
Ανάμεσα στις πρόσφατες, διαμετρικά αντίθετες, ειδήσεις εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος, όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσκαλείται επίσημα στον Λευκό Οίκο και τον υποδέχεται ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και ένας Ηγούμενος ιστορικής μονής συλλαμβάνεται και οδηγείται στα ποινικά δικαστήρια της Αθήνας κατηγορούμενος για διαφθορά, μάλλον πέρασε απαρατήρητη η εκδημία (17 Σεπτεμβρίου τ. έ.) του Προηγουμένου της Μονής Ιβήρων Βασιλείου (Γοντικάκη).
Ο μακαριστός πλέον Βασίλειος κηδεύτηκε και τάφηκε αθόρυβα και διακριτικά, όπως πρέσβευε και όπως έζησε άλλωστε, στον τόπο όπου ο ίδιος διαμορφώθηκε αλλά συνέβαλε στην διαμόρφωσή του για μισό και πλέον αιώνα. Ιδιαίτερα υπερήφανος για την ελληνική του καταγωγή και συνάμα παθιασμένος με το κρητικό αίμα του, γοητεύθηκε από την διανόηση της ρωσικής διασποράς. Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος αποδείχθηκε κορυφαία δύναμη στην παλινόρθωση του μοναχισμού στο Άγιον Όρος και προεξάρχουσα μορφή στην ανανέωση της θεολογίας στον ορθόδοξο κόσμο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ανήκει στη γενιά που επηρεάστηκε από τον τρόπο ζωής του αγίου ερημίτη Παϊσίου (1924–1994) αλλά και από την κοσμοθεωρία του λαϊκού μυστικού Δημητρίου Κουτρουμπή (1921–1983), την ίδια γενιά που ανέδειξε αναστήματα σαν τον Χρήστο Γιανναρά (1935–2024) και τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο (1929–2025).
Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος αποδείχθηκε κορυφαία δύναμη στην παλινόρθωση του μοναχισμού στο Άγιον Όρος
Θυμάμαι ακόμα τις ασφυκτικά γεμάτες ενοριακές αίθουσες αλλά και τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα στην Αθήνα—συνήθως στην πιο ριζοσπαστική νομική σχολή, παρά στην κάποτε αποπληκτική θεολογική σχολή—περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου φοιτητές από όλες τις πανεπιστημιακές σχολές συνωστίζονταν μαγεμένοι από την εκπληκτικά αναζωογονητική και ανεξίτηλα σωκρατική του ευγλωττία. Θυμάμαι σε μια τέτοια συνωστισμένη σύναξη—ήμουν μονάχα δεκαεφτά ετών και μόλις ξεκινούσα τις σπουδές μου—ότι κάποιος φοιτητής σηκώθηκε να δηλώσει πως δεν μπορούσε να κατανοήσει τη θέση του Θεού στον κόσμο· «Είμαι άθεος», κατέληξε. Ο π. Βασίλειος απάντησε ήρεμα: «Τότε είμαστε στο ίδιο επίπεδο! Κι εγώ συνέχεια αναζητώ τον Θεό!»
Πέραν όμως από τη δύναμη του γραπτού και προφορικού του λόγου, ωστόσο, ήταν η σιωπηλή, έστω ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου που πάντα ξεχώριζε για μένα. Προσωπικά, πέρα από την δύναμη του προφορικού και γραπτού του λόγου, πάντα θαύμαζα την σιωπηλή, μάλλον ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου. Αυτό που συνεχώς με εξέπλησσε είναι ήταν ο τρόπος με τον οποίο, σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλον έχω συναντήσει, ο π. Βασίλειος ήταν ικανός να συμφιλιώσει το μεγαλείο με την πραότητα και την πεποίθηση με την συμπόνια. Από τις αναμνήσεις μου από αυτόν ξεχωρίζει το πνεύμα με το οποίο απέδωσε κάποτε τη συνάντησή του με έναν σύγχρονο άγιο, το οποίο παραφράζω εδώ: «Ξέρω ότι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν, επειδή έχω γνωρίσει έναν!» Ομολογώ πως η συνάντηση με τον π. Βασίλειο ήταν μια τέτοια διαμορφωτική εμπειρία στη ζωή μου.
Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πιο συμπαθητικά χαρακτηριστικά του π. Βασιλείου ήταν αναμφισβήτητα η ικανότητά του να ωριμάζει μέσω της αυτοκριτικής.
Με την εγκατάστασή του στο Άγιο Όρος, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο π. Βασίλειος κυριολεκτικά μεταρρύθμισε και μεταμόρφωσε το μοναδικό αυτό προμαχώνα και την ιστορική δημοκρατία του ορθόδοξου μοναχισμού. Μαζί με μια ομάδα επίλεκτων νέων θεολόγων, εγκατέλειψε την προοπτική των μεταπτυχιακών σπουδών για την αναζήτηση του «πολυτίμου μαργαριταριού» που ανακάλυψε μέσα στη μυστηριακή λατρεία της εκκλησίας και τη σιωπηλή κατάνυξη της ερήμου.
Ήταν εποχή πνευματικής αναταραχής στο Άγιον Όρος, όταν οι μοναχοί αντιδρούσαν στα οικουμενικά ανοίγματα του τότε Πατριάρχη Αθηναγόρα προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Μόλις τριαντάρης τότε, ο π. Βασίλειος ανέλαβε τον ρόλο ενός σύγχρονου Γρηγορίου Παλαμά «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» και συνέθεσε μια καυστική κριτική της δυτικής θεολογίας βασισμένη σε θεμελιώδη στοιχεία της ορθόδοξης πνευματικότητας, η οποία εμφανίστηκε το 1974 με τον τίτλο Εισοδικόν, ενώ ο υπότιτλος αποδίδει την ουσία του οράματος και της γραφής του: «Στοιχεία λειτουργικής βιώσεως του μυστηρίου της ενότητος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία».
Προσωπικά, πέρα από την δύναμη του προφορικού και γραπτού του λόγου, πάντα θαύμαζα την σιωπηλή, μάλλον ανατρεπτική πεποίθηση του π. Βασιλείου.
Εκείνο το πρώτο βιβλίο στην πραγματικότητα παρέμεινε και η μοναδική μονογραφία που δημοσίευσε στη ζωή του. Μετά από αυτό, έγραψε παρά πολλά, αλλά ταυτόχρονα πολύ λίγα. Κατά κάποιο τρόπο, θα έλεγα πως κάθε επακόλουθη παρουσίαση και δημοσίευση ήταν ουσιαστικά μια σειρά υποσημειώσεων στο αρχικό του δοκίμιο. Μόλις πέρυσι, η Μονή Ιβήρων εξέδωσε ένα βιβλίο στοχασμών του με τον τίτλο Αποτυπώματα, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως επίλογος στη ζωή και τη σκέψη του. Λειτουργεί επίσης, θα έλεγα, ως ανάμνηση ενός γνήσια οικουμενικού, κοσμοπολίτη μοναχού που κινούνταν εξίσου άνετα σε πνευματικούς και κοσμικούς κύκλους, ανάμεσα σε διανοητικούς γίγαντες και ευσεβείς γιαγιάδες, καθώς και με καλλιτέχνες και μελετητές. Οι συναρπαστικές και ζωηρές συνομιλίες στο απέριττο κελί του στη Μονή Σταυρονικήτα, στην κοινότητα της οποίας ανήκε τότε, με λαμπρές προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Νέλλας (1936–1986) και ο Νίκος Πεντζίκης (1908–1993), άφησαν το ανεξίτηλο το σημάδι τους σε μένα, τον εντυπωσιασμένο νεαρό σπουδαστή θεολογίας, καθώς σύχναζα στη Σταυρονικήτα σε περιόδους εορτών και διακοπών.
