Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011
Ο «τρελός άνθρωπος» Πίσω από την οικονομική κρίση βρίσκονται απωθημένα καλοπέρασης
Του Χρήστου Γιανναρά
Στα μεταπολεμικά χρόνια, μοιάζει να είναι στόχος μοναδικός του εθνικού μας βίου (πραγματικός και άσχετος με την υπόλοιπη πολιτική ρητορεία) η είσοδός μας στο χώρο των καταναλωτικών κοινωνιών, στο χώρο τού πολιτισμού της ευζωίας. Αν όχι τη μοναδικότητα, παντού την προτεραιότητα αυτού του στόχου την καταλαβαίνει εύκολα κανείς, όταν σκεφτεί πως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας έχει άμεση εμπειρία της στέρησης και της ανέχειας ή χωρίζεται από τη στέρηση με την απόσταση μόλις μιας γενεάς. Στα περισσότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας, ως σήμερα, οι στοιχειώδες ανέσεις είναι ένα ιδανικό περισσότερο ή λιγότερο ανέφικτο.
Η ανάγκη να αυξηθεί το «κατά κεφαλήν» εισόδημα έχει ταυτιστεί με τη λεγόμενη πολιτική της ταχύρρυθμης ανάπτυξα, την προσέλκυση μεγάλων κεφαλαίων, την είσοδο της χώρας στην ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα. Και στο σημείο αυτό δεν φαίνεται να διαφωνεί καμιά πολιτική ή άλλη παράταξη. Πριν από μερικά χρόνια, είχε εμφανιστεί το σύνθημα για μιαν απόλυτη προτεραιότητα της παιδείας του τόπου, αλλά από τα πρώτα κιόλας βήματα εφαρμογή του, με την «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», έγινε αμέσου φανερό ότι και της παιδείας η ανάπτυξη απέβλεπε κυρίως στην παραγωγή τεχνοκρατών και επαγγελματιών της οικονομικής και τεχνικής «προόδου». Χαρακτηριστικό σύμπτωμα ήταν η απαίτηση, που διατυπώθηκε κάποτε, να υποταχθεί και η γλώσσα στις ανάγκες της οικονομίας αφού οι τόνοι, τα πνεύματα και οι δίφθογγοι συνεπάγονται ένα τεράστιο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό και είναι συμφερότερο να τα καταργήσουμε, έστω κι αν χάνεται έτσι η γλωσσική ενότητα αυτής τής φυλής, που φτάνει με αδιάκοπη συνέχεια ως τον Όμηρο.
Όλες οι παρατάξεις (και το «πολιτικόν» και το «στρατιωτικόν», που έλεγε ο Μακρυγιάννης) συναντιώνται στον κοινό στόχο της ταχύρρυθμης ανάπτυξης του τόπου. Και μόνο δειλά προβάλλει κάποτε το ερώτημα για το τίμημα που πληρώνουμε, προκειμένου να κερδίσουμε την «προαγωγή» μας στο επίπεδο της καταναλωτικής κοινωνίας.
Και ακόμα πιο δειλά, σχεδόν με ντροπή για την απρέπεια, εμφανίζεται η άποψη πως η κατανάλωση προϋποθέτει οπωσδήποτε ολοκληρωτικές μορφές διάρθρωσης του κοινωνικού βίου, ότι για τις «υπό ανάπτυξιν» χώρες το πέρασμα στην καταναλωτική κοινωνία συνοδεύεται υποχρεωτικά από κάποιες μορφές πολιτικού ολοκληρωτισμού: Οι λεγόμενες «δημοκρατικές διαδικασίες», όπως πραγματικά (και όχι φαινομενικά) λειτουργούν στις παρυφές του δυτικού πολιτισμού, δεν επαρκούν, σύμφωνα με την ίδια αυτή άποψη, ούτε σε αποδοτικότητα ούτε και σε ταχύτητα, για ένα σύντομο πέρασμα από την «υπό ανάπτυξιν» κοινωνία στην καταναλωτική.
Μόνο μια δικτατορία, περισσότερο ή λιγότερο απερίφραστη, μπορεί να ενεργοποιήσει αποδοτικά τους θεσμούς, να ευνοήσει άμεσα και δίχως κριτικές διαδικασίες τις επενδύσεις των μεγάλων κεφαλαίων, να δραστηριοποιήσει τους μηχανισμούς με συγκεντρωτική και ανεξέλεγκτη αμεσότητα. Το ίνδαλμα του αγγλικού ή του σκανδιναβικού πολιτεύματος, που εξακολουθεί να υπνωτίζει στις «υπό ανάπτυξιν» χώρες τους ιδεολόγους των «λαϊκών δικαιωμάτων», προϋποθέτει αιώνες μιας διαδικασίας καθολικής (και όχι μόνον οικονομικής) ανάπτυξης, ενώ σήμερα οι «υπό ανάπτυξιν» βιάζονται, ακριβοί γιατί είναι «υπό ανάπτυξιν».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου