Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011
Εδουάρδο Γκαλεάνο
Ας τον ακούσουμε
* Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο γεννήθηκε το 1940 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Εκεί κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο των έντυπων μέσων δημοσιεύοντας γελοιογραφίες και χρονογραφήματα στο περιοδικό «El Sol». Το 1961 γίνεται διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας «Epoca» και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης «Marcha». Το 1973 εξορίζεται εξαιτίας των ιδεών του και καταφεύγει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Crisis». Μετά το πραξικόπημα του 1976 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και εγκαθίσταται στην Ισπανία. Το 1985, ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στο Μοντεβιδέο. Στο έργο του συγκλίνουν η λογοτεχνική αφήγηση και το δοκίμιο, η ποίηση και το χρονικό.
Ο ίδιος αρνείται ότι είναι ιστορικός: «Είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απαχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή».
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
The answer is blowing in the wind… (Μία σημείωση με εξομολογητική διάθεση)
Ξέρετε λοιπόν ποιο είναι το χοντρό πρόβλημα με τους περισσότερους ανθρώπους της «γενιάς» μου; (αντιπαθώ αυτό το κλισέ με τις γενιές, αλλά τέλος πάντων). Είναι θαρρώ, το γεγονός πως ο κόσμος στον οποίο εμείς μεγαλώσαμε ήταν σε πολλά καλύτερος από αυτόν που έζησαν οι γονείς μας. Εμείς από την άλλη, ανεξάρτητα από το τι έκανε ο κάθε ένας μας χωριστά, αφήνουμε πίσω μας –στην κυριολεξία- συντρίμμια.
Μεγαλύτερη συνολική ευθύνη –αν το δει κανείς ιστορικά- από το να έχεις ρημάξει τα πάντα και να αφήνεις στα παιδιά σου έναν κόσμο απολύτως απορυθμισμένο, δεν ξέρω αν υπάρχει.
Μπορεί ο ψυχρός πόλεμος καλά να κρατούσε, αλλά παράλληλα γιγάντια κινήματα ειρήνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων κέρδιζαν έδαφος.
Εκείνη την εποχή, η φτώχεια, συνδυασμένη με την ανάγκη για πνευματικότητα και αγώνα έδωσαν στον πολιτισμό θαύματα.
Από τη Βρετανία μέχρι τις ΗΠΑ και από εκεί μέχρι και την πατρίδα μας, η Αισθητική όχι μόνο γνώριζε επαναστατική εξέλιξη μέσα από την Τέχνη, αλλά, το κυριότερο, συνομιλούσε με τις μεγάλες μάζες, ενέπνεε, εμψύχωνε, τροφοδοτούσε με ενέργεια τα όνειρα. Και το «κακό» από τη μεριά του, ήταν ακόμα πρωτόγονο. Ήταν πυκνό μαύρο και μπορούσες να το δεις αμέσως. Από την Ελλάδα της δικτατορίας , ίσαμε τη Χιλή του Πινοσέτ. Μαύρο-Άσπρο.
Οι γκρίζοι τόνοι, δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί για να μπερδέψουν.
Εμείς, οι 50 και πάνω, βρεθήκαμε με όλη αυτήν αρματωσιά, που ξεκινούσε από τους δικούς μας, τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι και έφτανε στους Beatles τον Dylan, τους Stones και άλλους πολλούς.
Αναπνεύσαμε τους μεγάλους ποιητές μας, καταλάβαμε ή νομίσαμε πως καταλάβαμε και τον υπόλοιπο κόσμο. Βρεθήκαμε μπροστά σε ένα θαύμα:
Η Ευρώπη να μπαίνει σε μια διαδικασία ενοποίησης.
Γιατί ήταν σημαντικό;
Γιατί κανείς δεν πρέπει να ξεχνά πως η Ευρώπη υπήρξε για περίπου 5 αιώνες το αιματηρότερο πολεμικό θέατρο του πλανήτη.
Ο Ψυχρός Πόλεμος να τελειώνει και να πέφτει το τοίχος του Βερολίνου.
