Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (1936–2025) Ένας Σιωπηλός Επαναστάτης

 
Αρχιδιάκονος Ιωάννης Χρυσαυγής

Ανάμεσα στις πρόσφατες, διαμετρικά αντίθετες, ειδήσεις εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος, όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσκαλείται επίσημα στον Λευκό Οίκο και τον υποδέχεται ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και ένας Ηγούμενος ιστορικής μονής συλλαμβάνεται και οδηγείται στα ποινικά δικαστήρια της Αθήνας κατηγορούμενος για διαφθορά, μάλλον πέρασε απαρατήρητη η εκδημία (17 Σεπτεμβρίου τ. έ.) του Προηγουμένου της Μονής Ιβήρων Βασιλείου (Γοντικάκη).

Ο μακαριστός πλέον Βασίλειος κηδεύτηκε και τάφηκε αθόρυβα και διακριτικά, όπως πρέσβευε και όπως έζησε άλλωστε, στον τόπο όπου ο ίδιος διαμορφώθηκε αλλά συνέβαλε στην διαμόρφωσή του για μισό και πλέον αιώνα. Ιδιαίτερα υπερήφανος για την ελληνική του καταγωγή και συνάμα παθιασμένος με το κρητικό αίμα του, γοητεύθηκε από την διανόηση της ρωσικής διασποράς. Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος αποδείχθηκε κορυφαία δύναμη στην παλινόρθωση του μοναχισμού στο Άγιον Όρος και προεξάρχουσα μορφή στην ανανέωση της θεολογίας στον ορθόδοξο κόσμο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ανήκει στη γενιά που επηρεάστηκε από τον τρόπο ζωής του αγίου ερημίτη Παϊσίου (1924–1994) αλλά και από την κοσμοθεωρία του λαϊκού μυστικού Δημητρίου Κουτρουμπή (1921–1983), την ίδια γενιά που ανέδειξε αναστήματα σαν τον Χρήστο Γιανναρά (1935–2024) και τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο (1929–2025).

Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος αποδείχθηκε κορυφαία δύναμη στην παλινόρθωση του μοναχισμού στο Άγιον Όρος

Θυμάμαι ακόμα τις ασφυκτικά γεμάτες ενοριακές αίθουσες αλλά και τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα στην Αθήνα—συνήθως στην πιο ριζοσπαστική νομική σχολή, παρά στην κάποτε αποπληκτική θεολογική σχολή—περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου φοιτητές από όλες τις πανεπιστημιακές σχολές συνωστίζονταν μαγεμένοι από την εκπληκτικά αναζωογονητική και ανεξίτηλα σωκρατική του ευγλωττία. Θυμάμαι σε μια τέτοια συνωστισμένη σύναξη—ήμουν μονάχα δεκαεφτά ετών και μόλις ξεκινούσα τις σπουδές μου—ότι κάποιος φοιτητής σηκώθηκε να δηλώσει πως δεν μπορούσε να κατανοήσει τη θέση του Θεού στον κόσμο· «Είμαι άθεος», κατέληξε. Ο π. Βασίλειος απάντησε ήρεμα: «Τότε είμαστε στο ίδιο επίπεδο! Κι εγώ συνέχεια αναζητώ τον Θεό!»

Πέραν όμως από τη δύναμη του γραπτού και προφορικού του λόγου, ωστόσο, ήταν η σιωπηλή, έστω ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου που πάντα ξεχώριζε για μένα. Προσωπικά, πέρα από την δύναμη του προφορικού και γραπτού του λόγου, πάντα θαύμαζα την σιωπηλή, μάλλον ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου. Αυτό που συνεχώς με εξέπλησσε είναι ήταν ο τρόπος με τον οποίο, σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλον έχω συναντήσει, ο π. Βασίλειος ήταν ικανός να συμφιλιώσει το μεγαλείο με την πραότητα και την πεποίθηση με την συμπόνια. Από τις αναμνήσεις μου από αυτόν ξεχωρίζει το πνεύμα με το οποίο απέδωσε κάποτε τη συνάντησή του με έναν σύγχρονο άγιο, το οποίο παραφράζω εδώ: «Ξέρω ότι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν, επειδή έχω γνωρίσει έναν!» Ομολογώ πως η συνάντηση με τον π. Βασίλειο ήταν μια τέτοια διαμορφωτική εμπειρία στη ζωή μου.

Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πιο συμπαθητικά χαρακτηριστικά του π. Βασιλείου ήταν αναμφισβήτητα η ικανότητά του να ωριμάζει μέσω της αυτοκριτικής.

Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο π. Βασίλειος κυριολεκτικά μεταρρύθμισε και μεταμόρφωσε το μοναδικό αυτό προμαχώνα και την ιστορική δημοκρατία του ορθόδοξου μοναχισμού. Μαζί με μια ομάδα επίλεκτων νέων θεολόγων, εγκατέλειψε την προοπτική των μεταπτυχιακών σπουδών για την αναζήτηση του «πολυτίμου μαργαριταριού» που ανακάλυψε μέσα στη μυστηριακή λατρεία της εκκλησίας και τη σιωπηλή κατάνυξη της ερήμου.

Ήταν εποχή πνευματικής αναταραχής στο Άγιον Όρος, όταν οι μοναχοί αντιδρούσαν στα οικουμενικά ανοίγματα του τότε Πατριάρχη Αθηναγόρα προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Μόλις τριαντάρης τότε, ο π. Βασίλειος ανέλαβε τον ρόλο ενός σύγχρονου Γρηγορίου Παλαμά «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» και συνέθεσε μια καυστική κριτική της δυτικής θεολογίας βασισμένη σε θεμελιώδη στοιχεία της ορθόδοξης πνευματικότητας, η οποία εμφανίστηκε το 1974 με τον τίτλο Εισοδικόν, ενώ ο υπότιτλος αποδίδει την ουσία του οράματος και της γραφής του: «Στοιχεία λειτουργικής βιώσεως του μυστηρίου της ενότητος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία».

Προσωπικά, πέρα από την δύναμη του προφορικού και γραπτού του λόγου, πάντα θαύμαζα την σιωπηλή, μάλλον ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου. 

Εκείνο το πρώτο βιβλίο στην πραγματικότητα παρέμεινε και η μοναδική μονογραφία που δημοσίευσε στη ζωή του. Μετά από αυτό, έγραψε παρά πολλά, αλλά ταυτόχρονα πολύ λίγα. Κατά κάποιο τρόπο, θα έλεγα πως κάθε επακόλουθη παρουσίαση και δημοσίευση ήταν ουσιαστικά μια σειρά υποσημειώσεων στο αρχικό του δοκίμιο. Μόλις πέρυσι, η Μονή Ιβήρων εξέδωσε ένα βιβλίο στοχασμών του με τον τίτλο Αποτυπώματα, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως επίλογος στη ζωή και τη σκέψη του. Λειτουργεί επίσης, θα έλεγα, ως ανάμνηση ενός γνήσια οικουμενικού, κοσμοπολίτη μοναχού που κινούνταν εξίσου άνετα σε πνευματικούς και κοσμικούς κύκλους, ανάμεσα σε διανοητικούς γίγαντες και ευσεβείς γιαγιάδες, καθώς και με καλλιτέχνες και μελετητές. Οι συναρπαστικές και ζωηρές συνομιλίες στο απέριττο κελί του στη Μονή Σταυρονικήτα, στην κοινότητα της οποίας ανήκε τότε, με λαμπρές προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Νέλλας (1936–1986) και ο Νίκος Πεντζίκης (1908–1993), άφησαν το ανεξίτηλο το σημάδι τους σε μένα, τον εντυπωσιασμένο νεαρό σπουδαστή θεολογίας, καθώς σύχναζα στη Σταυρονικήτα σε περιόδους εορτών και διακοπών.

Αλλά και οι μονές όπου διατέλεσε ως καθηγούμενος—η Μονή Σταυρονικήτα για είκοσι δύο χρόνια και η Μονή Ιβήρων για δεκαπέντε—διέφεραν από άλλες, πολλές από τις οποίες έχουν στηρίξει τη φήμη τους σε επενδυτική πολιτική και κοσμική μεγαλοπρέπεια. Η πρώτη μονή αναμφισβήτητα αποτελεί κόσμημα εικονογραφικής υπεροχής και αρχιτεκτονικής κομψότητας. Η δεύτερη είναι ανάμεσα στους παλαιότερους ιερούς τόπους και τα πιο δημοφιλή προσκυνήματα που ιδρύθηκαν τον δέκατο αιώνα, με διεθνή εμβέλεια (στην πραγματικότητα, γεωργιανή· ο τελευταίος γεωργιανός μοναχός πέθανε το 1955!), όπου φιλοξενείται η θρυλική και θαυματουργική εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας που θεωρείται η «πύλη» και η «προστάτρια» του Αγίου Όρους. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σιωπηλές υπενθυμίσεις του έμφυτου μήκους και βάθους του Αγίου Όρους που συχνά παραλείπονται στον πιο νεοφανή ενθουσιασμό για την προώθηση μιας ορθοδοξίας απομονωμένης από τον υπόλοιπο κόσμο.

ο π. Βασίλειος ήταν ικανός να συμφιλιώσει το μεγαλείο με την πραότητα και την πεποίθηση με την συμπόνια. 

Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πιο συμπαθητικά χαρακτηριστικά του π. Βασιλείου ήταν αναμφισβήτητα η ικανότητά του να ωριμάζει μέσω της αυτοκριτικής. Ωριμάζοντας συλλογιζόταν την αυθάδεια της σαρωτικής του κριτικής έναντι της Δύσης· ή, τουλάχιστον, συνειδητοποίησε ότι δεν χρειαζόταν να καταδικάσει με σκληρότητα τα κενά άλλων ομολογιών για να αποκαλύψει τους θησαυρούς της δικής του παράδοσης.

Τον πρωτοσυνάντησα την άνοιξη του 1977 στο αγιορείτικο κελί του Τιμίου Σταυρού όπου κατοικούσε ο γερο-Παϊσιος, την ίδια ημέρα που επέστρεψε από την Αυστραλία, όπου είχε ταξιδέψει με τον πνευματικό του πατέρα Παΐσιο, κατόπιν πρόσκλησης του συμπατριώτη του Κρητικού Στυλιανού [Χαρκιανάκη] (1935–2019), τότε αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, με τον οποίο διατηρούσε στενή σχέση και ο οποίος αναμφισβήτητα του πρόσφερε μια διευρυμένη απόχρωση των οικουμενικών σχέσεων. Μαζί με τον Γέροντα Παΐσιο, είχε διανύσει ολόκληρη την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ακούοντας εξομολογήσεις και δίνοντας ομιλίες στο Σίδνεϊ, τη Μελβούρνη και την Αδελαΐδα, προτού επιστρέψει για τη Μεγάλη Εβδομάδα στο μοναστήρι τους. Με μια μόνο, έστω σιωπηλή κίνηση, ο π. Βασίλειος κατάφερε να αναδιαμορφώσει και εμπλουτίσει την εικόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αυστραλία, εισάγοντας στην εκεί παροικία έναν μέχρι τότε άγνωστο ερημίτη, ο οποίος αγιοποιήθηκε το 2015 και στη συνέχεια αναγνωρίστηκε ως προστάτης της εκκλησίας στους «αντίποδες».

Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1997, ο π. Βασίλειος δέχθηκε την διστακτική μου πρόσκληση να επισκεφθεί τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη για να συζητήσει και να ενισχύσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες σε μια κρίσιμη περίοδο όπου η εκκλησιαστική αναταραχή είχε ανατρέψει την πνευματική διάκριση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν τον πήγα τότε σ᾽ ένα βιβλιοπωλείο Barnes & Noble στο Chestnut Hill της Μασαχουσέτης, έμεινε άναυδος με το εκτενές τμήμα βιβλίων «αυτοβοήθειας». Και μου ψιθύρισε: «Καλά, πιστεύει στ᾽ αλήθεια ο κόσμος ότι θα σωθεί μόνος του;»

Θυμάμαι ακόμα όταν συνόδευσα τον π. Βασίλειο σε μια κηδεία στη πρωτεύουσα της Αθωνίτικης Πολιτείας το 1978. Μου φάνηκε πως περπατούσαμε για ώρες σε μια καταρρακτώδη βροχή στα—τότε ακόμα χωμάτινα μονοπάτια, τώρα ασφαλτοστρωμένους δρόμους—από τη Σταυρονικήτα στις Καρυές. Μάλιστα, για να περάσει η ώρα, σκέφτηκε να μαντεύαμε αν το επόμενο βήμα μας θα έπεφτε σε στερεό έδαφος ή σε λακκούβα λάσπης. Όταν φτάσαμε επιτέλους σ᾽ ένα άδειο καλύβι μετά τα μεσάνυχτα, άρχισε να αναζητά με αγωνία κάτι να ταΐσει τον νεαρό του συνοδοιπόρο, μόλις τότε είκοσι ετών. Περάσαμε ώρες κουβεντιάζοντας, μοιραζόμενοι λίγο παξιμάδι και μερικές ελιές, μέχρι που ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει με σιωπηλή μεγαλοπρέπεια.

Πάντα θαύμαζα και προτιμούσα εκείνους που εργάζονται στο παρασκήνιο, αθόρυβα και αόρατα μεταμορφώνοντας έτσι ολόκληρη την οικουμένη. Ερμηνεύοντας τον εσπερινό ψαλμό—«Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος . . . ερπετά ων ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων» (Ψαλμός 103.25)—ο π. Βασίλειος διέκρινε ανάμεσα στα ψαράκια που πηδούν φρενιτικά πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας και άλλα που κολυμπούν γαλήνια στον ανεξιχνίαστο ωκεανό. Γνώριζε καλά την δύναμη της αναχώρησης και το βάθος της σιωπής.

Έτσι θα τον θυμάμαι για πάντα: σαν ένα ευγενή γίγαντα και σιωπηλό επαναστάτη.

 Ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής είναι αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου και κληρικός της Ι.Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Υπηρετεί ως θεολογικός σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριάρχη σε περιβαλλοντικά θέματα. Γεννημένος στην Αυστραλία, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Αθήνα και την Οξφόρδη, ενώ δίδαξε πατερική θεολογία και εκκλησιαστική ιστορία στο Σύδνεϋ και τη Βοστόνη. Υπήρξε συνιδρυτής της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Αποστόλου Ανδρέα στο Σύδνεϋ.

 πηγή:https:orthodoxia.info