Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Η Μεγάλη Ιδέα ενός μικρού λαού


megali idea 1821

Ἀρχιμ. Βασίλειος Ἰβηρίτης

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τῶν διακοσίων χρόνων ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασι

Ὑπάρχουν δύο παραδόσεις στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία: Οἱ πρῶτοι εἶναι «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» ποὺ θέλουν νὰ ἐπικρατήσουν καὶ νὰ ὑποτάξουν τοὺς ἄλλους. Καὶ αὐτοὶ ποὺ ζητοῦν νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Ἑνός.

Οἱ πρῶτοι σταδιοδρομοῦν πρόσκαιρα καὶ βασανίζουν τὸν κόσμο. Οἱ δεύτεροι ἀναδεικνύονται «κλέος ἀέναον θνητῶν». Ἀνατέλλει ἀπὸ μέσα τους μιὰ αἴγλη ποὺ δὲν δύει ἀλλὰ φωτίζει καὶ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους.

Οἱ Ἕλληνες εἶναι μικρὸς λαὸς μὲ μεγάλες ἀπαιτήσεις. Ὁ Δημόκριτος ζητᾶ νὰ βρῆ τὴ μία αἰτιολογία τῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὴν τῶν Περσῶν βασιλείαν. «Ἔλεγε βούλεσθαι μᾶλλον μίαν εὑρεῖν αἰτιολογίαν ἢ τὴν τῶν Περσῶν οἱ βασιλείαν γενέσθαι». Οἱ ἀπαιτήσεις καὶ ἡ σταδιοδρομία τους ξεπερνοῦν τὴν ἱστορία.

Ὁ Ἡράκλειτος ζητᾶ τὸν τρόπο τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως. Τὰ θυσιάζει ὅλα γιὰ τὸ ἕνα καὶ τοῦ χαρίζεται ἡ γνῶσι τῶν πάντων. Κάνει διάγνωσι ὅτι ὑπάρχει νόμος ποὺ ἐπιβάλλει νὰ ὑπακούωμε στὴ θέλησι τοῦ ἑνός, ὄχι τοῦ ὁποιουδήποτε, ἀλλὰ τοῦ κοινοῦ καὶ θείου Λόγου, τοῦ Λόγου καὶ Θεοῦ ποὺ διοικεῖ τὰ πάντα διὰ πάντων.

Ὅταν ὑπακούωμε στὴ θέλησι τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀληθεύομε. Ὅταν ἰδιάζωμε (θεωροῦμε τὸν ἑαυτόν μας τὴν αὐθεντία) ψευδόμεθα. Στὴ βάσι αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς στηρίζονται οἱ ἄριστοι. Καὶ ὁ ἕνας εἶναι τρισμύριοι, οἱ δὲ ἀναρίθμητοι κανείς.

Ὁ Ἡράκλειτος εἶναι ἕνας ἄριστος, γεννημένος μὲ μιὰ ἄσβεστη δίψα καὶ ἀναζήτησι γιὰ τὸ ἕνα καὶ μακρινό.

Ὁ ἴδιος δὲν τὸ γνωρίζει ἀλλὰ εἶναι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει καὶ τὸν συγκλονίζει. Αὐτὸς ὁ συγκλονισμὸς τὸν κάνει μιὰ αἴσθησι ποὺ κρίνει καὶ ἀπορρίπτει ὅσα βλέπει καὶ ἀκούει νὰ γίνωνται ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του.

Δὲν ἀντιπαραβάλλει τὴ δική του ἄποψι μὲ ἐκείνη τῶν ἄλλων. Νοιώθει τὴν ἀδυναμία τοῦ μεμονωμένου ἀνθρώπου. Ἀποφαίνεται «μὴ εἶναι λογικὸν τὸν ἄνθρωπον, μόνον δ’ ὑπάρχειν φρενῆρες τὸ περιέχον».

Δὲν εἶναι ἀπὸ μόνος του λογικὸς ὁ ἄνθρωπος [«χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15, 5)]. Εἶναι ὅμως πλῆρες φρονήσεως αὐτὸ ποὺ τὸν περιβάλλει στὸ ὁποῖο τὰ πάντα κυβερνῶνται διὰ πάντων ἀπὸ τὸν Ἕνα.


Δὲν θέλει νὰ πρωτεύση στὴ φθορὰ καὶ νὰ διαπρέψη στὸ χρόνο ἀτομικά. Δὲν κλείνονται ἐκεῖ οἱ φιλοδοξίες καὶ οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου.

Δὲν τὸν καταλαβαίνουν οἱ συμπατριῶτες του. Τὸν χαρακτηρίζουν σκοτεινό, ὑπερόπτη καὶ ὀχλολοίδορο.

Αὐτὰ δὲν τὸν ἀγγίζουν γιατὶ δὲν ἔχουν σχέσι μὲ τὴν πραγματικότητα. Φεύγει μόνος του στὸ βουνό. Συνεχίζει τὸν ἀγῶνα.

Ἑρευνᾶ τὸν ἑαυτό του. Πλησιάζει καὶ γνωρίζει «εὖ μάλα» ὅλους τοὺς φιλοσόφους καὶ ποιητές, τοὺς παλαιοὺς καὶ τοὺς νέους.

Βλέπει πῶς ἀντιδρᾶ τὸ φορτισμένο εἶναι του μὲ αὐτὸ τὸ πλησίασμα καὶ τὴ γνῶσι.

Μετὰ τὴν τελική του διάγνωσι γυρίζει καὶ ἀπευθύνεται στοὺς Ἐφεσίους: Σᾶς εἶπα ὅτι οἱ πολλοὶ εἶστε πονηροί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί. Τώρα σᾶς λέω ὅτι δυνάμει ὅλοι εἶστε ἀγαθοί.

«Πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν»· εἶναι δυνατὸν σὲ ὅλους νὰ φτάσουν στὴν αὐτογνωσία καὶ τὴ σωφροσύνη.

Δὲν θέλω νὰ σᾶς ὑποτιμήσω οὔτε νὰ μὲ τιμήσετε. Θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, ὅταν ἤμουν νέος, δὲν γνώριζα τίποτε.

Ὅταν ἔφτασα στὴν τελειότητα τὰ γνώρισα ὅλα. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴ φανταστική του αὐθεντία ψεύδεται. Ἐνῶ κάνει τὸν δάσκαλο, φτάνει σὲ ἀδιέξοδο ἀπογνώσεως καὶ βασανίζει τὸν κόσμο.

Αὐτὸς ποὺ ὑπακούει στὸν Θεὸν Λόγον ἀληθεύει. Τὰ θυσιάζει ὅλα χάριν τοῦ Ἑνός. Τοῦ χαρίζονται τὰ πάντα χάριν τῶν πολλῶν. Ζῆ τὴν ταύτισι τῶν ἀντιθέτων.

Τὸ νὰ κρίνης, κατὰ τὸν λογισμόν σου δίκαια, καὶ νὰ πληγώνης ἀνώφελα τοὺς ἄλλους εἶναι ὑπόθεσι ἐνοχλητικὴ καὶ στεῖρα.

Τὸ νὰ ἀπορρίπτης ὅλους καὶ νὰ συγκεντρώνωνται γύρω σου, σημαίνει ὅτι κάτι ἰδιαίτερο συμβαίνει μὲ σένα. Κάπου ἔφτασες, κάτι βρῆκες.

Ὁ Ἡράκλειτος εἶναι ἕνα φαινόμενο στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἐνῶ ἀπορρίπτει σχεδὸν τοὺς πάντες, ὅλοι συγκεντρώνονται γύρω του θεωρῶντάς τον πατέρα πνευματικὸ καὶ ὁδηγό.

Περνοῦν οἱ χιλιετίες καὶ ἡ παρουσία του ταράζει ζωηφόρως τὴν οἰκουμένη. Ὅλοι, καὶ οἱ μεταξύ τους ἀντίθετοι, τὸν θεωροῦν πνευματικό τους πατέρα καὶ θεμελιωτὴ τῆς θεωρίας των.

Ὁ Κίρκεγκωρ (1813-1855) αὐτοεπικαλεῖται μαθητὴς τοῦ Ἡρακλείτου. Ὁ Λένιν (1870-1924) τὸν θεωρεῖ πατέρα τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ.

Ὁ Χάιντεγκερ (1889-1976) τὸν βλέπει ὡς τὸν πρῶτο δυτικὸ στοχαστή. Καὶ ὁ Ὄσσο (1931-1990) λέει ὅτι εἶναι γκουροὺ τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὄχι Ἕλληνας ὅπως ὁ Ἀριστοτέλης.

Αὐτὰ συμβαίνουν σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν εἶναι κατὰ φαντασία μεγάλος, ἀλλὰ πραγματικὰ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ὕβρι καὶ τὴν οἴησι.

* * *

Οἱ Ἕλληνες μπαίνουν στὸ στίβο τῆς ἱστορίας μὲ γενάρχες τοὺς ἄριστους ποὺ θυσιάζουν τὰ πάντα γιὰ τὸν Ἕνα.

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τέλους βρίσκεται ἡ δίψα τους γιὰ τὸ ἀπόλυτο καὶ ἡ αἴτησι νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Ἑνός. Αὐτὸ χαρίζει τὴν ἑνότητα τῶν πάντων στὴν ἐλευθερία τῆς ἀειζωίας.

Ζητοῦν τὴ σοφία καὶ τὸ κάλλος ποὺ ἐξυψώνουν τὸν κόσμο, ὄχι τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δύναμι ποὺ εὐτελίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ὡς κατακτητὲς καὶ νικημένους.

Ἔχουν δοσοληψίες μὲ τοὺς γνωστοὺς λαούς. Ὅ,τι καλὸ παίρνουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τὸ καλλιεργοῦν περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖνοι ποὺ τὸ εἶχαν.

Ζητοῦν τὸ ξεπέρασμα καὶ τὴ μεταμόρφωσι ὅλων. Γίνεται γι’ αὐτοὺς φιλοσοφία ἡ μελέτη τοῦ θανάτου, καὶ φιλοκαλία ἡ προσπάθεια νὰ δώσουν μορφὴ στὸ ἄμορφο, νὰ πετύχουν τὸ ἄγαλμα, τὴν ἀγαλλίασι τοῦ κάλλους καὶ τῆς ζωῆς.

Οἱ δοκιμασίες καὶ τὰ ἀδιέξοδα τῆς ζωῆς γίνονται ἀφορμὴ καλλιτεχνικῆς δημιουργίας καὶ δύναμι νὰ λύσουν τὰ προβλήματα, νὰ φτάσουν στὴν κάθαρσι καὶ τὴν ἀνάπαυσι.

Γεννιοῦνται οἱ τραγωδίες. Ἐκφράζουν τὶς φιλοσοφικές τους ἀναζητήσεις μὲ τὴ γλῶσσα τῶν θεατρικῶν παραστάσεων.

Ἐκπαιδεύουν καὶ ψυχαγωγοῦν τὸν κόσμο μὲ τὸ θέατρο. «Δημοτερπέστατόν τε καὶ ψυχαγωγικώτατον ἡ τραγωδία» (Πλάτων).

Δὲν ἱκανοποιοῦνται μ’ αὐτὸ ποὺ πετυχαίνουν. Συνέχεια συζητοῦν καὶ ζητοῦν νὰ ἀκούσουν κάτι νεώτερο (Πραξ. 17, 21).

Ἀπορρίπτουν τὴν ὕβρι ὡς πυρκαγιὰ καὶ τὴν οἴησι ὡς ἐπιληψία. Ἀποκτοῦν τὴν ὑγεία μὲ τὴν ἀναζήτησι τοῦ μέτρου.

Μπαίνουν στὸν δρόμο τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν κοινὸ καὶ θεῖο Λόγο. Τοὺς ἀποκαλύπτεται ὁ τρόπος τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.

Εἶναι ἐραστὲς τῆς σοφίας καὶ τοῦ κάλλους, ὄχι σφετεριστὲς τῶν θείων δωρεῶν.

Ἐὰν συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου κριτήριο τῆς ἀληθείας, καὶ προβάλης τὴν ἄποψί σου ὡς τὴ μόνη ὀρθή, πῆρες στραβὸ δρόμο καὶ φτάνεις σὲ ἀδιέξοδο.

Αὐτοφυλακίζεσαι σὲ φαντασιώσεις. Παριστάνεις τὸν μεγάλο ἐνῶ λὲς ψέματα. Φτάνεις σὲ συσκότισι ἀπογνώσεως καὶ τελεσίδικη καταδίκη.

Ἀντὶ νὰ σιωπᾶς, ἰσχυρίζεσαι ὅτι τὰ πάντα καταλήγουν σὲ συντρίμμια συμφορᾶς. Ντύνεσαι τὸν ἡρωισμὸ τῆς ψευδαισθήσεως καμαρώνοντας ὡς προφήτης καταστροφῆς.

Βλέπεις τὰ πράγματα ἀνάποδα. Σὰν νὰ μὴν ἔχης ἐσὺ ἀνάγκη τοῦ Ἑνός, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ζητᾶ βοήθεια ἀπὸ σένα.

Κατατάσσεις τὸν ἑαυτό σου στοὺς σωτῆρες τοῦ Θεοῦ, Salvatores Dei.

Οἱ ἄριστοι ὑπακούουν στὴ θέλησι τοῦ Ἑνὸς καὶ κατακλύζονται ἀπὸ γνώσεις ποὺ τοὺς κάνουν νὰ ἀγαποῦν τὴν ταπείνωσι.

Ὅταν θυσιάζης τὰ πάντα γιὰ τὸν Ἕνα, τὰ βρίσκεις ὅλα μεταμορφωμένα. Φτάνεις μετὰ ἀπὸ τὸν κόπο στὴν ἀνάπαυσι καὶ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα στὸ ἀνέλπιστο.

Ἀπολαμβάνεις τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ τὴν μετατροπὴ τῶν πάντων σὲ εὐλογία.

Οἱ ἄριστοι προτιμοῦν τὸ ἕνα ἀντὶ πάντων καὶ τοὺς δίδεται κάτι ἐλάχιστο μὲ ἀνεξάντλητο δυναμισμὸ ποὺ τοὺς τρέφει ὡς ἄρτος ζωῆς.

«Οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὅπωσπερ κτήνεα»· οἱ πολλοὶ τρῶνε τοῦ σκασμοῦ σὰν κτήνη καὶ μένουν νηστικοί, γιατὶ δὲν εἶναι κτήνη ἀλλὰ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἄλλης τροφῆς.

Ἀσχολοῦνται μὲ χίλια θέματα, «ἀνθρώπινα δοξάσματα», παιδιαρίσματα, ποὺ δὲν ὁδηγοῦν πουθενά.

Μοιάζουν μὲ τροφὴ ἀκατάλληλη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. «Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον, ἰχθῦσι μὲν πότιμον καὶ σωτήριον, ἀνθρώποις δὲ ἄποτον καὶ ὀλέθριον» (61).

Οἱ ἄριστοι δὲν ἀκολουθοῦν γνωστὰ μονοπάτια ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν ποὺ ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν στὴ φθορά.

Ζητοῦν νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Ἑνὸς καὶ τοὺς ἀνοίγονται δρόμοι ἐλευθερίας. Σβήνουν τὰ γνωστὰ καὶ παρερχόμενα. Ἀνατέλλουν τὰ καινὰ καὶ ἀνανεούμενα.

Στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς ὅλα εἶναι αἴολα καὶ σχετικά. Τὰ κακὰ εἶναι νοσηρὰ καὶ ἀπορριπτέα. Τὰ καλὰ εἶναι ἀνεπαρκῆ καὶ ἐφήμερα.

Προσφέροντας τὸ λίγο ποὺ ἔχεις στὴ θέλησι τοῦ Ἑνὸς κατακλύζεσαι ἀπὸ θεῖες δωρεές.

Ὁ χορτασμὸς τῆς τροφῆς ποὺ δυναμώνει τὸν ἄνθρωπο ἀκτινοβολεῖται ὡς ἐνέργεια ζωῆς ποὺ ἐνισχύει ὅλους καὶ φανερώνει ὅτι ὅλα εἶναι ἕνα.

Οἱ βάρβαροι εἶναι κλεισμένοι στὰ στενὰ ὅρια τοῦ φθαρτοῦ γιατὶ τοὺς λένε ψέματα οἱ αἰσθήσεις.

«Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισι ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων» (107). Δὲν ὑποψιάζονται τὸν χῶρο τῆς ἐλευθερίας ποὺ προσφέρεται σ’ αὐτὸν ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸ Ἕνα.

Προσπαθοῦν νὰ παριστάνουν τὸν πολιτισμένο ἀλλὰ προδίδονται γιατὶ ἡ βαρβαρότητα ἔχει διαπλάσσει ἕνα ἀλλόκοτο ἄνθρωπο μέσα τους.

Δὲν δέχονται ἐπιδράσεις ἀνωτέρου πολιτισμοῦ γιατὶ δὲν ὑποψιάζονται τὴν ὕπαρξί του.

Ἀντίθετα, μιὰ μυστικὴ φλέβα διατρέχει τὴν ἱστορία μας καὶ διατρέφει τὴν οἰκουμένη μὲ ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα ποὺ φτάνει στὴν κατάργησι τοῦ θανάτου.

Ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν αἴτησι νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Ἑνός. Καὶ καταλήγει στὴν κλῆσι τῶν πάντων στὴν πανήγυρι τῆς ζωῆς.

Οἱ ἰδιάζοντες προκαλοῦν σύγκρυο ψευτιᾶς γιατὶ στηρίζονται στὸν ἑαυτό τους. Γράφουν βιβλία. Κάνουν θεωρίες. Θέλουν νὰ σώσουν τὸν κόσμο· ὁ ἕνας ὑπόσχεται φανταστικὲς κατακτήσεις, καὶ ὁ ἄλλος προβλέπει ἀναπόφευκτες καταστροφές. Ὅλοι λένε ψέματα.

Γιὰ τοὺς ἄριστους ὅλα βρίσκονται ἐν ἐξελίξει καὶ ταὐτόχρονα ἀπολαμβάνουν τὴν τελικὴ καρποφορία γιατὶ στηρίζονται στὴ θέλησι τοῦ Ἑνός.

Σβήνουν οἱ ἐφιάλτες τῶν ψευδαισθήσεων. Ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας.

Ἂν θελήσης νὰ τοὺς κλείσης τὸν δρόμο, τοὺς πολλαπλασιάζεις τὴ δύναμι γιατὶ στηρίζονται στὸν Ἕνα, καὶ ἡ ἀποστολή τους εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους.

Στὴν πορεία τῆς ἀναζητήσεως τῶν τιμίων: Ἢ τὰ παραδίδεις ὅλα στὴ θέλησι τοῦ Ἑνός, καὶ σοῦ χαρίζεται ἡ ἔκπληξι τῆς ἀτελευτήτου ἐπεκτάσεως. Ἢ παραμένεις δέσμιος στὴν ἀτομική σου αὐθεντία ποὺ γεννᾶ τοὺς κακοήθεις ὄγκους τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ καὶ τοῦ σχολαστικισμοῦ.

* * *

Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔρχεται στὴν Ἀθήνα, βρίσκει τὴν πόλι «κατείδωλον», γεμάτη βωμοὺς στοὺς γνωστοὺς θεούς. Ἀλλὰ βλέπει καὶ ἕνα βωμὸ «τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ». Αὐτὸ τοῦ ἀνοίγει τὴν καρδιὰ καὶ τοῦ χαρίζει τὴ δυνατότητα νὰ μιλήση ὡς οἰκεῖος στὴν ὁμήγυρι τῶν Ἀθηναίων. Ἀρχίζει σχολιάζοντας τοὺς δικούς τους ποιητὲς καὶ φιλοσόφους, ποὺ βάζουν τοὺς ἀνθρώπους στὸν δρόμο τῆς ἀναζητήσεως τοῦ Ἑνός.

Ἀκοῦνε τὸ μήνυμα τῆς καινῆς κτίσεως ὡς ἀπάντησι στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοὺς βασανίζουν μιὰ ζωή. Δέχονται τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ Λόγου ποὺ τοὺς ἕλκει καὶ τοὺς ἀλλοιώνει ὡς ἔρωτας θεϊκός. «Ἔθελξας πόθῳ με Χριστὲ καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι. . . »

Μπολιάζεται ἡ δίψα καὶ ἡ τόλμη τῆς θυσίας τῶν πάντων χάριν τοῦ Ἑνός, στὴν καλλιέλαιο τῆς χάριτος. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μ’ αὐτήν τους τὴν ἐνέργεια δὲν μεταστρέφονται σὲ κάποια νέα πίστι, ἀλλὰ βρίσκουν στὸ μήνυμα τοῦ Ἀποστόλου τὴν ἀπάντησι στὴ βαθειά τους ἀναζήτησι.

Ἐπειδὴ δὲν θέλουν τὴν τῶν Περσῶν βασιλεία, τοὺς δίδεται ἡ πολυεθνικὴ αὐτοκρατορία, γιατὶ δὲν θὰ μείνουν σ’ αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τὸν γνωρίζουν, δὲν ἀναπαύεται σὲ τίποτε φθαρτὸ καὶ παρερχόμενο ὅσο μεγάλο καὶ ἂν φαίνεται.

Δέχονται τὴν αὐτοκρατορία ὡς κάτι σημαντικὸ ἀλλὰ χρονικὸ ποὺ κάποτε τελειώνει. Καὶ πρέπει νὰ ἁγιασθῆ γιὰ νὰ σωθῆ καὶ νὰ προσφερθῆ σὲ ὅλους ὡς εὐλογία καὶ δύναμι ζωῆς. Τοὺς δίδεται μὲ τὸ νὰ τοὺς τὴν ἀρνοῦνται πάνω στὰ πράγματα. Ὑποτάσσονται οἱ Ἕλληνες στοὺς Ρωμαίους.

Καὶ νικοῦν οἱ ἡττημένοι τοὺς κατακτητές, ὄχι μὲ τὴ δύναμι τῶν ὅπλων (χαμένη ὑπόθεσι), ἀλλὰ μὲ τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος ποὺ ὁμορφαίνει τὴ ζωὴ καὶ καθιστᾶ ὅλους νικητές.

Τὸ ζητούμενο εἶναι ὄχι νὰ ὑποτάξης καὶ νὰ ταπεινώσης τὸν ἄλλο, ἀλλὰ νὰ γίνης κοινωνὸς τῆς Δυνάμεως ποὺ ὅλους τοὺς ἐλευθερώνει καὶ τοὺς ἀδελφώνει στὴν ἔκπληξι τῆς ἀειζωίας.

Ἡ θυσία τῶν πάντων χάριν τοῦ Ἑνὸς τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν καρδιὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς. Τοῦ χαρίζει τὴν ἀσταμάτητη διαστολὴ καὶ τὴν τελικὴ ἁπλότητα ὅπου ἑνώνονται τὰ ἀντίθετα. Συνέρχονται τὰ μακρινά. Ἀνακεφαλαιώνονται ὅλα σὲ ἕνα. Καὶ δίδεται στὸν καθένα μιὰ ἐλάχιστη μερίδα ποὺ ἔχει ἐν σμικρῷ τὸ ὅλο.

Ὅταν δεχθῆς τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως ὡς δύναμι ζωῆς, δὲν καυχᾶσαι γιὰ τὶς ἐπιτυχίες σου, ἀλλὰ συγκλονίζεσαι ἀπὸ δέος γιατὶ σώζονται ὅλοι.

Ἡ τόλμη τῆς θυσίας γιὰ τὸν Ἕνα βάζει τὰ πάντα σὲ κίνησι ἢ μᾶλλον σοῦ ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως. Συζῆ ὅλος ὁ κόσμος, ὄχι προσπαθῶντας ὁ ἕνας νὰ ὑποτάξη τὸν ἄλλον, ἀλλὰ «τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φιλιπ. 2, 3)

Οἱ δοκέοντες, ὡς τέκτονες (κατασκευαστὲς) ψευδῶν τιμωροῦνται ἀπὸ τὴ θεία Δίκη. Ἐνῶ οἱ ἄριστοι τιμῶνται ἀπὸ ὅλους.

Οἱ πρῶτοι μένουν μόνοι καὶ διερωτῶνται γιατί συνέβη αὐτό. Οἱ ἄριστοι συγκεντρώνουν ὅλους γιατὶ τοὺς στέλνουν σ’ αὐτὸν ποὺ εἶναι τὰ πάντα ἐν πᾶσι.

Ὅταν θυσιάζης τὸ λίγο ποὺ ἔχεις, σοῦ χαρίζεται τὸ «ὑπερεκπερισσοῦ» ποὺ δὲν φανταζόσουν.

Ὅταν θέλης νὰ πετύχης αὐτὸ ποὺ προσδιορίζεις γιὰ νὰ δοξασθῆς, τότε ἔχεις ἄδοξο τέλος.

Οἱ Ἕλληνες στήνουν βωμὸ στὸν ἄγνωστο Θεό. Καὶ φτάνουν στὴ θεία Λειτουργία ὅπου λατρεύουν τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι «ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος». Μπαίνουν στὴν εὐρυχωροτέρα τῶν οὐρανῶν Ἐκκλησία ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται.

* * *

Ὅταν μεταφέρεται ἡ πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴ Δύσι στὴν Ἀνατολή, ὅλα ἀκολουθοῦν τὴ γνωστὴ ἐξέλιξι.

Ἐπικρατεῖ φυσιολογικὰ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀναζήτησι. Τὸ πρωτεῖο δίδεται στὴ μία ζύμη ποὺ ζυμοῖ ὅλο τὸ φύραμα. Προχωροῦμε πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐλευθερίας. Ὅλα προσλαμβάνονται καὶ μεταμορφώνονται.

Ἀπὸ τὸν κοινὸ καὶ θεῖο Λόγο τοῦ Ἡρακλείτου προχωροῦμε στὸν σεσαρκωμένον Θεὸν Λόγον τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπὸ τὴ φιλοσοφία ὡς μελέτη τοῦ θανάτου προχωροῦμε στὴ λειτουργικὴ θεολογία ὡς κατάργησι τοῦ θανάτου καὶ δύναμι ζωῆς.

Ἀπὸ τὴν ἀρχαία τραγωδία ὡς θεατρικὴ παράστασι προχωροῦμε στὴ θεία μυσταγωγία ὡς θεολογικὴ ἱερουργία.

Ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὴ μανία τῶν ἀρχαίων ὀργίων φτάνουμε στὴ νηφάλια μέθη καὶ σώφρονα μανία τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ὅλα μεταμορφώνονται καθαιρόμενα.

Ἡ Ἐκκλησία ἐντοπίζει καὶ σώζει τὸν δυναμισμὸ τῆς ζωῆς καὶ ἐνισχύει τὴν ὑγεία τοῦ πνεύματος.

Ἀφαιρεῖ τὴν ἀρρώστια τῆς διαστροφῆς. Ἀπορρίπτει τὴν ὕβρι καὶ τὴν οἴησι. Μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει μιὰ αἴσθησι. Ὅλα ξεπερνιοῦνται. Καὶ προχωροῦν ἀκατάπαυστα ἐπὶ τὰ πρόσω.

Καταξιώνεται ἡ ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖον Λόγον, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο καὶ γίνεται.

Μετὰ τὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς καὶ τοῦ χρέους ὅλα ἀνατέλλουν φωτισμένα καὶ πασίχαρα. Ὅταν τελειώνη ἡ Σαρακοστὴ τῆς ζωῆς, ὅλοι καλοῦνται «εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου».

* * *

Ἐφ’ ὅσον ἄρχισες καὶ προχωρεῖς, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἡρακλείτου ποὺ θυσιάζει τὰ πάντα χάριν τοῦ Ἑνός.

Ἐφ’ ὅσον τὸν βλέπεις νὰ προχωρῆ ἀπὸ τὴ φθαρτὴ κίνησι τῶν φθαρτῶν στὴν ἀίδια τῶν ἀιδίων. Νὰ συγκεντρώνη, μέσα στὶς χιλιετίες ποὺ ἀκολουθοῦν, ὅλα τὰ ἀνήσυχα πνεύματα.

Καὶ νὰ δίδη κουράγιο σὲ ὅλους τοὺς ἀπαιτητικοὺς δείχνοντάς τους τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἀίδια κίνησι τῶν ἀιδίων ὅπου δεσπόζει ὁ κυβερνῶν τὰ πάντα διὰ πάντων.

Ἐφ’ ὅσον προχωρεῖς στὴν Ἐκκλησία ὅπου βρίσκεις τὸν Θεάνθρωπο νὰ εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος στὴ λειτουργία τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ἐφ’ ὅσον αὐτὰ συμβαίνουν· ἀποκτᾶς ἄλλο ἦθος, χρέος καὶ ἰσχύ. Παραδίδεσαι στὴ θέλησι τοῦ Ἑνός. Ἀγαπᾶς τοὺς ἐχθρούς σου καὶ γίνεσαι ἀδελφὸς μὲ τοὺς ξένους.

Τὰ πάντα λειτουργοῦν ὡς εὐεργεσία γιὰ σένα. Καὶ σὺ εἶσαι εὐλογία γιὰ ὅλους. Ἠρεμεῖς γιατὶ ὅλα σοῦ κάνουν καλό. Δὲν διαπληκτίζεσαι μὲ κανένα γιατὶ εἶσαι εὐγνώμων πρὸς ὅλους καὶ γιὰ ὅλα.

Ὅπως βιολογικὰ γιὰ νὰ ζήση ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ ἥλιου καὶ τὸ ὀξυγόνο τοῦ ἀέρα· πνευματικὰ γιὰ νὰ ἀναπτυχθῆ καὶ νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του, χρειάζεται τὴ θέρμη τῆς ἀγάπης καὶ τὴν εὐρυχωρία τῆς ἐλευθερίας.

Τὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς ἔχει θεολογικὲς προεκτάσεις. Παρέχεται στὸν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα τῆς πίστεως γιὰ νὰ πετύχη τὴ θεία ἀλλοίωσι καὶ τὴν ἐπέκτασι ἐπὶ τὸ ἀόριστον τῆς ἐλευθερίας.

Δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἕνα βιολογικὸ πλάσμα ποὺ ἀρχίζει καὶ τελειώνει στὸ πεπερασμένο καὶ φθαρτό.

Ἔχει μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Ἄναρχου καὶ Ἀτελεύτητου, ποὺ διὰ τῆς πίστεως τοῦ χαρίζει τὴ γνῶσι τῶν θείων καὶ ἀνελπίστων. «Τῶν θείων τὰ πολλὰ διαφυγγάνει, μὴ γινώσκεσθαι ἀπιστίηι» (86). (Τὰ πιὸ πολλὰ τῶν θείων πραγμάτων μᾶς ξεφεύγουν καὶ δὲν τὰ γνωρίζομε λόγῳ ἀπιστίας).

* * *

Ὅλα τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος. Πρὶν τελειώση ἡ ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς αὐτοκρατορίας, πρὶν ἀκουσθῆ τὸ «ἑάλω ἡ Πόλις», καὶ ἀρχίσουν τὰ μοιρολόγια τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, ἤδη ἔχουμε ἀναχθῆ λειτουργικὰ στὴν εὐρυχωρία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν ἐσχάτων.

Ζοῦμε καὶ ψάλλομε μέσα στὴν Ἐκκλησία τὸν παιᾶνα τῆς παγκοσμίου χαρᾶς. «Ἑάλω ὁ θάνατος θανάτῳ». Ὁ θάνατος τεθανάτωται καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Πατήσαμε τὸ πόδι μας στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἦλθε ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν. Ὅλα ἀλλάζουν στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Μὲ τὴν πτῶσι τῆς Πόλεως, ἄλλοι ἀρχίζουν νὰ θρηνοῦν γιὰ τὴν ἀπώλεια αὐτῶν ποὺ ἔχασαν· ἄλλοι νὰ χαίρωνται γιὰ τὴν κατάκτησι ποὺ πέτυχαν. Αὐτὰ ἔχει ἡ ἱστορία, καὶ συνεχίζεται ὁ ἕνας ἀγῶνας. Ἡ χάρι τοῦ Πνεύματος φανερώνει ποιά εἶναι ἡ τελικὴ ἐπιτυχία γιὰ ὅλους τοὺς θνητούς· νικητὲς καὶ νικημένους.

Οὔτε αὐτὴ ἡ νίκη σοῦ χαρίζει τὴν αἰώνια ζωὴ ποὺ ζητᾶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οὔτε ἡ ἧττα σοῦ ἀποκλείει τὴ δυνατότητα νὰ προχωρήσης στὴν ἐλευθερία τῆς ἀειζωίας. Ὅλοι κρινόμαστε καὶ βοηθιόμαστε ἀπὸ ὅλα.

Ἡ νίκη, ὡς ἐπιτυχία δυνάμεως, ἔχει ἀνάγκη μεταμορφώσεως. Καὶ ἡ ἧττα, ὡς δοκιμασία ζωῆς, περιέχει τὴ δύναμι ποὺ σοῦ χαρίζει τὰ ἀκατόρθωτα.

Γι’ αὐτὸν ποὺ ζητᾶ τὰ ἀνθρωπίνως ἀνέφικτα, ὄλες οἱ δοκιμασίες γίνονται ἀναβαθμοὶ ἀνόδου καὶ προϋπόθεσι πρὸς ἐπίτευξι τῶν ἀνελπίστων. Καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἀφορμὴ χαρᾶς ὅλων.

Εἴτε εἶναι πολίτης αὐτοκρατορίας εἴτε ὑπόδουλος τυραννίας, ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὸ ξεπέρασμα τῆς ἱστορίας. Οὔτε ἡ δουλεία μπορεῖ νὰ τὸν καταστρέψη. Οὔτε ἡ αὐτοκρατορία νὰ τὸν ξεδιψάση. Θέλει τὴν ἀιδιότητα τῆς ἀειζωίας, ὄχι τὸν θρίαμβο τῆς φθορᾶς.

Στὸ πιὸ μικρὸ παρεκκλήσι τῆς τουρκοκρατίας καὶ στὴν πιὸ μεγάλη ἐκκλησία τῆς αὐτοκρατορίας ἱερουργεῖται ἡ ἴδια θεία Λειτουργία ποὺ προσφέρει στὸν πιστὸ τὸν οὐράνιο ἄρτο, Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν, εἰς βασιλείας οὐρανῶν κληρονομίαν.

* * *

Ὅταν κατεβαίνη στὸ κήρυγμα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), βρίσκει τὰ πάντα ἀνυπόφορα μπλεγμένα καὶ ἀπολύτως ἁπλᾶ, γιατὶ ξέρει τὶ θέλει νὰ κάνη, σὲ ποιοὺς ἀπευθύνεται καὶ πῶς τὸ πετυχαίνει. Δὲν μιλᾶ ὡς μελλοθάνατος, ἔστω τολμηρός. Μιλᾶ ὡς νεκρὸς καὶ ἀείζωος. Δὲν διατυπώνει σκέψεις ἀλλὰ δίδει ζωή.

Λέει: «ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια νὰ σᾶς φιλήσω, διατὶ ὁ καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶναι τιμιώτερος ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον». Ἀλλὰ ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου «ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ διδάσκη βασιλεῖς καὶ πατριάρχας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, παιδιὰ καὶ κορίτσια, νέους καὶ γέροντας καὶ ὅλον τὸν κόσμον».

Δὲν σχολιάζει τὰ βάσανα ποὺ περνοῦν, οὔτε ἐρεθίζει τοὺς κατακτητὲς ποὺ τοὺς καταπιέζουν. Χαρίζει σὲ ὅλους τὸν Παράδεισο ποὺ ἀπολαμβάνει.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σταματήση τὸν νεκρὸ ποὺ μιλᾶ γιὰ ζωή. Ὅλοι θέλουν νὰ ἀκοῦνε αὐτὸν ποὺ ξέρει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «ὅλος φῶς, ὅλος χαρά, ὅλος εὐσπλαγχνία, ὅλος εὐεργεσία, ὅλος ἀγάπη».

«Ἡ δουλειὰ ἡ ἐδική μου εἶναι ἐδική σας, εἶναι τῆς πίστεώς μας, τοῦ γένους μας». Εἶναι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Τοὺς ἀνεβάζει στὸν οὐρανό, πάνω ἀπὸ αὐτοκρατορίες καὶ τουρκοκρατίες. Τοὺς βάζει στὴ ζωή τους τὸν Χριστό.

Τὸν ἀκοῦνε οἱ ραγιάδες καὶ ζωογονοῦνται. Τὸν ἀκοῦνε οἱ Τοῦρκοι, οἱ Φράγκοι, οἱ Ἑβραῖοι καὶ προβληματίζονται. Τὸν ἀκοῦνε οἱ ὁμιλητὲς καὶ οἱ λογοτέχνες καὶ νοιώθουν βραδύγλωσσοι ποὺ τραυλίζουν.

Εἶναι χειρουργὸς ποὺ κινεῖ τὰ χέρια καὶ τὰ νυστέρια μὲ ἀσυγκράτητη ταχύτητα καὶ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Εἶναι ἀριστοτέχνης τοῦ λόγου, ἐμψυχωτὴς τοῦ ἀνθρώπου, διοργανωτὴς τῆς παιδείας.

Λέει· ἔμαθα ὅτι δὲν εἶστε Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Γι’ αὐτὸ νὰ ἀνοίξετε σχολεῖα, νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιά σας ἑλληνικά, νὰ ξεσκεπάζετε τὰ μυστήρια τῆς πίστεως ποὺ κρύβονται ἐκεῖ. Καὶ ὅποιος μαθαίνει ἑλληνικὰ νὰ τοῦ χαρίζετε τὰ χρέγια.
Αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἔγινε μιὰ φορὰ καὶ ἀκούγεται γιὰ πάντα. Σφράγισε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν ἀκροατῶν, τὴν ἱστορία καὶ τὸν τόπο τους.

Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπόλαυσι· νὰ πλησιάζης τὸν κόσμο σὰν πεθαμένος καὶ ἀνύπαρκτος. Καὶ νὰ τοὺς γεμίζης τὴν καρδιὰ μὲ τὴ χαρὰ ποὺ ξεπερνᾶ τὸν θάνατο.

* * *

Ὅποιος κηρύττει τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει τὸν κόσμο σταυρώνεται ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους ποὺ δὲν ἀνέχονται τὴν τῶν πάντων ἐλευθερία καὶ ἑνότητα. Εἶναι γι’ αὐτοὺς ἀπαράδεκτη ἡ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους.

Δὲν θέλουν τὴν ἀγάπη του, οὔτε ὑποφέρουν τὴν ἐλευθερία του, γιατὶ τοὺς ἀκυρώνει τὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἀπασχολήσεών τους. Αὐτοὶ θέλουν τὸ καθεστὼς τῆς βαρβαρότητος γιὰ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὶς σφαγὲς τῶν ἀδυνάτων καὶ τὸ πλιάτσικο τῶν ξένων.

* * *

Βρισκόμαστε σὲ μιὰ περίοδο εἰρήνης. Μετὰ ἀπὸ διεθνεῖς συνθῆκες μένουν κάποιες χιλιάδες μουσουλμάνοι στὴ Θράκη. Καὶ ἀντίστοιχα μένουν ἀνάλογες χιλιάδες ὀρθόδοξοι Ρωμηοὶ στὴν Πόλι.

Φτάνομε στὰ «Σεπτεμβριανά» (6η καὶ 7η) τοῦ 1955. Ἐφαρμόζεται ἡ ὀργανωμένη ἐξόντωσι, σὲ λίγες ὧρες, τῶν ὀρθοδόξων Ρωμηῶν. Παρουσιάζεται τὸ κεκρυμμένο πρόσωπο τῆς μανίας ποὺ περιμένει πολὺ γιὰ νὰ δράση μιὰ στιγμή.

Συγκεντρώνονται ἀθόρυβα ἑκατὸ χιλιάδες κακοποιοί. Βγαίνουν ἀπὸ τὶς φυλακὲς εἰκοσιπέντε χιλιάδες ἐγκληματίες.

Ἐξοπλίζονται μὲ ρόπαλα, λοστάρια καὶ τσεκούρια. Ἐξαπολύονται γιὰ τὴν ἐπίθεσι κατὰ ἀπροστάτευτων καὶ ἥσυχων πολιτῶν.

Καλύπτονται ἀπὸ τὰ σώματα ἀσφαλείας. Ξαφνιάζουν ἀνυποψίαστους καὶ νομοταγεῖς ἀνθρώπους ποὺ πρέπει νὰ ἐξαφανισθοῦν ἐπειδὴ ἔχουν διαπράξει τὸ ἔγκλημα νὰ εἶναι γηγενεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί.

Δὲν πρόκειται γιὰ ἐκτροπὴ ἀκραίων στοιχείων ποὺ ξεσποῦν παράφορα (αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβῆ σὲ κάθε κοινωνία) ἀλλὰ γιὰ ἐγκληματικὴ ἐνέργεια ποὺ συλλογικὰ καὶ ἐν ψυχρῷ ὀργανώνεται ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἐξουσία.

Σὲ λίγες ὧρες καταστρέφουν 4.348 ἐμπορικὰ καταστήματα, 2.000 σπίτια, 110 ξενοδοχεῖα, 21 ἐργοστάσια, 26 σχολεῖα, 29 φαρμακεῖα, 73 ἐκκλησίες.
Πετοῦν στοὺς δρόμους τὰ ἱερὰ κειμήλια τῆς πίστεως· τὴν περιουσία καὶ τὸν κόπο μιᾶς ζωῆς.

Κανένα τουρκικὸ κατάστημα δὲν θίγεται. Κανένα ἑλληνικὸ δὲν σώζεται. Φανερώνεται τὸ μέγεθος τῆς μοχθηρίας καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς προετοιμασίας. Βεβηλώνουν καὶ γκρεμίζουν ἐκκλησίες.

Βιάζουν γυναῖκες καὶ παιδιά. Ἀφοδεύουν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Κατασκάβουν τοὺς τάφους τῶν Πατριαρχῶν.

Σκορποῦν στοὺς δρόμους τὰ σώματα τῶν πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες κεκοιμημένων. Φανερώνουν ἔνστικτα φρικτῆς μοχθηρίας.

Δὲν ἱκανοποιοῦνται μὲ τὸ νὰ κακοποιήσουν τοὺς ζωνταντούς. Θέλουν νὰ ἐξαφανίσουν τὰ ἴχνη τῶν αὐτοχθόνων κεκοιμημένων.

Αὐτὸ φανερώνει τὸ ἐσωτερικό τους περιεχόμενο καὶ τὸ μέγεθος τῆς διαστροφῆς. Δὲν ὑποφέρουν τὴν εἰρήνη τῆς συμβιώσεως μὲ κάποιους ἄλλους.

Τοὺς εἶναι ἀπαράδεκτη ἡ ζωὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀδελφοσύνης. Στηρίζονται πάνω σὲ δικές τους βάσεις καὶ σχέδια, ποὺ ἐπιβάλλουν τὸν ὁλοκληρωτισμὸ καὶ τὴν ἐξουθένωσι.

Τὸ νὰ θεωρῆς τὸ ἔγκλημα θεία ἐντολή, εἶναι τὸ ἔσχατο κατάντημα τῆς διαστροφῆς. Καὶ τὸ νὰ ἔχη διαμορφώσει αὐτὸ τὸν ἐσωτερικό σου κόσμο, σὲ καθιστᾶ μόνιμο κίνδυνο γιὰ κάθε γείτονά σου. Ἀλλὰ τίποτε δὲν συμβαίνει χωρὶς νόημα.

* * *

Ἡ ἱστορία τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν μπορεῖ νὰ εἶναι γεμάτη ἀνθρώπινα πάθη, διενέξεις πολυχρόνιες καὶ συρράξεις μὲ ἑκατόμβες θυμάτων. Ὅλα ὅμως βρίσκονται μέσα σὲ γνωστὰ πλαίσια. Συνέχεια κάτι γίνεται. Περνᾶ ὁ καιρός. Καταλαγιάζουν τὰ πάθη. Ἠρεμοῦν τὰ πνεύματα. Συνεργάζονται οἱ λαοί.

Οἱ σχέσεις Τουρκίας καὶ Ἑλλάδος εἶναι ἄλλης φύσεως, ἐντάσεως καὶ διαρκείας. Ξεπερνοῦν τὰ συνηθισμένα καὶ εὐκόλως θεραπευόμενα. Ἐδῶ συγκρούονται δύο ξένοι κόσμοι διαφορετικῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὸ νόημα καὶ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς.

Ὑπάρχει ὅμως ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ποὺ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς.

Ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατερχόμενος σωτήρας, ὡς καλὸς Σαμαρείτης, ρίχνει ἔλαιον καὶ οἶνον εἰς τὸν περιπεσόντα εἰς τοὺς ληστάς.

Καὶ δὲν παραβλέπει τοὺς ληστὲς ποὺ εἶναι θύματα ληστείας διεστραμμένων δοξασιῶν καὶ ἐπιδιώξεων.

Θεωροῦν ἐπιτυχία νὰ κατασφάζουν τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ ἐπιβληθοῦν, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ὅτι σκοτώνουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ κρύβεται μέσα τους.

Ὁ Θεάνθρωπος θυσιάζεται γιὰ νὰ σώση καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦν καὶ τὸν σταυρώνουν.

Ἐνῶ τόσοι δήμιοι πέρασαν στὴν ἱστορία καὶ ἔσβησαν ἀφήνοντας ἀνάμνησι φρίκης, ἡ ἱστορία συνεχίζεται μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἄλλα ὀνόματα.

Χωρὶς τὴν κατάργησι τοῦ θανάτου ἡ ζωὴ εἶναι καταδίκη εἴτε κατέχεις κοσμικὴ ἐξουσία εἴτε ὑποφέρεις βάρβαρη δυναστεία. Ἡ θεία Λειτουργία χαρίζει τὴν ἐλευθερία τῆς αἰωνιότητος σὲ ὅποιον καταφεύγει στὴν ἀγάπη τοῦ Δυνατοῦ.

Μέσα στὸν ὁλοκληρωτισμὸ τῆς τρομοκρατίας ὑπάρχουν ψυχὲς ποὺ ζοῦν τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος καὶ δὲν μποροῦν νὰ μιλήσουν γιὰ τὴ δύναμι τῆς πίστεως. Τὸν ἴδιο καιρό, σὲ χώρους ἐλευθερίας, ἄλλοι ἀσελγοῦν πάνω στὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς.

Ἡ Ἀλήθεια μένει ἔκθετη καὶ κτυπᾶται ἀπὸ ὅλους, τοὺς οἰκείους καὶ τοὺς ξένους. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ, ἐνῶ τὴν ἀντιπροσωπεύουν, τὴν ἀγνοοῦν καὶ τὴν προδίδουν. Καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀπορρίπτουν καὶ τὴν σταυρώνουν.

Ἐνῶ βρίσκεσαι στὸ καταμεσήμερο ποὺ σὲ τυφλώνει ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ἔρχεται ὁ ἄλλος μὲ ἕνα σπαρματσέτο νὰ σὲ θαμπώση μὲ τὴ λάμψι τοῦ «διαφωτισμοῦ». Ἢ θέλει νὰ σὲ ζεματίση μὲ ἕνα κουβᾶ βραστὸ νερό, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχεσαι ἀπὸ τὸ καμίνι ποὺ λειώνει τὸ ἀτσάλι.

Ἐὰν κάποιος πετᾶ πέτρες γιὰ νὰ σβήση τὸν ἥλιο, δὲν θὰ τὸν παρακαλέσης νὰ μὴν τὸ κάνη ἐπειδὴ ὁ ἥλιος μᾶς χρειάζεται.

Ἡ προπαγάνδα τῶν ὁλοκληρωτισμῶν σὰν βιτριόλι κατακαίει τὴ σύστασι τοῦ νοός. Ὁ σχολαστικισμὸς σὰν ναρκωτικὸ ἀποκοιμίζει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν καταντᾶ ἐξάρτημα μηχανῆς.

Ἡ ὀργάνωσι τοῦ παντὸς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν παροχὴ τῆς ἐλευθερίας ἐκ μέρους τοὺ Ἑνὸς νὰ κάνη ὁ καθένας ὅ,τι θέλει.

«Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ρυπαρευθύτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. 22, 11).

Τὸ ἐπικίνδυνα θαυμαστὸ βρίσκεται στὸ μέγεθος τῆς ἀνοχῆς καὶ τοῦ σεβασμοῦ ὅλων. Δὲν ἐμποδίζει ὁ Ἀόρατος τοὺς ἐλεύθερους νὰ ἀνοηταίνουν καὶ νὰ ἀσχημονοῦν παριστάνοντας τοὺς δυνατούς.

Οὔτε ἀφήνει χωρὶς ἐπίσκεψι παρηγοριᾶς τοὺς φυλακισμένους στὰ κάτεργα τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Κρίνει καὶ σώζει ὅλους τὸ φῶς τῆς παρουσίας Του.

Τὸ ὅτι βρισκόμαστε σ’ αὐτὴ τὴν κατάστασι εἶναι φανέρωσι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνάστης ποὺ δίδει ἐντολὲς ἀλλὰ πατέρας ποὺ ἀγαπᾶ.

Ἡ ἀλήθεια τῆς σωτηρίας δὲν ἐπιβάλλεται ὡς ἐντολὴ ἀλλὰ χαρίζεται ὡς εὐλογία στοὺς ἥρωες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς. Γι’ αὐτὸ ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.

Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς κυκλοφορεῖ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν παντοῦ καὶ πάντοτε σεβόμενος τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπισκεπτόμενος τοὺς τρομοκρατημένους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μιλήσουν.

* * *

Ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ μᾶς γέννησαν ἔβαλαν τὸν πῆχυ τῶν ἀπαιτήσεων πολὺ ψηλά, μᾶς χάρισαν δυνατότητες ἀπεριόριστες καὶ μᾶς φόρτωσαν μὲ ὑποχρεώσεις ἀναπόφευκτες. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀνέχονται τὴν παρουσία μας εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπο τὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος.

Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς δὲν ἀντιπροσωπεύει μιὰ ἄποψι ἀπὸ τὶς πολλές. Οὔτε στρατεύεται μὲ μιὰ παράταξι τῆς ἱστορίας ποὺ χτυπᾶ κάποιαν ἄλλη. Ἀλλὰ ἀνήκει λειτουργικὰ στὸν Θεάνθρωπο ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους. Βρίσκεται μέσα στὴ θεουργικὴ μήτρα τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ σύμπασα καὶ θεουργεῖται.

Ἡ ἀξία ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν ὑπολογίζεται ἀπὸ τὸ πόσα χρόνια ἔζησε ἀλλὰ τί κέρδισε μὲ τὴ ζωή του καὶ τί ἀφήνει φεύγοντας στοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός του.

Ἡ ἑλληνικὴ χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία, ποὺ ὀνομάστηκε Βυζαντινή, δὲν ἀξίζει γιὰ τὰ χίλια χρόνια ποὺ ἔζησε καὶ γιὰ τὴν οἰκουμένη ποὺ περιέλαβε ἀλλὰ γιὰ τὸ ἕνα τέκνο ποὺ ἐγέννησε. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ λειτουργικὴ θεολογία ὡς αὐτοκρατορία τῆς ἀγάπης ποὺ οὐδέποτε ἐκπίπτει (Α΄ Κορ. 13, 8).

Αὐτὴ εἶναι ἡ προσφορά της πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ θεία Λειτουργία προσφέρεται ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης. Σαρκοῦται ὁ Θεὸς Λόγος. Συστέλλεται στὸ ἐλάχιστο. Καὶ διαστέλλει στὸ ἀπεριόριστο τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ δύναμι ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο διαμορφώνει τὴν Πόλι καὶ κτίζει τὴν Ἁγια-Σοφιά. Ἡ ἴδια δύναμι τὴν κρατᾶ ἐλεύθερη καὶ διενεργεῖ τὴν ἅλωσι ποὺ ἐλευθερώνει τοὺς δεσμίους. Αὐτὴ τὴν ἅλωσι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴ σταματήση γιατὶ ὅλοι τὴν προσδοκοῦν. Ἑκούσια καὶ ἀκούσια τὴν ὑπηρετοῦν. Εἶναι τὸ τέλος μιᾶς πορείας καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς καινῆς πολιτείας.

Ἡ καρδιὰ τῆς Πόλεως λειτουργεῖ καὶ ψάλλει. Ἡ καρδιὰ τῆς Πόλεως πάλλει καὶ πάλλεται. Ἡ Ζωὴ δὲν θνήσκει, μόνο κατεβαίνει στὸν Ἅδη, παίρνει ὅλους τοὺς πεπεδημένους καὶ τοὺς ἀνεβάζει στὸ φῶς.

Ὅταν περνᾶς δοκιμασία ποὺ σὲ διαλύει τελείως, χωρὶς νὰ ἀφήνη ὑπόνοια σωτηρίας, τότε ἔρχεται ἄλλη Δύναμι. Σὲ ἐπισκέπεται ἐκεῖ ποὺ εἶσαι καταδικασμένος. Σοῦ δίδει ξένη χάρι καὶ ζωή, μὲ ὕφος καὶ ἤθος ἄλλο, πέρα ἀπὸ τὰ γνωστὰ καὶ σχολιαζόμενα στὴν ἀγορά.

Ἕνα πάναγνο βλαστάρι θάλλει μέσα στὴ συμφορά· γεννᾶται ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ φέρνει μηνύματα ζωῆς σὲ ὅλους. Χαίρει ἐν τοῖς παθήμασι. Δυναμώνει ὅταν ἀσθενῆ. Καὶ εἶναι εὐγνῶμον σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἀρνεῖται καὶ θέλει νὰ τὸ ἐξαφανίση.

Αὐτὸ τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς εἶναι φάρμακο ἀθανασίας καὶ γι’ αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ τὸ κάψη.

* * *

Σ’ αὐτὸ τὸν τόπο διαρκῶς κάτι ἱερουργεῖται. Δίδεται μιὰ μαρτυρία ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἱστορία. Ἐνεργοῦνται σεισμικὲς δονήσεις.

Συγκρούονται τεκτονικὲς πλάκες. Κάτι συμβαίνει ποὺ δὲν ρυθμίζεται ἀπὸ ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις.

Ὁ ἀγῶνας τῆς ἐλληνικῆς Παραδόσεως, ἐξαγνισθεὶς μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Χάριτος, ἀνέρχεται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἀναζήτησι καὶ φτάνει στὴν οὐράνια ἀνάπαυσι ὡς εὐλογία ὅλων.

Οἱ Ἕλληνες θεωροῦσαν ὀμφαλὸ τῆς γῆς τοὺς Δελφούς. Καὶ αὐτὸ τὸν ὀμφαλὸ τὸν μετέφεραν στὸν χῶρο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς.

Αὐτὸ τὸν τόπο τὸν λεηλάτησαν σταυροφορίες τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι πεδίο οἰκουμενικῶν διεκδικήσεων καὶ συρράξεων. Καὶ μαρτυρία τῆς τελικῆς ἀπελευθερώσεως καὶ γαλήνης.

Δὲν μιλᾶ μιὰ ἀνθρώπινη ἄποψι. Κυριαρχεῖ μιὰ θεία παρουσία. Ἐνῶ μέσα στοὺς αἰῶνες ἔρχονται τόσοι ξένοι σφετεριστές· ποιός θὰ ἐπικρατήση καὶ πόσο.

Ὑπάρχει ὁ Δεσπόζων τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων ποὺ ρυθμίζει ὡς θέλει τὰ πάντα.

Εἶναι τόσο μεγάλος, ὡς αἰτία καὶ φρουρὰ τοῦ παντός, ποὺ παρουσιάζεται ὡς ἀδύνατος καὶ ἀνύπαρκτος.

Ἄγεται ἀπὸ τὸν Ἄννα στὸν Καϊάφα κρινόμενος ὁ κρίνων τὴν οἰκουμένη. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ ἀναβαλλόμενος τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον.

Ὡς τζαμὶ ἢ ὡς μουσεῖο ἐμφανίζεται ἡ Ἁγια-Σοφιά. Καὶ δι’ ὅλων τῶν ἀλλαγῶν φανερώνεται ἀναλλοιώτως αὐτὸ ποὺ εἶναι.

Ἑρμηνεύεται γιατί ὅλοι γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὴν σαρκωθεῖσαν τοῦ Θεοῦ Σοφίαν καὶ δύναμιν.

* * *

Μπαίνοντας μέσα στὴν Ἁγια-Σοφιὰ βγαίνεις στὸ ὕπαιθρο τῆς ἐλευθερίας ποὺ εἶναι τὸ σπίτι σου. Τὸ ἀπέραντο γίνεται ἡ ζεστὴ φωλιὰ τῆς οἰκουμένης.

Σὲ περιβάλλει μιὰ οὐράνια ὀπτασία μὲ ὑλικὴ ὑπόστασι. Ὅλο τὸ σῶμα τοῦ ναοῦ δονεῖται θεϊκά.

Ὅταν συντονισθῆς στὸν παλμὸ τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, καὶ ἀκούσης τὸν λόγο τῆς σιωπῆς, συγκλονίζεσαι ἀπὸ τὴ δύναμι ποὺ ζωοποιεῖ τὰ σύμπαντα.

Ἀενάως συντελεῖται τὸ θαῦμα. Ἡ γῆ γίνεται οὐρανός, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σαρκοῦται καὶ θεώνει τὸν ἄνθρωπο.

Γεμίζεις ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ ἀνάπαυσι. Αἰσθάνεσαι τὸ ἀπαύγασμα τῶν πόνων ποὺ προηγήθηκαν καὶ τὴν ἀνάσα τῆς ἐλευθερίας ποὺ χαρίζεται.

Βρίσκεσαι στὴν ὥρα τοῦ ξεπεράσματος τῆς φθορᾶς. Διερωτᾶσαι ποῦ στηρίζεται αὐτὴ ἡ μοναδικὴ οἰκοδομή. Ποιὰ βαθύριζη παράδοσι βλάστησε αὐτὸ τὸ ἀμάραντο ἄνθος.

Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλὰ οὐράνια δωρεὰ Αὐτοῦ ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους.

Βρίσκεσαι στὴν οὐρανώσασα τὸ γεῶδες ἡμῶν φύραμα Ἐκκλησία.

Ὑπάρχουν εὐκτήριοι οἶκοι ποὺ ξεπερνοῦν σὲ μέγεθος τὴν Ἁγια-Σοφιά. Ἀλλὰ δὲν περιγράφεται τὸ ἀπερίγραπτο. Οὔτε ἀξιολογεῖται μὲ διαστάσεις μετρούμενες τὸ θαῦμα.

Ἀρχίζομε ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ φτάνομε στὴν αἰωνιότητα. Ἀρχίζομε ἀπὸ τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου καὶ φτάνομε στὴν εἰρήνη τῆς θείας περιχωρήσεως.

Ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι φανέρωσι πανσόφου ἀγάπης καὶ παροχὴ ἐλευθερίας.

Καὶ τελειώνει μὲ τὴ χαρὰ τῆς καινῆς πολιτείας· τῆς ἑκουσίου ἀντιπροσφορᾶς τῶν πάντων πρὸς τὸν ἐλεήμονα Δημιουργὸ καὶ εὐεργέτη.

Ὅλοι εἴμαστε θνητοί, καὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ πεθάνη. Ὅλοι καταλήγομε στὸν τάφο, ἀλλὰ ὑπάρχει μιὰ χαρὰ ποὺ περιγελᾶ τὸν θάνατο.

Ὁ ἀθέρας τῆς ζωῆς ποὺ χαρίζει τὴν αἰωνιότητα εἶναι θεία δωρεὰ στοὺς ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπομονῆς.

Ὁ Δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τοῦ παντὸς ἔχει τὴ θέλησι καὶ τὴ δύναμι νὰ ὑπομένη τὰ πάντα γιὰ νὰ σώζη ὅλους· καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦν καὶ τὸν σταυρώνουν.

* * *

Τελικὰ ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ Γένους μας εἶναι ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δὲν εἶναι ἡ κατάληψι ἑνὸς γεωγραφικοῦ τόπου ἀλλὰ ἡ ἀνάληψι σὲ μιὰ λειτουργικὴ ἐλευθερία.

Σκοπὸς εἶναι νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Νὰ νικήσουν ὅλοι. Νὰ μὴν μείνη κανεὶς νεκρὸς ἐπὶ μνήματος.

Νὰ φωτισθοῦν τὰ σύμπαντα. Νὰ βασιλεύση ἡ ζωή. Νὰ δέχεται ὁ ἄνθρωπος μιὰ στιγμὴ τὴν αἰωνιότητα, καὶ μὲ ἕνα ἅγιο Μαργαρίτη ὅλο τὸν Παράδεισο, εἰς Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν, εἰς βασιλείας οὐρανῶν κληρονομίαν. Αὐτὸ δὲν τὸ πετυχαίνει ἄνθρωπος ἀλλὰ τὸ δωρίζει ὁ Θεάνθρωπος ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους.

Σταματᾶ ἡ ταραχὴ τοῦ πολέμου καὶ τῆς διαμάχης ποὺ ἄλλους ἀναδεικνύει δούλους καὶ ἄλλους ἐλεύθερους. Παραδίδονται τὰ σκῆπτρα τῆς ἀδιαδόχου βασιλείας σὲ ἕνα παιδί· «παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».

Δὲν ὑπάρχουν πιὰ νικητὲς καὶ νικημένοι. Ὅλοι εἶναι νικητὲς γιατὶ ζωή, νίκη καὶ χαρὰ εἶναι τὸ παιχνίδι ποὺ δὲν σταματᾶ. «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματ. 18, 3).

Ἐκεῖ καταλήγει ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ δὲν μᾶς ὑπόσχεται ἀλλὰ μᾶς χαρίζει ἀπὸ τώρα τὰ μέλλοντα Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν, οὗ τὸ κράτος καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιο Ὄρος, 7 Μαρτίου 2021

πηγή

 

1 σχόλιο:

  1. η Έφεσος, που θεωρείται από την παράδοση ως ο χώρος του τετάρτου Ευαγγελίου, ήταν και ο τόπος όπου ο Ηράκλειτος τον 6 ο π. Χ. αιώνα εισήγαγε την έννοια του λόγου στην ελληνική φιλοσοφία... Ο Λόγος ως η αρχή που συντηρεί και ενώνει τον κόσμο είναι ενδοκοσμικός, ενώ στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου πρόκειται σαφώς για το πρόσωπο που έρχεται στον κόσμο απέξω. Εξ άλλου, όλα τα θέματα του προλόγου αυτού ανάγονται στην Παλαιά Διαθήκη («ἐν ἀρχῇ», «φῶς», «ζωή», «σκότος»), ή στη θεοφάνεια του Σινά («σκηνή», «δόξα», «χάρις» κλπ.). Πρόκειται για μια αντίληψη περί «λόγου», που συνδέει τον όρο αυτό όχι τόσο με την κοσμολογία και την αφηρημένη φιλοσοφική σκέψη, όσο με την ιστορία της σωτηρίας και το εβραϊκό δόγμα της δημιουργίας εκ του μηδενός.
    Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου,
    Ἑλληνισμός και Χριστιανισμός, Ἡ συνάντηση τῶν δύο κόσμων,
    εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2003, σελ.97-107.

    ΑπάντησηΔιαγραφή