Αλλά και οι μονές όπου διατέλεσε ως καθηγούμενος—η Μονή Σταυρονικήτα για είκοσι δύο χρόνια και η Μονή Ιβήρων για δεκαπέντε—διέφεραν από άλλες, πολλές από τις οποίες έχουν στηρίξει τη φήμη τους σε επενδυτική πολιτική και κοσμική μεγαλοπρέπεια. Η πρώτη μονή αναμφισβήτητα αποτελεί κόσμημα εικονογραφικής υπεροχής και αρχιτεκτονικής κομψότητας. Η δεύτερη είναι ανάμεσα στους παλαιότερους ιερούς τόπους και τα πιο δημοφιλή προσκυνήματα που ιδρύθηκαν τον δέκατο αιώνα, με διεθνή εμβέλεια (στην πραγματικότητα, γεωργιανή· ο τελευταίος γεωργιανός μοναχός πέθανε το 1955!), όπου φιλοξενείται η θρυλική και θαυματουργική εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας που θεωρείται η «πύλη» και η «προστάτρια» του Αγίου Όρους. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σιωπηλές υπενθυμίσεις του έμφυτου μήκους και βάθους του Αγίου Όρους που συχνά παραλείπονται στον πιο νεοφανή ενθουσιασμό για την προώθηση μιας ορθοδοξίας απομονωμένης από τον υπόλοιπο κόσμο.
ο π. Βασίλειος ήταν ικανός να συμφιλιώσει το μεγαλείο με την πραότητα και την πεποίθηση με την συμπόνια.
Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πιο συμπαθητικά χαρακτηριστικά του π. Βασιλείου ήταν αναμφισβήτητα η ικανότητά του να ωριμάζει μέσω της αυτοκριτικής. Ωριμάζοντας συλλογιζόταν την αυθάδεια της σαρωτικής του κριτικής έναντι της Δύσης· ή, τουλάχιστον, συνειδητοποίησε ότι δεν χρειαζόταν να καταδικάσει με σκληρότητα τα κενά άλλων ομολογιών για να αποκαλύψει τους θησαυρούς της δικής του παράδοσης.
Τον πρωτοσυνάντησα την άνοιξη του 1977 στο αγιορείτικο κελί του Τιμίου Σταυρού όπου κατοικούσε ο γερο-Παϊσιος, την ίδια ημέρα που επέστρεψε από την Αυστραλία, όπου είχε ταξιδέψει με τον πνευματικό του πατέρα Παΐσιο, κατόπιν πρόσκλησης του συμπατριώτη του Κρητικού Στυλιανού [Χαρκιανάκη] (1935–2019), τότε αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, με τον οποίο διατηρούσε στενή σχέση και ο οποίος αναμφισβήτητα του πρόσφερε μια διευρυμένη απόχρωση των οικουμενικών σχέσεων. Μαζί με τον Γέροντα Παΐσιο, είχε διανύσει ολόκληρη την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ακούοντας εξομολογήσεις και δίνοντας ομιλίες στο Σίδνεϊ, τη Μελβούρνη και την Αδελαΐδα, προτού επιστρέψει για τη Μεγάλη Εβδομάδα στο μοναστήρι τους. Με μια μόνο, έστω σιωπηλή κίνηση, ο π. Βασίλειος κατάφερε να αναδιαμορφώσει και εμπλουτίσει την εικόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αυστραλία, εισάγοντας στην εκεί παροικία έναν μέχρι τότε άγνωστο ερημίτη, ο οποίος αγιοποιήθηκε το 2015 και στη συνέχεια αναγνωρίστηκε ως προστάτης της εκκλησίας στους «αντίποδες».
Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1997, ο π. Βασίλειος δέχθηκε την διστακτική μου πρόσκληση να επισκεφθεί τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη για να συζητήσει και να ενισχύσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες σε μια κρίσιμη περίοδο όπου η εκκλησιαστική αναταραχή είχε ανατρέψει την πνευματική διάκριση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν τον πήγα τότε σ᾽ ένα βιβλιοπωλείο Barnes & Noble στο Chestnut Hill της Μασαχουσέτης, έμεινε άναυδος με το εκτενές τμήμα βιβλίων «αυτοβοήθειας». Και μου ψιθύρισε: «Καλά, πιστεύει στ᾽ αλήθεια ο κόσμος ότι θα σωθεί μόνος του;»
Θυμάμαι ακόμα όταν συνόδευσα τον π. Βασίλειο σε μια κηδεία στη πρωτεύουσα της Αθωνίτικης Πολιτείας το 1978. Μου φάνηκε πως περπατούσαμε για ώρες σε μια καταρρακτώδη βροχή στα—τότε ακόμα χωμάτινα μονοπάτια, τώρα ασφαλτοστρωμένους δρόμους—από τη Σταυρονικήτα στις Καρυές. Μάλιστα, για να περάσει η ώρα, σκέφτηκε να μαντεύαμε αν το επόμενο βήμα μας θα έπεφτε σε στερεό έδαφος ή σε λακκούβα λάσπης. Όταν φτάσαμε επιτέλους σ᾽ ένα άδειο καλύβι μετά τα μεσάνυχτα, άρχισε να αναζητά με αγωνία κάτι να ταΐσει τον νεαρό του συνοδοιπόρο, μόλις τότε είκοσι ετών. Περάσαμε ώρες κουβεντιάζοντας, μοιραζόμενοι λίγο παξιμάδι και μερικές ελιές, μέχρι που ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει με σιωπηλή μεγαλοπρέπεια.
Πάντα θαύμαζα και προτιμούσα εκείνους που εργάζονται στο παρασκήνιο, αθόρυβα και αόρατα μεταμορφώνοντας έτσι ολόκληρη την οικουμένη. Ερμηνεύοντας τον εσπερινό ψαλμό—«Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος . . . ερπετά ων ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων» (Ψαλμός 103.25)—ο π. Βασίλειος διέκρινε ανάμεσα στα ψαράκια που πηδούν φρενιτικά πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας και άλλα που κολυμπούν γαλήνια στον ανεξιχνίαστο ωκεανό. Γνώριζε καλά την δύναμη της αναχώρησης και το βάθος της σιωπής.
Έτσι θα τον θυμάμαι για πάντα: σαν ένα ευγενή γίγαντα και σιωπηλό επαναστάτη.
Ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής είναι αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου και κληρικός της Ι.Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Υπηρετεί ως θεολογικός σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριάρχη σε περιβαλλοντικά θέματα. Γεννημένος στην Αυστραλία, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Αθήνα και την Οξφόρδη, ενώ δίδαξε πατερική θεολογία και εκκλησιαστική ιστορία στο Σύδνεϋ και τη Βοστόνη. Υπήρξε συνιδρυτής της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Αποστόλου Ανδρέα στο Σύδνεϋ.
πηγή:https:orthodoxia.info
Γιάννης Πεγειώτης
Ήταν το έτος 1990 .Έφτασα στην Σταυρονικήτα. Έκαμά Πάσκαν βασιλικόν. Ώρες ολόκληρες ακουσεν με ο παπά Βασίλης ο Γοντικάκης. Να τον έσιει ο Θεός καλά.
Εστειλέν με τζιαι εξομολοήθηκά στον παπά Ιερεμίαν, τον καλοσυνάτον ,τον Αυστραλέζον. Έπνασα.
Ύστερις επήρεν με ο Λεωνίδας, ο μάγκάς ,ο Σαλονικιός στο τζελλίν του Αγίου Παισίου τζιαι επκιαά την ευτζήν του τζιαι άκουσα τον τζιαι εποθάμασα τζιαι στραφηκά τζιαι αλλό θκυο φορές τους επόμενους χρόνους.
Σαννα τζιαι ήτάν εχτές .
Πήραμε το δρόμο από τις ευλογημένες Καρυές για την πολυαγαπημένη Ιερά Μονή Σταυρονικήτα.
Εκεί θα με περίμεναν ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης.
Είχε έλθει στο Αθηναίδειο το 1983 και μας μίλησε με ένα λόγο λευτεριάς και χάριτος. Κυκλοφορούσαν τότε και λόγοι του σε κασεττες.Λόγοι Κυρίου Αναστάντος
Ενας Πατέρας μας περιμένει μα αραγέ σου ενναν η επιστροφή μας ποτζεινή που ελευθερώνει καθώς έγραψεν εγκαίρως ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης….
Ήταν μια ομιλία του πατρός Βασιλείου στη Λευκωσία.Ενενηντα τρία ή ενενήντα τέσσερα.Πηγαμε νέοι με τα βάρη και τις αποτυχίες μας. Στο μέρος των ερωτήσεων παρά την όποια δυσκολία ρώτησα… με εμάς τους αποτυχημένους της Εκκλησίας τι θα γίνει.
Εμάς που πλησιάσαμε και δεν τα καταφέραμε και νιώθουμε την αποτυχία και αναζητούμε ελπίδα. Η απάντηση του αυθόρμητη. Είπε πρώτα παιδιά κλείστε τις ηχογραφήσεις.
Μας παρηγόρησε τους εν γένει αποτυχημένους κατά κόσμον και κατά πολλούς….με ένα λόγον επαναστατικό απελευθερωτικό για εκείνη την εποχή..
Το εκπληκτικό ήτο πως ακόμα και άνθρωποι αμυντικοί, κάποιοι δύσκολοι, πλησιάζοντας με στο τέλος με ευχαριστούσαν για την » τρελλη» ερώτηση.
Στο
τέλος τον χαιρέτησα. Με αγκάλιασε η αγάπη του. Με αναγνώρισε έστω κι αν
ευγενικός ων δεν το έδειξε έντονα. Ημουν σίγουρος πως προσευχόταν για
μας.
Το 1991 επέστρεψα στην Ιβήρων πλέον και τον ξανασυνάντησα μαζί με τον πατέρα Ιερεμία πουχε την έγνοια μου και ήθελε να του μηνώ πως ήμουν και αν πάλευα με τις δυσκολίες.
Ηταν πλέον ο πατέρας Βασίλειος ένας εκ των παρηγορητής του βίου ημών έστω και εξ αποστάσεως με τους λόγους και τα βιβλία του…
Μόνος
το έτος 1992 πορεύτηκαν ξανά κοντά τους στην Ιβήρων και κατόπιν στο
δίακο Νεκτάριο στην Σταυρονικήτα. Ο λόγος του πατρός Βασιλειου Γοντικακη
γραπτός και προφορικός με συντρόφευε από τότε μέχρι τις μέρες μας.
Από το 2014 σε μια πολυετή περίοδο καταιγίδας στη ζωή μου. Με πολλά εργόχειρα για να επιβιώσω ο λόγος του στο αυτοκίνητο της κοπιωδους εργασίας ημών μαζί με αυτόν του πατρός Συμεών Κραγιοπουλου πολύ με παρηγόρησε.
Ιδιαιτερα παλαιές ομιλίες του για την Θεοτοκο καί για την μαρτυρία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου για την αλήθεια,την απραξία και την σωτηρια παρουσία του Χριστού.
Τα
βράδυα κατάκοπος στο πάρκο τον άκουγα επίσης σε εκείνη την Φωτεινή του
ομιλία εν μέσω κρίσεως να ομιλεί στα Δημητρεια για το νόημα ζωής σε
δισκέτες μερες
Όταν πρώτοκατέβηκε στην Κύπρο για να στηρίξει τον πιστό λαό συγκίνησε τους δύσπιστους Κύπριους γιατί στους λόγους του καθώς ήταν παρατηρητικός επαίνεσε τα πρωτινα συνήθεια του τόπου ,τις λιτανείες, τους λόγους των γιαγιάδων, τα ταπεινά ξωκλήσια ,το πρώτινον ήθος των λα ι κων.μας παππουδων.
Τους ναούς μας στην εντός των τειχών Λευκωσίας και τους ταπεινούς τότε ξωμαχους που τους διακινούσαν. Συγκλονιστηκε όταν νεοκωρος τού είπε για Παναγία εντός των τειχών » Είναι ωραία η βασίλισσα μας»
Με έναυσμα αυτή την έκφραση της λαικης μας ευσέβειας ομιλήσε σε χωριά και πόλης μας με λόγον Χρυσιού πεποικιλμενον ξεκινώντας ως εξής Είναι ωραία η βασίλισσα μας μιλώντας για την Θεοτόκον
Αυτά τα ολίγα ως αντίδωρο στη μνήμην του . Εξάλλου η ώρα δεν είναι για μεγάλα λογια.
Ήταν μια φωτεινή μαρτυρία προσανατολισμού για μας. Μια φωνή οξυγόνου στην ασφυξία πολλών ημερών και εμπόρων βραδυων μοναξιας.
Πατερα Βασιλείε Γοντικακη σε ευχαριστούμε .
Πρέσβευε και υπέρ ημών των εν γένει αποτυχημένων και διακόνων εργοχειρων ουχί παραδεδεγμενης σημασίας.
Πρεσβευε υπέρ των παιδιών σου που έχουν πλέον λευκασμενους κροτάφους.
Ἐρώτησι: π. Βασίλειε, εἶστε ὁ ἡγούμενος μιᾶς πολὺ μεγάλης Μονῆς, μιᾶς πολὺ ἱστορικῆς Μονῆς στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὰ τελευταῖα χρόνια παρατηρήθηκε μιὰ ἀναγέννησι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ποῦ ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη σας;
Ἀπάντησι: Νομίζω ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνα κομμάτι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, εἶναι ὁ τόπος τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἡσυχίας, εἶναι ὁ τόπος ποὺ κρύβει πολλὴ χάρι. Κάποτε εἴχαμε περιφρονήσει τὸ Ὄρος καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ θεωρήσαμε ὡς κάτι μικρὸ ἢ μὴ σημαντικό. Στὴ συνέχεια, ἴσως μιὰ ἀποστασία καὶ μιὰ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔκανε νὰ νοιώσουμε τὴ χάρι ποὺ βρίσκεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πράγματι, συμβαίνει μιὰ ἀναγέννησι στὸ Ὄρος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ὀφείλεται σὲ κάποια ἀπόφασι ἑνὸς μεγάλου ἄρχοντος, ἐκκλησιαστικοῦ ἢ πολιτικοῦ, ἢ σὲ κάποια προσπάθεια. Ἄνθρωποι ποὺ ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ νὰ τὸ ἐπισκεφθοῦν ἀπὸ περιέργεια ἔνοιωσαν ἕνα ἐσωτερικὸ συγκλονισμό, ἔνοιω σαν ὅτι ἐδῶ πέρα ὑπάρχει κάτι τὸ ἀληθινό, ὑπάρχει ἕνας λόγος ἐκκωφαντικός, ὁ ὁποῖος προσφέρεται διὰ τῆς σιγῆς. Ὑπάρχει ἕνα φῶς ποὺ σὲ ἕλκει. Κι ἄλλη φορὰ μοῦ ἔκαναν αὐτὴ τὴν ἐρώτησι, γιατί ἔρχονται νέοι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κι ἀπαντῶ ὅτι ἡ ἴδια ἐρώτησι μπορεῖ νὰ τεθῆ σ' ὅλα τὰ δένδρα καὶ σ᾿ ὅλα τὰ ἄνθη: γιατί πηγαίνουν πρὸς τὸ φῶς; ∆ιότι τὸ φῶς εἶναι ἡ προϋπόθεσι τῆς ζωῆς τους. Καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τὸ ὄρος τῆς μεταμορφώσεως, εἶναι τὸ ὄρος τῆς ἡσυχίας καὶ τοῦ θείου κάλλους, ποὺ ἕλκει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἐπειδὴ σήμερα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα ἡ ψυχὴ τοῦ νέου ἀνθρώπου, εἶναι ἀπο γοητευμένη ἀπ᾿ ὅλα τὰ σχετικὰ ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρουν ὅλες οἱ θεωρίες, τὰ συστήματα καὶ τὰ κόμματα, γι' αὐτό, αὐθόρμητα καταφεύγει στὸ Ἅγιον Ὄ ρος. Ἔρχεται κάποιος στὸ Ἅγιον Ὄρος -πολλὲς φορές, ὅπως εἴπαμε, ἀπὸ περιέργεια- καὶ νοιώθει κάτι βαθύ. Ἔρχεται κάποιος ἄλλος στὸ Ἅγιον Ὄρος, νομίζοντας ὅτι ἔχει σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία, καὶ δὲν παίρνει τίποτε. Ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο κανεὶς εἶναι πληγωμένος ἢ εὐαίσθητος, θὰ πάρη ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι, τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ καταλαβαίνει ἢ ἕνα μικρὸ παιδὶ ἢ ἕνας ἄνθρωπος πολὺ πληγωμένος. Μπαίνοντας στὸ Ὄρος νοιώθεις ὅτι ὑπάρχει κάτι πνευματικό. Μπαίνοντας μέσα σὲ μιὰ μονή, σὲ μιὰ ἐκκλησία, ἡ ἴδια ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἢ τῆς ἐκκλησίας, οἱ εἰκόνες, τὸ πρόγραμμα, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῆς ζωῆς, οἱ ψαλμωδίες, ὅ λα λένε κάτι. Καὶ τὸ καταπληκτικὸ εἶναι ὅτι ὅλα λένε τὸ ἴδιο πράγμα, καὶ ὑπάρχει ἕνα συλλείτουργο, ποὺ παρουσιάζει τὴν παράδοσί μας, τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματική. Κι ἔτσι, διαπιστώνεις ὅτι ἐδῶ πέρα ὑπάρχει ἕνας χῶρος ὅπου μπορεῖς νὰ μείνης. Θυμᾶμαι, ὅταν εἶχα ἐπισκεφθῆ ἕνα Γέροντα ἀγράμματο στὸ κελλί του, καὶ τὸν ρώτησα: «Γέροντα, τί κάνεις;», μοῦ ἀπάντησε: «Ἐδῶ μένω». ∆ὲν εἶχε νὰ πῆ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο: «Μένω στὸν τόπο, ὅπου ἡ στάσι εἶναι κίνησι». Θὰ ἔλεγα καὶ κάτι ἄλλο: Ὅπως ἕνα ἔμβρυο μένει στὴ μήτρα τῆς μητέρας του καί, χωρὶς νὰ κάνη τίποτε, αὐξάνει καὶ μεγαλώνει, ἔτσι κι ἕνας ἄνθρωπος, ζώντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα στὴν Ἐκκλησία, σ᾿ ὅλο αὐτὸ τὸ πνεῦμα, χωρὶς νὰ κάνη τίποτε, νοιώθει ὅτι αὐξάνει, γιατὶ βρίσκεται μέσα στὴ μήτρα τῆς μητέρας Ἐκκλησίας. Ἐδῶ νοιώθεις ὅτι, ἐν τέλει, Ἐκκλησία εἶναι ὅλος ὁ χῶρος, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἡ κτίσι, ἁγιασμένη καὶ μεταμορφωμένη μὲ τὴ χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐρ.:π. Βασίλειε, ὑπάρχει ἡ ἄσκησι καὶ ἡ ἀσκητικὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Αὐτὰ τὰ μεγέθη τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ μοναχοῦ πῶς μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸ σημερινὸ ἄνθρωπο νὰ δῆ τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ Ἁγίου Ὄρους;
Ἀπάντησι:: Ἡ ἄσκησι συνήθως, ὅταν ἀκούγεται ἀπὸ τὸν κόσμο, δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα ὄχι καὶ τόσο εὐχάριστο. Ἀλλά, ἐν τέλει, εἶναι ἡ προϋπόθεσι γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν ἄνθησι καὶ στὴν καρποφορία. Ὅπως ἕνα δένδρο δὲν μπορεῖ νὰ καρποφορήση, ἂν δὲν καλλιεργηθῆ καὶ κλαδευθῆ, ἔτσι κι ἕνας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάση στὴν καρποφορία του, ἂν δὲν περάση μιὰ ἄσκησι. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι μιὰ διάκρισι, γιὰ νὰ νοιώσουμε ὅτι ἄλλο εἶναι τὸ κλάδεμα, καὶ ἄλλο τὸ κουτσούρεμα, ἄλλο εἶναι ἡ ἐγχείρησι, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἕνα χειροῦργο, καὶ ἄλλο τὸ σφάξιμο, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἕνα σφάχτη. Ζώντας μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νοιώθεις ὅτι, ὅταν εἶναι αὐστηρή, δείχνει σ' ἐσένα τὴν ἀγάπη της· καὶ ὅτι, ὅταν εἶναι φιλάνθρωπη, ἡ φιλανθρωπία της καὶ ἡ ἀγάπη της δὲν ἔχουν τίποτε νὰ κάνουν μὲ ἄρρωστους συναισθηματισμούς, ἀλλὰ ἔχουν σχέσι μὲ κάτι ἀληθινὸ καὶ δραστικό. Ἔτσι, νοιώθεις ὅτι ἡ ἄσκησι στὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι προϋπόθεσι τῆς καρποφορίας, ἡ νηστεία εἶναι προϋπόθεσι τοῦ χορτασμοῦ -ὅπως λέγει τὸ Τριώδιο, ἔχουμε, κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στὴ νηστεία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς ἄριστο ἐστιάτορα- ἡ ταπείνωσι εἶναι προϋπόθεσι τῆς ἀληθινῆς δόξας, ἡ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὸν κόσμο εἶναι προϋ πόθεσι γιὰ νὰ ἑνωθῆς μὲ ὅλο τὸν κόσμο. Γι' αὐτό, ὁρίζεται καὶ ὁ μοναχὸς ὡς «ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος». Ἂν ἕνας θέλη νὰ ἑνωθῆ μὲ ὅλο τὸν κόσμο, πρέπει νὰ χωριστῆ ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν ἑνωθῆ μὲ μερικά, τότε χωρίζε ται ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα. Καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀπαίτησι νὰ ἑνωθῆς μὲ ὅλο τὸν κόσμο, χωρίζεσαι ἀπ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Μέσα στὴν Ἐκκλησία βρίσκεις αὐτὴ τὴν τέχνη τοῦ κλαδέματος, ποὺ χρειά ζεσαι γιὰ νὰ καρποφορήσης. Μέσα στὴν Ἐκκλησία βρίσκεις τὸν τρόπο πῶς τὸ πένθος γίνεται χαροποιό, πῶς ἡ ταπείνωσι ἀποδεικνύεται ὑψοποιός, πῶς μὲ τὴ φτώχεια πλουτίζεις καὶ πῶς μὲ τὴν ὑπακοὴ ἐλευθερώνεσαι. Ὅταν νοιώσης ὅλα αὐτὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, νοιώθεις στὸ τέλος ὅτι διὰ τοῦ θανάτου προχώρησες στὴν αἰώνια ζωή. Λοιπόν, ἡ ἄσκησι διδάσκεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀπομάκρυνσι. Ἀλλὰ ἡ ἀπομάκρυνσι καὶ ἡ ἀναχώρησι σὲ φέρνουν στὴν ἀληθινὴ κοινωνία, καὶ ἡ ἡσυχία εἶναι μιὰ πλησμονὴ δράσεως καὶ ζωῆς, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται ἀπὸ μιὰ ἄλλη δύναμι, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος καταξιώνεται νὰ προσφέρη ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του Χριστῷ τῷ Θεῷ, στὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ἐρ.:Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέγει τοῦτο τὸ ἐκπληκτικό: «∆ιὰ πλοῦτον ἄπειρον ὑπάρχω πένης καὶ διψῶ διὰ πλῆθος ὑδάτων». Αὐτὴ ἡ δίψα τοῦ πλήθους τῶν ὑδάτων μπορεῖ νὰ κορεσθῆ στὸ Ἅγιον Ὄρος;
Ἀπάντησι: Αὐτὴ ἡ δίψα μπορεῖ νὰ κορεσθῆ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλά, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ κορεσθῆ στὸ Ἅγιον Ὄρος μ᾿ ἕνα τρόπο θαυμαστό, ποὺ σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ κορεσθῆ καὶ σὲ κάθε ἕνα ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτεί ας τοῦ Κυρίου, ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καταφύγη στὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἐκκλησίας, γι' αὐτὸ χαίρεται κανεὶς τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄν, δηλαδή, ἕνας μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔβρισκε κάτι τὸ ὁποῖο ἔσβηνε τὴ δίψα του, τὴ βαθιὰ καὶ ἀληθινή, καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο δὲν ἔσβηνε τὴ δίψα κάθε ἑνὸς ἀνθρώπου, τότε δὲν θὰ ἔσβηνε οὔτε τὴ δική του. Τὸ Ἅγιον Ὄρος μᾶς παρηγορεῖ, γιατὶ δι᾿ αὐτοῦ βλέπουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄν θρωποι μποροῦν νὰ μποῦν μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ εὐρυχω ροτέρα τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ ζεστὴ φωλιὰ ποὺ ὅλους μᾶς χωρᾶ καὶ ὅλους μᾶς ἀνα παύει.
Ἐρ.:π. Βασίλειε, οἱ οὐράνιες αὐτὲς πολιτεῖες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ εἶναι οἱ ἱερὲς μονὲς -ἔτσι, τουλάχιστο, τὶς ἔνοιωσα, ὅταν πῆγα στὸ Ὄρος- μποροῦν ν᾿ ἀ ποτελέσουν πρότυπα γιὰ τὸ βίο τῶν ἀνθρώπων;
Ἀπάντησι: Νομίζω ὅτι μποροῦν ν᾿ ἀποτελέσουν τὰ μοναδικὰ πρότυπα, ἀκριβῶς γιατὶ ἐκεῖ νοιώθεις ὅτι γίνεται σεβαστὸς ὁ ἄνθρωπος. Κι ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ πῶ τὸ ἑξῆς: Πόσο διαφέρουν τὸ γεγονὸς καὶ ἡ ὀργάνωσι τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ τὸ γεγονὸς καὶ τὴ διάρθρωσι τῆς ζωῆς ἑνὸς δυτικοῦ, ἂς ποῦμε, μοναστηριοῦ! Ἐκεῖ πέρα βασιλεύει ἕνας νόμος καὶ μιὰ τάξι, ποὺ ρυθμίζουν τὰ πάντα. Ἐδῶ πέρα, νομίζω πολὺ περισσότερο, βασιλεύει μιὰ ζωή. Ἄλλο εἶναι τὸ πνεῦμα ἑνὸς στρατώνα, καὶ ἄλλο τὸ πνεῦμα μιᾶς οἰκογένειας, ὅπου ἡ μητέρα φροντίζει τὸ κάθε ἕνα της παιδί ἀναλογα μὲ τὴν ἡλικία του καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ τί ἔχει ἀνάγκη. Βλέπει κανεὶς στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ μητέρα μας -τὸ Ἅγιον Ὄρος λέγεται Περιβόλι τῆς Παναγίας- καὶ ὅτι στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ὁ κάθε ἕνας νὰ βρῆ τὸν τρόπο του, νὰ βρῆ τὸν ρυθμό του, νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἔτσι, ὅλοι εἶναι ἐλεύθεροι καὶ ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι. Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει μεγάλα κοινόβια μοναστήρια, ἔχει σκῆτες, ποὺ εἶναι σὰν μικρὰ χωριά· καὶ κάθε σπίτι μιᾶς σκήτης, ποὺ λέγεται καλύβη, ἔχει ἕνα, δύο, τρεῖς, τέσσερις μοναχούς, καὶ ἔχει ἕνα μικρὸ κῆπο καὶ μιὰ ἐκκλησία. Καὶ κάθε μέ ρα κάνουν οἱ λίγοι μοναχοὶ τῆς καλύβης τὴν ἀκολουθία στὴν ἐκκλησία τῆς καλύ βης, καὶ κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη γιορτὴ συγκεντρώνονται ὅλοι μαζὶ στὸ Κυριακό, ποὺ εἶναι ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς σκήτης. Κι ἔτσι, ἔχουμε τὸν συνδυασμὸ τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς καὶ τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς σκῆτες, ἔχουμε τὰ κελλιά, ποὺ εἶναι σὰν μικρότερα μοναστήρια. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κελλιά, ἔχουμε τὰ ἡσυχαστήρια, ὅπου μένουν ἕνας ἢ δύο ἢ τρεῖς μοναχοί, ποὺ ζοῦν πιὸ φτωχικὰ καὶ πιὸ ἥσυχα. ῎Ετσι, λοιπόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μοναστήρια, ἔχουμε τὶς σκῆτες, τὰ κελλιά, τὰ ἡσυχαστήρια. Ὁ καθένας ἔχει τὸν τόπο του. Καί, ταυτόχρονα, ὑπάρχουν οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρῶσοι, οἱ Βούλγαροι, οἱ Σέρβοι, οἱ Ρουμάνοι, ποὺ ὁ καθένας ἔχει τὴ σκήτη του κι ἔχει καὶ τὸ μοναστήρι του. Καὶ βλέπουμε ὅτι ὅλοι βρίσκουν τὸν τό πο τους, καὶ ὅτι οἱ λαοὶ εἶναι ἀδελφωμένοι. Κι αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὑπάρχει καὶ ἱερουργεῖται, κι ἔχει ξεπεράσει ὅλες τὶς δυσκολίες σὲ μιὰ σειρὰ χιλίων καὶ πλέον ἐ τῶν. Ἄν, λοιπόν, κανεὶς εἶναι ἀνθρωπολόγος, ἂν εἶναι κοινωνιολόγος, ἂν θέλη πραγματικὰ νὰ γνωρίση τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ σεβαστῆ τὸν ἄνθρωπο, ἂν θέλη νὰ φτιάξη συστήματα κοινωνικά, ποὺ νὰ χωροῦν τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ κτίση σπίτια καὶ πολιτεῖες, ποὺ νὰ δίνουν τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ πάρη τὴ σωστὴ ἀ γωγή, νομίζω ὅτι ἔχει νὰ πάρη πάρα πολλὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ εἶναι μιὰ φανέρωσι καὶ μιὰ ὑλοποίησι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Συγκινητικός ήταν ο επικήδειος λόγος που εκφώνησε ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων στην κηδεία του μακαριστού Γέροντα Βασιλείου Γοντικάκη.
Σεβαστέ μας Γέροντα,
Πάντα σᾶς ἄρεσε τὸ δοξαστικὸ τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον· αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς κατὰ τὸν θάνατον οἰκονομίας, τῇ σαρκὶ σαββατίσας.
Σήμερα ἔχουμε τὸν δικό σας σαββατισμό, τὴν δική σας ἀνάπαυση καὶ τὴν κατάπαυση ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων. Κανονικὰ σεβόμενοι τὴν ἐπιθυμία σας δὲν ἔπρεπε νὰ ποῦμε τίποτα ἀλλὰ ἐν σιγῇ καὶ προσευχῇ νὰ παραδώσουμε στὴν γῆ τὸ σκῆνος σας καὶ νὰ σᾶς προπέμψουμε στὴν αἰωνιότητα. Κάνοντας ὅμως ὑπακοὴ σὲ ἀγαπητοὺς ἀδελφούς, θὰ τολμήσω νὰ ψελλίσω μερικὰ ἄτεχνα λόγια. Γράφατε στὰ Ἀποτυπώματα:
Ὅταν ἤλθαμε στὴν Ἰβήρων ποὺ γινόταν κοινόβιο, μὲ εἶδε κάποιος στὰ ἔργα τῆς Μονῆς καὶ μοῦ εἶπε: θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἤσουν νεώτερος, γιὰ νὰ μποροῦσες νὰ τέλειωνες τὸ ἔργο. Μέσα μου ἀντήχησε μιὰ ἀπάντησι: Ὁ ἄνθρωπος δὲν γερνᾶ, οὔτε φεύγει. Οἱ ἄλλοι ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός του. Ἀλλοίμονο ἂν ἡ ζωὴ καὶ οἱ φιλοδοξίες τοῦ ἀνθρώπου ἄρχιζαν καὶ τέλειωναν μέσα στὸν χρόνο τοῦ παρερχόμενου βίου του.
Στὴν Ἐκκλησία καταργήθηκε ὁ θάνατος καὶ ζῆ ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων. Λειτουργεῖ ἡ λογική: «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου». Καὶ ἀρχίζω τὴ ζωή μου ὅταν τελειώνω. Κάθε μιὰ δυσκολία σὲ βοηθᾶ, καὶ κάθε εὐλογία σὲ τρέφει. . .
Τὰ μεγάλα ποὺ ποθήσαμε καὶ τὰ ἀνέκφραστα ποὺ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη ὑπάρχουν καὶ λάμπουν ὁλοφώτεινα, τώρα ποὺ τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα περνοῦν καὶ φεύγουν.
Ἡ Ἰθάκη πρὸς τὴν ὁποία πορευόμαστε εἶναι χῶρος ἀλήκτου χαρᾶς καὶ εὐρυχωρίας. . .
Ὅλα συλλειτουργοῦν μέσα σὲ φῶς ἀνέσπερο καὶ σὲ χαρὰ ἀνέκφραστη. . .
Στὴν ἀρχή, ὁ κόπος καὶ ὁ ἀγώνας τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας. Στὸ τέλος, ἡ εἰρήνη τῆς καταπαύσεως καὶ ἡ χαρὰ τῆς συγκομιδῆς.
Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς γραμμὲς σκιαγραφεῖται ἡ ζωή, ὁ ἀγώνας σας καὶ τὸ τέλος σας. Ποτὲ δὲν θελήσατε τὴν προβολὴ καὶ τὴν ἔπαινο. Συχνὰ λέγατε τὸ ἀληθινὸ τιμᾶται περιφρονούμενο, καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενά, οὔτε στὴν Σταυρονικήτα οὔτε στὴν Ἰβήρων, σὲ καμιὰ ἐπιγραφὴ τὸ ὄνομά σας.
Ἀναπαυόσασταν μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Πατρὸς Πορφυρίου νὰ φύγω, νὰ χαθῶ, νὰ μὴν ὑπάρχω. Ἀναπαυόσασταν μὲ τοὺς χαμένους καὶ ἐξουθενημένους καὶ αὐτοὶ κοντά σας ἔβρισκαν τὴν παρηγοριά, τὴν ἀνάπαυση, τὴν προστασία.
Πολλὲς φορὲς ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εὐεργετήσατε καὶ ἐμπιστευθήκατε δεχθήκατε μεγάλες δοκιμασίες ἀλλὰ ἐσεῖς ἤσασταν σὰν τὸν Ἄθωνα ποὺ τὸν χτυποῦν οἱ κεραυνοὶ καὶ οἱ καταιγίδες καὶ αὐτὸς μένει ἀτάραχος, γιατὶ ἤσασταν πάντα παραδομένος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια λέγατε ὅτι Εἶναι ἀνάμεσά μας ὁ ἄνω τῷ Πατρὶ συγκαθήμενος καὶ ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών. Μᾶς βλέπει, μᾶς παρακολουθεῖ ἀοράτως καί, ὅταν Αὐτὸς κρίνει, ἐπεμβαίνει σωστικά. Συνέχεια λέγατε Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν.
Λύνατε ἄλυτα προβλήματα καὶ ἤσασταν ἀνυποχώρητος σὲ θέματα ποὺ ἔθιγαν τὰ ἀπ’ αἰώνων κεκτημένα προνόμια τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Κάποτε μοῦ λέγατε σὲ δύσκολα θέματα τῆς Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως: πᾶτε καὶ θὰ μιλήσουν οἱ πεθαμένοι, ἡ ἀεὶ ζῶσα παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ποὺ μεταδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Εἴχατε ἕνα φοβερὸ δυναμισμὸ μέχρι τέλους καὶ πολλὲς φορὲς ἐμφανιζόσασταν ἐκρηκτικὸς καὶ ταυτόχρονα ἤσασταν εὐαίσθητος μὲ ψυχὴ μικροῦ παιδιοῦ. Ὅταν νοιώθατε ὅτι κάποιον στεναχωρήσατε, δὲν διστάζατε νὰ πῆτε εὐλόγησον καὶ νὰ βάλετε μετάνοια.
Οἱ λόγοι σας στὰ πανεπιστήμια σαγήνευαν τοὺς φοιτητές, γιατὶ μιλούσατε τὴ γλῶσσα τους καὶ γαληνεύατε τὶς ταραγμένες ψυχές τους.
Τὰ συγγράμματά σας, σταγμένο αἷμα ὅπως λέγατε, ἄφηναν βάλσαμο στὶς ψυχὲς τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Μοχθήσατε τόσο στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα, ὅσο καὶ στὴν Ἰβήρων, ὅταν ἀναλάβατε ἡγούμενος, γιὰ τὴν κτηριακὴ ἀνακαίνιση τῶν Μονῶν, προσέχοντας καὶ τὴ λεπτομέρεια, σεβόμενος τὴν παράδοση καὶ συνδυάζοντας τὴν ἀρχοντιὰ μὲ τὴν ἁπλότητα, λέγοντας ὅτι καὶ τὸ κτίσιμο εἶναι θεολογία. Καὶ σήμερα αἰσθανόμαστε ὅτι ἄλλοι κεκοπιάκασι καὶ εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθαμεν (πρβλ. Ἰω. 4, 38).
Τὸ πιὸ μεγάλο ποὺ κάνατε, ποὺ πολλοὺς συγκίνησε καὶ πολλοὺς ἔκρινε, ἦταν ἡ ἀπόφασή σας νὰ παραιτηθῆτε ἀπὸ τὴν ἡγουμενεία, ὄντας ἀκμαιότατος, 70 ἐτῶν, πρὶν ἀπὸ ἀκριβῶς 20 χρόνια. Ἀποσυρθήκατε στὴν ἡσυχία δεκαέξι χρόνια μόνος στὸ βουνό. Καὶ τὰ τελευταῖα τέσσερα στὸ Μοναστήρι. Καὶ μᾶς λέγατε: τώρα εἶμαι καλόγερος καὶ τὸ ἀπολαμβάνω καὶ σᾶς εἶμαι εὐγνώμων ποὺ μὲ ἀφήσατε νὰ ἀποσυρθῶ. Εἶναι αὐτὸ ποὺ γράψατε: Ὁ ἄνθρωπος δὲν γερνᾶ, οὔτε φεύγει. Οἱ ἄλλοι ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός του.
