του Άρη Δαβαράκη
Η φιλία πάντα μετρούσε για μένα πολύ περισσότερο από τους «δεσμούς αίματος». Φαίνεται πως ο άγριος σπαραγμός που ξέσπασε ανάμεσα στα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς μου όταν πλησίασε η στιγμή να εγκαταλείψουμε την Αλεξάνδρεια (όπου όλοι είχαμε γεννηθεί) άφησε βαθειά σημάδια. Το μεγάλο κακό πήρε φωτιά από τη μεριά της οικογένειας του πατέρα μου, του Μιχάλη, ενός ανθρώπου πραγματικά γλυκύτατου, καλόκαρδου, γενναιόδωρου με την ουσιαστική σημασία της λέξης και χωρίς ίχνος κακίας για κανέναν και για τίποτα. Είχε δυό αδέλφια. Την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη του Άννα, που ήταν και η νονά μου και η πολυαγαπημένη μου θεία και τον μικρότερό του Θεόδωρο με τον οποίον δεν κατάφερα ποτέ να αποκτήσω ιδιαίτερη σχέση και οικειότητα –αλλά τον αγαπούσα και μ’ αγαπούσε πολύ απλά και φυσιολογικά, σαν γιό του αδερφού του. Οι τρεις τους ήταν παιδιά του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, του Σμυρνιού και της Κυκλαδίτισας (από την Τήνο).
Ίσως το γεγονός πως σήμερα είναι ένα από τα δυό μεγαλύτερα Ψυχοσάββατα της χρονιάς (παραμονή της Πεντηκοστής), με οδηγεί να μιλήσω λίγο για όλους αυτούς τους δικούς μου ανθρώπους που, όλοι, τώρα πια δεν ζουν. Γιατί από μικρό παιδί, μέχρι που ξέσπασαν οι μεγάλες οικογενειακές καταιγίδες όταν εγώ πάλευα με την ήβη μου και τις μεταμορφώσεις της, είχα την σιγουριά πως ζούσα μέσα στην αγκαλιά μια πολύ μεγάλης, πολυπρόσωπης εννοώ, οικογένειας που την συνέδεαν δεσμοί αγάπης πανίσχυροι. Τον παππού Ζαχαρία δεν τον πρόλαβα, είχε πεθάνει όταν γεννήθηκα, η Ελισάβετ όμως, μια προσωπικότητα πραγματικά πολύ ισχυρή, εκτός από τα τρία δικά της παιδιά με τις οικογένειές τους, είχε μαζέψει γύρω της και τα επτά (αγόρια) αδέρφια της με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ήμασταν αμέτρητοι όλοι αυτοί που τώρα φτερουγίζουνε εκεί που πάνε οι ψυχές όταν εγκαταλείπουνε το σώμα και είχα ένα σωρό θείες και θείους και δεύτερα ξαδέρφια μια ντουζίνα και βάλε και «τρίτα ξαδέρφια» τρείς ντουζίνες και βάλε.
Από τη μεριά της μητέρας μου, της Ιωάννας, τα πράγματα ήταν πιο απλά και πιο ήσυχα. Οι γονείς της, ο Διονύσης και η Δήμητρα, είχαν πάει στην Αλεξάνδρεια από την Κέρκυρα νέοι, συνομήλικοι, πολύ ερωτευμένοι και πολύ όμορφοι, στο τέλος του 19ου αιώνα και είχαν κάνει τρία παιδιά. Όταν γεννήθηκα εγώ είχε φύγει και ο Διονύσης και τα δύο αδέρφια της μητέρας μου, η «πρώτη Ιωάννα» που κατάπιε ένα κορόμηλο σε βρεφική ηλικία καθισμένη στον ίσκιο του δέντρου και πνίγηκε και ο Σπύρος που πέθανε από τύφο στα 29 του χρόνια. Είχαν απομείνει η Δήμητρα, η χήρα αδελφή της Ελένη και η μητέρα μου. Οι δυό Κερκυραίες αδελφές ζήσανε μαυροντυμένες μαζί όλα τους τα χρόνια σε ένα ωραίο διαμέρισμα στην Mazarita, πάνω στον σταθμό του τραμ και η Ιωάννα παντρεύτηκε τον κατά δυό χρόνια μεγαλύτερό της Μιχάλη το '52 κι’ έφυγε από το πένθος που επικρατούσε στο σπίτι της Mazarita για να ζήσει τον έρωτά της με τον Μιχάλη.
