π. Λίβυος
Πάνε δυο μέρες απο εκείνο το βράδυ που ο ύπνος δεν έλεγε να συμφιλιωθεί με τα μάτια μου. Σηκώθηκα και μπήκα στην βιβλιοθήκη. Σκέφτηκα κάτι να διαβάσω, αλλά η νευρικότητα της αϋπνίας δεν με άφηνε. Έτσι άνοιξα την τηλεόραση. Είναι ίσως από τις λίγες στιγμές που το κάνω. Την βαριέμαι την τηλεόραση. Εκτός και αν έχει κάτι πολύ ενδιαφέρον, όπως εκείνο το γλυκό ξημέρωμα.
Επανάληψη μιας εκπομπής από το «Μονόγραμμα» για την Μαρία Ιορδανίδου. Πόσο πολύ την αγάπησα! Την γνώρισα παιδί μέσα από το τηλεοπτικό σίριαλ «Λωξάντρα». Την μεταφορά στο γυαλί από το ομότιτλο σπουδαίο βιβλίο της. Αυτή την μεγάλη λογοτεχνική επιτυχία. Πόσες όμορφες στιγμές περάσαμε παρέα με την "Λωξάντρα" της Ιορδανίδου. Απίστευτο έργο.
Έτσι ήταν αδύνατον να μην καθίσω να παρακολουθήσω το ντοκιμαντέρ. Μιλούσε για την ζωή και το έργο της. Ένα υπέροχο ξημέρωμα παρέα με την Ιορδανίδου. Το απόλαυσα .Το θαύμασα παρθενικά. Η Ιορδανίδου αρχόντισα μέσα στην απλότητα της, την άμεση εμπειρία της με την ζωή, τις χαρές, τις ευλογίες που έχει η ζωή και ας σκιάζεται από τόσο πόνο. Απλή αλλά σοφή. Έμπειρη στην τέχνη της ζωής. Γεμάτη δύναμη και δημιουργία.
Γνήσια Πολίτισσα. Στην Πόλη των ονείρων μας. Των μύθων και των θρύλων. Σε αυτή την απίστευτη γωνιά της γης, όπου σαν κοιμηθείς βλέπεις κατανυκτικά όνειρα. Εκεί όπου η ζωή υπήρξε εμπειρία και όχι αποστεωμένη γνώση σπουδαστηρίων. Εκεί όπου η γνώση αναζητούσε την ολοκλήρωση στην σοφία. Μια και η γνώση είναι απλά μάθηση, ενώ η σοφία εμπειρία. Στην εποχή μας, ένα έλλειμμα και μια μονομέρεια, είναι ότι ο σοφός αντικαταστάθηκε από τον γνώστη, τον εξειδικευμένο. Που χάνει όμως το όλον την ζωής και την κατακερματίζει επιζήμια για την αλήθεια της.
Πολλά λόγια της Ιορδανίδου με άγγιξαν. Με ταρακούνησαν κατάβαθα. Από αυτά διάλεξα μόλις λίγα για να το μοιραστώ μαζί σας μια και σαν ξημέρωσε ήρθαν σαν πρώτη σκέψη στο μυαλό.
Είπε η Ιορδανίδου: «Γράφω συνήθως τα βράδια και με βρίσκει το ξημέρωμα. Έχω αϋπνίες. Αλλά εγώ δεν αφήνω τις αϋπνίες να με τυραννούν, της κάνω δημιουργία. Έτσι κάθομαι και γράφω αυτές τις ώρες.»
Αυτομάτως ήρθε στο μυαλό μου, η γνωριμία μου με ένα Γεροντάκι στο Αγιον Ορος. Από εκείνα που δεν λένε λόγια, δεν σου κάνουν κανένα κήρυγμα και όμως μιλούν δυνατά στην καρδιά.
Είχε και αυτό αϋπνίες. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί εύκολα και έλεγε στο εαυτό του, ότι εφόσον δεν κοιμάσαι κάτι πρέπει να κάνεις για όλους εκείνους τους ανθρώπους που αυτές τις ώρες δουλεύουν, διασκεδάζουν, είναι σε δύσκολη κατάσταση κ.ο.κ. Έτσι τι σκέφτηκε; Είδε ότι από το παράθυρο του κελιού του, στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα κάθε βράδυ φαινόντουσαν αεροπλάνα. Όλο την νύχτα κάθε λίγο και λιγάκι περνούσαν αεροπλάνα, και στο σκοτεινό ορίζονται ανάμεσα στα αστέρια, αναβόσβηνα και τα δικά τους φωτάκια.
Τότε άνοιξε η καρδιά του και είπε αυτό θα κάνω. Θα προσεύχομαι όλο το βράδυ, όσο τέλος πάντων διαρκούν οι αϋπνίες μου, για αυτούς τους ανθρώπους. Για του ταξιδιώτες. Να πάνε δυνατοί και γεροί στα σπίτια τους.
Αυτό και έκανε. Όλο το βράδυ μετάνοιες και προσευχές για αυτούς τους ανθρώπους. Με τον καιρό τα γόνατα του έκαναν πέταλα σαν της καμήλας. Η καρδιά του γέμισε άνθη.
Το πρωί στην εκκλησία, κατά την διάρκεια της ακολουθίας κοιμόταν. Οι αδελφοί σκανδαλιζόταν. Πήγαιναν και τον ξυπνούσαν. Εκείνος δεν παραπονιόταν. Δεν εξηγούσε σε κανένα τίποτα. Δεχόταν τις προσβολές και τις παρατηρήσεις.
Μέχρι που το έμαθε ο Ηγούμενος και είπε στην αδελφότητα να μην τον ενοχλούν γιατί «αγάπησε πολύ».
Και η Μαρία και ο Παππούλης από το Όρος, αγάπησαν πολύ। Ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Το σημαντικό όμως είναι ότι και η δυο, το πόνο τους, το πρόβλημα τους, τις αϋπνίες τους, τις έκαναν δημιουργία. Δεν κλαψούρισαν, δεν μοιρολόγησαν αλλά δημιούργησαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο, την χαρά και τον παράδεισο μέσα τους και για τους ανθρώπους. Ο ένας χάρισε τα βράδια του στην προσευχή και ο άλλος στην συγγραφή. Και οι δυο στο Θεό κρατούσαν παρέα.πηγή