23 χρόνια χωρίς τον Μπαγάσα
«Μου είπανε να γίνω ρεβιζιονιστής για να γυρίσω δίσκο…
Έτσι γνώρισα τον Νικόλα τον Άσιμο, ήταν η πρώτη ματιά ο πρώτος στίχος, η πρώτη συνάντηση επί σκηνής, στο υπόγειο της Πλάκας «Σούσουρο». Κι από κείνο το βράδυ και για 14 βράδυα όλη τη χειμερινή σαιζόν δυο τρεις φορές την εβδομάδα, πηγαίναμε στο Σούσουρο.
Το «Σούσουρο» ήταν ένα μουσικό καφενείο αλλοιώτικο απ’ τ’ άλλα. Ήταν μια θεατρική σατιρική σκηνή, ήταν ο βωμός που κατέθεταν την ψυχή τους, οι: Γ. Ζουγανέλης, Σ. Μπουλάς, Φιλίνη, Π. Χαρβάς, ο Θ. Ανδριανός κ.ά. Μα εκείνος που ξεχώριζε στα μάτια μας και στην ψυχή μας, εκείνος που οικοδομούσε πράγματα μέσα μας ήταν ο Νικόλας ο Άσιμος. Έτσι ήθελε να τον λες: Νικόλα.
Όψη ταλαιπωρημένη μα και ευχάριστη, σκυφτός, με μάτια που δε σε κοίταγαν, αλλά ταυτόχρονα σε περνούσαν ακτινογραφία. Δεν ήταν ο τύπος που στην πρώτη γνωριμία σου έλεγε: Χαίρω πολύ, ούτε σου ‘δίνε το χέρι. Χαιρόταν όμως με το δικό του τρόπο και σου ‘δίνε την ψυχή του, με απλότητα και σοβαρότητα.
Όσες φορές μιλήσαμε, εντός και εκτός μαγαζιού σε τυχαίες συναντήσεις στο δρόμο, τότε που γύριζε για να πουλήσει την κασέτα του, ήταν σα να είχες μεγαλώσει μαζί του. Σου χάριζε απ’ το χρόνο του, αλλά δεν ήταν τυπικός, δεν θα καθόσουν εύκολα μαζί του, σε μια καφετέρια, αλλά θα στεκόταν ακούραστος επί ώρα πολύ όρθιος, για να γκρεμίζει μύθους. Και το περίεργο ήταν πως όσους κατέβαζε από το θρόνο τους, δεν το έκανε με σκοπό να σου προτείνει άλλους.
Αυτό ήταν ελευθερία και σεβασμός στον άνθρωπο και στον συνάνθρωπο για τον Νικόλα τον Άσιμο. Δεν γούσταρε τους επαΐοντες. Και ο ίδιος δεν τον έπαιζε αυτό τον άχαρο ρόλο. Απλός, ευαίσθητος, πονεμένος και κουρασμένος ήταν. Μα πάνω απ’ όλα τολμηρός, αληθινός, διαισθητικός, έντιμος και αξιοπρεπής ήταν.
Απλά δεν είχε φράγκα.
Είμαι σίγουρη πως αν είχε χρήματα, δεν θα τα κατανάλωνε σε υλικά αγαθά προβολής του, κασέτες θα ‘γράφε, τους φίλους του θα βοηθούσε, βιβλία θ’ αγόραζε και καμιά σοκολάτα. Τόσο παιδί και ας είχε μεγαλώσει…»
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΠΟΓΡΗ
Η επομένη του θανάτου του. Οι εφημερίδες γράφουν.
Παρασκευή 18 Μαρτίου 1988 «Θέλω να με ξεχάσετε όλοι»
«Δεν σας φοβάμαι, φαντάσματα. Φαντάσματα δε σας φοβάμαι… Εγώ είμαι άνθρωπος. Άνθρωπος όμως φάντασμα μες στους ανθρώπους. Αν υπάρχει ανάμεσα σας φάντασμα. Φάντασμα όμως άνθρωπος μες στα φαντάσματα…)(Νικόλας Άσιμος)
Άνθρωποι και φαντάσματα ήρθαν και πέρασαν πολλές φορές στη ζωή του. Κανείς και τίποτα όμως δεν έμεινε. Και ο Νικόλας Άσιμος βρέθηκε χτες και με το σώμα του να αιωρείται στο κενό, όπου μέχρι πριν λίγες ώρες μόνο η ψυχή του είχε αιωρηθεί. Έδεσε το βρόγχο στους σωλήνες του καλοριφέρ που περνούσαν κοντά στην οροφή της καμαρούλας στο πίσω μέρος του μικρού του μαγαζιού στην οδό Καλλιδρομίου 53 και κρεμάστηκε. Μια κοπελίτσα που τον βοηθούσε (πουλούσε τις κασέτες του τα βράδια στις ταβέρνες και τα μπαρ των Εξαρχείων) άνοιξε με το κλειδί της την πόρτα χτες στις 10 το πρωί, μπήκε μέσα και τον βρήκε. Λίγα λεπτά μετά έρχεται η αστυνομία. Βρίσκουν ένα γράμμα που άφησε ο Άσιμος, λίγο πριν αποφασίσει να βάλει τέρμα στη ζωή του. Δεν ανακοίνωσε το περιεχόμενο του γράμματος η αστυνομία. Πληροφορηθήκαμε όμως ότι έγραφε τα εξής: «Αυτοκτονώ γιατί τον τελευταίο καιρό είχα διάφορα προβλήματα. Για την ενέργεια μου αυτή ας μην αναζητήσει η αστυνομία κανένα υπεύθυνο. Οι δημοσιογράφοι να μην ασχοληθούν μαζί μου.»
Δεν σεβαστήκαμε την επιθυμία του Νικόλα Άσιμου κι ας μας συγχωρέσει, όπου κι αν βρίσκεται. Δεν είναι δυνατό να μην «ασχοληθεί» κανείς μ’ έναν τέτοιο άνθρωπο, ό,τι κι αν ήταν, ό,τι κι αν είχε κάνει στη ζωή του. Από ανθρώπους που τον γνώριζαν πληροφορηθήκαμε ότι χτες γύρω στις 11 το πρωί επρόκειτο να συναντήσει το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και το μάνατζερ του Στέλιο Ελληνιάδη, για να συζητήσουν για ένα δίσκο που επρόκειτο να ηχογραφηθεί με τραγούδια που έγραψε ο Άσιμος και θα τραγουδούσε ο Παπακωνσταντίνου.
Φαίνεται ότι την απόφαση να πάει να συναντήσει ο ίδιος το θάνατο τη δούλευε μέσα στο μυαλό του κάμποσο καιρό πριν. Την περασμένη εβδομάδα είχε καλύψει τη βιτρίνα του «πιθαριού» του — αφού σαν σύγχρονος Διογένης ζούσε και δούλευε μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα τους τελευταίους μήνες — με σελίδες εφημερίδων. Δύο τρεις μέρες πριν έκανε την εμφάνιση του ένα σημείωμα κολλημένο πάνω στην πόρτα του «πιθαριού»: «Θα περιμένω άλλη μια μέρα μήπως γίνει ένα θαύμα», έγραφε.
Προχτές, άλλο «μήνυμα στον έξω κόσμο» το αντικατέστησε: «Το θαύμα δεν έγινε. Η ζωή τελειώνει». Μια πνοή κρύου, θανατερού αέρα έπνεε στην πλατεία Εξαρχείων, ήδη από χτες το μεσημέρι, όταν το νέο «κυκλοφόρησε». Τα καφενεία είχαν γεμίσει από «παλιούς» και «καινούριους» θαμώνες και οι εκφράσεις στα μάτια έμοιαζαν πολύ. Όλοι τον ήξεραν το Νικόλα, όμως λίγοι μίλησαν γι’ αυτόν. Κι αυτοί ανώνυμα:
— Το σύστημα είναι ανίκανο να περιθάλψει τους τραυματίες του.
— Τον φάγανε το Νικόλα. Δεν άντεξε.
— Σώπα, ρε. Φταίμε όλοι μας. Πήγε κανείς σας να τον δει τον τελευταίο καιρό;
— Αφού είχε τρελαθεί τελείως. Λίγες φορές είχε κατεβεί στην πλατεία και την έπεφτε σ’ όλους όσους έβρισκε μπροστά του;
— Ναι, κι εσείς τον πλακώνατε στο ξύλο… Δεν θυμάστε, ρε, που στην κατάληψη της Βαλτετσίου το ’81 κουβάλαγε στα παιδιά νερό με τους κουβάδες κι είχε βάλει μια μπαλαντέζα από το σπίτι του και τους έδινε ρεύμα;
— Οι νεκροί πεθάνανε. Εμείς τι κάνουμε…
— Ακόμα δεν έγινε τίποτα. Να δεις πόσοι θα πάνε σε λίγο καιρό…
Κουβέντες σκόρπιες, αποσπασματικές. Ο καθένας από την πλευρά του. Κατά γενική ομολογία, ο «κόσμος» δεν τον άντεχε εύκολα πια το Νικόλα. Ο Νικόλας είχε «φύγει», είχε «εκτραπεί».
«Κάθε Σάββατο πήγαινα και τον έβλεπα. Το περασμένο, βρήκα ένα σημείωμα στην πόρτα. Το ‘χε αφήσει για μένα. “Λείπω στη Χαλκίδα και θα γυρίσω“, έγραφε.
Σήμερα τον περίμενα να ‘ρθει να φάμε μαζί. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανε. Ίσως γιατί όλοι οι φίλοι του τον είχαν εγκαταλείψει». Τα παραπάνω μας είπε αργά το βράδυ ο θείος του, ο Χρήστος Μισιδόπουλος.
Για επίλογο: Ο Νικόλας Άσιμος (το Άσιμος είναι «δικό» του όνομα) γεννήθηκε το 1949 στη Θεσσαλονίκη. Αντί «βιογραφικού σημειώματος» παραθέτουμε ένα απόσπασμα από μια «κλήση» για συναυλία, από τις πολλές που είχε απευθύνει κατά καιρούς προς όλες τις κατευθύνσεις, όταν ακόμα είχε το κουράγιο να ψάχνει για ανθρώπους «να κάνουν πράγματα μαζί».
Πρόκειται για τη συνάντηση των «Κροκανθρώπων», που έγινε στο μουσικό καφενείο «Σούσουρο» στην Πλάκα, το Δεκέμβριο του ’79: «Βρίσκομαι σε αναζήτηση κροκανθρώπων. Μην ταράζετε τον ύπνο του ξύπνου μου». Παρ’ όλο που δεν έψαξα καθόλου, άλλον κροκάνθρωπο δεν ανακάλυψα. Ξέρω φυσικά ότι υπάρχουν κροκάνθρωποι. Υπάρχουν έστω ως ανύπαρκτοι. Απλώς δεν ήρθε η στιγμή της συνάντησης». Μέχρι αργά χτες το βράδυ δεν ήταν γνωστό πού και πότε θα γινόταν η κηδεία του.
“Ελευθεροτυπία” Ντίνα Βαγενά
Κείμενα και φωτογραφίες από το βιβλίο του Δημήτρη Μπαγέρη
Ο διάσημος Νικόλας Άσιμος 1999 Οδός Πανός και Εκδόσεις ΣΙΓΑΡΕΤΑ
Δείτε εδω μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή ηχητικών αλλά και βίντεο σχετικά με τον Νικόλα
Υ।Γ: Μια ευχή δεν κοστίζει τίποτα και αξίζει πολλά Ο Νικόλας αυτοκτόνησε αλλά αλήθεια αυτός πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του ;
Ας αναρωτηθούμε κοιτώντας τα χέρια μας για ίχνη.
Η ανάρτηση αυτή δεν έχει σκοπό την δημιουργία ινδαλμάτων ή τον εξωραϊσμό της αυτοκτονίας.
Σκοπός είναι να κάνουν όσοι την διαβάσουν μια ευχούλα για τον Νικόλα!
Αιωνία σου η μνήμη.
Συγγνώμη.
Τέλειο.
ΑπάντησηΔιαγραφή