Ἡ Ἐκκλησία δὲν λειτουργεῖ μὲ κοσμικοὺς θεσμούς
Ὁ θεσμὸς καὶ τὸ ἀπροσδιόριστο τῆς ἐλευθερίας
Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης
Ὁ θεσμὸς καὶ τὸ ἀπροσδιόριστο τῆς ἐλευθερίας
Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης
Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ὡς διαρκὴς
θεοφάνεια. Ἐὰν «ὁ ἐωρακὼς τὸν Υἱὸν ἐώρακε τὸν Πατέρα» καὶ ὁ ἐωρακὼς τὸν θεσμὸν
τῆς Ἐκκλησίας ἐώρακε τὸν ἀοράτως μεθ᾿ ἡμῶν ὄντα Θεάνθρωπον Κύριον καὶ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα.
Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ Ἐκκλησία
καὶ μὲ ἄλλο τρόπο διδάσκει ἢ θεολογεῖ. Ὁ τριαδικὸς τρόπος ὑπάρξεως συνιστᾷ τὸ
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελεῖ τὸ σαφὲς κήρυγμα, ποὺ πείθει τὸν ἄνθρωπο ὅτι
ὁ Θεὸς Πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν κόσμο καθὼς ἠγάπησε καὶ ἀγαπᾷ τὸν Υἱόν.
Καὶ αὐτὴ ἡ αἴσθηση
τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, ποὺ παρέχει ἐλευθερία, ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο καὶ φυσιολογικὸ
κλίμα μέσα στὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο πιστεύει ὁ ἄνθρωπος,
ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, γιατί ζεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἕνα σῶμα καὶ ἕνα πνεῦμα
μὲ τὸν Θεάνθρωπο. Ἔχει ὀργανικὴ σχέση μαζί Του, ὅπως τὸ κλῆμα μὲ τὴν ἄμπελο.
Ἂν μὲ κοσμικὸ τρόπο διοργανώνομε τοὺς
ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ μὲ πνευματικό, νομίζομε, τρόπο κηρύττομε τὸ Εὐαγγέλιο,
αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὰ δυὸ (θεσμὸς καὶ χάρισμα) πάσχουν καὶ εἶναι ἀμφιβόλου
γνησιότητος.
Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε, ἰδοὺ γέγονε τὰ
πάντα καινά. Δὲν μπορεῖ μὲ παλαιό, κοσμικό, τρόπο νὰ βιοῦνται καὶ νὰ
κηρύττονται τὰ καινά, τὰ ὁποῖα πείθουν δι᾿ ὅλων τῶν τρόπων τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς
συμπεριφορᾶς τους. Καὶ οὔτε εἶναι δυνατόν με αὐθαιρεσίες ἀτομικῶν
ψευδαισθήσεων, ὡς δῆθεν χαρισματικῶν ἐμπνεύσεων, νὰ φανερώνεται τὸ ἀμετακίνητο
τῆς πίστεως.
Ἔτσι τὸ κάθε τί στὴν Ἐκκλησία
φανερώνει τὸ τριαδικὸ καθώς, καὶ ἰδιαίτερα ἡ εὐχαριστιακὴ ἱερουργία, ποὺ ἀποτελεῖ
τὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνα χάρισμα, μιὰ δωρεὰ ἐκ τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ Υἱοῦ,
συνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος. Ἐὰν σωθεῖ τὸ τριαδικὸ «καθώς», σῴζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς
πρόσωπο ἐν κοινωνίᾳ. Καὶ ἐὰν σῴζομε καὶ ζοῦμε τὸ «καθώς» τὸ θεανθρώπινο, τότε τὸ
ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως τῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ ἐν Χριστῷ συνελθουσῶν φύσεων
διατηρεῖται καὶ ἐπεκτείνεται ὡς εὐλογία στὴν ἑνότητα ἀληθείας καὶ ζωῆς, θεσμοῦ
καὶ χάριτος, νόμου καὶ ἐλευθερίας. Περιχωροῦνται ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τὰ
φαινομενικῶς ἀντίθετα. Καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περιχώρηση διακρίνομε τὴν πανταχοῦ καὶ
μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος διαρκῆ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ
πορεύεται ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ στὸν ἀγρὸ τῆς ἱστορίας. Καὶ συμπορεύεται μὲ κάθε ἀγωνιῶντα,
ἐρευνῶντα καὶ ἀπελπιζόμενο. Ὄχι γιὰ νὰ τοῦ δώσει μαγικὲς λύσεις, ὡς ναρκωτικὸ
ψευδαισθήσεων, ἀλλὰ νὰ τοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια, νὰ τοῦ χαρίσει τὶς αἰσθήσεις, νὰ
γίνει μία αἴσθηση, γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ μάθει τὴν καινὴ πολιτεία καὶ θεολογία, ποὺ
ἀνάγει στὸν οὐρανὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ κατάγει στὴ γῆ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καὶ βάζει
τὴν τριαδικὴ ζύμη μέσα στὸ γαιῶδες ἡμῶν φύραμα.
Ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας
Ὅλα σὲ πείθουν μέσα στὴν Ἐκκλησία,
σὲ ἀναπαύουν, γιατὶ σοῦ κοινοποιοῦν τὴν τελικὴ συμφιλίωση, ποὺ εἶναι ἡ ἀπ᾿ ἀρχῆς
ἀλήθεια καὶ ἐνέργεια τῆς τριαδικῆς θεότητος. Κάθε στιγμὴ καὶ μὲ κάθε ἐκδήλωση
σοῦ προσφέρεται ἀφώνως τὸ σύνολο τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο, τὸ σημερινὸ καὶ τὸ ἀτελεύτητο.
Ὅταν ὁ Κύριος συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, χαρίζει καὶ τὴ σωματικὴ ὑγεία στὸν
παραλυτικό. Καὶ γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἔχει ἐξουσίαν ἀφιέναι ἁμαρτίας, λέγει τῷ
παραλυτικῷ: Ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου (Μάρκ. 2, 11).
Τὰ πάντα πάντοτε συλλειτουργοῦν
θεανθρωπίνως. Βρίσκεις τὴ ζεστασιὰ τῆς συντροφιᾶς στὴν ἔρημο τῆς ἀσκήσεως. Καὶ
ζωντας ἐν ἀγάπῃ μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σου αἰσθάνεσαι στὴν ἐλευθερία τῆς ἀναχωρήσεως.
Ὅταν μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν θεανθρώπινο
κόσμο λὲς «ὑπακοή», καταλάμπεσαι ἀπὸ τὴ χάρη τῆς ἐλευθερίας, στὴν ὁποία ὁδηγεῖσαι.
Ὅταν λὲς «ἀναχώρηση καὶ κατὰ μόνας
παραμονή», ζεῖς τὴν πραγμάτωση τῆς ἀχράντου κοινωνίας καὶ συμβιώσεως μὲ ὅλους.
Ὅταν σκεφθεῖς τὴ Μεγάλη Παρασκευή,
μεταφέρεσαι στὸν βαθὺ ὄρθρο, ποὺ ὑποφώσκει τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Καὶ ὅταν σκεφθεῖς τὸν θάνατο, ἐξάπτεται
χαρὰ ἐν τῇ καρδίᾳ σου, κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
Ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἀνθρώπινο
ἀλλὰ θεανθρώπινο καθίδρυμα. Καὶ ὁ τρόπος ποὺ λειτουργεῖ εἶναι μία πιστοποίηση
καὶ φανέρωση τῆς διαρκοῦς μεθ᾿ ἡμῶν παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Οἱ ἀνθρώπινοι καὶ κοσμικοὶ θεσμοὶ (ἢ
οἱ πνευματικοὶ θεσμοὶ ποὺ διοργανώνονται μὲ κοσμικὸ τρόπο) ἔχουν ὡς σκοπὸ νὰ
προωθήσουν τὰ σχέδια τῶν ὑπευθύνων τους. Νὰ αὐξήσουν τὴ δύναμη καὶ ἐπιρροή
τους. Νὰ ἐπιβάλουν τὴ θέλησή τους καὶ νὰ ὑποδουλώσουν ὅσο γίνεται
περισσότερους· ἴσως καὶ μὲ τὸν σκοπὸ νὰ τοὺς σώσουν. Γιατί αὐτοὶ ποὺ σκέφτονται
μηχανικὰ εἶναι ἱκανοὶ νὰ φανταστοῦν καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μὲ καταργημένη τὴν
ἐλευθερία, δηλαδὴ μὲ καταργημένο τὸν ἄνθρωπο.
Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς θεσμούς, ποὺ
λειτουργοῦν μὲ κοσμικὸ τρόπο, σὰν μηχανές, ὁ ἄνθρωπος ἢ ὑποτάσσεται καὶ καταντᾷ
ἄβουλο ὄν, ὡς μισθοφόρος ἢ ἐξάρτημα μηχανῆς ἢ ἀντιδρᾷ διασπαστικά. Ἀποχωρίζεται
ἀπὸ τὸν θεσμό. Καὶ δεσμεύεται στὸν ἀτομικό του λογισμό, ρυθμίζοντας μ᾿ αὐτὸν τὴ
ζωή του καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἴσως τὸν ἀκολουθοῦν.
Τὸ ἀπροσδιόριστο τῆς ἐλευθερίας
Ἀλλὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὴν ἑνότητά
του μὲ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ συγκροτεῖται διὰ τοῦ τριαδικοῦ «καθώς», χάνει τὴν ἐλευθερία
του. Γιατί χάνει τὸν ἑαυτό του τὸν ἀληθινό, ποὺ εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Κανεὶς θεσμὸς ἀνθρώπινος, οὔτε καὶ ἂν
ὀνομάζεται ἐκκλησιαστικός, δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει, νὰ ἀνεχθεῖ καὶ νὰ ἱκανοποιήσει
τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα του, ἐπιποθεῖ τὸ «πορρωτέρω», τὴν ἐπέκταση,
τὸν Χριστό. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπαυθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ καμιὰ ὑπόσχεση ἢ ἐνδοκοσμικὴ
προοπτική, γιατί διψᾷ τὸ ἀσύλληπτο καὶ ἀνθρωπίνως ἀνέφικτο. Λέει ὅλη του ἡ ὕπαρξι
«ὄχι» στὸν κοσμικὰ ὀργανωμένο θεσμό, ποὺ θέλει δῆθεν νὰ τὸν χειραγωγήσει στὸ
μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας.
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο καλὸς πνευματικὸς
θεσμός, ποὺ λειτουργεῖ μηχανικά, εἶναι μόνο ὁ ἑτοιμόρροπος, ὁ διαλυμένος καὶ ἀνύπαρκτος.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, ποὺ τὰ ξέρει ὅλα αὐτά, ᾖλθε καὶ διέλυσε τὶς φυλακές.
Κατέστρεψε τὴν ἀπάτη. Ἀνέτρεψε τὶς τράπεζες τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὶς καθέδρες τῶν
ἐμπόρων, ποὺ μετέτρεψαν τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ οἶκο ἐμπορίου. Μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴν
κατάρα τοῦ Νόμου. Καὶ μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη «μοχλοὶ συνετρίβησαν, ἐθλάσθησαν
πύλαι, μνήματα ἠνοίχθησαν, νεκροὶ ἀνίσταντο».
Καὶ βγῆκαν ὅλοι οἱ νεκροὶ ἔξω, στὸ
φῶς. «Καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος».
Καὶ συνεκρότησε τὴν Ἐκκλησία, ποὺ δὲν
εἶναι φυλακὴ (ἔστω μὲ χρυσὰ κάγκελα), ἀλλὰ εἶναι ἐλευθερία καὶ κραταιὰ ὡς ὁ
θάνατος ἀγάπη. Καὶ εἶναι ἡ μήτρα μιᾶς ἄλλης μάνας, εὐρυχωροτέρας τῶν οὐρανῶν,
ποὺ γεννᾷ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἴμαστε παιδιὰ τῆς ἐλευθέρας (Γαλ. 4, 16), παιδιὰ τῆς
ἐλευθερίας, ποὺ τὴν κερδίζομε μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι Ἀγάπη.
