Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΠΑΣΧΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ ΣΚΙΑΘΙΤΗΣ ΣΤΗ ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

Με αφορμή την μνήμη της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας (22 Δεκεμβρίου) δεν μπορεί να μην μνημονεύσουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ήτοι το διήγημά του για την Αγία "Η Φαρμακολύτρια" (1900).



Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ 

Τὴν νύκτα ἐκείνην εἶχον ἀναβῆ καὶ πάλιν εἰς τὸ βουνὸν διὰ νὰ συναντήσω τὴν ἐξαδέλφην Μαχούλαν. Τὴν ἀλήθειαν νὰ εἴπω, δὲν ἤξευρα μετὰ βεβαιότητος ὅτι ἔμελλον νὰ τὴν συναντήσω, ἀλλ᾽ ἠλαυνόμην ἀπὸ τὸ πάθος, ἔφερα τὰ βήματά μου εἰς προσκύνησιν, καὶ ᾐσθανόμην τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀναζωπυρήσω ἀρχαίας ἀναμνήσεις.
Ἦτον ἡ τελευταία φορὰ ὁποὺ θὰ ἔβλεπα εἰς τὰ ἐρημικὰ ἐκεῖνα μέρη τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν. Τὴν πρώτην φοράν, πρὸ ἐτῶν εἴκοσι, τὴν εἶχα συναντήσει εἰς τὸ βάθος δρυμῶνος, πλησίον ἀρχαίου παμμεγέθους σηκοῦ ἢ τεμένους ἐκ γιγαντιαίων μαρμάρων, τὸ ὁποῖον πιθανὸν νὰ ἦτο ναὸς τῶν θεῶν, τῆς πρὸ τοῦ Προμηθέως ἐποχῆς. Σύρριζα εἰς τὸ παράδοξον ἐκεῖνο κτίριον, τὸ προβάλλον ὡς πρόσωπον Σφιγγὸς τὴν πρόσοψίν του τὴν γριφώδη, ἦτο ἓν μεταγενέστερον πενιχρὸν παρεκκλήσιον, τιμώμενον ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀναστασίας. Ἐκεῖ εἶχα συναντήσει πρὸ εἴκοσιν ἐτῶν τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ φθινοπώρου εἶχεν ὑπάγει ὁμοῦ μὲ ἕνα παπάν, διὰ νὰ λειτουργήσῃ τὸν ναΐσκον. Εἶτα ἀφοῦ ἀπέλυσεν ἡ λειτουργία, ὁ παπὰς ἔπιε τὸν καφὲν καὶ τὴν ρακήν του, ἔξωθεν ἀκριβῶς τῆς θύρας τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ ὕπαιθρον, πλησίον τῆς φωτιᾶς τῆς ἀναμμένης διὰ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ θυμιατηρίου, καὶ διὰ τὸ ζέον, ἀπεχαιρέτισε τὴν γυναῖκα καὶ ἀπῆλθεν. Ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἔμεινε, μαζὶ μὲ τὴν μικρὰν ἑπταετῆ παιδίσκην της, καὶ μὲ δύο ἄλλας γυναῖκας, γειτόνισσές της, αἱ ὁποῖαι τὴν εἶχον συνοδεύσει εἰς τὴν ἐκδρομήν. Αὗται περιήρχοντο εἰς τοὺς λοφίσκους καὶ εἰς τὰ ρεύματα, εἰς τὰ πέριξ τοῦ ναοῦ, συλλέγουσαι ἀγριολάχανα καὶ μανιτάρια. Ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, ἰδοὺ τί ἔκαμεν.
Αὕτη ἤναψεν ἑπτὰ κηρία εἰς τὰ δύο μανουάλια τοῦ ναΐσκου, ἐμπρὸς εἰς τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, καὶ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐφαίνετο, ὅτι ἤθελε μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ παπᾶ, νὰ τελέσῃ αὐτὴ νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη. Ἀφοῦ ἤναψε τὰ ἑπτὰ κηρία, ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ παμμέγιστον καλάθιόν της μακρότατον, ὑπὲρ τὰς ἑκατὸν ὀργυιάς, λεπτὸν σχοινίον, ὁλοκίτρινον, εὐωδιάζον, κηρόπλαστον. Ἦτο γιγαντιαῖον φιτίλιον βαμβακερόν, τὸ ὁποῖον εἶχε κλώσει ὅλον μὲ τὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τὰς χεῖράς της τὸ εἶχε περιβάλει μὲ μελικήριον πρόσφατον.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ τεράστιον κηρίον τὸ ἔδεσεν ἀπὸ τὴν κρικέλλαν τῆς παλαιᾶς σαρακωμένης θύρας τοῦ ναοῦ, εἶτα ἤρχισε νὰ τὸ ἑλκύῃ, καὶ νὰ τὸ ἐκτυλίσσῃ κατ᾽ ὀλίγον ἀπὸ τὸ καλάθιον, ὅπου τὸ εἶχε τυλιγμένον εἰς ἔντεχνον καὶ εὐδιάλυτον κουβάριον, καὶ παραπορευομένη ἐξωτερικῶς τὸν τοῖχον τοῦ ναΐσκου, νὰ τὸ προσαρμόζῃ σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον, πρῶτον εἰς τὸ ἥμισυ πλάτος τοῦ δυτικοῦ τοίχου, μέχρι τῆς γωνίας τῆς μεσημβρινοδυτικῆς, εἶτα καθ᾽ ὅλον τὸ μῆκος τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, εἶτα μετὰ τὴν καμπὴν τῆς γωνίας τῆς νοτιανατολικῆς, ἀνὰ τὸν τοῖχον τοῦ πλάτους τὸν ἀνατολικόν, μεθ᾽ ὅλης τῆς καμπύλης τὴν ὁποίαν ἐσχημάτιζεν ἡ χηβάδα τοῦ θυσιαστηρίου, εἶτα ἔκαμψε τὴν ἀριστερὰν γωνίαν, παρεπορεύθη τὸν βορεινὸν τοῖχον, καὶ διὰ τῆς γωνίας τῆς βορειοδυτικῆς ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου. Κατόπιν πάλιν ἔφερε νέαν γύραν, ἀπαράλλακτα ὅπως τὴν πρώτην, καὶ προσήρμοσε τὸ νέον ἔμβολον τοῦ κηρωμένου νήματος, παραλλήλως καὶ ἐγγύτατα ὑπὸ τὸ πρῶτον. Εἶτα τὴν τρίτην γύραν καὶ τετάρτην, καὶ καθεξῆς, μέχρι τῆς ἑβδόμης.
Ἑπτάκις ἔκαμε τὸν γῦρον τοῦ κτιρίου, καὶ μὲ ἑπτὰ ἔμβολα κηρωμένου νήματος περιέζωσεν, ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, ὅλον τὸν ναΐσκον.
Καὶ αἱ γυναῖκες, αἱ ἐπιστρέψασαι ἄρτι μὲ τὰ καλάθια πλήρη ἐκ βοτάνων καὶ ἀμανιτῶν, ἔκαμνον τὸν σταυρόν των, καὶ τὴν ηὔχοντο λέγουσαι:
― Ἂς δείξῃ ἡ Φαρμακολύτρα τὸ θάμα της! Βοήθειά σου!…

*
* *
Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν᾽ ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τὰ μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καὶ μεθοδείαν πονηρὰν ὑπ᾽ ἐχθρῶν γινομένην. Εἰς ἐμέ, παρευρεθέντα κατὰ τύχην ἐκεῖ, τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο παράξενον, ὅσον ἤθελε φανῆ εἰς μαθητὴν τῆς γ´ τάξεως ἐπαρχιακοῦ γυμνασίου, δραπετεύσαντα ἅμα τῇ ἐνάρξει τῶν μαθημάτων, εἰς τὸ μέσον τοῦ ἔτους. Ἀλλ᾽ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἤξευρε τί ἔκαμνεν.
Ἕνα υἱόν, μονάκριβον, τὸν εἶχε. Καὶ εἶχε τέσσαρας κόρας μικράς, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλυτέρα ἦτον ἤδη δεκαὲξ χρόνων. Καὶ ὁ υἱός της, πρωτότοκος, ἤγγιζεν ἤδη τὸ εἰκοστὸν ἔτος. Καὶ ἤδη ἔχανε τὸν νοῦν του κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ νυμφευθῇ.
Τοῦ εἶχαν κάμει μάγια, αἱ γυναῖκες, ἀπὸ τὸν Πέρα Μαχαλάν. Καὶ τοῦ εἶχαν σηκώσει τὰ μυαλά του. Ποῖος ἠξεύρει τί μαγγανείας τοῦ ἔκαμαν, καὶ τί τοῦ ἔδωκαν νὰ πίῃ. Ἐγνώριζαν ἐκεῖναι ἀπὸ μαγείας…
Κι ἀγάπησε μίαν κόρην, ἥτις ἦτον μεγαλυτέρα ἀπ᾽ αὐτὸν στὰ χρόνια, καὶ ἤθελε νὰ τὴν λάβῃ σύζυγον.
«Ἢ θὰ τὴν πάρω, μάννα, ἢ θὰ σκοτωθῶ». Τὸ εἶχε πάρει κατάκαρδα. Ἦτον «ἐρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νὰ κάμῃ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν᾽ ἀφήσῃ τὸν υἱόν της νὰ ἐμβῇ στὰ βάσανα, τόσον νέος, κι αὐτὴ νὰ ἔχῃ τέσσαρας κόρας ἀνυπάνδρους, νὰ τὰς καμαρώνῃ; Καὶ ποιὸς γονιὸς τὸ δέχεται, αὐτό;
Λοιπὸν ἔπεσε στὰ θεοτικὰ πράγματα. Ἔκαμε λειτουργίας πολλάς, καὶ ἁγιασμούς, καὶ παρακλήσεις. Ἐπῆρε τὰ ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καὶ τὰ ἔβαλε νὰ λειτουργηθοῦν ὑπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τὸν ἑαυτόν της μὲ πολλὰς νηστείας, ἀγρυπνίας, καὶ γονυκλισίας.
Τελευταῖον προσέφυγεν εἰς τὴν χάριν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Αὕτη εἶχε παρὰ Θεοῦ τὸ χάρισμα νὰ διαλύῃ τὰς μαγείας καὶ γοητείας. Ἐπῆγε, τὴν ἐλειτούργησεν, ἔζωσε τὸν ναόν της ἑπτὰ φοράς (τελοῦσα μόνη της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ μητρικῆς στοργῆς) μὲ κηρίον ἑκατονταόργυιον, τὸ ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει μὲ τὰς χεῖράς της, καὶ παρεκάλει τὴν Ἁγίαν νὰ χαλάσῃ τὰ μάγια, νὰ ἔλθῃ στὸν νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ ἐρωτοχτυπημένος καὶ ποτισμένος ἀπὸ κακὰς μαγγανείας, καὶ νὰ μὴ χάνῃ τὰ μυαλά του ἄδικα…

*
* *
Ὅλ᾽ αὐτὰ τ᾽ ἀνεπόλουν καὶ τ᾽ ἀναπαρίστων μὲ τὸν νοῦν μου, ὡς νὰ εἶχαν συμβῆ χθές, καὶ εἶχαν παρέλθει ἤδη περισσότερα τῶν εἴκοσιν ἐτῶν ἀπὸ τότε. Εἶχον ἐξέλθει τῆς πολίχνης ἅμα τῇ δύσει τοῦ ἡλίου, καὶ εἶχον πορευθῆ μὲ τὴν ἀμφιλύκην ἕως τοῦ Δράκου τὸ ρέμα, ἐκεῖ ὁπόθεν ἀρχίζει ὁ ὑψηλός, κάθετος ἀνήφορος τοῦ Βαραντᾶ. Ἡ σελήνη δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη, ἐπειδὴ ἦτο δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν πανσέληνον. Μέσα εἰς τὸ ρέμα, βαθιὰ κάτω, ἀντήχει ὁ ρόχθος τοῦ χειμάρρου, τοῦ σχηματιζομένου ἀπὸ τὰς χιόνας τὰς λυομένας. Καὶ εἷς ὑψηλὸς μαῦρος βράχος ἵστατο ἀπέναντί μου, μυστηριώδης εἰς τὸ σκότος.
Ἦτο κατὰ Μάρτιον μῆνα. Ὁ χείμαρρος ἐρρόχθει, ἔβρυχε, καὶ κατεφέρετο μετὰ κρότου, κ᾽ ἐκυλίετο σχηματίζων δύο καταρράκτας, κυρίαρχος εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτός. Ὁ κρότος ἐκεῖνος ἐνέσπειρε φόβον εἰς τὴν ψυχήν μου, ἥτις ἀνεγνώριζε παρ᾽ ἑαυτῇ ὁμοιότητα μὲ τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο. Ἐδεσπόζετο ὅλη ἀπὸ ἓν ὕπουλον πάθος, καθὼς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἡ σιγὴ τῆς νυκτὸς ἐδεσπόζοντο ἀπὸ ἕνα δοῦπον ὑπόκωφον.
Μετὰ δυσκολίας διέκρινα τὸ μονοπάτι τὸ χαρασσόμενον ἀνὰ μέσον βρύων καὶ θάμνων πυκνῶν. Εἶτα, ἀντικρύ μου, εἰς τὴν κλιτὺν τὴν κρημνώδη, ἤρχισα νὰ βλέπω μίαν ἀνταύγειαν. Αἱ πρῶται ἀκτῖνες τῆς σελήνης ἐπηργύρωνον τὰς κορυφὰς τῶν δένδρων. Ἔφθασα εἰς τὴν βάσιν τοῦ ὄρους, καὶ ἤρχισα ν᾽ ἀνέρχωμαι τὸν ἀνήφορον. Ἀφοῦ ἀνέβην ὑπὲρ τὰ δισχίλια βήματα, σπεύδων καὶ ἀσθμαίνων, εἶδα πέραν ἀντικρὺ τὴν σελήνην, ἐκεῖθεν τοῦ συνδένδρου λόφου τοῦ κρύπτοντος ὄπισθέν μου τὸν ὁρίζοντα, εἶδα τὴν σελήνην ἀπαλλαγεῖσαν τῆς λοφιᾶς τοῦ ἀντικρινοῦ, μεμακρυσμένου βουνοῦ, ὅπου ἐπί τινα λεπτὰ ἐφαίνετο ὡς νὰ εἶχε βάλει φωτιὰν εἰς ἓν δένδρον μεμονωμένον, ὄρθιον ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὑψηλοῦ λόφου, τοῦ φράσσοντος τὸν λιμένα· τὸ δένδρον ἐφαίνετο ὡς νὰ καίεται· εἶτα ἡ Ἑκάτη, ἀφήσασα τὸ δένδρον μαῦρον καὶ σκοτεινὸν ἀπόκαυμα, ἀνῆλθε βραδεῖα, ἐν ἀγλαΐᾳ καὶ ἀποθεώσει φαεινῇ, ὕπερθεν τῆς λοφιᾶς τοῦ ὄρους.
Μετὰ ὥραν ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, εἶτα ὥδευσα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ἐν παμφαεῖ σελήνῃ. Εἶτα ἔφθασα εἰς τὴν ἀντίθετον κλιτύν, ὅπου πάλιν εὗρον σκιὰς καὶ σύνδενδρα μέρη καὶ φόβητρα ἐμπρός μου. Ἐκεῖ παρακάτω ἦτον ἡ μικρὰ ἔπαυλις τοῦ Γιάννη τοῦ Στόγιου, ἀγρότου ἁπλοϊκοῦ φίλου μου. Ὑπερέβην τὸν χαμηλὸν φράκτην, εἰσῆλθον εἰς τὴν αὐλὴν κ᾽ ἔκρουσα τὴν θύραν.
Ὁ Στόγιος δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἀκόμη, φῶς ἔλαμπε διὰ τοῦ φεγγίτου. Τὸν ἐκάλεσα ὀνομαστί. Ἐγνώρισε τὴν φωνήν μου, καὶ ἐλθὼν μοῦ ἤνοιξε. Μοὶ παρέσχε πρόθυμον ξενίαν καὶ στέγην.
Ἐγὼ ἐντούτοις δὲν ἤξευρα διατί εἶχα κρούσει τὴν θύραν του, ἀφοῦ δὲν εἶχα ὕπνον οὔτε νυσταγμόν. Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἀπεκοιμήθη, ἔλαβα τὴν ράβδον καὶ τὸν πῖλόν μου καὶ ἐξῆλθον κράξας πρὸς αὐτὸν νὰ κλείσῃ, ἂν ἤθελε, τὴν θύραν· ἐκεῖνος, ἐπειδὴ «ἐλαγοκοιμᾶτο», πολὺ ἐλαφρά, μοῦ ἀπήντησε δι᾽ ἠρέμου γογγυσμοῦ, μέσα εἰς τὸν ὕπνον του.
Κατέβην ἀκόμη χαμηλότερα τὸ βουνόν. Ἡ σελήνη ἐμεσουράνει ἤδη, κ᾽ ἔφεγγεν εἰς ὅλην τὴν κλιτύν. Εἰς τὰς ποιμενικὰς ἐπαύλεις οἱ πετεινοὶ εἶχον λαλήσει. Κατῆλθον εἰς σύνδενδρον στενωπόν, ἐστράφην ἀριστερά, καὶ ἔφθασα εἰς τὸν ἔρημον ναΐσκον τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.
… Καὶ τώρα, μετὰ εἴκοσιν ἔτη, ὅταν ἤρχισα ἤδη νὰ φθίνω, ἀφοῦ κατὰ κόρον ἐγεύθην τῆς ζωῆς ὅλην τὴν τρύγα καὶ τὴν πικρίαν, ἐὰν ἐγὼ ἐζήτουν νὰ ζώσω μὲ κηρίον τὸν ναὸν τῆς Μάρτυρος, οὔτε κηρίον πλέον ἁγνὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ εὕρω, διότι ἀπὸ πολλοῦ ὅλοι οἱ κηροπλάσται ἐπώλουν νοθευμένα κηρία, καὶ οἱ μελισσοτρόφοι αὐτοὶ εἶχον μάθει νὰ νοθεύωσι τὸ κηρίον πρὶν τὸ πωλήσουν. Καὶ ὁ ναΐσκος τῆς Ἁγίας εἶχε περιέλθει εἰς παρακμὴν καὶ ἀτημελησίαν οἰκτράν, διότι ἡ θρησκευτικὴ εὐλάβεια μεγάλως εἶχεν ἐκπέσει ἐν τῷ μεταξύ. Δύο εἰκόνες λαδωμέναι καὶ φθαρμέναι ὑπῆρχον μόνον εἰς τὸ τέμπλον τὸ σαπρόν, ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δεξιά, καὶ ἀριστερὰ ἡ εἰκὼν τῆς ἀμνάδος του, τῆς στρεφούσης πρὸς αὐτὸν τὸ πρόσωπον, καὶ φαινομένης ὡς νὰ ἔκραζε μεγάλῃ τῇ φωνῇ: «Σέ, νυμφίε μου, ποθῶ!» Αἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας καὶ τοῦ τιμίου Προδρόμου εἶχον γίνει ἄφαντοι. Ἴσως εἶχον ἀφαιρεθῆ ἀπὸ τὰς χεῖρας φιλαρχαίων ἢ ἐραστῶν τῆς Βυζαντινῆς τέχνης…
Ὑπῆρχον μόνον δυὸ κανδήλια ἡμιθραυσμένα ἢ ραγισμένα, ἡ βορεία πύλη τοῦ ἱεροῦ ἦτο ἄνευ θυρίδος, τὸ μόνον παράθυρον τὸ μεσημβρινὸν τοῦ ναοῦ ἄνευ παραθυροφύλλου, τὸ Θυσιαστήριον καὶ ἡ προσκομιδή, γυμνὰ καὶ ἀνεπίστρωτα, ἦσαν πλήρη κονιορτοῦ… Ὁ ναΐσκος ὁ ἑπταζωσμένος καὶ ἁγιασμένος δὲν ἐλειτουργεῖτο πλέον.
«Οὐ θυσία, οὐχ ὁλοκαύτωμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι». Καὶ ἡ μυστικὴ λειτουργία, τὴν ὁποίαν ἐτέλει πρὸ χρόνων πολλῶν περὶ τοὺς τοίχους του ἡ φιλόστοργος Μαχούλα, ἡ ἐξαδέλφη μου, δὲν θὰ εἶχε ξαναγίνει πλέον ἀπὸ πολλοῦ.

*
* *
Ὤ! ἑπτάκις μόνον;… Ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ θὰ εἶχον τώρα ἀνάγκην νὰ περιζώσω τὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας!… Τοσάκις εἶχε περιεζωσμένην τὴν καρδίαν μου ἡ ἄκανθα τῆς πικρᾶς ἀγάπης, τοσάκις τὴν εἶχε περισφίγξει τὸ ἑρπετὸν πάθος, τὸ δολερόν… εὐλαβούμην νὰ εἴπω εἰς τὴν Ἁγίαν, ᾐσχυνόμην νὰ ὁμολογήσω πρὸς ἐμαυτόν, ὅτι ἤμην, ὀψὲ ἤδη τῆς ἡλικίας, λεία τοῦ πάθους καὶ ἕρμαιον…
Ἀλλὰ πρὸς τί νὰ προσφέρω λαμπάδας καὶ μοσχολίβανον, πρὸς τί νὰ περιζώσω μὲ κηρία τὸν ναόν; Ἡ Ἁγία ἠδύνατο ἴσως νὰ μὲ θεραπεύσῃ, ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲν ἐπεθύμουν νὰ θεραπευθῶ. Θὰ ἐπροτίμων νὰ καίωμαι εἰς τὴν φλόγα τὴν βραδεῖαν… Ὑπάρχουν εἰς τὸν Παράδεισον Ἅγιοι δεχόμενοι τὰς εὐχὰς τῶν ἐρώντων;… Τάχα ἐκεῖ, δίπλα εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Φαρμακολυτρίας, εἰς τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο μεγαλομάρμαρον κτίριον τὸ αἰνιγματῶδες, νὰ ὑπῆρχε τὸ πάλαι ἱερὸν τῆς Ἀφροδίτης, νὰ ὑπῆρχε βωμὸς τοῦ Ἔρωτος;
Ὤ! καὶ ὅμως ἐτηκόμην… ὥρας-ὥρας ἐπεθύμουν, εἰ δυνατόν, νὰ ἰατρευθῶ. Βοήθει, Ἁγία Ἀναστασία!

*
* *
Καθὼς εἶχα περιεργασθῆ τὸν ναΐσκον, εἶχεν ἐξημερώσει ἤδη. Αἱ ὧραι εἶχον παρέλθει χωρὶς νὰ τὰς αἰσθανθῶ, κ᾽ ἐγὼ ἐν τῇ νάρκῃ καὶ τῇ ρέμβῃ τῆς νυκτός, χωρὶς νὰ αἰσθάνωμαι τὸ ψῦχος, εἶχον διέλθει ὅλην σχεδὸν τὴν νύκτα τοῦ Μαρτίου ἐκείνην εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἀπεμακρύνθην τοῦ παρεκκλησίου αἰσθανόμενος ἀκουσίαν ἀνακούφισιν ὅτι, ἔρημον καθὼς ἦτο τὸ ἱερόν της, ἡ Ἁγία δὲν θὰ ἤθελε πλέον νὰ μὲ θεραπεύσῃ.
Ἐκεῖ, παρ᾽ ἐλπίδα, συναντῶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν… Ἦτο τοιαύτη ὁποία καὶ πρὸ εἴκοσι χρόνων, σχεδὸν δὲν εἶχε μεταβληθῆ τὸ πρόσωπόν της οὔτε λευκὴν τρίχα εἶχεν εἰς τὴν κόμην, οὔτε ρυτίδα εἰς τὸ μέτωπον. Ἦτον ἐκ τῶν γυναικῶν ἐκείνων τῶν ἐχουσῶν δευτέραν νεότητα, ἀνθηροτέραν τῆς πρώτης. Ὠχρὰ καὶ ἀφελὴς καὶ ἄπλαστος, ἐφαίνετο ἄσχημη ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀλλὰ μετὰ δεύτερον βλέμμα ἀνεκάλυπτέ τις εἰς τὸ πρόσωπόν της ἄφατον γλυκύτητα. Ἦτο νύμφη καὶ ἱέρεια καὶ γυνή.
― Ποῦ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐξάδελφε; μοῦ λέγει.
Ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα εἶχεν ἐλαιῶνα εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα. Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἦτο πλουσιωτάτη ἐλαιοφορία, καὶ ἂν καὶ ἦτο Μάρτιος ἤδη, τὸ μικρὸν καλάθιον, τὸ ὁποῖον ἐκράτει περὶ τὸν ἀγκῶνά της τὸν ἀριστερόν, ἦτο γεμᾶτον ἀπὸ ἐλαίας χαμάδας (ἢ θροῦμπες) ὡραίας καὶ στιλβούσας· αἱ τελευταῖαι ἐλαῖαι ἔπιπτον ἀπὸ τὰ δένδρα ἀκόμη περὶ τὴν ἄνοιξιν. Ἐθεώρει τὴν ἐξοχὴν ἐκείνην ὡς γειτονίαν ἰδικήν της, καὶ δι᾽ αὐτὸ ἔλεγε: «Ποῦ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο».
Ἐγὼ τὴν ἐχαιρέτισα κ᾽ ἐκάθισα ἐπί τινος ὄχθου, ὑπὸ δένδρον ἐλαίας, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ ἐλαιῶνος. Ἐκείνη ἐλθοῦσα ἀπέθεσε τὸ καλάθιόν της πλησίον μου, καὶ περιστείλασα ἐπιμελῶς μὲ τὰς δύο χεῖρας τὰ κράσπεδα τῆς ἐσθῆτός της, ἐκάθισεν ὀλίγον παραπέρα.
― Τρῷς χαμάδες, νὰ σὲ φιλέψω, ἐξάδελφε;
―Ἐξαδέλφη Μαχούλα, ἤρχισα ἐγώ, χωρὶς ἄλλως ν᾽ ἀπαντήσω εἰς τὴν φιλόφρονα προσφοράν της, θυμᾶσαι, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅταν ἤμουν ἐγὼ παιδί, ποὺ ἔζωνες μὲ κηρὶ τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας;
― Θυμοῦμαι, ἀπήντησε.
― Πές μου, σὰν νὰ μὴ ξέρω, γιατί τὸ ἔκανες;
― Τὸ εἶχα τάξιμο, γιατὶ ὁ Μανωλάκης ἦτον ἐρωτοχτυπημένος· κ᾽ ἐπειδὴς ἡ Ἁγία Ἀναστασία εἶναι ποὺ λύνει τὰ μάγια, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της, ἔζωσα τὸ κλησιδάκι της, καὶ τὴν ἐπερικαλοῦσα, μὴν τυχὸν ἦτο μαγεμένο τὸ παιδί μου, γιὰ νὰ χαλάσῃ τὰ μάγια.
― Κ᾽ ὕστερα, τί ἀπόγινε; Πές μου τα ὅλα, σὰν νὰ εἶμαι πνεματικός, γιατὶ ἐγώ, ξέρεις, τὸν περισσότερον καιρὸ ἔλειπα ἀπ᾽ τὴν πατρίδα, καὶ δὲν τὰ παρηκολούθησα καλά.
― Φαίνεται ὅτι δὲν τοῦ εἶχαν καμωμένα μάγια, μόνο ὁ ἴδιος εἶχε πέσει στὸν ἔρωτα, κ᾽ ἡ Ἁγία, σὰν δὲν ἦτον ἀπὸ μάγια, δὲν μποροῦσε μὲ τὸ στανιὸ νὰ τοῦ ἀλλάξῃ τὰ μυαλά, γιατὶ μοναχός του καὶ θέλοντας ἔβαλε σεβντὰ μέσα του. Τὸ λοιπὸν ἡ Ἁγία ἔδειξε τὸ θάμα της μὲ ἄλλον τρόπο· σὰν ἐτέλεψα τὸ τάξιμό μου, στὸν μῆν᾽ ἀπάνω, τὸ κορίτσι ἀρρεβωνιάστηκε μὲ ἄλλον καὶ σ᾽ ὀλίγον καιρὸ ἔγινεν ὁ γάμος. Τότε, ἐπειδὴ ἦτον φόβος νὰ τρελαθῇ ἢ νὰ χτικιάσῃ τὸ παιδί μου, ἀπ᾽ τὸ κακό του, τὸν ἔταξα στὴν Παναγιὰ τὴν Κουνίστρα, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της, γιὰ νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπ᾽ τὴν τρέλα κι ἀπ᾽ τὴν ἀρρώστια… Τοῦ κόστισε πολύ, ἐπόνεσε, ἔχασε τὴν ὄρεξή του, κιτρίνισε σὰν τὸ κερί, ἔλυωσε στὸν ἀπάν᾽ κόσμο… Ὣς τόσο, ἡ Παναγία ἔδειξε τὸ θάμα της, καὶ τὸ παιδὶ δὲν ἐτρελάθη οὔτε χτίκιασε… Σ᾽ ὀλίγον καιρό, ἦρθε στὸν ἑαυτό του.
― Καὶ τώρα τί γίνεται;
― Τώρα ταξιδεύει μὲ τὴ γολέτα μας, στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς… Ἐπῆρε δίπλωμα πλοιαρχίας καὶ τὴν κυβερνᾷ ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ ὁ πατέρας του γέρασε κ᾽ ἐκάθισε ἔξω… Φαίνεται πὼς τὸ ἔρριξε λιγάκι στὸ πιόμα, ὁ Μανωλάκης, μὰ δὲν τὸ παρακάνει πιστεύω… Ἄσπρισε, καὶ δὲν θέλει νὰ παντρευτῇ… Καλύτερα γιὰ μένα νὰ σοῦ πῶ, ἐξάδελφε. Μ᾽ ἐβοήθησε κ᾽ οἰκονόμησα τὰ δυὸ κορίτσια· τώρα ἔχω ἀκόμα ἄλλα δυό. Καλύτερα ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὰ βάσανα… Δὲν συμφέρει νὰ παραπληθαίνῃ καὶ πολὺ ὁ κόσμος. Ὁ γείτονάς μου ὁ Κωσταντὴς ὁ Ρήγας, ἔξυπνος καὶ κοσμογυρισμένος ἄνθρωπος, ἅμα ἰδῇ νὰ γεννηθῇ κανέν᾽ ἀγόρι στὴ γειτονιά, καὶ βλέπῃ τὶς γυναῖκες κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς νά ᾽χουνε χαρές, συνηθίζει νὰ λέῃ: «Χαρῆτε, βρὲ παιδιά· γεννήθηκε κι ἄλλος χαμάλης!»
Ἀκολούθως ἠρώτησα τὴν ἐξαδέλφην μου ἂν τυχὸν συνέβησαν καὶ ἄλλα τινὰ περίεργα ἐν σχέσει μὲ τὴν ὑπόθεσιν ταύτην. Ἡ Μαχούλα ἀπήντησεν:
― Ἕνα βράδυ, σ᾽ ἐκείνην τὴν ἐποχή, ἐνῷ ἐγύριζα ἀπὸ τὸν ἐλαιῶνα, κ᾽ ἐπέρασα ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Ἀναστασία νὰ κάμω τὸν σταυρό μου, καὶ νὰ ἀνάψω τὰ καντήλια, καθὼς ἐνύχτωνε, ἄκουσα κάτι κρότους, μὰ κρότους παράξενους πολύ, σ᾽ ἐκεῖνο τὸ διπλανὸ τὸ χτίριο μὲ τὰ μάρμαρα, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο… Πάλι μιὰ νύχτα, ἔβλεπα στ᾽ ὄνειρό μου πὼς βρισκόμουν στὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας, κ᾽ ἐκεῖ εἶδα τάχα ἕνα πρᾶμα παράξενο πολύ, νὰ προβάλῃ καὶ νὰ βγῇ ἔξω καὶ νὰ κυλιστῇ, ἀπὸ κεῖνο τὸ στοιχειωμένο χτίριο… Καὶ μοῦ ἐφάνη τάχα, πὼς ἦρθ᾽ ἕνα κορίτσι ὄμορφο, μὰ ὄμορφο πολύ, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, καὶ μοῦ ἔδωκε ἕνα λουλουδάκι λευκό, μοσχομυρωδᾶτο, καὶ μοῦ εἶπε: «Νά, δῶσ᾽ το αὐτὸ τοῦ γυιοῦ σου, νὰ μυριστῇ· εἶναι ἄνθος τῆς Ἐδέμ». Ἔξαφνα, γυρίζει πίσω ἐκεῖνο τὸ πρᾶμα, τὸ παράξενο, τὸ μαῦρο καὶ κατακόκκινο, ποὺ εἶχε πηδήσει ἀπὸ τὸ χτίριο τὸ παλιό, γυρίζει πίσω θεριωμένο καὶ ρίχνετ᾽ ἐπάνω μου κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ μοῦ ἁρπάξῃ ἀπ᾽ τὰ χέρια τὸ λουλούδι ποὺ μοῦ εἶχε δώσει ἡ ὄμορφη κοπέλα, ποὺ φαίνεται νὰ ἦτον ἡ Ἁγία Ἀναστασία… Στὴν ἴδια στιγμὴ ἡ Ἁγία φαίνεται πάλι, σὰν νά ᾽βγαινε ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, καὶ μ᾽ ἕνα κλωναράκι ἀπὸ βάια ποὺ βαστοῦσε στὰ χέρια, δίνει μιὰ καὶ τοῦ κόφτει τὸ χέρι, τοῦ τρισκατάρατου, ποὺ γύρευε νὰ μοῦ ἁρπάξῃ τὸ λουλούδι… Αὐτὰ εἶδα.

*
* *
Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπλανώμην εἰς τὰ ρεύματα καὶ τοὺς αἰγιαλούς, ἀνὰ τὴν ἀγρίαν ἀκτήν, τὴν βορεινὴν καὶ θαλασσοπλῆγα, καὶ μόνον τὸ δειλινὸν ἐπανῆλθον εἰς τὴν ἔπαυλιν τοῦ Στόγιου διὰ νὰ κοιμηθῶ ὀλίγας ὥρας. Ὅταν ἐξύπνησα, ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει, ἀλλ᾽ εἶχα χάσει τὸν ὕπνον μου δι᾽ ὅλην τὴν νύκτα.
Τὰ βήματά μου μ᾽ ἔφεραν καὶ πάλιν πρὸς τὸν ναΐσκον τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἤναψα τεμάχιον λαμπάδος ἐκ κηροῦ μετρίως νοθευμένου, τὴν ὁποίαν εἶχον ἀγοράσει τὴν προτεραίαν εἰς τὴν πολίχνην, τὴν εἶχα δὲ κόψει εἰς τέσσαρα τεμάχια χάριν εὐκολίας, καὶ περιτυλίξας εἰς χαρτίον, τὴν εἶχα βάλει εἰς τὸ θυλάκιόν μου. Τὴν προλαβοῦσαν νύκτα εἶχα λησμονήσει εἰς τὸ θυλάκιόν μου τὰ τεμάχια τῆς λαμπάδος.
Ἐκόλλησα τὸ κηρίον τοῦτο εἰς τὸ μανουάλιον, κ᾽ ἐκάθισα εἰς ἓν τῶν δύο ἢ τριῶν στασιδίων, ὅσα ὑπῆρχον διὰ νὰ ξεκουρασθῶ… Εἶτα ἠθέλησα νὰ γονυπετήσω, καὶ προσεπάθησα νὰ δεηθῶ ἀλλ᾽ ἐρρέμβαζον. Ἔκλεισα τὰ ὄμματα, ἐπαιτῶν ἕνα ὕπνον, ἀλλ᾽ ὁ πόνος ἠγρύπνει ἐντός μου.
Εἰς τὰς ὥρας τῆς μοναξίας τῆς νυκτὸς ἐκείνης, τῶν ἀσυναρτήτων προσευχῶν καὶ τῶν ἀκουσίων βλασφημιῶν, ἔπλεον ὡς ἐν ὀνείρῳ εἰς ἄλλον κόσμον. Ἤκουον ἤχους, ψιθύρους καὶ φωνάς. Μοῦ ἐφαίνετο ὅτι αἱ ἀναμνήσεις καὶ αἱ εἰκόνες, αἱ πολιορκοῦσαι τὸν νοῦν μου, ἐλάμβανον μορφὴν καὶ σῶμα, ἐβόμβουν περὶ τὰ ὦτά μου ὡς σμῆνος ἀπειράριθμον πτερωτῶν ψυχῶν, προσέβλεπον τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας, καὶ μοῦ ἐφαίνετο τόσον ὡραία, ὅσον ἐφάνη ἐν ὀνείρῳ εἰς τὴν ἐξαδέλφην Μαχούλαν. Εἶτα μία ἄλλη μορφὴ μοῦ ἐφάνη ὅτι ἐστάθη ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος, καὶ τὴν ἀπέκρυψε.
Τὴν στιγμὴ ἐκείνην ἤκουσα μέγαν θόρυβον ἔξω, δεξιόθεν τοῦ ναοῦ, εἰς τὸ μέρος ὅπου ἦτο τὸ παλαιὸν κτίριον, τὸ «στοιχειωμένον». Πάραυτα ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μου ἡ διήγησις τῆς ἐξαδέλφης Μαχούλας. Ἔλαβον τὴν λαμπάδα, καὶ ἔτρεξα ἔξω τῆς θύρας.
Αὔρα ἔπνεε ψυχρά, καὶ ἠπείλει νὰ σβήσῃ τὴν λαμπάδα. Ἐπειδὴ ἐδέησε νὰ περιστεγάσω τὸ φῶς διὰ τῆς παλάμης, δὲν ἔβλεπον τίποτε πέραν τοῦ τοίχου τοῦ ναοῦ. Ἡ σελήνη εἶχε περικαλυφθῆ εἰς νέφη. Διέκρινον εἰς τὸ σκιόφως τὸ μαρμάρινον κτίριον, καὶ δὲν ἐνόουν τίποτε. Μοῦ ἐφάνη ὅτι πρᾶγμά τι ἐξεπήδησεν ἐκεῖθεν τοῦ τοίχου καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν· ἴσως ἦτον ἀγριόγατος ἢ νυφίτσα θηρεύουσα εἰς τὸ σκότος.
Ἐπανῆλθον εἰς τὸν ναόν, κ᾽ ἔκαμα τὸν σταυρόν μου. Ἐκάθισα πάλιν εἰς τὸ στασίδιον. Ἡ μορφὴ ἥτις μοῦ ἐφαίνετο παρεστῶσα ἐκεῖ, ἡ φέρουσα τὴν ἁγνότητα εἰς τὰ ὄμματα τὰ κάτω νεύοντα, καὶ τὸν γλυκασμὸν περὶ τὰ χείλη τὰ ἁβρὰ καὶ μελιχρά, μοῦ ἐφάνη ὅτι ἀντήλλασσε νεύματα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Μοῦ ἐφάνη ὅτι τὰ χείλη της ἐψιθύριζον ἱκεσίαν, καὶ τὸ βλέμμα τῆς εἰκόνος ἔνευε συγκατάθεσιν…
Ὕπνος τότε μὲ κατέλαβεν, εἰς τὸ στασίδιον ὅπου ἐκαθήμην. Ὁ ὕπνος ἦτον ἄνευ ὀνείρων, ὅλα τὰ ὄνειρα τοῦ τὰ εἶχεν ἀφαιρέσει ἡ ἐγρήγορσις. Μόνον ἐνδομύχως εἰς τὸ βάθος τῆς συνειδήσεως μου, μία φωνή, ἥτις ὡμοίαζε μὲ χρησμόν, ἠκούσθη ἀμυδρῶς νὰ ψιθυρίζῃ: «Ὕπαγε, ἀνίατε· ὁ πόνος θὰ εἶναι ἡ ζωή σου…»
Ἐξύπνησα. Ἐσηκώθην καὶ ἔφυγα. ᾘσθανόμην ἀγρίαν χαράν, διότι ἡ Ἁγία δὲν εἶχεν εἰσακούσει τὴν δέησίν μου.”


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 305-314

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Ήλθε το... τέλος του Κόσμου!

του Αρχιμ. Χρυσόστομου Χρυσόπουλου

Πολύς ο λόγος στις ημέρες μας για την «προφητεία» της φυλής των Μάγια περί συντέλειας του κόσμου.  Ο λαός αυτός  των ινδιάνων της Κεντρικής Αμερικής  που υπήρξε χιλιάδες  χρόνια προ Χριστού, πίστευε ότι το τέλος  του κόσμου θα έρθει στις 21 Δεκεμβρίου 2012, σήμερα δηλαδή. Στην διδασκαλία αυτή βασίστηκε η βιομηχανία του κινηματογράφου  και δημιούργησε  ταινίες με ανάλογο θέμα. Με το ευφάνταστο αυτό σενάριο σκηνοθετήθηκαν υπερπαραγωγές με θεαματικότητα και οικονομικό κέρδος.  Την ίδια άποψη έστησαν και αιρετικοί  χιλιαστές ως παγίδα και έχουν επανειλημμένως  διαψευστεί  παταγωδώς.
  Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσαμε να  διακηρύξουμε ότι, ναι !  ήρθε το τέλος του κόσμου :
-  που ήθελε τα παιδιά μακριά από τον Θεό Πατέρα και Εκείνος να είναι ο ξένος τους,
-  που του άρεσε να διαιρούνται  οι λαοί και να έχουν διαμάχες  μεταξύ τους,
-  που ήθελε τον άνδρα με δικαιώματα και την γυναίκα με υποχρεώσεις,
-  που ζητούσε οι άνθρωποι να αρρωσταίνουν και να μην έχουν την ελπίδα ή και την βεβαιότητα του θαύματος,
-  που βασίζονταν στα λόγια των δασκάλων που μόνο απαιτούσαν ή απαγόρευαν,
-  που καθόριζε  ότι οι πόρνες και οι κλέφτες είναι οι καταδικαστέοι και οι μόνο άσωτοι,
-  που δίδασκε έναν Θεό ξένο, που μόνο απολαμβάνει και ποτέ δεν χαρίζει,
-  που κυριεύονταν από δαιμόνια  και καταντούσαν τους ανθρώπους φόβητρα  της κοινωνίας.
  Το τέλος ήλθε του κόσμου αυτού την νύχτα της Χριστού Γέννησης,  στην Βηθλεέμ,  εξαπλώθηκε με τους Αποστόλους και επεκτείνεται με τους Ιεραποστόλους. Ήρθε λοιπόν το τέλος του παλαιού κόσμου αυτού με τον Χριστό :
-  που συναναστρέφεται με τα παιδιά Του,
-  που εγκαινιάζει αγαπητική σχέση με την ανθρωπότητα,
-  που διδάσκει την ισότητα μεταξύ των δύο φύλλων και συμφιλιώνει λαούς,
-  που θεραπεύει και ανασταίνει επώνυμους και ανώνυμους,
-  που καταδικάζει την θρησκευτική τυπολατρία όλων των εποχών,
-  που ανατρέπει  το στείρο ηθικό κατεστημένο,
-  που συγχωρεί τους διώκτες Του και τους μετανοημένους της ζωής,
-  που συζητά με αντίθετους  και προκατειλημμένους,
-  που απαλλάσσει  όλους από κάθε μορφής δαιμονία,
-  που δίνει τροφή σ΄ όσους πεινούν.
  Τούτο το τέλος ας γιορτάσουμε, τα φετινά Χριστούγεννα και όσα έρθουν και ζήσουμε.  Μέσα στο σχέδιο της ανακαίνισης του κόσμου που παραλάβαμε, αλλά παραμορφώσαμε, είμαστε και εμείς, σαν άτομα, σαν κοινωνία, σαν Εκκλησία. Ο Ιησούς  είναι Εκείνος που ανακαίνισε τον κόσμο όλο από την τέφρα της ειδωλολατρίας και της ψευδοθεΐας, Όλοι πια αποκτήσαμε την τιμή και την αξία που μας έπρεπε. Κυρίως έχουμε τα δικαιώματα στην ζωή στην τωρινή και στην μέλλουσα. Όταν τα παραπάνω  κατανοήσουμε, τότε θα  χαρούμε για το τέλος και θα απολαύσουμε την ταυτόχρονη αρχή. 

πηγή

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Πλούταρχος θλιβερά επίκαιρος: "Οφειλέτες=δούλοι των δανειστών τους"!

«Ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύνης και μαλθακότητας»! Το είπε ο Πλούταρχος τον 1ο μ.Χ. αιώνα και να που έφθασε η στιγμή να εκτιμηθούν οι λόγοι του. «Εχεις; Μη δανείζεσαι γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου», προβλέπει ο μεγάλος συγγραφέας της αρχαιότητας και ας βγει κάποιος να αντιπαραθέσει, ότι δεν έχει δίκιο...

 


Δυσάρεστα επίκαιρο είναι το έργο του «Περί του μη δειν δανείζεσθαι» (από τα Ηθικά), που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από τη «Νεφέλη» με τον τίτλο «Οι συμφορές του δανεισμού». Γιατί πράγματι, τις συμφορές που συσσωρεύονται στον άνθρωπο, ο οποίος καταφεύγει στο δανεισμό απαριθμεί με τρόπο καυστικό, αυστηρό και καίριο ο Πλούταρχος σ΄αυτό το μικρό κείμενο, που δεν μπορεί να διαβαστεί σήμερα απλώς «εγκυκλοπαιδικά», αφού οι παραλληλίες με τα σύγχρονα τεκταινόμενα παραφυλούν σε κάθε στίχο.
«Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βάρβαρων και βάναυσων». Και οι δανειστές «Μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν βυθίζοντας το ράμφος στα σωθικά τους»... λέει κατηγορηματικά ο χαιρωνίτης ρήτορας. Και επιχειρηματολογεί. Και φέρνει παραδείγματα από την ιστορία της εποχής του, από τους μύθους αλλά και από τα παθήματα των απλών ανθρώπων. Και χιούμορ επιστρατεύει ενίοτε μάλιστα μαύρο! Γιατί το κείμενο _μία ομιλία στην πραγματικότητα_ δεν γράφτηκε τυχαία. Η Αθήνα και οι άλλες ελληνικές πόλεις μαστίζονταν από τις συνέπειες της υπερχρέωσης, όταν ο Πλούταρχος περί το 92 μ. Χ αποφάσισε να μιλήσει μπροστά σε ακροατήριο για τις σοβαρές συνέπειες του δανεισμού.
Σε ποιούς ήταν χρεωμένοι τότε οι άνθρωποι; Σε δικούς τους αλλά κυρίως σε ξένους πιστωτές ως επί το πλείστον Ρωμαίους. «... κουβαλώντας μαζί τους σάκους και συμφωνητικά και συμβόλαια σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδος, την οργώνουν από πόλη σε πόλη και σπέρνουν χρέη που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους, και που δύσκολα ξεριζώνονται ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν», λέει παραστατικά ο Πλούταρχος. Και τι προτείνει;
«Φύγε να γλυτώσεις από τον εχθρό και τύραννό σου, τον δανειστή που θίγει την ελευθερία σου, βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου κι αν δεν του δίνεις, σε ενοχλεί· αν πουλήσεις, ρίχνει την τιμή· αν δεν πουλήσεις σε αναγκάζει· αν τον πας στο δικαστήριο προσπαθεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης· αν του ορκίζεσαι σε προστάζει· αν κρατάς την πόρτα κλειστή στήνεται στο κατώφλι και σου βροντά αδιάκοπα...».
Αλλά ο Πλούταρχος δεν κατακεραυνώνει μόνον τους πιστωτές. Και ας μη βιαστούν οι αναγνώστες του να βγάλουν εύκολα συμπεράσματα κάνοντας βολικούς συσχετισμούς. Δεν φταίει μόνον ο δανειστής. Ευθύνεται πρωστίστως ο δανειζόμενος με την άφρονα συμπεριφορά του και την επιθυμία του για πολυτέλεια και τρυφυλή ζωή (μας θυμίζει κάτι αυτό;), φωνάζει ο συγγραφέας. «Διότι χρεωνόμαστε για να πληρώσουμε όχι το ψωμί και το κρασί μας, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα... ». Κι αν ο Πλούταρχος κατακεραυνώνει έτσι τους συγχρόνους τους, τι θα έλεγε για... τα εορτοδάνεια και τα δάνεια για καλοκαιρινές διακοπές, που διαφημίζονταν από τις Τράπεζες μέχρι πρότινος βρίσκοντας φυσικά, πολλούς «αγοραστές». Και το αποτέλεσμα ποίο είναι; «Για να διατηρήσουμε την ελευθερία μας ενώ έχουμε συνάψει δάνεια κολακεύουμε ανθρώπους που καταστρέφουν σπιτικά, γινόμαστε σωματοφύλακες τους, τους καλούμε σε γεύματα, τους προσφέρουμε δώρα και τους πληρώνουμε φόρους».
Το γεγονός ότι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, όπως θεωρείται ο Πλούταρχος από τους μελετητές του είναι τόσο αυστηρός σ΄ αυτό το έργο και δείχνει τόσο πάθος καταδικάζοντας το φαινόμενο του αλόγιστου δανεισμού αφ΄ ενός και της απληστίας και βαναυσότητας των δανειστών από την άλλη είχε οδηγήσει στον παρελθόν στην υπόθεση ότι το έγραψε σε νεαρή ηλικία. Πράγμα λανθασμένο, όπως απέδειξε η σύγχρονη έρευνα. Η αδυναμία των ανθρώπων να ξεφύγουν από τα δεινά του δανεισμού φαίνεται ότι απασχολούσε πολύ τον μεγάλο βιογράφο της αρχαιότητας. «Ανθρωπος που μπλέκει μια φορά, μένει χρεώστης για πάντα και σαν το άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη του τον έναν αναβάτη μετά τον άλλον», γράφει. 

πηγή

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Ζώντας με δανεικό πολιτισμό


Γιάννης Τσαρούχης: Το πνεύμα της τεχνικής
 
 
Πριν λίγες ημέρες σκεπτόμουν ότι δε ζούμε μόνο με δανεικά χρήματα, αλλά πως ζούμε και με δανεικό πολιτισμό. Επεκτείνοντας λίγο τις σκέψεις μου, αναρωτιέμαι, τι θα έμενε αλήθεια, ως διακριτός πολιτισμός στην Ελλάδα του σήμερα, αν αφαιρούσαμε τα σπαράγματα και τις μνήμες του αρχαίου και μεσαιωνικού παρελθόντος μας; Πολύ φοβάμαι πως θα έμεναν ελάχιστα πράγματα!
Πέρα, λοιπόν, από τα λαμπρά έργα στα μουσεία μας ενός Πραξιτέλη, ενός Λεωχάρη ή ενός Σκόπα, αλλά και τις εξαίσιες τοιχογραφίες ενός Πανσέληνου ή ενός Θεοφάνη, η ελληνική καλλιτεχνική παράδοση, δεν έχει κάτι νέο να επιδείξει. Παραμένει εγκαταλειμμένη και αναξιοποίητη. Αυτή η Τέχνη που, ενώ έγινε πρότυπο σε όλη την οικουμένη, για τον τρόπο που αντιλήφθηκε τον Κόσμο, και που διδάσκεται σαν υπόδειγμα σε όλες τις καλλιτεχνικές σχολές του κόσμου, φαίνεται πως τους μόνους που δεν καταφέρνει να συγκινήσει είμαστε εμείς. Στην καλύτερη περίπτωση έχουμε μετατραπεί σε  φετιχιστές, που εξουδετερώνουν με την παθητική μουσειακή λατρεία της, το ζωντανό πνεύμα που υπάρχει μέσα της και που αέναο και δημιουργικό μας ωθεί προς τα εμπρός. Έχει τις ρίζες της βαθιά χωμένες στο χώμα του παρελθόντος, αλλά δυστυχώς, δεν της δίνουμε τη δυνατότητα να στείλει χυμούς προς τα πάνω, για να πετάξει νέα βλαστάρια, κλάδους και ωραίους καρπούς.
Έτσι, το άλλοτε «έθνος των γλυπτών και των καλλιτεχνών», όπως είχε αποκαλέσει τους Έλληνες ο διαπρεπής κλασικός μελετητής Nilsen, έχουν σταματήσει πλέον να παράγουν, δική τους, ιδιοπρόσωπη τέχνη. Ήδη από το τέλος του 16ου-18ο  αι, με τον Μ. Δαμασκηνό στην Κρήτη και με την Επτανησιακή σχολή, (και οι δύο περιοχές υπό βενετική επιρροή) γίνεται φανερή η δυναμική παρουσία των δυτικών επιδράσεων και των αποήχων της αναγέννησης. Έτσι, εγκαταλείφθηκε σταδιακά η καλλιτεχνική μας παράδοση, με μοναδική εξαίρεση τις λαϊκές τέχνες, και ερχόμενοι ελλειπτικά σε επαφή με την αρχαία τέχνη και σκέψη, μέσω του διαστρεβλωτικού οφθαλμού της δυτικής όρασης, αποκοπήκαμε από αυτήν.
Απομακρυνθήκαμε από τις ρίζες της τρισχιλιόχρονης καλλιτεχνικής μας παράδοσης και παραδιδόμενοι άνευ όρων στην «υπεροχή» της ευρωπαϊκής τέχνης, γίναμε απλοί εισαγωγείς νέων κινημάτων και αντιλήψεων για τις φόρμες, που γεννιούνται αλλού. Από ανθρώπους, που δεν έχουν αντικρίσει ποτέ το ελληνικό φως, αυτό που γέννησε τα δικά μας έργα και μας έδωσε τη δική μας όραση. Το μεγαλύτερο λάθος που κάνουν οι σύγχρονοι κήνσορες, που σχεδιάζουν περί μιας παγκόσμιας τέχνης, ίδιας από την Ιαπωνία μέχρι την Αμέρικα, είναι ότι της αποστερούν πλέον κάθε ιδιαίτερο κοινωνικό και ψυχολογικό έρεισμα. Την θεωρούν ένα καπρίτσιο του νου, μια αυθαίρετη και ανεξάρτητη λειτουργία, ένα άνθος του λωτού δίχως ρίζες, που μπορεί να ευδοκιμεί στο κενό, οπουδήποτε. Παραγνωρίζοντας το δικαίωμα να είναι η τέχνη μια εμπειρία, ατομική και συλλογική. Η τέχνη δε θεωρείται πια, όπως θα έπρεπε, η έκφραση μιας πολυποίκιλης ενότητας, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ψυχοσύνθεση ενός λαού, αλλά ακόμη και τα κλιματολογικά, γεωγραφικά και εμπειρικά του δεδομένα. Ακόμη και μια παρατεταμένη ηλιοφάνεια μπορεί να δημιουργεί το συναίσθημα εκείνο που θα φωτίσει την καλλιτεχνική δημιουργία, και θα της δώσει τα φωτεινά χρώματα και τα αισιόδοξα σχήματα. Είναι όλα τόσο λεπτά και τόσο ευαίσθητα. Έτσι, με φυσικό τρόπο, είναι άλλη η ψυχοσύνθεση των Ελλήνων και άλλη αυτή των Γερμανών ή των Κινέζων. Για αυτό είναι και διαφορετικές οι τέχνες τους και ο πολιτισμός τους.
Έκτοτε, και τα τελευταία 200 χρόνια του ελεύθερου ελληνικού κράτους, μανιωδώς αποδομούμε οτιδήποτε ελληνικό, προάγοντας ταυτόχρονα οτιδήποτε ξενικό και άσχετο με την δική μας κουλτούρα και ψυχοσύνθεση. Όλα αυτά τα χρόνια, δεν καταστρέψαμε μόνο την οικονομία 2-3 φορές και τα ήθη και έθιμα του λαού μας. Αλλά επιδοθήκαμε και σε μια πολιτισμική αυτοχειρία, καταστρέφοντας και την ελληνική τέχνη και παράδοση, ενώ θα μπορούσαμε να τις εξελίξουμε. Και το κάνουμε με τον πλέον επίσημο τρόπο, μέσα από τις σχολές, παράγοντας, γενικά μιλώντας, όχι δημιουργούς, αλλά αντιγραφείς άλλων, συχνά κακούς, ελλείψει βιωμάτων.
Στην Ελλάδα σήμερα, δεν παράγεται τίποτα. Όχι μόνο πολιτική και προϊόντα, αλλά ούτε και δική μας τέχνη. Πλην κάποιων εξαιρέσεων, όλα εισάγονται. Ακόμη και ο νεοκλασικός ρυθμός των κτιρίων του 19ου-αρχών του 20ου αι, αποτελεί μια εξιδανικευμένη βαυαρική οπτική περί του γνήσιου κλασικού ρυθμού στην αρχιτεκτονική. Μιλάμε ακόμη για σχολές Μονάχου, Παρισίων και τελευταία για την Ν. Υόρκη, κινούμενοι στην κοινοτυπία της πρωτοτυπίας, που επιφέρει στη τέχνη η παγκοσμιοποίηση των ιδεών και του αντικομφορμισμού. Γίναμε μια θλιβερή επαρχία της τέχνης, όπου όλα αναμασιούνται σαν ξένα πρετ-α-πορτέ, Με μια τέχνη που έχει πάρει παγκόσμια χαρακτηριστικά και έχει απολέσει τον ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα της, τον τόσο ποικίλο και ενδιαφέροντα.
Όμως, επανασύνδεση με την ελληνική καλλιτεχνική παράδοση, δε σημαίνει εσωστρέφεια, ή ένα διαρκές αναμάσημα των παλαιών κατακτήσεων. Σημαίνει το μπόλιασμα και την ανάπτυξη με σύγχρονους τρόπους και μέσα των θαυμάσιων αυτών μορφών και τεχνών. Λίγες οι προσπάθειες, αλλά ουσιαστικές, στον 20ο αι, για μια αναβάπτιση στη δική μας καλλιτεχνική παράδοση και τέχνη, που έχω χρέος να τις αναφέρω, παρόλο που αναγκαστικά θα παραλείψω και άλλες. Σε όλες τις τέχνες και κυρίως στη ζωγραφική με τον Θεόφιλο και τον Κόντογλου, με τον Τσαρούχη και άλλους, αλλά και με τον Σίμωνα Καρρά στην παραδοσιακή μουσική, και με τους ρεμπέτες στη λαϊκή, με τους Σκαλκώτα και Μητρόπουλο στην έντεχνη και με το συνθέτη Γ. Μαρκόπουλο, τον Β. Σκουλά σήμερα, τη Δ. Στράτου στον παραδοσιακό μας χορό, για να αναφέρω κάποιους από τους εμπνευσμένους δημιουργούς, που εργάστηκαν και εργάζονται για την επανασύνδεση με την πνευματική μας ταυτότητα, από κάθε άποψη, Διότι πολιτισμός, υπό την ευρεία έννοια, δεν είναι μόνο οι τέχνες και τα γράμματα, αλλά ακόμη και αυτή η καθημερινή μας ζωή και συμπεριφορά. Όταν αυτό πάει στραβά, συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα.
Έτσι, καμία αλλαγή δε μπορεί να επέλθει σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο της πολιτικής και δημόσιας ζωής, αν δεν προηγηθεί μια αληθινή προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου ελληνικού πολιτισμού. Τα υλικά τα έχουμε σε αφθονία, αν κάτι μας λείπει, θα είναι μόνο η διάθεση να είμαστε αυτάρκεις και αυτόφωτοι…

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Λόγια του Γέροντα Παϊσίου

O Χριστός δεν θέλει ούτε δούλους, ούτε ευγενείς, ούτε ένδοξους, ούτε προ πάντον "αγίους". Δηλαδή δεν θέλει τα παιδιά του σαμαρωμένα απ΄το ντουνιά και τους ανθρώπους-καθ' ότι η καλή γνώμη του άλλου καταντάει ένα σαμάρι που σου φοράει και σε καβαλάει όλος αυτός ο ντουνιάς. Διότι γίνεσαι όπως σε θέλουν, για ν' άχεις την καλή τους γνώμη. Αφού το ξέρεις, ότι αν φερθείς ελεύθερα δεν θα σε θέλουν-δεν κάνεις γι' "άγιος".
Γι' αυτό ο Χριστός θέλει ξεσαμάρωτα τα δικά του παιδιά-ελεύθερα, άνετα, όμορφα και κυρίως, να περιπαίζουν και να ειρωνεύονται τον ντουνιά και τους εν αυτώ. Γι αυτό κι όσοι έχουν εμπειρία Θεού, αντιμετωπίζουν με ειρωνεία τη ζωή και τον κόσμο. Το μόνο που τους δεσμεύει, τους φρενάρει και τους σοβαρεύει είναι ο πόνος των άλλων ανθρώπων. Διότι ο Χριστός τους κάνει πριγκιπόπουλα κι αναλαμβάνει να διευθετεί ο ίδιος την κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους υπό έναν όρο: 'Ότι θα οικειοποιούνται πλέον οι ίδιοι τον πόνο των άλλων ταλαίπωρων και ταλαιπωρημένων της ζωής, που κάποιο κύμα του βίου αναποδογύρισε την βαρκούλα τους και τους έφερε από κάτω.


Γέρων Παΐσιος





Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

συνέντευξη με τον Αρτέμη«Η φιλοπατρία στην Ελλάδα ποτέ δεν συγχωρέθηκε».




Ο Αρτέμης μιλάει για την σημερινή κατάσταση και για τους μεγάλους ποιητές που τον έχουν εμπνεύσει ερώτηση της δημοσιογράφου για το αν είναι ο Μέγας Αλέξανδρος σήμερα πρότυπο, είπε πώς για εκείνον είναι ο μεγαλύτερος 'Έλληνας όλων των εποχών και συνέχισε λέγοντας πως τον ενοχλεί ιδιαίτερα πως άνθρωποι από την Ταϊλάνδη μέχρι το Αφγανιστάν αλλά και οι "γείτονες" μας προσπαθούν να βρουν ένα πάτημα στην κληρονομία αυτή, και εμείς οι οποίοι είμαστε οι άμεσοι κληρονόμοι αυτού του πράγματος το απεμπολούμε και το σβήνουμε με μία απίστευτη απλότητα.
Συνεχίζοντας την συνέντευξη κάνει αναφορά πως για αυτά που λέει δεν υπάρχει από πίσω του κανένα ίδρυμα για να τον χρηματοδοτεί ενώ για την αντίθετη μεριά υπάρχουν ιδρύματα .Τέλος τόνισε πως κανείς που θέλησε να κάνει κάτι θετικό για αυτή την χώρα δεν το έπραξε χωρίς κυρώσεις λέγοντας πως "η φιλοπατρία στην Ελλάδα ποτέ δεν συγχωρέθηκε " - Πηγή
Δείτε το βίντεο:

Στίχοι από ατσάλι ντύνουν την εμπνευσμένη μουσική του σύγχρονου μουσικοσυνθέτη ο οποίος μίλησε μαζί μας για όλα όσα τον εμπνέουν, τον κάνουν να αγωνίζεται, να προσπαθεί και να κερδίζει αρκετές φορές τους προσωπικούς του αγώνες αλλά και την αγάπη, την εκτίμηση και τον σεβασμό όσων ακούν τα τραγούδια του.
Το 1992 οι Αρτέμης (Φανουργιάκης) και Ευθύμης (Μίλλιος) συναντιούνται με τον DJ ALX (Βαλάντης Στραβαλέξης). Το 1995 έχουν την πρώτη τους κυκλοφορία, το ομώνυμο maxi single/EP Terror X Crew, μια κυκλοφορία που έγινε από την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Studio II Records καθώς ο δίσκος δεν είχε γίνει δεκτός από τις μεγάλες. Μετά από 10.000 πωλήσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα το συγκρότημα αφήνει τη Studio II για την FM Records. Από τη νέα τους εταιρεία κυκλοφορεί το 1997 το πρώτο τους άλμπουμ μεγάλης διάρκειας Η πόλις εάλω, από το οποίο ξεχώρισαν κομμάτια όπως το πρώτο βίντεο κλιπ (σε σκηνοθεσία DJ ALX) Δεν είμαι ο Έλληνας που έχεις συνηθίσει καθώς και τα δύο που ακολούθησαν, Μη φοβάσαι και Hip hop χούλιγκανς. Το 1999 ακολουθεί το Η γεύση του μένους που όπως και το Η πόλις εάλω έγιναν χρυσοί δίσκοι.
Την ίδια χρονιά οι Terror X Crew επιλέγονται από τους The Prodigy για να εμφανιστούν πριν από τη δική τους εμφάνιση ως το μεγάλο όνομα του Rockwave Festival. Το 2000 κυκλοφόρησαν το cd single Ξύπνιος μέσα στα όνειρα κάποιων άλλων, το βίντεο κλιπ του οποίου, σε σκηνοθεσία DJ ALX, κέρδισε τον τίτλο Καλύτερο Ξενόγλωσσο Χιπ Χοπ Βίντεο από το γαλλικό κανάλι TV5. Το 2001 κυκλοφορούν τον δίσκο Έσσεται Ήμαρ που ήταν και ο τελευταίος τους. Με τον δίσκο αυτό κινήθηκαν στιχουργικά ελληνοκεντρικά δηλώνοντας ότι στοχεύουν στην αφύπνιση του Έθνους καθώς και στον αγώνα κατά της παγκοσμιοποιησης και της Νέας Τάξης.
To 2004 οι Αρτέμης και Ευθύμης μαζί με τον Έλληνα DJ Smartie Al σχηματίζουν το σχήμα Αρτέμης/Ευθύμης δημιουργώντας έτσι μια άτυπη συνέχεια των Terror X Crew και κυκλοφορούν απο την FM records το νέο δισκογραφικό ξεκίνημα ως Α/Ε με τίτλο 'Εγειρεσθε άγωμεν εντευθεν' συνεχίζοντας την πορεία που χάραξε το Έσσεται Ήμαρ με σαφείς αναφορές στην ελληνορθόδοξη παράδοση και την αρχαιοελληνική γραμματεία
Το 2007 μεταπηδουν στη Heaven και κυκλοφορουν το δισκο 'Ο Διαλεχτός της άρνησης και ο ακριβογιός της πίστης' ένας τίτλος εμπνευσμένος από το ποίημα του Κωστή Παλαμά 'ο γκρεμιστής' και ο δίσκος κινείται σε πιο rapcore και numetal ρυθμούς.
Από το 2010 και μετά, παράλληλα με τις Α/Ε κυκλοφορίες δραστηριοποιείται και ως σόλο καλλιτέχνης. Οι δίσκοι «MashUpSessionsI», με τον Σταμάτη Σπανουδάκη και ο «Λυκόσχημος Αμνός» προέρχονται από αυτήν την περίοδο.
Αίσθηση προκαλεί επίσης η αναφορά σε πνευματικές προσωπικότητες (λιγότερο ή περισσότερο γνωστές) της χώρας μας όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Φώτης Κόντογλου, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κωστής Παλαμάς κ.α, ενώ χαρακτηριστική είναι και η γραφή των στίχων στο booklet του cd σε σύστημα πολυτονικό -

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Philip Sherrard (Φίλιππος Σέρραρντ).

 Αφιέρωμα σε ενα μεγάλο ελληνιστή, ιστορικό, φιλόσοφο, θεολόγο, συγγραφέα, ποιητή και μεταφραστή που έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στην Εύβοια (Λίμνη).


Ο Φίλιππος Σέρραρντ γεννήθηκε στην Οξφόρδη τον Σεπτέμβριο του 1922, σε μια οικογένεια με Αγγλο-Ιρλανδικές καταβολές. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Cambridge και του Λονδίνου (Ιστορία και Λογοτεχνία) και αργότερα δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης (St Antony's College) και του Λονδίνου (King's College). Υπηρέτησε ως Υποδιευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών κατά τα έτη 1951-2 και 1958-62.

Επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως στρατιώτης (με το Βασιλικό Πυροβολικό) ύστερα από την απελευθέρωση της Αθήνας, το 1946. Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 συνδέθηκε στενά με το Άγιο Όρος και βαπτίστηκε Ορθόδοξος (1956).

Επίσης, συνδέθηκε με πολλούς Έλληνες ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος.

Φίλιππος Σέρραρντ: "Θα προσθέσω μόνον ότι, παρόλο που έπρεπε να ευχαριστήσω τον Θεό για όλα όσα μου έδωσε σε αυτή τη ζωή, Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα για το δώρο της φιλίας με δύο ανθρώπους, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, με τη συνεργασία των οποίων, παρόλο που δεν το ξέρανε, μέσω επιστολών και άλλων γραπτών τους, μπόρεσα να συντάξω αυτές τις σημειώσεις. Ευχαριστώ!" ("Αετοπούλειο" Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Χαλανδρίου, 11 Μαΐου 1994).

Επί πολλά έτη, συνεργάστηκε με τον Edmund Keeley μεταφράζοντας στα αγγλικά τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, όπως και με τον Επίσκοπο Διοκλείας, Κάλλιστο Ware και τον G.E.H. Palmer στη μετάφραση της "Φιλοκαλίας", της συλλογής των κειμένων των Ιερών Πατέρων της Ορθοδοξίας.

Το 1958, αποφάσισε να αφήσει το St Antony's College (Οξφόρδη) και το 1959 αγόρασε ένα κτήμα κοντά στη Λίμνη (περιοχή Κατούνια) στη Βόρεια Εύβοια, όπου εγκαταστάθηκε αργότερα, έχοντας ήδη παντρευτεί τη δεύτερη σύζυγό του, Διονυσία Harvey. Από το 1977 και μετά, έζησε μόνιμα εκεί, χωρίς ηλεκτρικό και τηλέφωνο.

Λίγο πριν πεθάνει, έχτισε κοντά στο σπίτι του ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Σκέπη, με υλικά και αρχιτεκτονικό ρυθμό που μεταφέρουν στην εποχή μας το πνεύμα της αρχαίας χριστιανικής αρχιτεκτονικής και λατρείας.

Ἐφυγε από τη ζωή στις 30 Μαΐου 1995, σε ηλικία 72 ετών και τάφηκε δίπλα στο εκκλησάκι που είχε κτίσει στο κτήμα του.

"The Guardian", 8 Ιουνίου 1995
"Στο τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου, ο Φίλιππος Σέρραρντ, βρέθηκε ως νεαρός στρατιώτης κάπου στην Ιταλία, όπου έπρεπε να δεχθεί την παράδοση ενός Γερμανού αξιωματικού. Ζήτησε από τον Γερμανό να δώσει το όπλο του. Ο αξιωματικός αρνήθηκε, λέγοντας: "Θα το κάνατε εσείς αυτό στη θέση μου;". Η απάντηση του Φίλιππου ήταν να βγάλει το δικό του πιστόλι από τη θήκη και να το αφήσει πάνω στο τραπέζι. Το πιστόλι ήταν φτιαγμένο από ξύλο. Δεν ήθελε να έχει αληθινό πιστόλι" (Juliet de Boulay).

Έγραψε περίπου 30 βιβλία και αναρίθμητα δοκίμια
Μια σειρά βιβλίων του, όπως ο ίδιος είχε πει, είναι "αφιερωμένα στην προσπάθεια να διακρίνουμε τις μεταβολές που υπήρξαν στα πρότυπα σκέψης του Ευρωπαϊκού κόσμου και οι οποίες μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση πνευματικής εγκατάλειψης και συνεπώς στην αποσύνθεση, και να σημειώσουμε πως προϋπόθεση κάθε σωτηρίας είναι η αλλαγή της πνευματικής νοοτροπίας".

Φίλιππος Σέρραρντ:
"Έξω από την αγάπη δεν υπάρχει λόγος για την ύπαρξη του κόσμου"
"Αν ο Θεός δεν είναι παρών σε ένα κόκκο άμμου, τότε δεν είναι παρών ούτε στον Ουρανό"
"Μέσα μας και μέσω ημών ο φυσικός κόσμος αγιάζεται και αποκαλύπτεται η εσωτερική του μυστηριακή ποιότητα. Εμείς είμαστε οι ιερείς του ναού αυτού του κόσμου"
(Από το βιβλίο του "Το Ιερό στη Ζωή και στην Τέχνη")

Το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει
Φίλιππος Σέρραρντ: "Μια θρησκευτική παράδοση μπορεί να δώσει το προσάναμμα, αλλά αν η χάρη του Αγίου Πνεύματος δεν θ' ανάψει αυτό το προσάναμμα στην ψυχή ενός ανθρώπου ή ενός λαού, μένει προσάναμμα και η παράδοση η ίδια θα είναι μια νεκρή κληρονομία.
Μια θρησκευτική παράδοση μόνη της δεν μπορεί να δώσει ούτε άμεσα ούτε έμμεσα ό,τι βαθύτερο έχει ένας άνθρωπος ή ένας λαός να παρουσιάσει πνευματικά. Ό,τι πνευματικά παρουσιάζει είναι πάντοτε το άμεσο δώρο του Αγίου Πνεύματος, και το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει, δεν περιορίζεται σε μία ορισμένη Ανατολική ή Δυτική θρησκευτική παράδοση, περιορίζεται μόνο από την ανικανότητα του ανθρώπου να το(ν) δεχθεί" ("Αετοπούλειο" Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Χαλανδρίου, 11 Μαΐου 1994).


πηγή

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΘΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΣΤΟΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΙΟ




Aνα­ρω­τι­έ­ται ὁ μέ­σος πο­λί­της σέ τί ὀ­φεί­λε­ται ἡ κα­κο­δαι­μο­νί­α τῆς πο­λι­τι­κῆς στόν νε­ο­ελ­λη­νι­κό βί­ο. Ἀ­πό τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πό τούς Τούρ­κους μέ­χρι σή­με­ρα, ἡ πο­λι­τι­κή σκη­νή τῆς χώ­ρας μα­στί­ζε­ται ἀ­πό δι­αι­ρέ­σεις, ἔ­ρι­δες, ἐ­ξαρ­τή­σεις, πε­λα­τεια­κές σχέ­σεις κι ἀ­πραγ­μα­το­ποί­η­τες ὑ­πο­σχέ­σεις. Δύ­ο ἐμ­φύ­λιοι πό­λε­μοι ἀ­κο­λού­θη­σαν τήν ἐ­ξέ­γερ­ση τοῦ 1821 (ἀ­πό τό 1823 ἕ­ως 1825), ἐμ­φύ­λια δι­α­μά­χη εἴ­χα­με πρίν ἀ­πό τήν Μι­κρα­σι­α­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, ἐμ­φύ­λιος φο­βε­ρός ἔ­γι­νε με­τά τήν Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή, χι­λιά­δες τά θύ­μα­τα, συ­νε­χεῖς οἱ δι­αι­ρέ­σεις, ἐμ­πο­δί­ζουν μιά συλ­λο­γι­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ βί­ου. Μά κι ἡ πε­ρί­ο­δος πού ἀ­κο­λού­θη­σε τήν με­τα­πο­λί­τευ­ση τοῦ 1974, χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ἀ­πό κομ­μα­τι­κές δι­αι­ρέ­σεις κι ἀ­συ­νεν­νο­η­σί­α.
Οἱ πο­λι­τι­κοί ἐκ­μαυ­λί­ζουν τούς πο­λί­τες καί ἐ­κεῖ­νοι μέ τήν σει­ρά τους ὑ­πο­κύ­πτουν στό ψεῦ­δος, τήν ἀ­πά­τη καί τίς μι­κρο­κομ­μα­τι­κές σκο­πι­μό­τη­τες. Κι ἔ­τσι φτά­σα­με ὥς ἐ­δῶ, στήν τε­ρά­στια πνευ­μα­τι­κή κρί­ση πού ἐκ­δη­λώ­θη­κε ὡς οἰ­κο­νο­μι­κή. Στήν χώ­ρα μέ τόν σπου­δαῖ­ο πο­λι­τι­σμό, δέν πα­ρά­γε­ται πο­λι­τι­σμός. Στήν γῆ ὅ­που γεν­νή­θη­κε ἡ δη­μο­κρα­τί­α, ἡ πο­λι­τεί­α πά­σχει ἀ­πό δι­α­φθο­ρά κι ἀ­πό ἔλ­λει­ψη ἐ­φαρ­μο­γῆς τῶν νό­μων. Στόν τό­πο πού ἔ­ζη­σαν χι­λιά­δες ἅ­γιοι καί δί­και­οι, ὁ κό­σμος ἔ­χει ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό, πο­λε­μι­έ­ται (ἄ­δι­κα) ἡ Ἐκ­κλη­σί­α καί συ­νά­μα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πά­σχουν ἀ­πό ἔλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος. Ἀ­να­ζη­τῶν­τας τά αἴ­τια τῆς κα­κο­δαι­μο­νί­ας, ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον νά δοῦ­με τί γρα­φό­ταν γιά τήν πο­λι­τι­κή σκη­νή τοῦ τό­που μας στό πα­ρελ­θόν:


Γρά­φει ὁ Ἀ­να­στά­σιος Βυ­ζάν­τιος(1), στήν ἐ­φη­με­ρί­δα «Νέ­αι Ἡ­μέ­ραι» τόν Μά­ι­ο τοῦ 1870: «Πι­θη­κί­σαν­τες τά πάν­τα, ἐ­πι­θη­κί­σα­μεν, φυ­σι­κῶ τῷ λό­γῳ, καί τά κόμ­μα­τα. Οἱ πε­ρί τό συν­ταγ­μα­τι­κόν πο­λί­τευ­μα φι­λο­σο­φή­σαν­τες πρέ­πει νά κα­τα­βῶ­σιν εἰς Ἑλ­λά­δα, ὅ­πως ἴ­δω­σι ποῦ κα­τήν­τη­σεν ὁ σω­τή­ριος καί ἀ­ναγ­καῖ­ος θε­σμός τῆς συμ­πο­λι­τεύ­σε­ως καί ἀν­τι­πο­λι­τεύ­σε­ως. Ὅ­τι παρ΄ ἄλ­λοις εἶ­ναι εὐ­γε­νής ἅ­μιλ­λα καί ἀ­μοι­βαῖ­ος ἔ­λεγ­χος, πα­ρ’ ἡ­μῖν με­τε­βλή­θη εἰς τυ­φλήν ἐμ­πά­θειαν καί εἰς ἐμ­φύ­λιον πό­λε­μον. Ὑ­πάρ­χει ἀ­νι­οῦ­σα τις κλῖ­μαξ δι­α­φθο­ρᾶς, ἀρ­χο­μέ­νη ἀ­πό τοῦ τε­λευ­ταί­ου ψη­φο­φό­ρου καί λή­γου­σα εἰς τόν πρω­θυ­πουρ­γόν, καί ἐν τῇ σκο­λιᾷ ταύ­τῃ κλί­μα­κι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά μεί­νει τις ὄρ­θιος καί ἀ­κη­λί­δω­τος. Τό κέν­τρον δέ τῆς δι­α­φθο­ρᾶς, ὁ ἀ­σκός τοῦ Αἰ­ό­λου, ἐξ οὗ ἀ­πο­λύ­ον­ται ἐ­πί τῆς Ἑλ­λά­δος ὁ μα­ρα­σμός καί ἡ ἀ­τί­μω­σις, εἶ­ναι τό Ἑλ­λη­νι­κόν Βου­λευ­τή­ριον. Πό­σοι ψη­φί­ζου­σι κα­τά συ­νεί­δη­σιν; Πέν­τε ἤ δέ­κα. Οἱ δέ λοι­ποί; Κα­τά τάς δω­ρε­άς, ἅς προ­χέ­ει ἡ ἐ­ξου­σί­α, ἤ κα­τά τάς ἐλ­πί­δας, ἅς πα­ρέ­χει ἡ ἀν­τι­πο­λί­τευ­σις. Εἰς οὐ­δέν χρη­μα­τι­στή­ριον πι­στεύ­ο­μεν νά γί­νων­ται τό­σαι δο­σο­λη­ψί­αι, ὅ­σαι ἐν τῷ ἀ­χυ­ρῶ­νι ἐ­κεί­νῳ, ὅ­στις ἐν Ἀ­θή­ναις κα­λεῖ­ται Βου­λευ­τή­ριον….»


Καί ὁ Μέ­γας Ἀ­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δι­α­μάν­της ἀ­να­φέ­ρει στό μυ­θι­στό­ρη­μα «Οἱ ἔμ­πο­ροι τῶν ἐ­θνῶν» τό 1882, λί­γα χρό­νια πρίν τήν Πτώ­χευ­ση τοῦ 1893: «Ἡ ἀρ­γί­α ἐ­γέν­νη­σε τήν πε­νί­αν. Ἡ πε­νί­α ἔ­τε­κεν τήν πεῖ­ναν. Ἡ πεῖ­να πα­ρή­γα­γε τήν ὄ­ρε­ξιν. Ἡ ὄ­ρε­ξις ἐ­γέν­νη­σε τήν αὐ­θαι­ρε­σί­αν. Ἡ αὐ­θαι­ρε­σί­α ἐ­γέν­νη­σε τήν λη­στεί­αν. Ἡ λη­στεί­α ἐ­γέν­νη­σε τήν πο­λι­τι­κήν. Ἰ­δού ἡ αὐ­θεν­τι­κή κα­τα­γω­γή τοῦ τέ­ρα­τος τού­του… ».
Καί στήν ἐ­φη­με­ρί­δα «Ἀ­κρό­πο­λη», σέ ἐ­πο­χή με­γά­λης ἔν­δειας, ὁ Πα­πα­δι­α­μάν­της σχο­λιά­ζει τό 1896: «Τό­τε σ' ἐ­ξε­θέ­ω­ναν οἱ προ­ε­στοί κι οἱ «γυ­φτο­χα­ρα­τζῆ­δες», τώ­ρα σέ «ἀ­θε­ώ­νουν» οἱ βου­λευ­ταί κι οἱ δή­μαρ­χοι. Αὐ­τοί πού εἶ­χαν τό λύ­ειν καί τό δε­σμεῖν εἰς τά δύ­ο κόμ­μα­τα, τούς ἔ­τα­ζαν «φούρ­νους μέ καρ­βέ­λια», δώ­σαν­τες αὐ­τοῖς οὐ­χί... πλεί­ο­νας τῶν εἴ­κο­σι δραχ­μῶν με­τρη­τά, ἀ­πέ­ναν­τι, κα­θώς τούς εἶ­παν, καί πα­ρα­κι­νή­σαν­τες αὐ­τούς νά ἐ­ξο­δεύ­σουν κι ἀ­π' τή σακ­κού­λα τους ὅ­σα θέ­λουν ἄ­φο­βα, δι­ό­τι θά πλη­ρω­θοῦν μέ­χρι λε­πτοῦ, σύμ­φω­να μέ τόν λο­γα­ρια­σμόν, ὅν ἤ­θε­λαν πα­ρου­σιά­σουν.
Τό τέ­ρας τό κα­λού­με­νον «ἐ­πι­φα­νής» τρέ­φει τήν φυ­γο­πο­νί­αν, τήν θε­σι­θη­ρί­αν, τόν τραμ­που­κι­σμόν, τόν κου­τσα­βα­κι­σμόν, τήν εἰς τούς νό­μους ἀ­πεί­θειαν. Πλάτ­τει αὐ­λήν ἐξ ἀ­χρή­στων ἀν­θρώ­πων, στοι­χεί­ων φθο­ρο­ποι­ῶν τά ὁ­ποῖ­α τόν πε­ρι­στοι­χί­ζου­σι, πα­ρα­σί­των τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­ζῶ­σιν ἐξ αὐ­τοῦ ...
Με­τα­ξύ δύ­ο ἀν­τι­πά­λων με­τερ­χο­μέ­νων τήν αὐ­τήν δι­α­φθο­ράν, θά ἐ­πι­τύ­χει ἐ­κεῖ­νος ὅ­στις εὐ­πρε­πέ­στε­ρον φο­ρεῖ τό προ­σω­πεῖ­ον κι ἐ­πι­δε­ξι­ώ­τε­ρον τόν κό­θορ­νον».


Ἀλ­λά ἄς δοῦ­με ἐ­πί­σης τί λέ­ει σέ ὁ­μι­λί­α του, τό 1953, ὁ σπου­δαῖ­ος λο­γο­τέ­χνης μας Στρά­της Μυ­ρι­βή­λης (Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ Πα­ρά­δο­ση – Γ´ ἔκ­δο­ση, ἐκδ. Εὐ­θύ­νη ) «Ὅ­μως ἕ­νας ἄν­θρω­πος, ἕ­νας λα­ός, ἕ­να ἔ­θνος, δέν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται μο­νά­χα μέ τή φω­τιά καί μέ τό σί­δε­ρο. Δέν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται μο­νά­χα μέ τό χά­σι­μο τῆς ζω­ῆς του. Ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται πιό σί­γου­ρα, πιό τε­λει­ω­τι­κά μέ τό χά­σι­μο τῆς ψυ­χῆς του, τῆς ψυ­χῆς του τῆς ἀ­το­μι­κῆς, τῆς ψυ­χῆς του τῆς ὁ­μα­δι­κῆς. Χά­νω τήν ψυ­χή μου θά πεῖ: χά­νω τήν οὐ­σι­α­στι­κή μου ὕ­παρ­ξη. Χά­νω τήν αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­το­μι­κῆς μου τέ­λειας ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κῆς σύν­θε­σης, πού ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να μό­ριο ἀ­πό τήν με­γά­λη, τήν πλα­τειά κοι­νω­νι­κή καί ἐ­θνι­κή σύν­θε­ση, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἀν­τλῶ καί ἀ­να­νε­ώ­νω ἀ­δι­ά­κο­πα τά φυ­σι­ο­γνω­μι­κά στοι­χεῖ­α τοῦ πνεύ­μα­τός μου καί τῆς ψυ­χῆς μου. Καί αὐ­τή ἡ ἐ­θνι­κή φυ­λε­τι­κή ἰ­δι­ο­μορ­φί­α τῆς ψυ­χῆς μου εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεί­νη πού μέ ἐν­τάσ­σει φυ­σι­ο­λο­γι­κά μέ­σα στήν πα­ναν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση.
Ἀλ­λά γιά νά μή χά­σω τόν ἑ­αυ­τό μου, πρέ­πει νά γνω­ρί­σω τόν ἑ­αυ­τό μου. Τό «γνῶ­θι σαυ­τόν» εἶ­ναι ἡ πρω­ταρ­χι­κή πη­γή τῆς γνώ­σε­ως. Αὐ­τό λοι­πόν πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ βά­ση τῆς γε­νι­κῆς παι­δα­γω­γι­κῆς προ­σπά­θειας τοῦ Ἔ­θνους, τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ-ντο­λο­δό­χος εἶ­ναι τό Κρά­τος καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ὄρ­γα­να γι' αὐ­τήν τήν συ­νει­δη­το­ποί­η­ση εἶ­ναι τό Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Παι­δεί­ας, ὁ Κλῆ­ρος, ὁ Τύ­πος, ὁ καλ­λι­τέ­χνης πού ἐκ­φρά­ζει τήν ἐ­θνι­κή ψυ­χή καί ὁ­λό­κλη­ρη ἡ τά­ξη τῶν δι­α­νο­ου­μέ­νων, πού εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νη γιά τήν πνευ­μα­τι­κή συγ­κρό­τη­ση τοῦ λα­οῦ». 
Ποι­ά θά ἦ­ταν ἡ λύ­ση σέ ὅ­λο αὐ­τό τό ζο­φε­ρό ἀ­δι­έ­ξο­δο; Τό δι­α­τυ­πώ­νει μέ ἐ­νάρ­γεια ὁ μέ­γας λο­γο­τέ­χνης, στό τέ­λος τοῦ πα­ρα­πά­νω ἀ­πο­σπά­σμα­τος: «Ἄ­μυ­να πε­ρί πά­τρης θά ἦ­το ἡ εὐ­συ­νεί­δη­τος λει­τουρ­γί­α τῶν θε­σμῶν, ἡ ἐ­θνι­κή ἀ­γω­γή, ἡ χρη­στή δι­οί­κη­σις, ἡ κα­τα­πο­λέ­μη­σις τοῦ ξέ­νου ὑ­λι­σμοῦ καί πι­θη­κι­σμοῦ, τοῦ δι­α­φθεί­ρον­τος τό φρό­νη­μα καί ἐκ­φυ­λί­σαν­τος σή­με­ρον τό ἔ­θνος, καί ἡ πρό­λη­ψις τῆς χρε­ω­κο­πί­ας». 



Αὐ­τά ὅ­μως πού ὁ­ρα­μα­τί­στη­κε ὁ με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας καί πα­τρι­ώ­της δέν ἔ­γι­ναν. Κι ὁ σπου­δαῖ­ος στο­χα­στής καί συγ­γρα­φέ­ας Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος γρά­φει προ­φη­τι­κά τό 1968:
«Ὅ­σο ζοῦ­με μέ δα­νει­κά, ὅ­σο χρω­στᾶ­με στούς ἄλ­λους τή ζω­ή μας, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά ἀλ­λά­ξο­με νο­ο­τρο­πί­α. Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος πού ζεῖ μέ δα­νει­κά δέν εἶ­ναι τῆς προ­κο­πῆς. Τό ἴ­διο κα­νέ­νας λα­ός ἤ κρά­τος. Προ­παν­τός μέ αἰ­ώ­νια δα­νει­κά σάν ἐ­μᾶς (για­τί κά­πο­τε μπο­ρεῖ νά πα­ρου­σια­στεῖ με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, ἄν καί μιά μο­να­χά φο­ρά μπο­ρεῖ νά ση­μά­νει κα­κή ἀρ­χή)… 
Πρέ­πει νά κα­τα­λά­βο­με πώς οἱ ἄλ­λοι δέν χρω­στοῦν τί­πο­τα νά μᾶς ζοῦν ἐ­μᾶς, καί πώς κά­θε φο­ρά πού προ­σφέ­ρε­ται ἡ λύ­ση αὐ­τή, νά μᾶς ζοῦν ἤ νά μᾶς δα­νεί­ζουν, κά­θε φο­ρά θά­βε­ται τό ἐν­δε­χό­με­νο νά βγοῦ­με ἀ­πό τόν φαῦ­λο κύ­κλο στό φῶς μιᾶς ἔν­τι­μης καί σχε­τι­κά ἀ­νε­ξάρ­τη­της ζω­ῆς (λέ­ω σχε­τι­κά ἀ­νε­ξάρ­τη­της, μιά καί εἴ­μα­στε πο­λύ μι­κρό κρά­τος). Δέν μπο­ροῦ­με ad infinitum νά κα­τα­να­λώ­νο­με πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό ὅ­σα πα­ρά­γο­με, νά μπά­ζο­με πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό ὅ­σα βγά­ζο­με… 
Κά­ποι­α μέ­ρα οἱ δα­νει­στά­δες τῆς Ἑλ­λά­δας πού δέν παίρ­νουν πί­σω τά λε­φτά τους, ἀλ­λά πάν­τα μο­να­χά ἕ­να πο­σο­στό ἀ­πό τό χρέ­ος - δα­νει­ζό­μα­στε ἀ­κό­μα καί γιά τούς τό­κους ἀ­πό τά δά­νεια - μπο­ρεῖ νά μᾶς ποῦν (ἄν καί αὐ­τό εἶ­ναι ἀμ­φί­βο­λο - γιά ἄλ­λους πά­λι λό­γους) πώς πρέ­πει νά στα­μα­τή­σει αὐ­τή ἡ ὡ­ραί­α μη­χα­νή καί πώς νά φρον­τί­σο­με ἐ­μεῖς γιά τή σω­τη­ρί­α μας (ὅ­πως καί πρέ­πει νά φρον­τί­σο­με). Ἐ­μεῖς δέν χρει­ά­ζε­ται νά πε­ρι­μέ­νο­με τούς δα­νει­στά­δες νά μᾶς τό ποῦν αὐ­τό (αὐ­τοί ἔ­χουν τό χα­βά τους). Πρέ­πει ἐ­μεῖς νά τό δι­α­κη­ρύ­ξο­με ὡς ἄ­με­σο σκο­πό μας, δι­α­φο­ρε­τι­κά θά πη­γαί­νο­με στόν φοῦν­το. Ἡ σω­τη­ρί­α μας θά γί­νει ἀ­πό ἐ­μᾶς, δέ θά γί­νει ἀ­πό τούς ἄλ­λους. Ἄν πο­τέ γί­νει.»

Ἔ­τσι λοι­πόν,­ φτά­σα­με στήν ση­με­ρι­νή κα­τάν­τια. Ὅ­μως, κα­θώς κα­τη­γο­ροῦ­με τούς πο­λι­τι­κούς, πρέ­πει συ­νά­μα νά ὁ­μο­λο­γή­σου­με αὐ­τό πού ἔ­λε­γαν οἱ θυ­μό­σο­φοι πρό­γο­νοί μας: «Κα­τά τόν λα­ό κι οἱ ἄρ­χον­τες». Με­γά­λη εἶ­ναι ἡ εὐ­θύ­νη μας ἀ­φοῦ - ὅ­πως φαί­νε­ται κι ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω κεί­με­να-180 χρό­νια τώ­ρα τήν ἴ­δια ἁ­μαρ­τί­α ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με, ἐ­πει­δή πι­στέ­ψα­με ὅ­πως λέ­ει ὁ ψαλ­μός: «ἐ­π' ἄρ­χον­τας, ἐ­πὶ υἱ­οὺς ἀν­θρώ­πων, οἷς οὐκ ἔ­στι σω­τη­ρί­α», καί βά­ψα­με τά χέ­ρια μας μέ αἷ­μα ἀ­δελ­φῶν μας καί κα­τά και­ρούς βυ­θι­στή­κα­με στό μῖ­σος καί τόν δι­χα­σμό.

Ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα γιά τό μέλ­λον, εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­λη­ψη τῆς δι­κῆς μας εὐ­θύ­νης, ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς δι­κῆς μας ἀλ­λο­τρί­ω­σης, πού ἐ­πέ­τρε­ψε σέ πολ­λούς πο­λι­τι­κούς νά φέ­ρον­ται μέ αὐ­τό τόν τρό­πο, ἴ­διο καί ἀ­πα­ράλ­λα­κτο 180 χρό­νια τώ­ρα. Νά δώ­σει ὁ Θε­ός νά συ­ναι­σθαν­θοῦ­με τά λά­θη μας καί νά πά­ψει αὐ­τή ἡ φο­βε­ρή λή­θη πού μᾶς κά­νει νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με δια­ρκῶς τίς ἴ­δι­ες ἁ­μαρ­τί­ες καί νά μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει νά δοῦ­με ἰ­κα­νούς πο­λι­τι­κούς πού θά ὀ­δη­γή­σουν τήν χώ­ρα σέ πρό­ο­δο. Ἀ­μήν. 
 
 π. Χριστόδουλος Μπίθας

1 Ἀ να στά σιος Βυζάντιος ἦταν διπλωμάτης, ποιητής, λογογράφος καί πολιτικός συντάκτης. 

πηγή

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η Μόνικα και η περιπέτειά της

Διαβάστε πως περιγράφει στην ιστοσελίδα της την περιπέτειά της:

«Αγαπημένοι μου φίλοι!! Εδώ είμαι, μια χαρά!!

Όπως ίσως έχετε μάθει οι περισσότεροι, πέρασα μια περιπετειούλα το Σάββατο το βράδυ. Απ’ το Σάββατο μέχρι σήμερα δε μπορούσα ν’ ανοίξω κανονικά τα μάτια μου από την τοξικότητα του αλατιού τόσες ώρες εκεί μέσα, αλλά τώρα βλέπω μια χαρά, κοιμήθηκα, ξεκουράστηκα και να ‘ μαι σήμερα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, στον ωραίο μας πολιτισμό, έτοιμη να σας διηγηθώ εγω η ίδια σύντομα και περιεκτικά την ιστορία μας, μιας και ο καθένας τα γράφει όπως θέλει.

Το Σάββατο το μεσημέρι, λοιπόν, λίγο μετά τις 15:00 ξεκινήσαμε από Σέριφο μ’ ενα φουσκωτό, εγώ, ο Φαίδων, η Ελένη, ο Δημήτρης και ο Αλέξης.

Εγώ με την Ελένη φορούσαμε στολές wind-surf και τ’ αγόρια αντιανεμικά, κάτι που αργότερα αποδείχθηκε σωτήριο μιας και οι στολές προσέφεραν άνωση και τα αντιανεμικά μια κάποια προστασία απ’ το κρύο. Μια χαρά όλα, πολύ γέλιο, κάνουμε μια στάση στη Κύθνο, τρώμε δυο φρούτα και συνεχίζουμε προς Λαγονήσι. Έχοντας σχεδόν περάσει και την Τζια στα δεξιά μας, με την Αθήνα να λαμπυρίζει μπροστά μας, στις 18:20 η μηχανή σταματάει, μας μυρίζει βενζίνη αλλά δε δίνουμε σημασία θεωρώντας οτι απλά έχει ζοριστεί λίγο η μηχανή απ’τα χτυπήματα. Συνηθισμένα πράγματα, λέμε πάμε με τη βοηθητική μηχανή μέχρι Τζιά αλλά ας πάρουμε πρώτα τα παιδιά που μας περίμεναν για φαγητό να τους πούμε οτι έχουμε ένα μικρό πρόβλημα και οτι θα πάμε Τζιά. Τη στιγμή που ο Φάιδων και ο Δημήτρης μιλάνε στο κινητό για να ενημερώσουν φίλους και Λιμενικό για τις αλλαγές στο πρόγραμμα, η Ελένη αρπάζει φωτιά στο πρόσωπο και πέφτει κάτω πανικόβλητη, μέσα στο φουσκωτό. Την ρωτάμε τρομαγμένοι τι έγινε, ο Φαίδων πάει να τσεκάρει πίσω απ’ το τιμόνι τα καλώδια και με μια ψυχρή ήρεμη φωνή λέει “φωτιά, σοβαρή φωτιά, όλοι στη θάλασσα”. Βουτάμε αμέσως. Μέσα σε 10 δευτερόλεπτα ήμασταν και οι 5 μέσα στη θάλασσα και παρακολουθούσαμε το φουσκωτό να φλέγεται.

Η ώρα 18:30. Τα σωσίβια ήταν ακριβώς στα πόδια μας αλλά κανείς δε πρόλαβε να τ’ αρπάξει τη στιγμή που η έκρηξη ήταν ό,τι πιο πιθανό να συμβεί, με την βενζίνη να παίρνει φωτιά μπροστά μας. Κοιταζόμαστε και με αξιοπερίεργη ψυχραιμία συζητάμε τι θα κάνουμε. Ήταν βέβαιο πως ο Φαίδων είχε προλάβει να περιγράψει στην άλλη γραμμή οτι έχουμε πρόβλημα με τη μηχανή αλλά σίγουρα η κλήση είχε ολοκληρωθεί πριν ακουστεί η λέξη “φωτιά”. Θεωρήσαμε πως σε 2 ώρες το πολύ θα άρχιζαν να ψάχνουν (έτσι κι έγινε όταν είδαν οτι τα κινητά και των πέντε ήταν κλειστά) και απ΄το σήμα της κλήσης μέσω της Vodafone θα έβρισκαν το στίγμα μας (το οποίο τελικά βρέθηκε μετά από 4 ώρες). Αρχίσαμε όλοι να κολυμπάμε προς τη Τζια η οποία φαινόταν, όχι και τόσο κοντά, αλλά εφικτά κοντά. Εγώ με τον Φαίδωνα αρχίσαμε να κολυμπάμε λίγο πιο γρήγορα ούτος ώστε να φέρουμε βοήθεια για όλους μας. Θάλασσα και μόνο θάλασσα, με 6 μποφόρ. Είδαμε το ηλιοβασίλεμα, σε κάποια φάση πήγαμε να τραγουδήσουμε το “Αυτή η νύχτα μένει″ αλλά μετά σκεφτήκαμε οτι ο πρώτος στίχος δεν βοηθάει και πολύ, κολυμπούσαμε πολλές φορές χεράκι-χεράκι, κύματα από παντού, πίναμε θαλλασσινό νεράκι μπόλικο, ο Φαίδων με είδε σε κάποια φάση που έκανα άσχημες σκέψεις και μου ζήτησε ν’ αρχίσω να μετράω απλωτές, μέτραγα-μέτραγα ώσπου κάποια στιγμή άρχισε να μας πιάνει απελπισία για το αν προχωράμε καθόλου ή όχι.
Για “καλή” μας τύχη, ο Φαίδωνας έπαθε κράμπα (εννοείται πως δε μου τι είπε εκείνη τη στιμγή), έμεινε πίσω και παρατήρησε οτι μέσα σε 3 λεπτά εγώ είχα προχωρήσει 30 μέτρα. Ευτυχία μεγάλη και συνεχίσαμε. Σε κάποια φάση ακούμπησα κάτι στο πρόσωπό μου. Ήταν τα γυαλιά μυωπίας, είχα βουτήξει με τα γυαλιά μυωπίας και δε μου έφευγαν με τίποτα τα γυαλάκια μου! Κοίταζα το ρολόι μου, είχε πάει 8:30 η ώρα. Γιατί δεν μας ψάχνει κανείς; 9:30 η ώρα, γιατί δε μας ψάχνει ακόμα κανείς; Μετά τις 10:30 δεν ξανακοίταξα το ρολόι μου, δεν μπορούσα άλλωστε, είχαν αρχίσει να θολώνουν έντονα τα μάτια μου. Σκεφτόμασταν συνέχεια τους άλλους τρεις. Έπρεπε να φέρουμε βοήθεια, για όλους μας. Δύο κύματα τα βλέπουμε να έρχονται ψηλά σαν πολυκατοικία. “Πλάκα μας κάνει;” είπαμε κι οι δύο. Ο Φαίδων δε μ’αφηνε ούτε στιγμή ν’ απογοητευτώ. Η βέλτιστη απόσταση ήταν στα ανατολικά μας, αλλά αποφασίσαμε να κολυμπήσουμε λίγο πιο βόρεια, κάνοντας ένα μικρό τόξο, για ν’ αποφύγουμε τα κύματα που μας χτυπούσαν από τ’ αριστερά και μας πλάκωναν συνέχεια ενώ όταν τα είχαμε μπροστά μας, υπολογίζαμε με το πρόσθιο να πάρουμε αναπνοή και να το προσπεράσουμε. Πρέπει να ήταν γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα όταν, δύο φορές, ένα σούπερ-πούμα ήρθε πάνω απ’ το κεφάλι μας.

Κραυγάζαμε, κουνούσαμε τα χέρια, κάνει στροφή και φεύγει. “Πού πάει;;;;;” Έφυγε αλλά ήταν σημάδι οτι κάποιος μας ψάχνει. Το σώμα μου δε το φοβόμουν, αλλά το μυαλό μου; Οι σκέψεις μου; Συνέχιζα να μετράω. Τη τελευταία ώρα είχα αρχίσει να χάνω τελείως την όρασή μου. Ένα θολό μαύρο πράγμα μπροστά μου, ζαλάδα έντονη, πολύ έντονη και ο Φαίδωνας να μου φωνάζει ” Στ’ ορκίζομαι Μονικάκι μου, στ’ ορκίζομαι οτι ο βράχος είναι στα 100 μέτρα!”. Είχα μετρήσει μέχρι το 7816. Ξαπλώνω ημιλιπόθυμη. Ο Φαίδωνας μου λέει τρέχω να φέρω βοήθεια (πόση δύναμη αυτό το παιδί πια!). Γύρισα στο πλάι και φίλησα τον βράχο. 10 λεπτά αργότερα ένας γεροδεμένος κύριος με κουβαλούσε στις πλάτες του, ο Φαίδωνας δίπλα μου. Η ώρα ήταν 01:45, μπήκαμε σ’ ενα σπίτι όπου δύο κυρίες με περιέλαβαν, μου έβγαλαν τη φόρμα, μ’ έντυσαν, με βάλανε σ’ εναν καναπέ, η μία με τάιζε τσάι και φρυγανιά και η άλλη μου στέγνωνε τα μαλλιά. Οι άλλοι τρείς;;; Είναι μια χαρά! Ο Φαίδων μιλούσε στο τηλέφωνο ευτυχισμένος για όλους μας, εγώ έτρεμα απ’ την υπερένταση και οι κυριούλες πάνω απ’το κεφάλι μου να μου λένε ” χα, εχθές ακούγαμε τα τραγούδια σου….!” “Ω Θέε μου, αποκλείεται να είμαι ζωντανή και να μου συμβαίνει αυτό!” Ήταν τόσο σουρεάλ… Ήρθε ένα τζιπ του Λιμενικού και μας πήρε. Δε μπορώ να σας περιγράψω τη στιγμή που συναντηθήκαμε με τους άλλους τρεις στο λιμάνι της Τζιάς.

Πρόκειται για την απόλυτη ευτυχία. Ο Αλέξης, η Ελένη και ο Δημήτρης, κολυμπούσαν μέχρι τις 23:30. Ένα ιστιοπλοϊκό με Πολωνούς είχε περάσει σχεδόν δίπλα τους και έπλεε με πανιά όχι με μηχανή. Έβγαλαν τη πιο δυνατή φωνή της ζωής τους και μετά από ένα λεπτό άναψε προβολέας ακριβώς πάνω τους. Παρεμπιπτόντως, αν κάποιος εξακολουθεί να αναρωτιέται για το αν υπάρχει Θεός ή όχι, σας το εγγυώμαι πως υπάρχει, ουδεμία αμφιβολία! Με το που ανέβηκαν στο ιστιοπλοϊκό ο Δημήτρης επικοινώνησε με το Λιμενικό και άρχισε αμέσως να δίνει οδηγίες για τη πορεία που, κατά προσέγγιση, ακολουθούσαμε εγώ κι ο Φαίδωνας. Τα τρία πλοία του Λιμενικού και τα δύο ελικόπτερα έψαχναν στο νότιο τμήμα του νησιού εκεί όπου προφανώς είχαν βρει το φουσκωτό ή δε ξέρω τι. Έτσι εξηγείται οτι το σούπερ-πούμα ήρθε κατα πάνω μας κατα τις 00:00, αφού οι δικοί μας είχαν δώσει οδηγίες για το που να ψάξουν. Το Λιμενικό, ας είναι καλά, μας έφερε στο Λαύριο όπου και μας περίμενε η οικογένεια και οι φίλοι του Φαίδωνα. Οι οικογένειες των υπόλοιπων από εμάς, δεν γνώριζαν προφανώς τίποτε απολύτως. Γύρω στις 3 το πρωί εγώ απλά έστειλα ένα μήνυμα στους γονείς μου που τους έλεγα και καλά οτι είχαμε ένα προβληματάκι με τη μηχανή και μάλλον θα μείνουμε Τζια απόψε. Την αλήθεια τους την είπα Κυριακή βράδυ, όταν γύρισαν σπίτι από Άστρος και είδαν τα κόκκινα μισο-ανοιχτά μάτια μου, δεν γινόταν να το κρύψω. Από Δευτέρα πλέον άρχισαν να το μαθαίνουν οι φίλοι μου και όλοι εσείς που με συγκινήσατε τόσο μα τόσο πολύ…

Δε θέλω να το κάνω μελό. Πολύς κόσμος έχει περάσει δυσκολίες, περιπέτειες και “φουρτούνες”. Ήταν μια φοβερή περιπέτεια και για μένα, τρόμαξα πάρα πολύ, προσευχόμουν συνέχεια και σκεφτόμουν πολλά και διάφορα που εύχομαι να μη περάσουν ποτέ απ’ το μυαλό σας. Δεν αντέχω να τα φέρνω στη μνήμη μου γιατί με πιάνουν τα κλάματα. Μου λείπατε πολύ κι έβλεπα πανέμορφες εικόνες από συναυλίες, βόλτες, ταξίδια και παρέες. Μετά από αυτό, και το λέω πολύ συνειδητά, δεν έχει σημασία ούτε τρίτος δίσκος, ούτε οι συναυλίες, ούτε τίποτε άλλο που ήταν στο πρόγραμμα για φέτος. Σημασία έχει ότι είμαστε υγιείς. Θέλω να είστε όλοι καλά και να προσέχετε ο ένας τον άλλον, ο καθένας με τον τρόπο του. Ας μην απογοητευόμαστε με χαζομάρες και ας μην πιεζόμαστε για τίποτα. Η καρδιά μας, ο χρόνος, η Παναγία και η αγάπη μας για ζωή θα φροντίσουν να γίνουν όλα σωστά.

Να ξέρετε οτι σας αγαπώ όλους πάρα πολύ. Δε το λέω επιπόλαια. Το λέω συνειδητά γιατί η δύναμη που κουβαλούσα από τις 18:30 μέχρι τις 01:30 μέσα στα κύματα, παρέα με το φεγγάρι, τον Φαίδωνα και την σκέψη όλως σας, πηγάζει από όλα αυτά που έχουμε ζήσει και θα ζήσουμε μαζί.

Σας ευχαριστώ όλους και συγνώμη που σας αναστάτωσα.

Συνεχίζουμε ακάθεκτοι, με απόλυτο σεβασμό στο μεγαλείο του ανθρώπου και το δώρο της ζωής.

Σας λατρεύω, μ»

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Οι δύο "Παΐσιοι" και η ένωση των διεστώτων κατά του Χριστού



Aς το παραδεχτούμε. Θα είναι το καλύτερο μνημόσυνο στην μνήμη του μακαριστού αγίου γέροντα και μια καινή πράξη ειλικρίνειας, που θα μας αποφορτίσει από ψευδαισθήσεις και ιδεοληψίες:

Υπάρχουν δυό "Παΐσιοι".

Ο ένας Παΐσιος είναι ο αληθινός δούλος του Θεού. Ο άγιος Γέροντας πού καθοδήγησε και διαφώτισε και ανάπαυσε ψυχικά τους έλληνες των εσχάτων χρόνων με τις προσευχές και τις νουθεσίες του.Εκεί πού βρήκε παράκληση και ύδωρ ζων αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον κάθε πονεμένος και προβληματισμένος άνθρωπος, οποιασδήποτε τάξης, φυλής και θρησκεύματος. Ο ασκητής Παΐσιος πού συμφιλιώθηκε με τον Θεό και την κτίση και συνομιλούσε με τους Αγίους του Παραδείσου και τους αμαρτωλούς τούτης δώ της ζωής. Αυτός που απέπτη εις ουρανούς ως αξία τρυγών φιλερημος και τετελειωμένο πνεύμα για να μεσιτεύει αιώνια για όλους μας, εδώ κάτω στην βιοτική παλαίστρα, βλάσφημους και καθαρούς, "εχθρούς" άμα και φίλους.Αυτός μας άφησε παρακαταθήκες αββάδικες με οσμή Χριστού και αγίου Πνεύματος.

Υπάρχει και ο " Παΐσιος" πού όμως είναι κατασκεύασμα των καθε λογής φαντασιόπληκτων και επιτηδείων, χριστιανών και παραχριστιανών. Ο "Παΐσιος" των "καλών μαθητών" "πατριωτών" με τις δήθεν προφητείες και διδασκαλίες πού εφαρμόζουν στα μεγάλα και τα ταπεινά της ελλαδικής καθημερινότητας. Αυτός πού προείπε σαν άλλος Αγαθάγγελος το πάρσιμο της Πόλης, δήλωσε την εύνοια του για το "ξανθόν γένος" και την απαρέσκεια του για την κατώτατη "γύφτικη φυλη των γειτόνων", άφησε διδασκαλίες πού θυμίζουν Άπω Ανατολή,αυτός που εμφανίζεται σε επιλεγμένους επιλεκτικά ανθρώπους για να τους ενημερώσει για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις και πολεμικές συρράξεις. Ο "Παΐσιος" πού έγινε προμετωπίδα και φτηνό ρομάντσο σε εφημερίδες συγκεκριμμένων χρωματισμών, άσχετες με την ορθοδοξία και το πνεύμα της πριν 20 χρόνια, γιατι εν καιρώ κρίσης "πουλούσε" σαν ζεστό ψωμί.

Ο "Παΐσιος" ενός ετερόκλητου πλήθους, δάσκαλων αποκρυφιστικών τεχνών, νεοναζιστικών ομάδων και σεχτών,χριστιανών πού αντικατέστησαν και την μυστηριακή ζωή ακόμα με την εσχατολογική προφητολογεία, τηλεβιβλιοπωλών με κρυφοπαγανιστικές πεποιθήσεις και άλλων ασχέτων με το ορθόδοξο πνεύμα.Ακόμα και άνθρωποι της Εκκλησίας, ρασοφόροι και μη, εκμεταλλεύτηκαν τον Γέροντα και την πλατειά ανταπόκριση του επί του ποιμνίου εύκολα, γιατί οι έλληνες έχασαν κάθε ελπίδα και στράφηκαν σε "πνευματικότερες" αναζητήσεις και ανέξοδες λύσεις εξ'ουρανού.

Το "ο Παΐσιος είπε" και "ο Παΐσιος προείπε" είναι στις καθημερινές συζητήσεις νεοχριστιανών μας, πού δεν ξέρουν τί θα πεί Αγία Κοινωνία ή Εξομολόγηση, ξέρουν όμως με κάθε λεπτομέρεια το τί είπε ή το τί αποδίδουν στον Γέροντα ότι είπε την τάδε χρονολογία για το τάδε ποιμαντικό, κοινωνικό, εκκλησιαστικό ή εθνικό θέμα. Και είναι αξιοσημείωτο και απορίας άξιον το πότε πρόλαβε ο σεμνός ασκητής της ησυχίας να τα πεί όλα αυτά μαζεμένα και πόση αξία και υπεροχή λαμβάνουν ανάμεσα στον κοινωνικό τους θρησκευτικό κύκλο οι διασώσαντες ή "διασώσαντες" τα λόγια του!

Τα δε blogs και οι ιστοσελίδες πού αναπαράγουν τα σχετικά γνώρισαν υψηλή επισκεψιμότητα και αναρωτόμαστε αν έχουν καταλάβει πώς με την ορθοδοξία επάντρεψαν την πλάνη και πόση είναι η ευθύνη τους για το φαινόμενο.Και μιλάμε για σελίδες ορθοδόξων χριστιανών με τις καλύτερες προθέσεις. Αφήνουμε έξω τις πολιτικολογούσες και των αλλοτρίων συμφερόντων ιστοσελίδες, πού ούτως ή άλλως ποτέ δεν μας ενδιέφεραν.

Όχι! Δεν αμφισβητώ το προφητικό χάρισμα ενός αγίου. Μόνο ένας μίζερος ορθολογιστής θα το απέρριπτε για δικούς του λόγους. Το χάρισμα της προφητείας ως πρόβλεψης γεγονότων μακρυνών ή κοντινών είναι κοινό στην Γραφή και τα Συναξάρια. Δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό ή μεγάλο και άλλοτε προέρχεται από το άγιο Πνεύμα , άλλοτε πάλι όχι. Για την ορθοδοξία το θαύμα δεν είναι τέχνασμα ή εντύπωση ή κατι το πολύ σπουδαίο σε σχέση με την ανώτατη αρετή και την κατάσταση της αγάπης πού φτάνουν οι λίγοι , είναι σημείο. Ίσως ο Γέροντας είχε το χάρισμα από τον Θεό να προλέγει, αλλά αυτό που πρόεχει είναι πώς ήταν ευλογημένος από τον Θεό να αγαπά. Και αυτό έχει κύρια σημασία. Δεν έχω όμως κανένα πρόβλημα να αμφισβητήσω την πατρότητα πολλών προφητειών πού "διασώθηκαν" σε βιβλία πάντα τρίτων για ποικίλλους λόγους και είναι αυτά που εντυπωσιάζουν αποκλειστικά τους αδύναμους στην πίστη. Σίγουρα γύρω από το ιερό πρόσωπο στήθηκε μια βιομηχανία. Οι προθέσεις δεν παίζουν καθόλου ρόλο. Επίσης, ας μην ξεχνάμε πώς κανένας άγιος δεν είναι αλάθητος ή αυθεντία. Κάποτε ο παρακλητικός λόγος προς τρίτους ή οι προσωπικές επιθυμίες μας μπορούν να παρεξηγηθούν ως προφητεία και μία προφητεία να προσαρμοστεί σε χίλιες περιπτώσεις. Είναι ταπεινή η διάνοια και η επιθυμία του ανθρώπου.Όταν μάλιστα δεν έχει υγιή σχέση με την Εκκλησία.

Με αυτά τα τελευταία δεν θέλουμε να αμνηστεύσουμε την αισχρή διάθεση των τάχα σατιριστών του αγίου, επειδή κάποιοι από μας τρελάθηκαν και "καβάλησαν το καλάμι". Την προσβολή μνήμης νεκρού δεν την αμνηστεύει τίποτα και επιμένουμε στο δαιμονοκίνητο του θέματος . Δεν έχουν στόχο οι ανοησίες τον Παΐσιο ή τους οπαδούς του Παΐσιου , αλλ'αυτή την Εκκλησία. Τα άλλα είναι νομικά κόλπα για την διάσωση ενός πανικοβλημένου νεαρού με καθόλου χιούμορ , πού νιώθει ξαφνικά ο ήρωας της ημέρας και αυτή την ψευδαίσθηση την τρέφουν άνθρωποι με ελάχιστο έως μηδαμινό ήθος.

Άνθρωποι πού επικαλούντο ένα διαφορετικό ανθρωπιστικό -ας το πούμε έτσι - τρόπο ζωής και κοσμοθεωρίας συνεργάζονται με το κατεστημένο και τον αντιχριστιανικό φονταμενταλισμό για να υποστηρίξουν το δικαίωμα στην βλασφημία. Ειναι πλέον προφανές πώς εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν αντεκκλησιαστικό πόλεμο και αυτό συνάγεται από το ότι δεν είχαν στόχο τους οπαδούς του Γέροντος Παϊσίου ή του "Παϊσίου" αλλά την απαξίωση της εκκλησιαστικής παρουσίας στα δημόσια πράγματα. Όταν παντρεύονται οι εθνικιστες παγανιστες με τους διεθνιστές αριστερους, όταν ενώνονται τα διεστώτα κατα κοινού στόχου είναι όλα ξεκάθαρα. Τουλάχιστον αποδεικνύεται πώς ο Χριστός πάντα ενώνει τα διεστώτα, τον ηρώδη με τον πιλάτο, έστω και με αυτόν τον εξ ευωνύμων τρόπο.

Αναρωτιέμαι, παρενθετικά, αν ζούσαν σήμερα οι υπεραριστεροί ποιητές Βάρναλης, Ρίτσος, ο γλυκύς Βρεττάκος και ο ευαίσθητος Λουντέμης πώς θα αντιμετώπιζαν το θεμα. Σίγουρα δεν θα επιδοκίμαζαν την βίαιη χυδαιότητα του Παστιτσίου, όπως κάνουν άλλοι "λογοτέχνες της αριστεράς", πολύ κατωτέρου πνευματικού επιπέδου από τους προαναφερθέντες. Πού πήγε το περιβόητο ήθος της Αριστεράς; Αναρωτιέμαι επίσης γιατί ενώ η βλασφημία τιμωρούνταν στην αρχαία Ελλάδα και μάλιστα με φρικτό θάνατο, οι νεοπαγανιστές-ημιμαθείς ως επί το πλείστον- είναι τόσο χαλαροί με το όλο θέμα και μιλούν για δημοκρατία Ελληνική. Μα η ελληνική δημοκρατία έδωσε στον Σωκράτη το κώνειο, γκρέμισε τον Αίσωπο από τις Φαιδριάδες και κατηγόρησε τον Περικλή και τον Φειδία για την χάραξη των πορτραίτων τους, από τον δευτερο, στην ασπίδα της παλλάδας. Ήταν δε τόσο αυστηροί οι έλληνες στα θέματα βλασφημία και ύβρεως ώστε έφτασαν στο σημείο να τιμωρήσουν τους παραπάνω εκούσια, έχοντας ήδη την σχηματισμένη γνώμη πώς μάλλον διαπράττουν αδικία εναντίον τους.

Ζούμε σε μια εποχή δίχως ήθος. Μια εποχή που θεοποιείται και ειδωλοποιείται η κόπρος και η υποκρισία. Όχι δεν είμαι βέβαιος , φίλοι μου, πώς ο Γέροντας βλέπει κάπου από κει πάνω και χαμογελά για όλα αυτα, αν και ζει την μακαριότητα.

Πιστεύω ότι σε κάποιο σημείο, όχι τουλάχιστον σούπερ μαντικό όπως τον θέλουν οι βεβλαμμένοι στον νου,αλλά τουλάχιστον προφητικό, κάποια στιγμή στην ζωή του τα κατανόησε όλα πολύ καλά.

Συγχώρεσε την ανθρώπινη μικρότητα και ανοησία, απαρνήθηκε την ματαιότητα του κόσμου και έζησε αποκλειστικά για τον Χριστό.

Αληθώς ματαιότης τα ανθρώπινα....

Πηγή : ΙΕΡΕΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