Σεβαστέ μας Γέροντα, σᾶς εὐχαριστοῦμε γιατὶ μᾶς κείρατε μοναχούς, μᾶς σεβαστήκατε, μᾶς στηρίξατε σὲ καιροὺς δοκιμασιῶν καί, χρησιμοποιῶντας πότε τὴν αὐστηρότητα, πότε τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴν οἰκονομία, μᾶς ὁδηγήσατε στὴν μοναχικὴ ζωή. Μᾶς προσφέρατε στὴν Ἐκκλησία. Συνέχεια λέγατε ὅτι ἕνας γέροντας προσφέρει τὸν ὑποτακτικὸ στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ὄχι στὴ δική του ἀρετή, σοφία, αὐθεντία. Τὸν προσφέρει στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ σὲ ἁγία συνοδεία, ἡ ὁποία εἶναι ἁγία, γιατὶ ἔχει ἐναποθέσει σὲ αὐτὸ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο ὅλη της τὴν ζωή, τὰ σχέδια καὶ τὴν ἐλπίδα.
Εἴχατε ἕνα πνεῦμα ἐλευθερίας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ αὐτὸ σὲ δέσμευε καὶ σὲ ἔριχνε στὸ φιλότιμο. Ζητοῦμε συγγνώμη ἂν σᾶς στεναχωρήσαμε ἢ μυστικὰ ἴσως, σὰν ἄνθρωποι, γογγύσαμε. Ὅμως ἤσασταν ὁ γέροντάς μας, ὁ πατέρας μας, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ ἐπιτραχήλιό σας βρίσκαμε τὴν ἄφεση, τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἡ παρουσία σας καὶ ἡ σκιά σας ἦταν γιὰ μᾶς ἀσφάλεια καὶ στήριγμα. Τώρα ποὺ φύγατε σωματικά, ἴσως σᾶς γνωρίσουμε ἀκόμα καλύτερα.
Προαισθανόμενος τὴν κοίμησή σας ζητήσατε καὶ μεταλάβατε συγκινημένος, ἀνοίγοντας τὰ χέρια σας ἀπὸ χαρὰ σὰν μικρὸ παιδί, Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου. Καὶ ἑτοιμασθήκατε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα γιὰ τὴν ἔξοδο, δηλαδὴ γιὰ τὴν εἴσοδό σας εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, καὶ λέγατε προγεύομαι τῆς τελικῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς ἐξόδου μου καὶ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας καὶ ταφῆς μου στὸ Ἰβήρων.
Μιλούσατε γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶμαι καταδικασμένος νὰ ζῶ στὸν παράδεισο καὶ γιατί νὰ τὸ ἀξίζω ἐγὼ αὐτό. Ὁ παράδεισος εἶναι τὸ πιὸ γλυκὸ πρᾶγμα. Ἐὰν ζῆς μὲ τὸν Χριστό, θὰ ζήσης στὸν Παράδεισο. Τὰ πάντα εἶναι γεμᾶτα φῶς. Τὸ Α εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Ω ὁ κατηχητικὸς λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ ἄλλα πολλά.
Οἱ ἰατροὶ καὶ οἱ νοσηλευτὲς τῆς ΜΕΘ ἔλεγαν πόσο βοηθήθηκαν καὶ ἀλλοιώθηκαν ἐσωτερικὰ μὲ τὴν ἐκεῖ παρουσία σας τρεῖς ἑβδομάδες.
Ἡ Παναγία ἡ Πορταΐτισσα σᾶς πῆρε κοντά της γιὰ νὰ ψάλλετε μαζὶ μὲ τοὺς ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένους αὐτὸ ποὺ πάντα σᾶς ἄρεσε: Αἱ γενεαὶ πᾶσαι μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον. Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε Ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. (Κοιμήσεως Θεοτόκου, εἱρμὸς θ΄ᾠδῆς)
Εὐχαριστοῦμε τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκου-μενικοῦ Πατριάρχου ἡμῶν κ. κ. Βαρθολομαίου, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σύμης. Παρακαλοῦμε νὰ διαβιβάσετε στὸν Παναγιώτατο τὶς εὐχαριστίες, τὸν υἱικό μας σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη. Οἱ εὐχές του εἶναι βάλσαμο στὶς ψυχές μας.
Εὐχαριστοῦμε τοὺς ἁγίους ἀρχιερεῖς, τοὺς ἁγίους Καθηγουμένους καὶ ὅλους τοὺς πατέρες καὶ ἀδελφοὺς ποὺ ἤλθατε νὰ συμπροσευχηθῆτε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ γέροντος.
Τελειώνω μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους ποὺ ἐσεῖς πρὶν πενήντα ἕνα χρόνια τελειώσατε τὴν εἰσήγησή σας Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου στὴ μοναχικὴ ζωή:
Μποροῦμε τώρα νὰ τελειώσωμε ἐνθυμούμενοι τὸν παρήγορο λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐου: «Τάδε λέγει Κύριος· μακάριος ὃς ἔχει ἐν Σιὼν σπέρμα καὶ οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ». Καὶ μεῖς ὅλοι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε μακάριοι γιατὶ ἔχομε στὴ Σιὼν τῆς Ὀρθοδοξίας (τὸ Ἅγιον Ὄρος) τὸ σπέρμα τῶν ἁγίων ἀσκητῶν. Καὶ στὴν Ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἔχομε τόσους οἰκείους. Αὐτοὶ ζοῦν γιὰ μᾶς καὶ ἀποτελοῦν το φῶς καὶ τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα ζωή μας.
Σεβαστέ μας Γέροντα, πιστεύουμε ὅτι ἀπὸ σήμερα μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς οἰκείους ἔχουμε καὶ ἐμεῖς ἐσᾶς φῶς, στήριγμα καὶ ἐλπίδα στὴ συνέχεια τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς.
Καλὸ παράδεισο. Τὴν εὐχή σας.
Γράφει ο Παναγιώτης Παύλος, ερευνητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Οσλο, Νορβηγία.
Σχίζεις το ασημόχρυσο πέλαγος στα πόδια του Άθω να προφθάσεις την εξόδιο ακολουθία του Γέροντος Βασιλείου Ιβηρίτου, και μέσα από αναρίθμητους ιλιγγιωδώς ιπτάμενους λογισμούς ο νούς σου καρφώνεται μια στιγμή στο ιδιόμελο του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων: «Σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε…».
Επί σαράντα χρόνια η μορφή του πατρός Βασιλείου χαράχθηκε μέσα σου τόσο οικεία, ώστε να νιώθεις όχι ότι πηγαίνεις στο Άγιον Όρος αλλά ότι επιστρέφεις σε αυτό.
Δεν τον κατανοούσες καταλαβαίνοντας τη γλώσσα του αλλά κοινωνούσες από το βίωμα, αλλότριο και υπερκόσμιο, που την άρθρωνε και την εμπλούτιζε.
Η ομιλία κι η γραφή του σε χρόνο ενεστώτα, όπως τα λειτουργικά κείμενα, καθώς «ο χρόνος είναι κινητή εικόνα της αιωνιότητας» που στην Εκκλησία βρίσκει τα όντα σε «αεικίνητο στάση» και «στάσιμο ταυτοκινησία».
Κοντά του ανέπνεες ελευθερία άλλης τάξης που δεν περιχαρακώνεται σε λογικές προτάσεις.
Το πρόσωπό του εξέπεμπε τέτοια χάρη πρωτόγνωρης δύναμης και γλυκύτητας που ξεχνούσες τον εαυτό σου και σου θύμιζε πώς περιγράφει ο Αγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης την εκστατικότητα του θείου έρωτος στο «Περί Θείων Ονομάτων».
Σπανίως μια ανθρώπινη μορφή σε ελκύει με τρόπο του επέκεινα εκπέμποντας ιλαρή αγαθότητα και κάλλος όχι περιγράψιμο, αλλά μετεχόμενο. Μετοχή αλλόκοτη ως ξένη, και επιθυμητή ως απολύτως συγγενής.
Δεν σου έδινε ντιρεκτίβες, μάλλον σου μιλούσε με τρόπο άλλου –κατά Χριστόν– Ηρακλείτου, όπως το μαντείο των Δελφών που ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει.
Αποφατικότητα των καταφάσεων και κατάφαση των αποφάσεων συναμφοτέρως, όπως το θεσπίζει ο Αγιος Μάξιμος Ομολογητής στη «Μυσταγωγία», ανώτερα μαθηματικά άλλης λογικής, Ορθόδοξης κατ’ αντιστροφήν διαλεκτικής.
Γράφει στα «Αποτυπώματά» του: «Όταν ένας άγιος σου μιλά για την κόλασι, οσφραίνεσαι την ευωδία του παραδείσου. Όταν ένας πλανεμένος σου περιγράφει τον παράδεισο, παγώνεις από την κρυάδα της κολάσεως».
Ευφυΐα απαράμιλλη ιλιγγιώδους αντίστιξης, αλληλοσυμπλοκής λόγου αποφατικού και καταφατικού εφάμιλλη.
Ο Γέροντας Βασίλειος δεν ήταν φιλόσοφος, επιστήμων, τεχνίτης, διανοούμενος, ποιητής, ως φορέας κατατετμημένης γνώσης ειδικής, αλλά ως υποδοχέας των ομόκεντρων εκφάνσεων της παρουσίας του Ενός «ού εστι χρεία».
Δεν ήταν θεολόγος ως «θεολογών», αλλά ως φανερωτής –όσο σου ήταν δυνατόν– του Θεού Λόγου Χριστού. Ως λειτουργός δεν προέβαλλε εαυτόν αλλά αποκάλυπτε τη λογική λατρεία της Θείας Ευχαριστίας ως ιερουργούμενη θεουργία.
Σε αγαπούσε τόσο που καθώς ασχολιόταν μαζί σου αισθανόσουν το είναι σου να παίρνει αξία και νόημα τέτοιο που μόνος σου εσύ δεν μπορούσες να του προσδώσεις.
Ήταν λόγος, ώστε από θεατής της αγιότητας να σου έρθει όρεξη να γίνεις μέτοχος. Κάποτε η λάμψη του θείου έρωτος στο πρόσωπό του αντανακλούσε μέσα σου λούζοντάς σε με τέτοιο φως ελευθερίας, που να μη θέλεις να αντισταθείς στη δρόσο του Πνεύματος.
Δεν σου προσέβαλλε το έλλογον του αυτεξουσίου, αλλά σε απάλλασσε από το άλογον του ακουσίου. Δεν σου μετέδιδε πληροφορία, αλλά εμπειρία. Δεν σου διαμόρφωνε τη σκέψη, αλλά σε μυούσε στην αληθή ελευθερία. Δεν επεδίωκε να σου δώσει κάτι δικό του, αλλά να σε βοηθήσει εσύ να κοινωνήσεις την Πηγή του Παντός. Δεν σε παρέπεμπε στα γραπτά και τις κατακτήσεις του πνεύματός του, αλλά σε μυούσε στον πλούτο των άλλων, των μεγάλων.
Δεν σου μιλούσε για να καταλάβεις αλλά για να αναλάβεις. Δεν σε καθοδηγούσε ως οπαδό αλλά σου ανέπαυε τον λογισμό. Δεν παραμελούσε τίποτε και κανένα, αλλά σε όλους και όλα έβλεπε την Χριστοείδεια και Θεοείδειά τους.
Αφού και το κακό ακόμη εφίεται του Αγαθού, καθώς έλκει το είναι του από αυτό, όπως μαρτυρεί ο Αρεοπαγίτης. Δεν τον ενδιέφερε να σε εντάξει σε σχολή σκέψης αλλά να βοηθήσει τη σκέψη σου να σχολάσει· «Σχολάσατε και γνώτε…».
Δεν σε έκρινε γι’ αυτό που είσαι, αλλά σε διέκρινε γι’ αυτό που ο Χριστός θέλει να γίνεις. Δεν σε τακτοποιούσε στα μικρά, σε άπλωνε στα μεγάλα. Δεν σου έλυνε απορία διανοητική, σου χάριζε εμπειρία ασκητική. Δεν σου δίδασκε τα θεία, αλλά τα έπασχε φανερώνοντάς τα κατά το μερίδιο της δικής σου αντοχής. Δεν κήρυττε στους κτιστούς τον Ακτιστο, αλλά υπηρετούσε το γεφύρωμά τους.
Τον ευγνωμονείς όχι για τις απαντήσεις που σου έδωσε, αλλά για τα ανεξήγητα που σου μίλησε. Πονάς με την κοίμησή του.
Αλλά χαίρεσαι με τη βεβαιότητα ότι είναι παρών, όπως υποσχέθηκε σε έναν μοναχό της Μονής της Παναγίας Πορταΐτισσας λίγο πριν το τέλος: «Εγώ θα φύγω, αλλά εδώ θα γυρίζω. Θα τα παρακολουθώ όλα χωρίς να μ’ ενοχλείτε· χωρίς να σας ενοχλώ».
Επρεπε να φύγει, ώστε να αντιληφθείς ότι το δεύτερο ενικό του προφορικού και γραπτού λόγου του ήτανε κάλυψη και απόκρυψη εμπειρίας πρώτου προσώπου. Νύν πάντα πεπλήρωται Φωτός, Γέροντα Βασίλειε!
Με αφορμή την κοίμηση του Γέροντα Βασιλείου Γοντικακη άγνωστες πτυχές της ζωής του
Η παρουσία του ταυτίστηκε με το νεα φουρνιά μοναχών στο Άγιονόρος την δεκαετια του 70 και θεωρείτο απο τους παλαιούς αγιορείτες ως ο "μορφωμένος" και ο ανοικτός σε διάλογο με τα ρεύματα της θεολογιας της δεκαετιας του 60.
Θυμόμαστε τις επικές του ομιλιες στα αμφιθέατρα των Πανεπιστημίων και την συνομιλία του με αναρχικούς ..
Υπήρξε στις αρχές μαθητής πιστός του Αγιου Γέροντα Παισίου και ετσι με την βοηθειά του ανέλαβε το Μοναστήρι του Σταυρονικήτα και με την παρουσία του Αγίου προσήλθαν πολλοί τοτε νεοι μοναχοί . Χαρακτηριστικο της ολης επίδρασης του Αγίου Παισίου ειναι η απόφαση επι Αθηναγόρα να κοπεί για εξι μήνες το μνημόσυνο του για τις απαραδεκτες οικουμενιστικες του πρακτικές..Αργότερα οι δρόμοι του Αγίου Παισίου διαχωρίστηκαν και ο Αγιος άλλαξε κελι απο τον τιμιο Σταυρό στην Παναγούδα και πολλοι πατέρες απεχώρησαν απο το μοναστήρι επανδρώνοντας πολλα έρημα κελια .
Για θεματα σοβαρά και για χρόνια μετα την κοιμηση του γερο Γαβριηλ του Διονυσιάτη ο λογος του στην ιερα Κοινοτητα ηταν επισφραγιστικός αφου πολλά κείμενα με την υπογραφή της ηταν γραμμένα απο τον ιδιο.