Θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος που αίρει το παρελθόν του χωρίς να μπορεί να αγναντεύσει το μέλλον. Αυτό ζούμε ως χώρα σήμερα κι από αυτό οφείλουμε να ξεφύγουμε, αναζητώντας μια αλήθεια και μια δικαιοσύνη στα δικά μας μέτρα. (φωτο : Diego Rivera : The Flower Carrier)


`Αν οι απλοί άνθρωποι δημιουργούσαν την ιστορία, θα είχαμε λιγότερα βαρυσήμαντα περισταστικά και περισσότερη ανθρωπιά. Ρομαντική σκέψη, αλλά είναι απλώς θεωρητική σκέψη.Δύσκολα θηλυκώνει με την πραγματικότητα. Ο απλός άνθρωπος παραμένει εκτός των ιστορικών γεγονότων. Δεν είναι ο πλάστης με τον πυλό, ο εμπνευστής του σχήματος. Είναι ο βοηθός του αγγειοπλάστη. Αυτή είναι η νομοτελειακή φορά, η ιεραρχία, η αλληλουχία. Ιστορικά υπάρχει πάντα μια ελίτ που πετάει το σπόρο στο εύφορο ανθρώπινο έδαφος και αναλόγως της χρονικής περιόδου φυτρώνει ή δεν φυτρώνει η έμπνευση, το θάρρος, η δύναμη, η πειθαρχία, η επιείκια, η ελπίδα. Κι ύστερα ο απλός άνθρωπος ανασκαλεύει τη σπορά και την κατακτά, όπως ο άνδρας κατακτά τη γυναίκα και πλάθει έναν καινούργιο κόσμο, νομίζοντας ότι είναι δικές του η έμπνευση και η κατασκευή.Επί της ουσίας, άλλη εξουσιαστική δύναμη, πολλές φορές κατώτερη των περιστάσεων έχει αυλακώσει το χωράφι.

Ναι, ακούγεται δύσληπτο, δυσήλατο, αλλά μήπως και όσα ζούμε τελευταία έτσι δε φαντάζουν; Μήπως τούτη την ώρα δε σπέρνουν το ευρωπαϊκό χωράφι ηγέτες κατώτεροι των περιστάσεων, ενώ εμείς πιστεύουμε ότι συμμετέχουμε στην καινούργια Ιστορία ; Ο γνώριμος κόσμος έχει προ πολλού γκρεμιστεί. Οχι όμως και ο θρήνος που τον συνοδεύει.Αγανακτισμένοι πολίτες κραδαίνουν λάβαρα απελπισίας, μεσήλικες απλώνουν κρέμες στα πρόσωπά τους για να αποφύγουν τα χημικά, ηλικιωμένοι ψάχνουν για αναπνευστήρες στα ασθενοφόρα.Συμμετρικός κόσμος σ’ ένα ασύμμετρο πια περιβάλλον. Ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει ότι τα γκρεμισμένα δεν πρέπει να τα κλαίμε κι ο Καζαντζάκης προσθέτει στην Ασκητική του : Σκοτώστε τη μνήμη, ξεκινείστε απ ‘την αρχή. Μονάχα έτσι μπορούμε να ελπίζουμε σε μια θαρραλέα ένταξή μας στους χρόνους τους μελλοντικούς ενός κόσμου που θα γελάει κάποτε μαζί μας γιατί μας συγκινούσαν ιδιαίτερα οι νεκροί, οι μουσικές και τ άστρα («Σχόλια του Τρίτου» – Μάνος Χατζιδάκις).

Δύσκολη η διαγραφή της μνήμης, ειδικά για τους Ελληνες που επιμένουν να οριοθετούν αλλιώς το παρόν και το παρελθόν τους. Δικαιολογημένα ίσως. Το διάβασα τις προάλλες στη «Μοντ» με την εξής επισήμανση : «Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά, η Ελλάδα δεν έζησε ποτέ σε καθεστώς σταθερής συνέχειας.Αυτό ενδεχομένως οφείλεται πολύ λιγότερο στη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής και πολύ περισσότερο στα λάθη των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής. Εκείνα τα χρόνια, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία διαγκωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιός θα έθετε την Ελλάδα υπό την επιρροή του». Κοινότοπο ακούγεται, αλλά προσεγγίζει την αλήθεια. Ισως γι αυτό η συγκεκριμένη παράμετρος της ελληνικής ιστορίας θα’πρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν από την Ευρώπη και τους ηγέτες της, κάθε φορά που υπό τον τρόμο των αγορών πιάνουν το μπλοκάκι και αραδιάζουν αριθμούς. Ξεχνούν δηλαδή τους ανθρώπους.

Βεβαίως ο δικός μας `Ελληνας διατηρεί έναν άνευ προηγουμένου παιδισμό. Οπως θυμίζει ο Στέλιος Ράμφος στη «Λογική της Παράνοιας» , ως μονίμως μικρά παιδιά συνδυάζουμε την ανασφάλεια με το πείσμα ενός «θέλω» ανυποχώρητου, που μας κλείνει στο προστατευτικό κέλυφος της οικογένειας. Εκεί με τα χάδια και τα κανακέματα μαθαίνουμε να νοιαζόμαστε μόνο για τη σιγουριά των άμεσων ικανοποιήσεων μας και να παραβλέπουμε την αλήθεια. Αποτέλεσμα ; Ο πανικός των δυσκολιών μας στοιχίζει περισσότερο από την πραγματικότητά τους. Ναι, το ζήσαμε και το ζούμε διαρκώς μέσα από τη δίνη των απεργιακών κινητοποιήσεων, τον εγκλωβισμό μας στα κεκτημένα, την αχαλίνωτη και την τυφλή βία που καταστρέφει την πόλη κομμάτι κομμάτι.Το ζούμε όμως και μέσα από την κατάθλιψη που φέρνει η απρόβλεπτη αποκοπή μας από το συνηθισμένο τρόπο ζωής.Συντηρητικοί άνθρωποι όλοι, ή οι περισσότεροι από μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πιστεύω.

Ο Ντοστογιέφσκι γράφει πως ο δρόμος της διπλωματίας και του άμεσου οφέλους(ας πούμε, αυτός της σημερινής Ε.Ε.) αποδεικνύεται λιγότερο πρακτικός από το δρόμο της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς στις μέρες μας υπέρ ή κατά του Ντοστογιέφσκι. Ισως γιατί στο μεταξύ ο άνθρωπος φορτώθηκε με συγκλονιστικές πληροφορίες, έγινε μέρος της διάδρασης, αποδέχτηκε τη μέγιστη τεχνολογία, υποτελής ενός τεράστιου δικτύου «οπτικών ινών» κι έχασε τη σημασία των λέξεων που σηματοδοτούσαν τους στόχους. Αλλά ένας λαός δίχως στόχους δυνατούς και ηθικούς είναι καταδικασμένος να μείνει δέσμιος του παρελθόντος, μακριά από τη δικαιοσύνη και την αλήθεια, αγαθά για τα οποία οφείλει να παλεύει μέχρις εσχάτων.