Κάπου εδώ βραχυκυκλώνεται η ιστορία, με την πολύ κακή σχέση πεθεράς και νύφης που μας ταλαιπώρησε όλους αλλά πιο πολύ απ’ όλους τον Μιχάλη που ζούσε ανάμεσα σε δυό γυναίκες τόσο φορτισμένες ώστε να μην αφήνουνε την αγάπη να κάνει τη δουλειά της και να επουλώσει τις πληγές, μπλεγμένες όπως ήτανε σχεδόν συνέχεια (με μικρά διαλείμματα) σε ασήμαντους αλλά ομηρικούς καυγάδες. Και όταν ήρθε και η στιγμή να τ’ αφήσουμε όλα πίσω, να κλείσουμε τα σπίτια μας και να μετακομίσουμε πίσω στην μαμά-Ελλάδα, τότε πιά ανοίξανε οι ασκοί του Αιόλου και ζήσαμε όλοι σκηνές μεγάλης έντασης και διχόνοιας που, τουλάχιστον εμένα, με σημάδεψαν και με αγρίεψαν πάρα πολύ. Μέσα σ’ αυτό το πραγματικό τσουνάμι της κακής ενέργειας που μας τύλιξε σαν μαύρο πέπλο από παντού, ο θάνατος έκανε πάρτυ. Φύγανε όλοι. Τα δυό μου αγαπημένα πρώτα ξαδέρφια, τα παιδιά της Άννας, ο Γιώργος και ο Ζαχαρίας. Ο πατέρας τους ο Μίμης. Η Άννα. Ο πατέρας μου στα 50 του το '76, η μητέρα μου στα 51 της το '79. Η γιαγιά-Ελισάβετ άφραγκη και χιλιοταλαιπωρημένη. Η γιαγιά-Δήμητρα εδώ, στο Γηροκομείο της Κηφισίας με «αρτηριοσκλήρωση» (αυτό που τώρα λέμε Άλτσχάϊμερ αν δεν κάνω λάθος). Πολλά από τα δεύτερα ξαδέρφια, οι θείοι, οι θείες, τα παιδιά τους. Μόνο ο Θεόδωρος, χωρίς την γυναίκα του την Ελένη που έφυγε κι’ αυτή νωρίς από καρκίνο, σαν την Ιωάννα, ζει ακόμα. Και ο γιός του, ο άλλος μου πρώτος ξάδερφος ο Κωνσταντίνος που (ευτυχώς) δεν πρόλαβε πολλή Αίγυπτο και έφτιαξε εδώ την οικογένειά του – οπότε έχω και δυό ανιψιούς μια χαρά, κι’ ας έχω να τους δώ καμιά δεκαριά χρόνια. Από τους κοντινούς μου συγγενείς που ζούσαμε ζωές παράλληλες και αγαπιόμασταν, δεν έμεινε κανείς.
Αντίθετα τους φίλους που απέκτησα από τη χρονιά που ήρθα στην Ελλάδα, το 1964, μέχρι και πολύ πιο πρόσφατα, τους έχω πάντα – και ας μην πολυβλεπόμαστε με κάποιους. Γιατί τους φίλους τους διαλέγεις και σε διαλέγουνε και μέσα στα χρόνια χτίζεται η σχέση σας με πραγματικό δόσιμο, με αγάπη καθαρή, χωρίς αγριότητες. Με άλλους δένεσαι περισσότερο και για μια ζωή, με άλλους για κάποιες μεγαλύτερες ή μικρότερες περιόδους, άλλους τους ανακαλύπτεις ξαφνικά και νοιώθεις σαν να προχωράτε για χρόνια μαζί.
Έχω πολύ καλούς φίλους και νοιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το δώρο του Θεού που συνεχώς ανανεώνεται. Σήμερα πέρασα το πρωϊ από το γραφείο ενός καινούργιου φίλου και ένοιωσα πόσο βαθιές γίνονται καμιά φορά, σε σύντομο χρόνο, κάποιες φιλίες. Γέμισα καλή ενέργεια κουβεντιάζοντας μ’ αυτόν τον σχετικά καινούργιο πολύ καλό φίλο –και αυτό συνεχίστηκε μιλώντας με τον πιο παλιό μου φίλο που είναι στην Μύκονο για το τριήμερο και τον άλλον φίλο μου που πέρασε μεγάλες ιατρικές περιπέτειες και τώρα αναρρώνει και τον ζω καθημερινά και τον είκοσι χρόνια μικρότερό μου αγαπημένο φίλο με τον οποίον περπατήσαμε μαζί από την Ρηγίλλης ως την πλατεία Κολωνακίου και τις άλλες δυό αγαπημένες μου που είναι στην Μυτιλήνη, τον «κουμπάρο» (το λέμε για πλάκα) και την άλλη αγαπημένη φίλη απ’ τη Θεσσαλονίκη που ζεί στην Αθήνα –και την επίσης πολυαγαπημένη Θεσσαλονικιά φίλη που ζει στην Θεσσαλονίκη και μαγείρευε σήμερα μακαρόνια με γαρίδες γιατί περίμενε φίλους.
Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος γιατί έχω αληθινούς φίλους –που δεν χωράνε πουθενά. Και είμαι και τυχερός άνθρωπος γιατί εκεί στον κόσμο τον αόρατο είναι πολλές ψυχές που με βοηθάνε και με καθοδηγούν, απαλλαγμένες από τις εντάσεις και την αγριότητα της επιβίωσης.
Πάω στην αγρυπνία μου για το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής στον άγιο Φίλιππο, να προσευχηθώ και να χαμογελάσω βαθειά μέσα μου σε ζώντες και κεκοιμημένους – για πάντα αγαπημένους. Αυτός ο κόσμος ο δικός μας και ο άλλος ο αόρατος, είναι ένας. Και η αγάπη φτερουγίζει ελεύθερη από εκεί προς τα εδώ και από εδώ προς τα εκεί – γεφυρώνοντας μεγάλες αποστάσεις μεταξύ ανθρώπων που αγαπήθηκαν πολύ –μα η ζωή τάφερε αλλοιώς. πηγή
Η φιλία πάντα μετρούσε για μένα πολύ περισσότερο από τους «δεσμούς αίματος». Φαίνεται πως ο άγριος σπαραγμός που ξέσπασε ανάμεσα στα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς μου όταν πλησίασε η στιγμή να εγκαταλείψουμε την Αλεξάνδρεια (όπου όλοι είχαμε γεννηθεί) άφησε βαθειά σημάδια. Το μεγάλο κακό πήρε φωτιά από τη μεριά της οικογένειας του πατέρα μου, του Μιχάλη, ενός ανθρώπου πραγματικά γλυκύτατου, καλόκαρδου, γενναιόδωρου με την ουσιαστική σημασία της λέξης και χωρίς ίχνος κακίας για κανέναν και για τίποτα. Είχε δυό αδέλφια. Την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη του Άννα, που ήταν και η νονά μου και η πολυαγαπημένη μου θεία και τον μικρότερό του Θεόδωρο με τον οποίον δεν κατάφερα ποτέ να αποκτήσω ιδιαίτερη σχέση και οικειότητα –αλλά τον αγαπούσα και μ’ αγαπούσε πολύ απλά και φυσιολογικά, σαν γιό του αδερφού του. Οι τρεις τους ήταν παιδιά του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, του Σμυρνιού και της Κυκλαδίτισας (από την Τήνο).
Ίσως το γεγονός πως σήμερα είναι ένα από τα δυό μεγαλύτερα Ψυχοσάββατα της χρονιάς (παραμονή της Πεντηκοστής), με οδηγεί να μιλήσω λίγο για όλους αυτούς τους δικούς μου ανθρώπους που, όλοι, τώρα πια δεν ζουν. Γιατί από μικρό παιδί, μέχρι που ξέσπασαν οι μεγάλες οικογενειακές καταιγίδες όταν εγώ πάλευα με την ήβη μου και τις μεταμορφώσεις της, είχα την σιγουριά πως ζούσα μέσα στην αγκαλιά μια πολύ μεγάλης, πολυπρόσωπης εννοώ, οικογένειας που την συνέδεαν δεσμοί αγάπης πανίσχυροι. Τον παππού Ζαχαρία δεν τον πρόλαβα, είχε πεθάνει όταν γεννήθηκα, η Ελισάβετ όμως, μια προσωπικότητα πραγματικά πολύ ισχυρή, εκτός από τα τρία δικά της παιδιά με τις οικογένειές τους, είχε μαζέψει γύρω της και τα επτά (αγόρια) αδέρφια της με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ήμασταν αμέτρητοι όλοι αυτοί που τώρα φτερουγίζουνε εκεί που πάνε οι ψυχές όταν εγκαταλείπουνε το σώμα και είχα ένα σωρό θείες και θείους και δεύτερα ξαδέρφια μια ντουζίνα και βάλε και «τρίτα ξαδέρφια» τρείς ντουζίνες και βάλε.
Από τη μεριά της μητέρας μου, της Ιωάννας, τα πράγματα ήταν πιο απλά και πιο ήσυχα. Οι γονείς της, ο Διονύσης και η Δήμητρα, είχαν πάει στην Αλεξάνδρεια από την Κέρκυρα νέοι, συνομήλικοι, πολύ ερωτευμένοι και πολύ όμορφοι, στο τέλος του 19ου αιώνα και είχαν κάνει τρία παιδιά. Όταν γεννήθηκα εγώ είχε φύγει και ο Διονύσης και τα δύο αδέρφια της μητέρας μου, η «πρώτη Ιωάννα» που κατάπιε ένα κορόμηλο σε βρεφική ηλικία καθισμένη στον ίσκιο του δέντρου και πνίγηκε και ο Σπύρος που πέθανε από τύφο στα 29 του χρόνια. Είχαν απομείνει η Δήμητρα, η χήρα αδελφή της Ελένη και η μητέρα μου. Οι δυό Κερκυραίες αδελφές ζήσανε μαυροντυμένες μαζί όλα τους τα χρόνια σε ένα ωραίο διαμέρισμα στην Mazarita, πάνω στον σταθμό του τραμ και η Ιωάννα παντρεύτηκε τον κατά δυό χρόνια μεγαλύτερό της Μιχάλη το '52 κι’ έφυγε από το πένθος που επικρατούσε στο σπίτι της Mazarita για να ζήσει τον έρωτά της με τον Μιχάλη.
Κάπου εδώ βραχυκυκλώνεται η ιστορία, με την πολύ κακή σχέση πεθεράς και νύφης που μας ταλαιπώρησε όλους αλλά πιο πολύ απ’ όλους τον Μιχάλη που ζούσε ανάμεσα σε δυό γυναίκες τόσο φορτισμένες ώστε να μην αφήνουνε την αγάπη να κάνει τη δουλειά της και να επουλώσει τις πληγές, μπλεγμένες όπως ήτανε σχεδόν συνέχεια (με μικρά διαλείμματα) σε ασήμαντους αλλά ομηρικούς καυγάδες. Και όταν ήρθε και η στιγμή να τ’ αφήσουμε όλα πίσω, να κλείσουμε τα σπίτια μας και να μετακομίσουμε πίσω στην μαμά-Ελλάδα, τότε πιά ανοίξανε οι ασκοί του Αιόλου και ζήσαμε όλοι σκηνές μεγάλης έντασης και διχόνοιας που, τουλάχιστον εμένα, με σημάδεψαν και με αγρίεψαν πάρα πολύ. Μέσα σ’ αυτό το πραγματικό τσουνάμι της κακής ενέργειας που μας τύλιξε σαν μαύρο πέπλο από παντού, ο θάνατος έκανε πάρτυ. Φύγανε όλοι. Τα δυό μου αγαπημένα πρώτα ξαδέρφια, τα παιδιά της Άννας, ο Γιώργος και ο Ζαχαρίας. Ο πατέρας τους ο Μίμης. Η Άννα. Ο πατέρας μου στα 50 του το '76, η μητέρα μου στα 51 της το '79. Η γιαγιά-Ελισάβετ άφραγκη και χιλιοταλαιπωρημένη. Η γιαγιά-Δήμητρα εδώ, στο Γηροκομείο της Κηφισίας με «αρτηριοσκλήρωση» (αυτό που τώρα λέμε Άλτσχάϊμερ αν δεν κάνω λάθος). Πολλά από τα δεύτερα ξαδέρφια, οι θείοι, οι θείες, τα παιδιά τους. Μόνο ο Θεόδωρος, χωρίς την γυναίκα του την Ελένη που έφυγε κι’ αυτή νωρίς από καρκίνο, σαν την Ιωάννα, ζει ακόμα. Και ο γιός του, ο άλλος μου πρώτος ξάδερφος ο Κωνσταντίνος που (ευτυχώς) δεν πρόλαβε πολλή Αίγυπτο και έφτιαξε εδώ την οικογένειά του – οπότε έχω και δυό ανιψιούς μια χαρά, κι’ ας έχω να τους δώ καμιά δεκαριά χρόνια. Από τους κοντινούς μου συγγενείς που ζούσαμε ζωές παράλληλες και αγαπιόμασταν, δεν έμεινε κανείς.
Αντίθετα τους φίλους που απέκτησα από τη χρονιά που ήρθα στην Ελλάδα, το 1964, μέχρι και πολύ πιο πρόσφατα, τους έχω πάντα – και ας μην πολυβλεπόμαστε με κάποιους. Γιατί τους φίλους τους διαλέγεις και σε διαλέγουνε και μέσα στα χρόνια χτίζεται η σχέση σας με πραγματικό δόσιμο, με αγάπη καθαρή, χωρίς αγριότητες. Με άλλους δένεσαι περισσότερο και για μια ζωή, με άλλους για κάποιες μεγαλύτερες ή μικρότερες περιόδους, άλλους τους ανακαλύπτεις ξαφνικά και νοιώθεις σαν να προχωράτε για χρόνια μαζί.
Έχω πολύ καλούς φίλους και νοιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το δώρο του Θεού που συνεχώς ανανεώνεται. Σήμερα πέρασα το πρωϊ από το γραφείο ενός καινούργιου φίλου και ένοιωσα πόσο βαθιές γίνονται καμιά φορά, σε σύντομο χρόνο, κάποιες φιλίες. Γέμισα καλή ενέργεια κουβεντιάζοντας μ’ αυτόν τον σχετικά καινούργιο πολύ καλό φίλο –και αυτό συνεχίστηκε μιλώντας με τον πιο παλιό μου φίλο που είναι στην Μύκονο για το τριήμερο και τον άλλον φίλο μου που πέρασε μεγάλες ιατρικές περιπέτειες και τώρα αναρρώνει και τον ζω καθημερινά και τον είκοσι χρόνια μικρότερό μου αγαπημένο φίλο με τον οποίον περπατήσαμε μαζί από την Ρηγίλλης ως την πλατεία Κολωνακίου και τις άλλες δυό αγαπημένες μου που είναι στην Μυτιλήνη, τον «κουμπάρο» (το λέμε για πλάκα) και την άλλη αγαπημένη φίλη απ’ τη Θεσσαλονίκη που ζεί στην Αθήνα –και την επίσης πολυαγαπημένη Θεσσαλονικιά φίλη που ζει στην Θεσσαλονίκη και μαγείρευε σήμερα μακαρόνια με γαρίδες γιατί περίμενε φίλους.
Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος γιατί έχω αληθινούς φίλους –που δεν χωράνε πουθενά. Και είμαι και τυχερός άνθρωπος γιατί εκεί στον κόσμο τον αόρατο είναι πολλές ψυχές που με βοηθάνε και με καθοδηγούν, απαλλαγμένες από τις εντάσεις και την αγριότητα της επιβίωσης.
Πάω στην αγρυπνία μου για το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής στον άγιο Φίλιππο, να προσευχηθώ και να χαμογελάσω βαθειά μέσα μου σε ζώντες και κεκοιμημένους – για πάντα αγαπημένους. Αυτός ο κόσμος ο δικός μας και ο άλλος ο αόρατος, είναι ένας. Και η αγάπη φτερουγίζει ελεύθερη από εκεί προς τα εδώ και από εδώ προς τα εκεί – γεφυρώνοντας μεγάλες αποστάσεις μεταξύ ανθρώπων που αγαπήθηκαν πολύ –μα η ζωή τάφερε αλλοιώς. πηγή