Γιατί ήταν αυτό σπουδαίο;
Γιατί, για πολλούς από εμάς κάθε, μα κάθε έννοια αυταρχισμού και ολοκληρωτισμού ήταν αποτρόπαια. Γιατί αγαπήσαμε μεγάλους δημιουργούς, από τον Ταρκόφσκι μέχρι τον Παρατζάνοφ και ήταν αδύνατο να κατανοήσουμε γιατί ήσαν στη μαύρη λίστα του Σοβιετικού καθεστώτος. Γιατί ο Τσαουσέσκου ήταν ένας εγκληματίας. Γιατί ανά πάσα στιγμή ένας τρελός, είτε γιάνκης είτε Σοβιετικός μπορούσε να πατήσει το «κουμπί».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρούσε, τα σύνορα άνοιγαν και ναι, ήταν απίθανα ωραίο να κυκλοφορείς σε όλη την ήπειρο με μια ταυτότητα, χωρίς διατυπώσεις, να μπορείς να πας να δουλέψεις σε μια περιοχή της Γερμανίας ή της Γαλλίας με την ίδια περίπου ευκολία που θα έπιανες δουλειά κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
Ο κόσμος μας, μεγάλωνε μικραίνοντας.
Και αυτό, ήταν καταπληκτικό.
Ναι, πιστέψαμε πως ο κόσμος μας ήταν καλύτερος από αυτόν των γονιών μας.
Τι πιο φυσιολογικό άλλωστε;
Κάθε γενιά πρέπει να παραδίδει μια πιο εμπλουτισμένη κληρονομιά στους επόμενους.
Για αυτό ίσως, πολλοί από εμάς (σίγουρα πάντως εγώ), αργούμε και δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε όχι το τι ακριβώς συμβαίνει τώρα, αλλά κυρίως που πάει.
Στο μεταξύ, καθώς συνέβαιναν όλα αυτά τα ωραία, στη Βρετανία η κυρία Thatcher ξεθεμελίωνε μεν τα εργατικά συνδικάτα, αλλά, στα μάτια πολλών, παράλληλα, εφάρμοζε μία πολιτική που έδινε στον κάθε ένα την ευκαιρία να «πετύχει».
Να βγάλει λεφτά, να προκόψει. Λαϊκός Καπιταλισμός ονομάστηκε η πολιτική αυτή, που παράλληλα ακύρωνε κάθε έννοια Κοινωνίας, θεοποιώντας τον Ένα. Την ανθρώπινη μονάδα. Το άτομο.
Και δεν είναι τυχαίο, πως τώρα, η λέξη που κυριαρχεί στο παγκόσμιο αναδυόμενο κίνημα από την Wall Street μέχρι τα μέρη μας, είναι μία:
Solidarity -αλληλεγγύη. Ο αντίποδας στον υπερθετικό της Ατομικότητας.
Το τι έγινε μέσα από αυτή την πολιτική το προσδιορίζει έξοχα ένας σχολιαστής της Guardian , ο κος John Chasemore :
« Αυτή (η Thatcher) καλλιέργησε συστηματικά την κουλτούρα της απληστίας, απογύμνωσε τις υποδομές της χώρας και έπεισε τον κάθε ηλίθιο πως μπορεί εύκολα και γρήγορα να βγάλει πολλά χρήματα» γράφει μεταξύ άλλων.
Δεν είναι διόλου λίγοι πια, εκείνοι, που εντοπίζουν την αρχή του κακού, στην περίοδο Thatcher & Regan.
Το απόλυτο ξεσάλωμα, η απαρχή της εποχής στην οποία η λέξη Κοινωνία εκτοπίζεται από τη λέξη Αγορά και οι άνθρωποι αρχίζουν να κατατάσσονται σε «μερίδες κοινού» προκειμένου να διευκολυνθούν τα στόχαστρα των Μαζικών Μέσων και της βιομηχανίας παραγωγής αγαθών.
Ακόμα και τότε, πολλοί από εμάς δεν «είδαμε» το τι έρχονταν.
Ίσως, γιατί ακόμα υπήρχε χώρος για όλα. Ίσως γιατί νομίσαμε πως ήταν μία καμπή και τίποτα άλλο.
Η αλήθεια είναι, πως προσωπικά, συχνά νιώθω καμωμένος από ξεπερασμένα υλικά που μπορούν μεν να ερμηνεύσουν όσα συμβαίνουν, ως κάποιο βαθμό, αλλά που δεν μου επιτρέπουν να δω την διέξοδο.
Και δεν μπορώ να τη δω γιατί η διέξοδος –νομίζω- δεν μπορεί να έρθει ούτε από το τρέχων πολιτικό σύστημα, αλλά ούτε και από τις συνταγές του 19ου αιώνα και της βιομηχανικής επανάστασης.
Και πραγματικά, πιστεύω πως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει η «συνταγή».
Βλέπω, πως η «Κρίση», ο πόλεμος, θα βαστήξει πολλά χρόνια.
Θα έχει «πάνω» και «κάτω».
Κάθε φορά που θα επιστρέφει, θα είναι χειρότερη, πιο βίαιη, πιο δυνατή.
Μέσα σε αυτή τη διεργασία, οι απαντήσεις που σήμερα «πλανώνται στον αέρα» και βρίσκονται στην ασφυξία και το μαύρο που πνίγει κάθε νέο άνθρωπο, θα πάρουν σχήμα, θα αποκτήσουν αλφαβήτα και συντακτικό και θα συγκροτήσουν πειστικά την αντεπίθεση του Ανθρώπου.
Γιατί αν η «γενιά» μου αναρωτήθηκε για τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», ή για το δίπολο «σοσιαλισμός η βαρβαρότητα» , το ερώτημα που προβάλλει πια στην παγκοσμιότητα και θα κυριαρχήσει απαιτητικά στα επόμενα πολλά χρόνια είναι απείρως πιο απλό στη διατύπωση και απείρως πιο σύνθετο και δαιδαλώδες στο βάθος του: «Καπιταλισμός ή Δημοκρατία».
του Γιώργου Πήττα
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011
Ο «τρελός άνθρωπος» Πίσω από την οικονομική κρίση βρίσκονται απωθημένα καλοπέρασης
Του Χρήστου Γιανναρά
Στα μεταπολεμικά χρόνια, μοιάζει να είναι στόχος μοναδικός του εθνικού μας βίου (πραγματικός και άσχετος με την υπόλοιπη πολιτική ρητορεία) η είσοδός μας στο χώρο των καταναλωτικών κοινωνιών, στο χώρο τού πολιτισμού της ευζωίας. Αν όχι τη μοναδικότητα, παντού την προτεραιότητα αυτού του στόχου την καταλαβαίνει εύκολα κανείς, όταν σκεφτεί πως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας έχει άμεση εμπειρία της στέρησης και της ανέχειας ή χωρίζεται από τη στέρηση με την απόσταση μόλις μιας γενεάς. Στα περισσότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας, ως σήμερα, οι στοιχειώδες ανέσεις είναι ένα ιδανικό περισσότερο ή λιγότερο ανέφικτο.
Η ανάγκη να αυξηθεί το «κατά κεφαλήν» εισόδημα έχει ταυτιστεί με τη λεγόμενη πολιτική της ταχύρρυθμης ανάπτυξα, την προσέλκυση μεγάλων κεφαλαίων, την είσοδο της χώρας στην ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα. Και στο σημείο αυτό δεν φαίνεται να διαφωνεί καμιά πολιτική ή άλλη παράταξη. Πριν από μερικά χρόνια, είχε εμφανιστεί το σύνθημα για μιαν απόλυτη προτεραιότητα της παιδείας του τόπου, αλλά από τα πρώτα κιόλας βήματα εφαρμογή του, με την «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», έγινε αμέσου φανερό ότι και της παιδείας η ανάπτυξη απέβλεπε κυρίως στην παραγωγή τεχνοκρατών και επαγγελματιών της οικονομικής και τεχνικής «προόδου». Χαρακτηριστικό σύμπτωμα ήταν η απαίτηση, που διατυπώθηκε κάποτε, να υποταχθεί και η γλώσσα στις ανάγκες της οικονομίας αφού οι τόνοι, τα πνεύματα και οι δίφθογγοι συνεπάγονται ένα τεράστιο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό και είναι συμφερότερο να τα καταργήσουμε, έστω κι αν χάνεται έτσι η γλωσσική ενότητα αυτής τής φυλής, που φτάνει με αδιάκοπη συνέχεια ως τον Όμηρο.
Όλες οι παρατάξεις (και το «πολιτικόν» και το «στρατιωτικόν», που έλεγε ο Μακρυγιάννης) συναντιώνται στον κοινό στόχο της ταχύρρυθμης ανάπτυξης του τόπου. Και μόνο δειλά προβάλλει κάποτε το ερώτημα για το τίμημα που πληρώνουμε, προκειμένου να κερδίσουμε την «προαγωγή» μας στο επίπεδο της καταναλωτικής κοινωνίας.
Και ακόμα πιο δειλά, σχεδόν με ντροπή για την απρέπεια, εμφανίζεται η άποψη πως η κατανάλωση προϋποθέτει οπωσδήποτε ολοκληρωτικές μορφές διάρθρωσης του κοινωνικού βίου, ότι για τις «υπό ανάπτυξιν» χώρες το πέρασμα στην καταναλωτική κοινωνία συνοδεύεται υποχρεωτικά από κάποιες μορφές πολιτικού ολοκληρωτισμού: Οι λεγόμενες «δημοκρατικές διαδικασίες», όπως πραγματικά (και όχι φαινομενικά) λειτουργούν στις παρυφές του δυτικού πολιτισμού, δεν επαρκούν, σύμφωνα με την ίδια αυτή άποψη, ούτε σε αποδοτικότητα ούτε και σε ταχύτητα, για ένα σύντομο πέρασμα από την «υπό ανάπτυξιν» κοινωνία στην καταναλωτική.
Μόνο μια δικτατορία, περισσότερο ή λιγότερο απερίφραστη, μπορεί να ενεργοποιήσει αποδοτικά τους θεσμούς, να ευνοήσει άμεσα και δίχως κριτικές διαδικασίες τις επενδύσεις των μεγάλων κεφαλαίων, να δραστηριοποιήσει τους μηχανισμούς με συγκεντρωτική και ανεξέλεγκτη αμεσότητα. Το ίνδαλμα του αγγλικού ή του σκανδιναβικού πολιτεύματος, που εξακολουθεί να υπνωτίζει στις «υπό ανάπτυξιν» χώρες τους ιδεολόγους των «λαϊκών δικαιωμάτων», προϋποθέτει αιώνες μιας διαδικασίας καθολικής (και όχι μόνον οικονομικής) ανάπτυξης, ενώ σήμερα οι «υπό ανάπτυξιν» βιάζονται, ακριβοί γιατί είναι «υπό ανάπτυξιν».
Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011
Δύσκολη η διαγραφή της μνήμης, αλλά….
Θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος που αίρει το παρελθόν του χωρίς να μπορεί να αγναντεύσει το μέλλον. Αυτό ζούμε ως χώρα σήμερα κι από αυτό οφείλουμε να ξεφύγουμε, αναζητώντας μια αλήθεια και μια δικαιοσύνη στα δικά μας μέτρα. (φωτο : Diego Rivera : The Flower Carrier)
`Αν οι απλοί άνθρωποι δημιουργούσαν την ιστορία, θα είχαμε λιγότερα βαρυσήμαντα περισταστικά και περισσότερη ανθρωπιά. Ρομαντική σκέψη, αλλά είναι απλώς θεωρητική σκέψη.Δύσκολα θηλυκώνει με την πραγματικότητα. Ο απλός άνθρωπος παραμένει εκτός των ιστορικών γεγονότων. Δεν είναι ο πλάστης με τον πυλό, ο εμπνευστής του σχήματος. Είναι ο βοηθός του αγγειοπλάστη. Αυτή είναι η νομοτελειακή φορά, η ιεραρχία, η αλληλουχία. Ιστορικά υπάρχει πάντα μια ελίτ που πετάει το σπόρο στο εύφορο ανθρώπινο έδαφος και αναλόγως της χρονικής περιόδου φυτρώνει ή δεν φυτρώνει η έμπνευση, το θάρρος, η δύναμη, η πειθαρχία, η επιείκια, η ελπίδα. Κι ύστερα ο απλός άνθρωπος ανασκαλεύει τη σπορά και την κατακτά, όπως ο άνδρας κατακτά τη γυναίκα και πλάθει έναν καινούργιο κόσμο, νομίζοντας ότι είναι δικές του η έμπνευση και η κατασκευή.Επί της ουσίας, άλλη εξουσιαστική δύναμη, πολλές φορές κατώτερη των περιστάσεων έχει αυλακώσει το χωράφι.
Ναι, ακούγεται δύσληπτο, δυσήλατο, αλλά μήπως και όσα ζούμε τελευταία έτσι δε φαντάζουν; Μήπως τούτη την ώρα δε σπέρνουν το ευρωπαϊκό χωράφι ηγέτες κατώτεροι των περιστάσεων, ενώ εμείς πιστεύουμε ότι συμμετέχουμε στην καινούργια Ιστορία ; Ο γνώριμος κόσμος έχει προ πολλού γκρεμιστεί. Οχι όμως και ο θρήνος που τον συνοδεύει.Αγανακτισμένοι πολίτες κραδαίνουν λάβαρα απελπισίας, μεσήλικες απλώνουν κρέμες στα πρόσωπά τους για να αποφύγουν τα χημικά, ηλικιωμένοι ψάχνουν για αναπνευστήρες στα ασθενοφόρα.Συμμετρικός κόσμος σ’ ένα ασύμμετρο πια περιβάλλον. Ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει ότι τα γκρεμισμένα δεν πρέπει να τα κλαίμε κι ο Καζαντζάκης προσθέτει στην Ασκητική του : Σκοτώστε τη μνήμη, ξεκινείστε απ ‘την αρχή. Μονάχα έτσι μπορούμε να ελπίζουμε σε μια θαρραλέα ένταξή μας στους χρόνους τους μελλοντικούς ενός κόσμου που θα γελάει κάποτε μαζί μας γιατί μας συγκινούσαν ιδιαίτερα οι νεκροί, οι μουσικές και τ άστρα («Σχόλια του Τρίτου» – Μάνος Χατζιδάκις).
Δύσκολη η διαγραφή της μνήμης, ειδικά για τους Ελληνες που επιμένουν να οριοθετούν αλλιώς το παρόν και το παρελθόν τους. Δικαιολογημένα ίσως. Το διάβασα τις προάλλες στη «Μοντ» με την εξής επισήμανση : «Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά, η Ελλάδα δεν έζησε ποτέ σε καθεστώς σταθερής συνέχειας.Αυτό ενδεχομένως οφείλεται πολύ λιγότερο στη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής και πολύ περισσότερο στα λάθη των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής. Εκείνα τα χρόνια, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία διαγκωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιός θα έθετε την Ελλάδα υπό την επιρροή του». Κοινότοπο ακούγεται, αλλά προσεγγίζει την αλήθεια. Ισως γι αυτό η συγκεκριμένη παράμετρος της ελληνικής ιστορίας θα’πρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν από την Ευρώπη και τους ηγέτες της, κάθε φορά που υπό τον τρόμο των αγορών πιάνουν το μπλοκάκι και αραδιάζουν αριθμούς. Ξεχνούν δηλαδή τους ανθρώπους.
Βεβαίως ο δικός μας `Ελληνας διατηρεί έναν άνευ προηγουμένου παιδισμό. Οπως θυμίζει ο Στέλιος Ράμφος στη «Λογική της Παράνοιας» , ως μονίμως μικρά παιδιά συνδυάζουμε την ανασφάλεια με το πείσμα ενός «θέλω» ανυποχώρητου, που μας κλείνει στο προστατευτικό κέλυφος της οικογένειας. Εκεί με τα χάδια και τα κανακέματα μαθαίνουμε να νοιαζόμαστε μόνο για τη σιγουριά των άμεσων ικανοποιήσεων μας και να παραβλέπουμε την αλήθεια. Αποτέλεσμα ; Ο πανικός των δυσκολιών μας στοιχίζει περισσότερο από την πραγματικότητά τους. Ναι, το ζήσαμε και το ζούμε διαρκώς μέσα από τη δίνη των απεργιακών κινητοποιήσεων, τον εγκλωβισμό μας στα κεκτημένα, την αχαλίνωτη και την τυφλή βία που καταστρέφει την πόλη κομμάτι κομμάτι.Το ζούμε όμως και μέσα από την κατάθλιψη που φέρνει η απρόβλεπτη αποκοπή μας από το συνηθισμένο τρόπο ζωής.Συντηρητικοί άνθρωποι όλοι, ή οι περισσότεροι από μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πιστεύω.
Ο Ντοστογιέφσκι γράφει πως ο δρόμος της διπλωματίας και του άμεσου οφέλους(ας πούμε, αυτός της σημερινής Ε.Ε.) αποδεικνύεται λιγότερο πρακτικός από το δρόμο της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς στις μέρες μας υπέρ ή κατά του Ντοστογιέφσκι. Ισως γιατί στο μεταξύ ο άνθρωπος φορτώθηκε με συγκλονιστικές πληροφορίες, έγινε μέρος της διάδρασης, αποδέχτηκε τη μέγιστη τεχνολογία, υποτελής ενός τεράστιου δικτύου «οπτικών ινών» κι έχασε τη σημασία των λέξεων που σηματοδοτούσαν τους στόχους. Αλλά ένας λαός δίχως στόχους δυνατούς και ηθικούς είναι καταδικασμένος να μείνει δέσμιος του παρελθόντος, μακριά από τη δικαιοσύνη και την αλήθεια, αγαθά για τα οποία οφείλει να παλεύει μέχρις εσχάτων.