Καὶ ἐὰν οἱ ἀνθρώπινοι θεσμοὶ φοβοῦνται
τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν κουτσουρεύουν ἢ τὴν καταργοῦν, ὁ
θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας γεννᾷ τοὺς ἐλευθέρους ἐν Πνεύματι ἀνθρώπους. Καὶ ὅλον
συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸ Πνεῦμα. Τὸ ὁποῖο ὅπου θέλει πνεῖ καὶ οὐκ
οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποὺ ὑπάγει. Οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ
Πνεύματος (Ἰω. 3.8).
Καὶ τὸ ἀπροσδιόριστό της ἐλευθερίας,
ποὺ ἰσορροπεῖ διὰ τῆς ἀγάπης τῶν ἐν τριαδικῇ κοινωνίᾳ προσώπων, εἶναι ἡ πέτρα τῆς
πίστεως.
Οἱ ἀληθινὰ χαρισματικοὶ
Οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι φύλακες νόμου ἀλλὰ
νομοθέτες, κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο. Ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
χαρισματικὸς καὶ τὰ χαρίσματα τῶν ἁγίων λειτουργοῦν ὡς θεσμοὶ καθοδηγητικοὶ γιὰ
τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν
χαρισματοῦχοι ἀλλὰ γίνονται, γεννῶνται διαρκῶς. Δὲν πῆραν κάποτε ἕνα χάρισμα ὡς
ἰδιότητα στατική, ἀλλὰ δέχονται μία εὐλογία ποὺ τοὺς χαρίζεται διαρκῶς. Εἶναι αὐτοὶ
ποὺ ἀληθινὰ συνειδητοποιοῦν τὴν ἔσχατη ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀγαθότητα
τοῦ Θεοῦ. Βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους καλοὺς καὶ καθαρούς. Θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους
ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως. Ἔχουν τὴ χάρη τῆς τρεμάμενης συντριβῆς τοῦ ταπεινοῦ,
τοῦ ἐξουθενημένου. Καὶ σὰν σφουγγάρι ρουφοῦν τὴ χάρη. Δέχονται τὰ χαρίσματα τῆς
ἔσωθεν ἀναπαύσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ. Δὲν τὰ θεωροῦν δικά τους κατορθώματα, οὔτε ἀξιοποιήσιμες
δυνατότητες γιὰ νὰ αὐξήσουν τὸ κῦρος τους ὑποτιμώντας τοὺς ἄλλους.
Ἐκπλήσσονται ἀπὸ τὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ καὶ αὐθορμήτως τὰ ἀποδίδουν, τὰ ἐπιστρέφουν, ἀμέσως στὸν Δωρεοδότη. Καὶ αὐτὸ
τοὺς καθιστᾶ ἄξιους νὰ δέχονται συνέχεια νέα χαρίσματα, μεγαλύτερα, πάναγνα,
πνευματικά, εὐλογοῦντα τὰ σύμπαντα. Καὶ αὐτοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ μὴν ἔχουν καμιὰ ἰδέα
γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν Θεό.
Καὶ μόλις φανεῖ ὅτι ὁ κόσμος τοὺς
τιμᾷ, παραξενεύονται, δυσανασχετοῦν, συστέλλονται. Καὶ κρύβονται, εἴτε στὴν ἔρημο,
εἴτε πίσω ἀπὸ τὸ παραπέτασμα κάποιας πλαστῆς μωρίας καὶ σαλότητος. Καὶ ἡσυχάζουν.
Ζοῦν, παρακολουθοῦν καὶ συμβάλλουν στὴν κυκλοφορία τοῦ αἵματος καὶ τῆς χάριτος
μέσα στὸ σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος.
Τὸ ΒΗΜΑ, 24/10/1999, Σελ.: B07
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου