Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Που πηγαίνουμε; Ποιοί είμαστε; Από που προερχόμαστε;

Σ έναν κόσμο τον οποίο διατρυπά η αγωνία, ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται όλο και εντονότερα την ανάγκη να βρη μια απάντηση στην αναζήτησή του όσον αφορά στο θέμα της ζωής και του θανάτου. Και από το πρωταρχικό υπαρξιακό ερώτημά του: ";Που πηγαίνουμε;"; απορρέει αναπόφευκτα και άμεσα η εξής τριπλή αναζήτηση: "Που πηγαίνουμε;","Ποιοί είμαστε; ", "Aπό που προερχόμαστε;".
Κάτω από τη βαριά δικτατορία μιας μοναδικής σκέψεως, η οποία παρουσιάζεται πάντοτε ως η μοναδική και απαραίτητη λογική σκέψη, αυτού του είδους τα ερωτήματα διαρκώς απωθούνται. Μόνο όσοι έχουν, λένε, μακάβριες ιδέες θα μπορούσαν να επιμένουν να μην κατανοούν ότι η ζωή του ανθρώπου βρίσκει όλο της το νόημα στον παρόντα κόσμο. Και επειδή πρέπει ν αποστραφή η προσοχή από κάθε τί που θα μπορούσε ν αποκαλύψη την αποτυχία αυτού του ετοίμου ισχύοντος μοντέλου σκέψεως, θα πρέπη να βρεθή μια εξήγηση για κάθε τί που υπάρχει, για κάθε τί που ζή, για κάθε τί που κινείται, για κάθε τί που σκέπτεται, παρουσιάζοντάς το ως το φυσικό και αυτόματο αποτέλεσμα, που προκύπτει από μια κατώτερη πραγματικότητα. Η ζωή εξηγείται με την ύλη, το πνεύμα με την εξέλιξη, η ηθική με τα ένστικτα, το κοινωνικό μέγεθος με την οικονομία, η πολιτική καθορίζεται από τον συσχετισμό των δυνάμεων, η καλλιτεχνική δημιουργία δεν μπορεί παρά να εκφράση αυτό που ο καθένας έχει μέσα στο μυαλό του και η θρησκεία δεν είναι σε θέση ν απαντήση παρά μόνο σε εσωτερικές ψυχολογικές ανάγκες. Δεν επιτρέπεται εξ άλλου να ομιλούμε για θρησκεία έξω από το πλαίσιο των θρησκευτικών παραδόσεων, εφ όσον η αλήθεια δεν θα μπορούσε να είναι μια αποκάλυψη, αλλά μόνο μια υπόθεση τοπικής παραδόσεως. Θα αρκούσε τότε ο άνθρωπος ν απαλλαγή από αυτή τη σκουριά και να ανεξαρτητοποιηθή από την κηδεμονία της κάθε είδους επιβεβλημένης δομής, για να βελτιωθή και ν αναπτυχθή, δηλαδή για να ξαναβρή την αυθεντικότητά του. Έτσι, ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου ανάγεται στην υποκειμενικότητά της και επομένως στο παρόν της.
Οπλισμένοι κατά τρόπο απατηλό με τέτοιου είδους βεβαιότητες, οι άνθρωποι της εποχής μας έχουν φυσικά την αίσθηση ότι όλη αυτή η ιδεολογία δεν οδηγεί αλλού, παρά μόνο σε μια γιγαντιαία αποτυχία. Η υφέρπουσα αγωνία παραμένει στην καθημερινή ζωή των κοινωνιών μας και κυρίως μία γενικευμένη απώλεια εμπιστοσύνης αρχίζει να πλήττη όλες τις ιδεολογίες, τους εκπροσώπους και τον τύπο τους, τους εκφραστές και τους θεσμούς τους, τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία τους. Ο σκεπτικισμός που απλώνεται σχετικά με αυτές δεν είναι παρά η ελάχιστη μορφή της υπαρξιακής αγωνίας: αποκαλύπτει πώς η αναζήτηση για το νόημα της ανθρώπινης ζωής βασίζεται σε μια επίμονη και ακόρεστη δίψα.
Το βιβλίο του Μητροπολίτου Ιεροθέου Βλάχου «Ζωή μετά τον θάνατο»(τού οποίου έχουμε ήδη μεταφράσει το βιβλίο ";Μια βραδυά στην έρημο του Αγίου Όρους"; - ";Entreriens avec un ermite de la Sainte Montagne";, εκδ. Seuil, που υπογράφει ο τότε Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Βλάχος. ";Μητροπολίτης"; είναι ο τίτλος που δίνει η Εκκλησία της Ελλάδος στους Επισκόπους της. Ο Σεβασμιώτατος Ιερόθεος είναι Επίσκοπος της Ναυπάκτου) παρουσιάζεται επομένως την κατάλληλη στιγμή. Έρχεται να υπενθυμίση στους ανθρώπους της εποχής μας αυτό που αποτελεί τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, δηλαδή την διδασκαλία της Αποκαλύψεως, την οποία ο Κύριος κατέθεσε στην Εκκλησία Του και η οποία την μεταφέρει μέχρις εμάς, όσον αφορά στο νόημα της ζωής και του θανάτου στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Η Αποκάλυψη, η οποία εθεωρείτο ως έννοια ασύμβατη από όλες τις λανθασμένες ιδεολογίες της κάθε εποχής, τόσο από τις φιλοσοφίες της αρχαιότητας, τις ψεύτικες θρησκείες και τα πολιτικο-ιδεολογικά συστήματα, όσο και από τον πνευματισμό και τον υλιστικό επιστημονισμό, έπρεπε διαρκώς να επιβεβαιώνεται καθ όλη την πορεία της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, μέσα από τις μάχες που έδωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας και μέσα από τις διαμάχες που έλαβαν χώρα στις Οικουμενικές Συνόδους. Και όλα τούτα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξέταση σε βάθος και η εξήγηση αυτής της εκπληκτικής Αποκαλύψεως, το Καλό Μήνυμα (τό Ευαγγέλιο) της Θείας Συγκαταβάσεως, της φιλανθρωπίας του Θεού, η οποία εκφράζεται με τη γέννηση, τη ζωή, τη διδασκαλία, τον θάνατο και την Aνάσταση του Ιησού Χριστού.
Με την ενσάρκωσή του ο μοναδικός Υιός και Λόγος του Θεού έγινε ο Θεάνθρωπος και μας αποκαλύπτει στο πρόσωπό Του την τέλεια μορφή του ανθρώπου, έτσι όπως Εκείνος τον είχε αρχικά πλάσει από το περίσσευμα της αγάπης Του, σύμφωνα με την εικόνα Του.
Δεν θα είμασταν τίποτε άλλο παρά απλώς πλάσματα και από τη φύση μας και μόνο δεν θα μπορούσαμε να είχαμε γνωρίσει παρά μόνο μία πρόσκαιρη ζωή, ταμένη στην φθορά. Δημιουργώντας μας σύμφωνα με την εικόνα Του, παραχώρησε την αιωνιότητα σ αυτήν τη δημιουργηθείσα φύση, έτσι ώστε αυτή να μπορή διαρκώς ν αναπτύσσεται και ν αυξάνη έως του ύψους του Χριστού. Έτσι θα φτάσουμε στην ολοκλήρωσή μας μέσα από μια διαδικασία τελειοποίησης, διαρκώς τελειοποιούμενης, μέσα από μια κατάσταση σταθερότητας σε διαρκή κίνηση. Στην ψυχή μας έγκειται η εξασφάλιση της συνοχής και της διάρκειας ολόκληρης της βιολογικής μας ύπαρξης, αποτελούμενης από τόσα πολλά και διαφορετικά στοιχεία, λειτουργίες και όργανα. Στερούμενο της ψυχής το σώμα μας δεν μπορεί παρά ν αποσυντεθή, παραδεδομένο στην γενικότερη εντροπία , που κλονίζει την μεταπτωτική Δημιουργία. Αλλά παρ όλα αυτά εκείνη συνεχίζει να υπάρχη, επιμένει να είναι αυτό που είναι και δεν ξεχνάει ποτέ εκείνη τη βιολογική ζωή, που κάποτε είχε και που ξέρει πώς κάποια στιγμή θα γνωρίση την ανακαίνισή της. Η πραγματική ζωή του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να είναι μία ζωή ολοκληρωμένη, μία ζωή ενός ανθρώπου σε πληρότητα, σώμα και ψυχή ενωμένα.
