.
– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Φῶτα - Ὁλόφωτα (1894)
Ἐκινδύνευε νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα ἡ μικρὴ βάρκα τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ
Πλαντάρη, πλέουσα ἀνάμεσα εἰς βουνὰ κυμάτων, ἕκαστον τῶν ὁποίων ἤρκει
διὰ νὰ ἀνατρέψῃ πολλὰ καὶ δυνατὰ σκάφη καὶ νὰ μὴ ἀποκάμῃ, καὶ εἰς
ἀβύσσους, ἑκάστη τῶν ὁποίων θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ καταπίῃ ἑκατὸν καράβια καὶ
νὰ μὴ χορτάσῃ. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ θὰ κατεποντίζετο. Ἄγριος ἐφύσα βορρᾶς,
ὀργώνων βαθέως τὰ κύματα, καὶ ἡ μικρὰ φελούκα, διὰ νὰ μὴν ἀρμενίζῃ
κατεπάν᾽ τὸν ἀέρα, εἶχε μαϊνάρει* (=μαζέψει) τὸ πανί της, καὶ εἶχε μείνει
ξυλάρμενη * (=χωρίς πανιά ) καὶ ὠρτσάριζε* (=έπλεε κόντρα στον άνεμο με κατεβασμένο το πανί) κ᾽ ἐδοκίμαζε νὰ κάμῃ βόλτες* (=πλαγιοδρομούσε). Τοῦ κάκου. Μετ᾽
ὀλίγον ἡ θάλασσα ἐπῆρε τὸν ἐλεεινὸν φελλὸν εἰς τὴν ἐξουσίαν της, καὶ ὁ
ἄνεμος τὸν ἔσυρεν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, καὶ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Πλαντάρης ἐξέμαθεν* (=ξέχασε) εἰς
τὴν στιγμὴν ὅσας βλασφημίας ἤξευρε καὶ ἠσχολεῖτο νὰ κάμῃ τὴν προσευχήν
του, ἐνῷ ὁ μικρὸς σύντροφός του, ὁ ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτὰ χρόνων,
ἐγδύνετο καὶ ἡτοιμάζετο νὰ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν, ἐλπίζων νὰ σωθῇ
κολυμβῶν, καὶ ὁ μόνος ἐπιβάτης των, ὁ ζῳέμπορος Πραματής, ἔκλαιε καὶ
εὕρισκεν ὅτι δὲν ἤξιζε τὸν κόπον ν᾽ ἀρμενίσῃ τις τόσην θάλασσαν διὰ νὰ
πνιγῇ, ἀφοῦ ἡ γῆ ἦτο ἱκανὴ νὰ σκεπάσῃ μὲ τὸ χῶμά της τόσους καὶ τόσους.
Ἐκινδύνευε ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τοὺς πόνους ἡ Μαχώ, ἡ γυναίκα τοῦ Κωνσταντῆ
τοῦ Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Ἡ Πλανταρού, ἡ πενθερά της, εἶχε
καλέσει ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς προλαβούσης ἡμέρας τὴν μαμμὴν τὴν Μπαλαλίναν
καὶ τὴν ἐμπροσθινὴν τὴν Σωσάνναν. Αἱ δύο γυναῖκες, τεχνίτισσαι εἰς τὸ
εἶδός των καὶ ἡ μήτηρ τοῦ συζύγου τῆς κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ὡς
πᾶσα πενθερὰ ἥτις δὲν ἐπιθυμεῖ τὸν θάνατον τῆς νύμφης της, ὅταν αὕτη
εἶναι πρωτάρα, πρὶν βεβαιωθῇ ὅτι θὰ ἐπιζήσῃ τὸ παιδίον διὰ νὰ ἀσφαλισθῇ ἡ
κληρονομία τῆς προικός, ἐπροσπάθουν ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ ἀνακουφίσουν
τοὺς πόνους τῆς ὠδινούσης* (=της ετοιμόγεννης που πονούσε). Καὶ εἶχεν ἀνατείλει ἤδη ἡ ἄλλη ἡμέρα καὶ
ἀκόμη ἡ γυνὴ ἐκοιλοπόνει, καὶ ἡ μαμμή, ἡ ἐμπροσθινὴ καὶ ἡ πενθερὰ
συνεπόνουν μὲ αὐτήν, καὶ ὁ καλογερόπαπας τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου
Σπυρίδωνος εἶχε λάβει ἐντολὴν νὰ ψάλῃ μικρὰν καὶ μεγάλην Παράκλησιν πρὸς
βοήθειαν τῆς ὠδινούσης.
Τὸ σπιτάκι ἔκειτο ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ μικροῦ νησιδίου πρὸς
μεσημβρίαν. Τὴν πρωίαν τῆς Παρασκευῆς, ἡ βάρκα τοῦ Πλαντάρη εἶχε φανῆ
ἀντικρὺ ἀγωνιῶσα εἰς τὰ κύματα, καὶ δύο παιδία τοῦ γιαλοῦ, ἀπ᾽ ἐκεῖνα
ποὺ περνοῦν τὸν καιρόν των κάτω ἀπὸ τὸν ἀρσανάν, μὴ γνωρίζοντα ἐπὶ τῆς
ξηρᾶς ἄλλην διατριβὴν ἀπὸ τὰς συρμένας ἔξω φελούκας, οὔτε ἄλλο παιγνίδι
ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἦλθαν νὰ πάρουν τὰ συχαρίκια τῆς Πλανταροῦς, ἀκούσαντα
τὴν εἴδησιν ἀπὸ πορθμεῖς* (=βαρκάρηδες, περαματάρηδες), οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀναγνωρίσει μακρόθεν τὴν
βάρκαν. Καὶ τότε ἡ Πλανταροὺ εἶδε κ᾽ ἐκατάλαβεν ἀπὸ τὴν τρικυμίαν ὁποὺ
ἦτο εἰς τὸ πέλαγος, ὅτι ἡ βάρκα ἀνεβοκατέβαινεν εἰς τὰ κύματα κ᾽
ἐκινδύνευε νὰ βουλιάξῃ, καὶ τότε ἐνόησε τί θὰ ᾽πῇ νά ᾽χῃ κανεὶς «δυὸ
χαρὲς καὶ τρεῖς τρομάρες». Διότι διπλῆ μὲν χαρὰ θὰ ἦτο νὰ ἔφθανεν αἰσίως
ὁ υἱός της, νὰ ἐγέννα μὲ τὸ καλὸν καὶ ἡ νύμφη της· τριπλῆ δὲ τρομάρα
ἦτο ὁ κίνδυνος τοῦ υἱοῦ της, ὁ κίνδυνος τῆς νύμφης της καὶ ὁ κίνδυνος
τοῦ προσδοκωμένου νεογνοῦ. Ἴσως δὲ θὰ ἦτο τετραπλῆ ἡ τρομάρα, ἂν
προσετίθετο καὶ ὁ φόβος μήπως τυχὸν ἡ νύμφη της γεννήσῃ αἰσίως… θῆλυ.
*
* *
Ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, εὑρίσκετο μονῆρες τὸ σπιτάκι, καὶ κάτω
εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν ἦτο κτισμένον τὸ χωρίον. Διακόσια σπίτια ἁλιέων,
πορθμέων καὶ ναυτῶν. Ἓν μίλιον ἀπεῖχε τὸ σπιτάκι ἀπὸ τὸ χωρίον. Ὑπῆρχε
μικρὸς ἐπισφαλὴς ὅρμος, ἀλλὰ δὲν ἦτο λιμήν. Ἔβλεπε μόνον πρὸς
μεσημβρίαν. Ἡ ἀγωνία τῆς βάρκας τοῦ Πλαντάρη ἦτο ὁρατὴ ἀπὸ τὴν πολίχνην,
ὁρατὴ καὶ ἀπὸ τὸν μεμονωμένον οἰκίσκον.
Ἡ Πλανταροὺ ἤρχισε τότε νὰ μέμφεται πικρῶς τὸν υἱόν της διὰ τὴν τόλμην
καὶ τὴν ἀποκοτιά του. Τί ἤθελε, τί γύρευε, τέτοιες μέρες, νὰ κάμῃ
ταξίδι; Δὲν ἄκουε, ὁ βαρυκέφαλος, τὴ μάννα του, τί τοῦ ἔλεγε. Ἀκόμη τὰ
Φῶτα δὲν εἶχαν ἔλθει. Ὁ Σταυρὸς δὲν εἶχε πέσει στὸ γιαλό. Τὸν ἀβάσταχτο* (=ανυπομονησία)
εἶχε; Δὲν ἐκαρτεροῦσε ὁ ἀπόκοτος δύο τρεῖς ἡμέρες, νὰ φωτισθοῦν τὰ
νερά, ν᾽ ἁγιασθοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, νὰ φύγουν τὰ
σκαλικαντζούρια; Καλὰ νὰ πάθῃ, γιατὶ δὲν τὴν ἄκουσε.
Ὅσον ὑψώνετο ὁ ἥλιος πρὸς τὸ μεσουράνημα, τόσον ηὔξανε καὶ ἡ ἀγωνία τῆς
Πλανταροῦς. Ἡ νύμφη της ὑποστηριζομένη ὄπισθεν ἀπὸ τὴν Μπαλαλοὺ καὶ
κρεμαμένη ἔμπροσθεν ἀπὸ τὸν τράχηλον τῆς Σωσάννας, ἐμούγκριζεν ὡς
ἀγελάδα. Ὁ ἄνεμος ἐκεῖ κάτω, εἰς τὸ πέλαγος, ἐφαίνετο ὅτι ἀπεμάκρυνε τὸ
πλοιάριον ἀντὶ νὰ τὸ προσεγγίσῃ εἰς τὴν ἀκτήν. Ἡ βάρκα ὁλονὲν ἐξέπεφτε
μακρύτερα, αἰσθητῶς εἰς τὸ βλέμμα. Εἰς τὴν νύμφην της ἡ Πλανταροὺ
ἐφυλάχθη νὰ εἴπῃ τίποτε. Μόνον ἐξήρχετο συχνὰ εἰς τὸν ἐξώστην,
προσποιουμένη ὅτι ἤθελε νὰ κουβαλήσῃ τὸ ἓν καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ἔμενεν ἐπὶ
μακρὸν κ᾽ ἐκοίταζε. Δὲν ἐπανήρχετο εἰμὴ ἂν τὴν ἀνεκάλει* (=ξαναφώναζε) ἡ μαμμὴ ἡ
Μπαλαλού.
Ἐπλησίαζεν ἤδη μεσημβρία, καὶ ἡ ἀγωνία τῆς Πλανταροῦς ἔφθασεν εἰς τὸ
κατακόρυφον. Δὲν ἐφαίνετο πλέον νὰ ὑπάρχῃ ἐλπίς. Ὁ υἱός της θὰ ἐπνίγετο
ἐκεῖ εἰς τὸ ἄσπλαγχνον πέλαγος, καὶ τὴν νύμφην της ὁμοῦ μὲ τὸ ἔμβρυον θὰ
τὴν ἐσκέπαζεν ἡ «μαύρη γῆς».
Τέλος, ἡ γραῖα ἀπέκαμε. Ἡ βάρκα ἔγινεν ἄφαντη… Καὶ ἡ σύζυγος τοῦ υἱοῦ
της ἐγέννησεν… ἄρρεν. Ὤ! τὸ στρίγλικο, τὸ κακοπόδαρο, ὤ! τὸ γρουσούζικο,
ὁποὺ ψωμόφαγε τὸν πατέρα του! Πνῖξτέ το! Σκοτῶστέ το! Τί τὸ φυλᾶτε;
Πετᾶτέ το στὸ γιαλό, νὰ πᾷ νὰ βρῇ τὸν πατέρα του. Κι αὐτή, ἡ
γουρουνοποδαρούσα ἡ μάννα του, αὐτὴ ἡ πρωτάρα, ἡ στερεμένη* (=άκληρη,στείρα), αὐτὴ ἡ
λεχώνα ἡ λοχεμένη* (μτφ. = ακάθαρτη) !… Ἠμπορεῖς, μαμμή, νὰ τὴν καρυδοπνίξῃς, κειδὰ ποὺ θὰ
ψοφολογήσῃ, στὸ κρεβάτι της, νὰ στραμπουλίξῃς μὲ τὴ χεράρα σου καὶ τῆς
κλήρας* (=το παιδί [αποδοκιμαστικά])τὸ λαιμό, νὰ ποῦμε πὼς ἐγεννήθηκε πεθαμένο τὸ παιδί, καὶ πὼς ἡ
μάννα ἐτελείωσε, καθὼς κάθισε στὰ σκαμνιά* (=δύο σκαμνιά όπου καθόταν η ετοιμόγεννη, για να "πέσει" το παιδί μέσα από το μεσοδιάστημά τους) , ἠμπορεῖς;
*
* *
Δὲν τὴν ἐσκέπασεν ἡ μαύρη γῆς τὴν ταλαίπωρον μητέρα ὁμοῦ μὲ τὸν καρπὸν
τῶν σπλάγχνων της, καὶ τὸ πέλαγος ἵλεων δὲν ἔπνιξε τὸν πατέρα. Ὁ
Πλαντάρης εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ τὴν προσευχήν του, καὶ ὁ μικρὸς
ναύτης ὁ Τσότσος εἶχε φορέσει ἐκ νέου τὸ ὑποκάμισον καὶ τὴν περισκελίδα
του. Ὁ ζῳέμπορος ὁ Πραματὴς ἐπείσθη ὅτι ἦτο καλὸς χριστιανὸς καὶ ὅτι ἦτο
προωρισμένος νὰ ταφῇ εἰς εὐλογημένον χῶμα. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει περὶ
τὸ δειλινόν, καὶ ὁ κυβερνήτης ἀνέλαβε τὸ κράτος του ἐπὶ τοῦ μικροῦ
σκάφους. Ἔπιασε δυνατὰ τὸ τιμόνι καὶ μὲ τὰ πολλὰ ὀρτσαρίσματα ἦλθεν ἡ
φελούκα εἰς μέρος ἀπαγκερόν* (=υπήνεμο), δίπλα εἰς τὴν ξηράν, ὀλίγα μίλια ἀπώτερον
τοῦ μικροῦ ὅρμου. Διὰ τοῦτο ἡ βάρκα εἶχε γίνει ἄφαντος εἰς τὰ ὄμματα τῆς
Πλανταροῦς, ἥτις δὲν εἶχε παύσει ν᾽ ἀγναντεύῃ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἐξώστου.
Ἔφθασε δὲ ἀσφαλῶς εἰς τὸν ὅρμον, εὐθὺς ὡς ἔπεσεν ἐντελῶς ὁ ἄνεμος,
βασίλευμα ἡλίου.
Δεύτερα συχαρίκια ἐπῆραν τῆς Πλανταροῦς. Ὁ υἱός της, ἀποστάζων ἅλμην,
κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, ἔφθασεν εἰς τὸ σπιτάκι ἅμα ἐνύκτωσε, κ᾽
ἐκεῖ μόνον ἔμαθε τὴν εὐτυχῆ εἴδησιν, ὅτι ἡ συμβία του τοῦ εἶχε γεννήσει
κληρονόμον.
*
* *
Τὴν ἐπαύριον ἦσαν Φῶτα. Τὴν ἄλλην ἡμέραν Ὁλόφωτα. Τὴν ἑσπέραν τῆς
μεγάλης ἑορτῆς, ἅμα τῇ τριημερεύσει τῆς λεχοῦς καὶ τοῦ παιδίου, ἔβαλαν
τὴν σκαφίδα κάτω εἰς τὸ πάτωμα καὶ τὴν ἐγέμισαν μὲ χλιαρὸν νερὸν
βρασμένον μὲ δάφνας καὶ μὲ μύρτους. Ἐπρόκειτο νὰ τελέσουν τὰ
«κολυμπίδια»* (=πλύσιμο νεογέννητου) τοῦ παιδίου.
Ἡ καλὴ μαμμή, ἡ Μπαλαλού, ἐξήπλωσε τὸ βρέφος μαλακὰ ἐπὶ τῶν ἡπλωμένων
κνημῶν της καὶ ἤρχισε νὰ λύῃ τὰ σπάργανα. Εἶχε νυκτώσει. Μία λυχνία καὶ
δύο κηρία ἔκαιον ἐπὶ χαμηλῆς τραπέζης. Τὸ παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον,
μὲ ἀόριστον ροδίζοντα χρῶτα* (=ροδαλό δέρμα), μὲ βλέμμα γαλανίζον καὶ τεθηπός* (=φοβισμένο), ἀνέπνεε
καὶ ᾐσθάνετο ἄνεσιν, καθ᾽ ὅσον ἀπηλλάσσετο τῶν σπαργάνων. Ἐμειδία * (=χαμογελούσε) πρὸς
τὸ φῶς τὸ ὁποῖον ἔβλεπε, κ᾽ ἔτεινε τὴν μικρὰν χεῖρα διὰ νὰ συλλάβῃ τὴν
φλόγα. Τὴν ἄλλην χεῖρα τὴν εἶχε βάλει εἰς τὸ στόμα του, κ᾽ ἐπιπίλιζεν,
ἐπιπίλιζε. Τί ᾐσθάνετο; Ἀπερίγραπτον.
Ἡ καλὴ μαμμὴ ἀφῄρεσεν ὅλα τὰ σπάργανα, ἀπέσπασεν ἁβρῶς τὴν φουστίτσαν
καὶ τὸ ὑποκάμισον τοῦ βρέφους καὶ τὸ ἔρριψεν ἁπαλῶς εἰς τὴν σκαφίδα.
Ἤρχισε νὰ τὸ πλύνῃ καὶ νὰ ἀφαιρῇ τὰ ἅλατα, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ εἶχε πιτυρίσει* (=πασπαλίσει)
κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς γεννήσεως, ἀφοῦ τὸ εἶχεν ἀφαλοκόψει. Ἀφῄρεσε καὶ
τὸ βαμβάκιον, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχε περιβάλει τὰς παρειὰς καὶ τὴν σιαγόνα
τοῦ παιδίου, διὰ νὰ κάμῃ ἄσπρα γένεια.
Ἔλαβε τὴν «μασά», τὴν σιδηρᾶν λαβίδα ἀπὸ τὴν ἑστίαν, καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὴν σκάφην διὰ νὰ γίνῃ τὸ παιδίον σιδεροκέφαλον.
Τὸ βρέφος ἤρχισε νὰ κλαυθμυρίζῃ, ἐνῷ ἡ μαμμὴ ἐξηκολούθει νὰ τὸ πλύνῃ
μαλακά, καὶ νὰ τὸ ὑποκορίζεται ἅμα: «Ὄχι, χαδούλη μ᾽, ὄχι, χαδιάρη μ᾽!
ὄχι κεφαλά μ᾽, πάπο* (=αρσενική πάπια) μ᾽, χῆνό μ᾽!» Καὶ συγχρόνως ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, ἡ
μάμμη ἡ Πλανταροὺ καὶ ἄλλοι συγγενεῖς καὶ φίλοι παρόντες, ἔρριπτον
ἀργυρᾶ νομίσματα, διὰ ν᾽ ἀσημώσουν τὸ παιδίον. Τὰ ἐπέθετον ἁβρῶς ἐπὶ τοῦ
στέρνου καὶ τῆς κοιλίας τοῦ βρέφους, καὶ ὀλισθαίνοντα ἔπιπτον εἰς τὸν
πάτον τῆς σκάφης.
Τὸ παιδίον δὲν ἔπαυε νὰ κλαίῃ, καὶ ἡ μαμμὴ τὸ ἐκολύμβιζεν ἀκόμη, τὸ
ἐκολύμβιζε. Κολύμβα, τέκνον μου, εἰς τὴν σκάφην σου, κολύμβα, καὶ
ἀπόβαλε τὴν ἅλμην σου εἰς τὸ γλυκὸν νερόν. Θὰ ἔλθῃ καιρὸς ὅτε θὰ
κολυμβᾷς εἰς τὸ ἁλμυρὸν κῦμα, καθὼς ἐκολύμβησεν ὅλος, χθὲς ἀκόμη, ὁ
πατήρ σου μὲ τὴν σκάφην του. «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὁ Θεὸς τῆς
δόξης ἐβρόντησε, Κύριος ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν».
*
* *
Τὴν ἐπαύριον, ἑορτὴν τῆς Συνάξεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ,
ἔμελλε νὰ βαπτισθῇ τὸ παιδίον, ἐπειδὴ εἶχε συμβῆ νὰ γεννηθῇ οὕτω τὰς
παραμονὰς τῆς ἑορτῆς, πρὶν περάσουν ὅλως τὰ Φῶτα. Ἀλλὰ τὴν ἑσπέραν, μετὰ
τὰ κολυμπίδια, δεῖπνον παρετέθη εἰς τὴν οἰκίαν. Ἡ μαμμὴ ἐμάζωξε μετὰ
προσοχῆς ὅλα τὰ ἀργυρᾶ κέρματα, ἡμιτάλληρα καὶ σβάντζικα* ( ή σφάντσικα= κέρματα είκοσι λεπτών) καὶ δραχμάς,
τὰ ἐκομβόδεσεν εἰς τὸ μανδήλιόν της, ἐνῷ οἱ παρεστῶτες* (=παρευρισκόμενοι) ἐφώναζαν γύρωθεν:
«Νὰ ζήσῃ! σιδεροκέφαλος!» καὶ ἐπηύχοντο εἰς τὴν μαμμὴ «καλὴ ψυχή».
Εἶτα ἡ Μπαλαλοὺ ἐσπόγγισε καλῶς τὸ παιδίον μὲ μέγα λευκὸν προσόψιον,
τοῦ ἐφόρεσε καινούργιο καθαρὸν ὑποκαμισάκι καὶ ποδίτσαν, τὸ ἀνέκλινεν
ἐπὶ τῶν κνημῶν της, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ περιβάλλῃ μὲ τὰ σπάργανα.
Ὁ ζῳέμπορος ὁ Πραματὴς εἶχεν ἔλθει εἰς τὰ κολυμπίδια, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι
ἐπεθύμει νὰ γίνῃ ἀνάδοχος τοῦ βρέφους, εἰς μνήμην τοῦ προχθεσινοῦ ἐν
θαλάσσῃ κινδύνου καὶ τῆς διασώσεως.
Ὁ μικρὸς ναύτης ὁ Τσότσος εἶχεν ἔλθει ἕως τὴν θύραν, καὶ ἵστατο θεωρῶν
μακρόθεν τὴν τελετὴν τοῦ κολυμβήματος. Ὁ γείτων ὁ Δημήτρης ὁ Σκιαδερός,
πρωτεξάδελφος τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Πλαντάρη, δὲν εἶχε φανῆ εἰς τὴν οἰκίαν
ἀπὸ πέρυσι, ἀπὸ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου. Ἀλλὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην ἐπῆρε τὴν
γυναῖκά του τὴν Δελχαρὼ καὶ τὰ παιδιά του, ἐκ τῶν ὁποίων δύο ἐκράτει
αὐτὸς ἁρμαθιαστὰ ἀπὸ τὴν μίαν χεῖρα, τὸ ἓν πενταετὲς καὶ τὸ ἄλλο
τετραετές, τρίτον διετὲς ἔφερεν ὑπὸ τὴν μασχάλην, ἓν πενταμηνίτικον
βρέφος ἐβύζανεν εἰς τοὺς κόλπους της ἡ γυνή του, καὶ δύο ἄλλα ἑπτὰ καὶ
ὀκτὼ ἐτῶν τὴν ἠκολούθουν κρατούμενα ἀπὸ τὸ φουστάνι της, κ᾽ ἐπαρουσιάσθη
χαμογελῶν, χαίρων διὰ τὴν χαρὰν τοῦ συγγενοῦς του, γεμᾶτος ἀπὸ εὐχὰς
καὶ συγχαρητήρια.
Ἐκάθισαν ὅλοι εἰς τὴν τράπεζαν. Δεξιὰ ἡ Μπαλαλοὺ ἡ μαμμή, ἀριστερὰ ἡ
μπροσθινὴ ἡ Σωσάννα, καταμεσῆς ὁ πατὴρ τοῦ νεογνοῦ. Δεξιόθεν τῆς
Σωσάννας ἡ Πλανταρού, κατόπιν ὁ ζῳέμπορος ὁ Πραματὴς καὶ δύο τρεῖς
ἄλλοι. Τὸ λοιπὸν τοῦ χώρου κατείχετο ἀπὸ τὸν Δημήτρην τὸν Σκιαδερὸν καὶ
ἀπὸ τὴν φαμελιά του.
Ἤρχισαν νὰ τρώγουν. Τὰ παιδιὰ τοῦ Δημήτρη τοῦ Σκιαδεροῦ δὲν
ἐταιριάζοντο εὔκολα. Ἐφώναζαν, ἐγρίνιαζαν, κ᾽ ἐθορυβοῦσαν. Τὸ ἕνα ἤθελε
τσιτσί, δὲν ἤθελε μαμμά. Τὸ τρίτον κλαυθμυρίζον ἐζήτει βρῦ* (=νερό). Τὸ τέταρτον
ἤθελε γλυκό, δὲν τοῦ ἤρεσκε τὸ τυρί. Ἡ ταλαίπωρος ἡ λεχὼ ὑπέφερε κάπως
ἀπὸ τὸν θόρυβον. Ἤρχισαν αἱ προπόσεις. Ηὔχοντο εἰς τὸν πατέρα νὰ τοῦ
ζήσῃ καὶ εἰς τὴν λεχὼ «καλὴ σαράντιση». Πρώτη ἔπιεν ἡ μαμμή, δεύτερος ὁ
πατήρ, τρίτη ἡ γραῖα Σωσάννα ἡ μπροσθινή.
Ὅταν ἦλθεν ἡ σειρὰ τῆς Πλανταροῦς νὰ πίῃ εἰς τὴν ὑγείαν τῆς νύμφης της, εὐχήθη μὲ τρεῖς διαφόρους τόνους φωνῆς:
―Ἐβίβα, νύφη, μὲ καλὸ νὰ σαραντίσῃς… Κι ὅ,τ᾽ εἶπα, παιδάκι μ᾽… ἀστοχιὰ στὸ λόγο μου!
(1894)