Έπρεπε να γίνη το λάθος από τον Αδάμ και την Εύα κάποτε στον γήϊνο παράδεισο, αυτή η τρελλή φιλοδοξία που κατακυρίευσε τους προγόνους μας μιαίνοντάς τους με τη ζήλεια του Διαβόλου, να θελήσουν να καθιερωθούν ως θεοί, σκοπεύοντας ν αρπάξουν ως λεία τον Θείο Νόμο, παίρνοντας την εξουσία ν αποφασίζουν για το καλό και το κακό, χωρίς όμως να συμμετάσχουν στην ολοκληρωτική απαγωγή της δίχως όρια Θεότητας. Έπρεπε να γίνη αυτό το λάθος, για να γνωρίση ο Αδάμ όλο το μέγεθος της πτώσης του. Τότε, λοιπόν, ολόκληρη η Κτίση εξανέστη εναντίον του, αρνούμενη να του παράσχη καταφύγιο, ενώ ταυτόχρονα το σώμα του άρχιζε να εξασθενή και να φθείρεται. Ο Δημιουργός του τότε από την μακροθυμία Του, του επέτρεψε να φορέση τον δερμάτινο χιτώνα της φθαρτότητας και της θνητότητας, με την ελπίδα πώς ο κάθε άνθρωπος θα μπορέση να πάρη την πικρή γεύση της δικής του πτώσης, αλλά ταυτόχρονα πώς θα μπορέση ν αποδείξη ότι πράγματι επέλεξε τη Σωτηρία, δηλαδή την επιστροφή του στο δρόμο της θεώσεως. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η προσωρινή συνθήκη που έχει οικονομηθή για μας από την Θεία Πρόνοια γι αυτόν τον παρόντα χρόνο, όπου ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με την ελευθερία να επιλέξη και ν αναζητήση το δρόμο του.
Σ αυτήν τη νέα και μεταβατική κατάσταση ο θάνατος επομένως δεν αντιπροσωπεύει παρά τον προσωρινό χωρισμό της ψυχής και του σώματος εν αναμονή της γενικής αναστάσεως των σωμάτων, η οποία θα είναι και η πρώτη συνέπεια, το προανάκρουσμα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Η παρούσα ζωή, με την εξέλιξη του χρόνου και της ιστορίας της, με την πορεία της ζωής του καθενός μας, δεν αποτελεί παρά μία μικρή εξέταση, όπου δοκιμάζεται η διάθεσή μας: μας χαρίζει την δεύτερη ευκαιρία.
Στον ανακαινισμένο κόσμο θα μεταβούμε ο καθένας μας όπως ήταν, θα μεταβή ο συγκεκριμένος άνθρωπος, ο οποίος υπήρξε, ο καθένας μας με τις πράξεις και τις κινήσεις που τον χαρακτήριζαν στη βιολογική του ζωή, μαρτυρώντας έτσι πώς ο Κύριος ήταν πράγματι η μοναδική του προσδοκία. Αυτό στο οποίο προσμένουμε δεν είναι η φυγή της ψυχής μας προς ένα πνευματικό υπερπέραν, αλλά έχουμε μία άλλη προσδοκία, διότι αυτό που εδόθη ως υπόσχεση στους ανθρώπους είναι η Ανάσταση των σωμάτων και η συνεχής ανύψωση προς μία τελειότητα διαρκώς τελειοποιούμενης.
Ο Θεός ζητά από τον καθένα μας να συμβάλη με τη δική του συμμετοχή, με τη συνέργειά του, στο έργο της προσωπικής του σωτηρίας, αλλά και της σωτηρίας των αδελφών του, με το να ενσωματωθή στην Εκκλησία, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά το Σώμα του Χριστού. Είναι πολύ πιθανόν κάποιος ν αρνηθή να προσφέρη την προσωπική του συμμετοχή και ν αγωνίζεται μάταια να ολοκληρωθή με τις δικές του δυνάμεις, πράγμα που έκανε κάποτε ο Αδάμ. Εάν ο άνθρωπος δεν μετανοήση πριν το θάνατό του, μπορεί ν αποβή αυτός ο ίδιος η κόλασή του, χωρίς να μπορή να πεθάνη, αφού η ψυχή του παραμένει αθάνατη. Η κατάσταση που προέκυψε για μας από αυτό το αμάρτημα των προγόνων μας, δηλαδή ο δερμάτινος χιτώνας της θνητότητας και της φθαρτότητας, τον οποίον έκτοτε οφείλουμε να υπομένουμε, καθώς και η δοκιμασία, την οποία σημαίνει για μας η ελευθερία της επιλογής, είναι οι ενδείξεις αυτής της φιλανθρωπίας του Θεού, είναι αυτή η μικρή δοκιμασία, που μας παρέχει τη δυνατότητα να μεταμεληθούμε. Από εμάς και μόνον εξαρτάται το αν θα δεχθούμε την Αγία Τριάδα να έρθη και να κατοικήση μέσα μας, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να παρουσιαστούμε με εμπιστοσύνη ενώπιον του φοβερού βήματος του Χριστού, όταν θα έρθη η ώρα της ενδόξου και Δευτέρας Παρουσίας Του.
Νά, λοιπόν, που βρισκόμαστε πολύ μακριά από αυτήν την απεχθή θεωρία της ενοχής και της εξιλέωσης, που οφείλουμε στο Θεό, έμμονη ιδέα, η οποία τόσο πολύ δηλητηρίασε το πνεύμα των Δυτικών. Στην πραγματικότητα τα πρώτα θύματα της υπερηφανείας και της αίρεσης της Δύσης, της υπεροψίας της, του σχολαστικού ορθολογισμού της, του επιστημονισμού της, της ηθικολογίας της, του πνευματισμού της και όλων των νορμαλιστικών ουτοπιών της είναι οι ίδιοι οι Δυτικοί. Οι εκκλησίες της Δύσης αποτελείωσαν αυτήν την γιγαντιαία πλύση εγκεφάλου μολύνοντας τις πνευματικές πηγές του Δυτικού πολιτισμού, οικοδομώντας μία ψεύτικη θρησκεία, η οποία απέχει αδικαιολόγητα από αυτό που είναι ο Χριστιανισμός.
Χρησιμοποιώντας το όνομα αυτό και πίσω από τον τίτλο αυτόν κρύβεται μία απάτη. Οσο η αλήθεια της Θείας Αποκαλύψεως θα παραμένη έντεχνα αποκεκρυμμένη, φορώντας ξένο ένδυμα, πολλοί άνθρωποι στη Δύση θα στρέφουν την αναζήτησή τους προς το Ισλάμ ή τον Βουδισμό.

 Αλλά το αδιέξοδο δεν βρίσκεται μόνον εδώ: για τους λαούς της Δύσης, των οποίων κάποτε οι πρόγονοι είχαν δεχθή τον σπόρο της Αποκαλύψεως του Χριστού, η προσφυγή σε μεταφυσικές του απροσώπου αποτελεί ακρωτηριασμό.
Εγκαταλελειμμένες από τους πιστούς τους, ανίκανες ν ανανεώσουν τον κλήρο τους, αυτές οι ψευδοεκκλησίες ζουν πλέον τις τελευταίες τους στιγμές. Οι σύγχρονοί μας απορρίπτουν μαζικά την έμμονη ιδέα της ενοχής, το κλείσιμο μέσα στα πλαίσια της υποκειμενικής και ορθολογικής καλής θελήσεως, αυτήν την τρομοκρατία της δικανικής σωτηρίας. Αλλά οι σύγχρονοί μας δεν ξαναβρήκαν ακόμη την διδασκαλία της Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που μόνη αυτή μπορεί να τους οδηγήση στην πνευματική ελευθερία. Τώρα δεν έχουν στη διάθεσή τους παρά μόνον το υποκατάστατο του πνεύματος.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον το βιβλίο του Μητροπολίτου Ιεροθέου Βλάχου εκδίδεται την κατάλληλη στιγμή. Η διδασκαλία της Εκκλησίας, την οποίαν μας παρουσιάζει το παρόν έργο, δεν είναι ο καρπός μιας θεωρητικής εκτίμησης, αλλά είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας της Αποκαλύψεως, την οποίαν ο Κύριος κατέθεσε στην Εκκλησία Του και την οποίαν τόσον καιρό οι δυτικές σχολαστικές θεωρήσεις επεχείρησαν ν αποκρύψουν.
Jean-Louis Palierne
(Μετάφραση από το πρωτότυπο κείμενο στη γαλλική γλώσσα Άννα-Μαρία Μωϋσίδου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου