Είχα να συναντήσω τον Αλκίνοο καμπόσο καιρό, μπορεί πάνω από τρεις μήνες. Τη δεύτερη μέρα της επισκέψεώς του στην πόλη που τον ανέδειξε πτυχιούχο της νομικής σχολής του πανεπιστημίου της, ήρθε και με βρήκε στο ρετιρέ μου, εμφανώς πεσμένος.
«Τι νέα;»
«Τρίχες»
«Πότε πας φαντάρος;»
«Σε έξι μέρες»
«Πως αισθάνεσαι;»
«Υπερήφανος που θα υπηρετήσω την πατρίδα…»
«Άλλο τίποτα;»
«Μπα…»
«Είδες κανέναν γνωστό στην Αθήνα;»
«Είδα, τον Απελλή.»
«Τι κάνει;»
«Άρχισε ειδικότητα, παθολογία»
«Του αρέσει;»
«Άστοχη ερώτηση… Η ιατρική σου αρέσει όσο έχεις να κάνεις με το μύθο της, αλλά αρχίζει να στην ψιλοδίνει όταν συνειδητοποιείς ότι η πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχει με τον μύθο… Ο Απελλής είναι όπως όλοι οι γιατροί που ξεκινάνε ειδικότητα εν έτει 1985 – πανευτυχής, με την βοήθεια δηλαδή και ορισμένων αγχολυτικών…»
«Εσύ εξακολουθείς να χαπακώνεσαι;»
«Όχι, δηλαδή όχι συχνά… Και μην αρχίσεις πάλι τα ηθικοπλαστικά περί του χαπακώματος, δεν θα το αντέξω!»
«Καλά μωρέ, πως κάνεις έτσι…»
«Επειδή σε ξέρω τι μελό είσαι σε ό,τι αφορά τα χάπια… Στους ασθενείς σου, αλήθεια, γράφεις τίποτα καλά;»
«Σε απόλυτη ανάγκη, ασπιρίνη»
Ο Αλκίνοος γέλασε δυνατά, βγάλαμε καινούρια τσιγάρα, ανάψαμε. Εφτά χρόνια κολλητοί, δυο διαφορετικοί άνθρωποι, μονίμως ο ένας παρεξηγούσε τον άλλον, δηλαδή ερμήνευε με διαφορετική λογική τα ίδια γεγονότα – και κατέληγε σε παρόμοια συμπεράσματα. Είχαμε πιει, καπνίσει και συζητήσει μαζί περισσότερο απ’ όσο μπορεί να φανταστεί κανείς. Εκείνο το βράδυ ήταν νευρικός και υπερκινητικός, ως συνήθως.
«Εσύ πως τα πας;»
«Πρίμα…»
«Χαίρω»
«Μη χαίρεις καθόλου, εννοώ πρίμα κατά διαβόλου»
«Δε σου φαίνεται. Όπως πάντα, μου δίνεις την εντύπωση Βούδα με τσιγάρο στο χέρι, ανθρώπου που διατηρεί πλήρη έλεγχο της καταστάσεως… Ξέρεις πότε χαπακώθηκα τελευταία;»
«Που να ξέρω;»
«Πριν λίγες μέρες»
«Έξοχα»
«Ένα αθώο centrac, κύριε πουριτανέ των υγειονομικών…»
Έπεσε σιωπή. Κοίταζα έξω, το σουρούπωμα. Ανακάτεψα μηχανικά το σωρό τα φωτοτυπημένα άρθρα που είχα μπροστά μου. Ο φίλος μου με ρώτησε αν έπρεπε να φύγει, για να δουλέψω. Απάντησα πως προτιμούσα να σουρουπωθούμε με καφέδες στο μπαλκόνι, όπως κι έγινε. Τα μεγάφωνα από το κοντινό εκλογικό κέντρο ακουγόντουσαν κάπως δυνατά, τα υπόλοιπα του σκηνικού ήταν άψογα.
«Σκέφτηκες ποτέ πόσο εύκολα μπορεί να λασκάρει η βίδα στον άνθρωπο;»
«Έχω ζωντανό παράδειγμα μπροστά μου…»
«Άσε τις κρυάδες, σου το αναφέρω για να σου εξηγήσω στη συνέχεια γιατί χρειάστηκα το centrac. Λοιπόν, είχα κατέβει στην Πύλο…»
«Όπου έκανες ουζοθεραπεία…»
«Ακριβώς… Λέω, πόσο εύκολα μπορεί να λασκάρει η βίδα. Όχι γιατί φταίει κάτι στην ποιότητα της βίδας, αλλά γιατί μπορούν να συμβούν σ’ έναν άνθρωπο τερατώδη πράγματα. Συμφωνείς;»
«Δεν έχει νόημα, εξακολουθείς να βρίσκεσαι στο στάδιο της αμπελοφιλοσοφίας. Προσπάθησε να έρθεις στα πρόσωπα και τα γεγονότα…»
«Περίμενε, να θυμηθώ πως έγινε… Α, ναι. Ήταν βράδυ, πριν καμιά βδομάδα. Η ώρα θα ήταν δύο, δυόμισι… Είμαστε με το Ιπποκράτη στο μόλο, έχοντας πιει κάμποσα καραφάκια. Σκεφτήκαμε να τα σβήσουμε με coca cola, πήραμε απόνα ντενεκέ ο καθένας, αράξαμε σ’ ένα παραθαλάσσιο παγκάκι και καπνίζαμε…»
«Τι κάνει ο Ιπποκράτης;»
«Καμώνεται… Επαγγελματική επιτυχία, οικογενειακά βάσανα, πίνει τον ακατανόμαστο – και μου λέει τον πόνο του κάθε φορά που κατεβαίνω… Καθόμαστε στο παγκάκι και κουβεντιάζαμε για το φλέγον για μένα θέμα, το στρατό, αναρωτιόμουν πόσα κιλά αγχολυτικά καταναλώνει κάθε μέρα το στράτευμα και ο Ιπποκράτης μου διηγιόταν ιστορίες από τα ΣΤΕΠ και τα ιατρεία των νοσοκομείων που υπηρέτησε. Νάσου και φαίνεται από πέρα, από τη σκοτεινή και έρημη πλατεία των Τριών Ναυάρχων, κάποιος νάρχεται προς τα μας. Ερημιά τώρα, νύχτα. Ο τύπος μας φάνηκε παράξενος και τον κάναμε χάζι. Περπατούσε περίεργα, μια στεκόταν, μια προχωρούσε, κοιτούσε το νερό, ξανάρχιζε… Κάποτε πλησίασε προς το μέρος μας και τότε μας πρόσεξε. Ξιπάστηκε, στάθηκε για λίγο αναποφάσιστος, σα να το σκεφτόταν, κι ύστερα πλησίασε»
«Εμφάνιση;»
«Τα χάλια του. Φορούσε κάτι ρούχα τριμμένα και βρώμικα, αθλητικά παπούτσια ταλαίπωρα, χωρίς κάλτσες. Κάμποσες μέρες αξύριστος, μακριά μαλλιά, άλουστα για ακαθόριστο διάστημα. Ο Ιπποκράτης, ως οδοντίατρος, μου είπε αργότερα πως είχε και μια περιοδοντοπάθεια ξεγυρισμένη, βρώμαγε η ανάσα του. Μια αποτυχία, μ’ ένα λόγο…»
«Αναρωτιέμαι αν ο Ιπποκράτης είναι σε θέση να διακρίνει την περιοδοντοπάθεια από την πλατυποδία, μια ζωή ντίρλα στο ούζο… Τι ηλικία είχε το άτομο;»
«Είκοσι οχτώ με τριάντα, κάπου εκεί. Πλησιάζει, κοντοστέκεται, χαμογελάει πλατιά, απλώνει το χέρι, μας χαιρετά δια επισήμου χειραψίας και συστήνεται: – Δημητράκης Αντιγόνου!. – Πως από δω ρε παλικάρι; τον ρωτάει ο Ιπποκράτης. – Πήγαινα στου αδερφού μου και μπερδεύτηκα, λέει αυτός. Έτσι γνωριστήκαμε με το Δημητράκη και λίγο αργότερα άρχισε να μας λέει την ιστορία του, δηλαδή δια της τεθλασμένης»
«Το οποίον;»
«Εκεί που μιλάγαμε ωραία και καλά, τον έπιανε το δικό του και μας ρώταγε αν αγαπάμε το “θεούλη”, μας έλεγε πολύ σοβαρά ότι κουβεντιάζει κάθε μέρα με την “παναγίτσα” και, στα ξαφνικά, πως θα τον καλούσε ο “Αντρέας” να τον κάνει κι αυτόν πρόεδρο της Δημοκρατίας…»
«Και πως μπορέσατε να κουβεντιάσετε, αφού έλεγε τέτοια κι άλλα;»
«Μα δεν ήτανε έτσι όλη την ώρα, ξαφνικά του ‘ρχότανε και το αμόλαγε, την άλλη στιγμή ήταν και πάλι λογικός. Έπειτα, τον ξέρεις τον Ιπποκράτη τι μαφία είναι… Σε μισή ώρα μέσα τον είχε ξομολογήσει μέχρι το μεδούλι…»
«Από τι έπασχε;»
«Κυρίως από γκαντεμιά και στραβή μοίρα… Άκουσε όμως την ιστορία του, όπως μας την διηγήθηκε ο ίδιος ο Δημητράκης : Είναι τρία αδέρφια, δηλαδή αγόρια – και δύο αδερφές, συν η μάνα τους, ο γέρος έχει πεθάνει εγκαίρως. Χρηματική στενότης, φτώχια καταραμένη. Παρόλα αυτά οι δυο κόρες παντρεύονται σε διπλανά χωριά και ξεμπερδεύουν. Ο μεγάλος αδερφός πάει μετανάστης στη Γερμανία, ο δεύτερος σκοτώνει κάποιον πάνω σ’ έναν καυγά και τον κλείνουν ισόβια. Ο τρίτος είναι ο Δημητράκης , ο οποίος αποδεικνύεται ο διανοούμενος της οικογενείας, μιας και καταφέρνει να περάσει στην Πάντειο. Μένει σ’ ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια, τη βγάζει με αέρα κοπανιστό, όπως οι περισσότεροι επαρχιώτες φοιτητές, έχει στήσει κι έναν πειρατικό σταθμό και κάνει εκπομπές, ως εκκολαπτόμενος ροκάς»
«Καλά περνάει δηλαδή…»
«Προς το παρόν καλά περνάει. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι αυτά διαδραματίζονται πέριξ του ‘76 – ‘77, τότε που ο ευδαιμονισμός δεν είχε ακόμα κυριεύσει τα στρώματα της σάπιας διανόησης…»
«Επ, σύνελθε!»
«Συνέρχομαι. Όπως γνωρίζεις, ο πειρατικός σταθμός είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρος σε ό,τι αφορά το καμάκι…»
«Έπρεπε να είχαμε φτιάξει έναν, τόσα χρόνια… Μάγκες δηλαδή ήταν οι άλλοι στο Χαλάνδρι και έκαναν την Κοκκινοσκουφίτσα; Ας κάναμε κι εμείς τη Χιονάτη και τους εφτά νάνους!»
«Τώρα είναι αργά, πέταξε το πουλάκι… Ο Δημητράκης λοιπόν βρίσκεται στην Αθήνα, κάνει τις εκπομπές του και περνάει όμορφα. Κάποια μέρα που εκπέμπει, χτυπάει το τηλέφωνο και μπαίνει στη ζωή του η Φιλιώ»
«Τι μέρος του λόγου;»
«Δεκατριών χρονών, ξεσκολισμένη και θανατηφόρα…»
«Τι λες, ρε συ!»
«Ακριβώς έτσι. Ο Δημητράκης τώρα, άβγαλτος σχετικά, ζαχαρώνει σε πρώτη φάση και σε δεύτερη την πατάει άσχημα με το πορνίδιο, διότι συμβαίνει το απευκταίον και η μικρή γκαστρώνεται»
«Μάλιστα…»
«Πολλά φίλε μου έχουν ειπωθεί για το πρόβλημα της γυναίκας που πρέπει να κάνει έκτρωση, τίποτα όμως για το βάσανο του άντρα…»
«Ε, όχι κι έτσι!»
«Έτσι και χειρότερα. Σκέψου τώρα, η μικρή να μυξοκλαίει συνέχεια. Να μην υπάρχουν φράγκα για γυναικολόγο. Να μην ξέρεις τι να κάνεις… Πάνω στην απελπισία της η Φιλιώ τα λέει όλα στη μάνα της, την κάνουν μαύρη στο ξύλο και την πάνε εκεί που πρέπει. Από δω και πέρα όμως αρχίζει ο μπελάς του Δημητράκη»
«Γιατί;»
«Γιατί ο πατέρας της Φιλιώς του κάνει μήνυση για αποπλάνηση ανηλίκου και τον μπαγλαρώνουν το δυστυχή»
«Την είχε αποπλανήσει, τουλάχιστον;»
«Ποσώς… Αφού έλεγε ο άνθρωπος – σου μεταφέρω επακριβώς τα λόγια του, – ρε παιδιά, τι να σας πω, είχε ένα μουνί ξεχειλωμένο σαν πιάτο, τι παρθένα και μαλακίες; Κανείς όμως δεν δίνει δίκιο στον Δημητράκη, διότι έτσι έχουν οι νόμοι, τα ήθη και τα έθιμα σ΄ αυτόν τον έξοχο τόπο: Φυλακές Κορυδαλλού… Η μάνα του εν τω μεταξύ έρχεται στην Αθήνα, βρίσκει τον πατέρα της Φιλιώς, τα κανονίζουν, πουλάει αυτή ένα χωράφι στην Πύλο, παίρνει τα λεφτά ο γέρος και αποσύρει τη μήνυση, προς δόξαν των ηθών και των εθίμων του ενδόξου τούτου τόπου, τον οποίον θα κληθώ να υπερασπίσω εν όπλοις, από οποιονδήποτε κερατά ήθελε επιβουλευθεί το μεγαλείον…»
«Ψυχραιμία, μην απομακρύνεσαι από το θέμα!»
«Συγγνώμη. Ο Δημητράκης Αντιγόνου βγήκε μεν από τη φυλακή, βγαίνοντας όμως είχε προλάβει να μάθει τη σκόνη τη λευκή… Προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές του, να βρει δουλειά, να κόψει τις ενέσεις, πλην επί ματαίω… Μη με ρωτήσεις τώρα γιατί όλα αυτά, ειλικρινά δεν ξέρω, κάνω απλώς υποθέσεις για να φωτίσω τα κίνητρα και τις πράξεις, υποθέσεις όμως μπορεί να κάνεις κι εσύ και οποιοσδήποτε άλλος, ακόμα και οι ψυχολόγοι. Η μάνα του Δημητράκη τον βοηθούσε συνέχεια, αλλά εκείνον τον καιρό πάντρευε και δυο κόρες, δεν υπήρχε και σοβαρή περιουσία, συνεπώς ο Δημητράκης έβλεπε τα πράγματα να βαδίζουν σ’ ένα χρόνιο αδιέξοδο και απάνω που κινδύνευε σοβαρά να περάσει στο περιθώριο, εμφανίστηκε η Μαρίνα, η οποία του έλυσε προσωρινά το πρόβλημα, αλλά τον χαντάκωσε μια για πάντα»
«Για εξηγήσου, γιατί η ιστορία σου έχει αρχίσει να αποκτάει ενδιαφέρον»
«Όπως πάντοτε… ρε συ, έχω αφηγηθεί εγώ ποτέ αδιάφορη ιστορία; Βέβαια γνώρισα τον Δημητράκη στην παρούσα φάση της εξαθλίωσης, αλλά τότε, εκείνον τον καιρό, πρέπει να περνούσε η μπογιά του στις γυναίκες. Η Μαρίνα τον καμάκωσε ένα βράδυ στα Εξάρχεια. Ήταν παντρεμένη μ’ ένα ναυτικό που ταξίδευε συνέχεια και της έστελνε επιταγές. Πήρε λοιπόν το Δημητράκη στο σπίτι, του πήρε μηχανάκι, τον έντυσε και τον κυκλοφορούσε. Εδώ γίνεται το θαύμα και ο Δημητράκης παίρνει τα πάνω του: Αφήνει την άσπρη και περιορίζεται μετά της Μαρίνας στο χασισάκι, μέχρι που αρχίζει να ξαναπηγαίνει στην Πάντειο και να παρακολουθεί μαθήματα»
«Ωραία!»
«Ωραία, αλλά δυστυχώς όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος. Αυτή τη φορά αιτία ήταν το φιλότιμο του Δημητράκη. Ο άνθρωπος δεν ήταν γεννημένος ζιγκολό, να βολευτεί σ’ αυτήν την κατάσταση και αρχίζει την προσπάθεια να πείσει τη Μαρίνα να αφήσει τον ναυτικό, να τον χωρίσει δηλαδή και να παντρευτούνε. Για τη Μαρίνα αυτό ήταν γελοίο, δεν θα άφηνε βέβαια τον άντρα της, που έστελνε ανελλιπώς τις επιταγές του και έκανε αυτή ζωή χαρισάμενη, με τα καμάκια, με τα χασίσια της, με τα βίτσια της, με τα όλα της, δεν θα τον άφηνε λοιπόν για να το παίξει με τον Δημητράκη ερωτευμένη και απένταρη. Έτσι ο δικός σου έβγαλε μοναχός του τα μάτια του και πήρε απολυτήριο από την κυρία»
«Αν έγινε έτσι, γιατί είπες πως η Μαρίνα τον κατάστρεψε;»
«Άκου να δεις… Χριστούγεννα του 1981, ο ναυτικός επιστρέφει, γδύνει τη γυναίκα του και βλέπει έκπληκτος κάτι ξυραφιές στην κοιλιά. Παθαίνει πλάκα ο άνθρωπος και η κυρία για να δικαιολογήσει το χάλι της, λέει πως της τα έκανε ο Αντιγόνου, όταν τη βίασε, πως τη φοβέριζε ότι θα τη σκοτώσει κλπ, αν τον μαρτυρούσε. Τα χάφτει αυτά ο ναυτικός, γίνεται Τούρκος, πάει βρίσκει τον Δημητράκη και τον σπάει στο ξύλο, πάνω στη σύρραξη όμως, του τραβάει και ο Δημητράκης μια σουγιαδιά, από το μάτι μέχρι το λαιμό, τους πιάνει η αστυνομία και τους δυο και τους χώνει φυλακή, ο ναυτικός έχει λεφτά, εξαγοράζει την ποινή και καθαρίζει, ο Δημητράκης όμως μένει μέσα, γιατί η μάνα του δεν έχει αυτή τη φορά λεφτά για να τον βγάλει»
«Καλά, και οι ξυραφιές; ποιος τις έκανε;»
«Όπως σου είπα κιόλας, η κυρία ήταν μυστήρια και βιτσιόζα. Σε κάποια φάση λοιπόν είχε βάλει το Δημητράκη να χαρακωθούν, για να ενώσουν, λέει, τα αίματά τους»
«Τι είναι αυτό πάλι;»
«Μια μαλακία είναι, τάχα σημαίνει παντοτινή ερωτική πίστη, αλλά ο Δημητράκης την πλήρωσε ακριβά. Δεν έχω κάνει, προς το παρόν, σε φυλακή, αλλά περίπου γνωρίζουμε τις συνθήκες που επικρατούν εκεί μέσα. Κάπου τον στρίμωξαν άγρια, είχε πάθει και συναισθηματική ζημιά απ’ όλη αυτή την ιστορία, ξαναγύρισε στην ηρωίνη, αλλά δεν είχε λεφτά να παίρνει τη δόση του, μια κατάσταση αδιέξοδη… Σε μια κρίση επάνω σπάει κάτι τζάμια και κόβει τις φλέβες του, αλλά τον προλαβαίνουν, στο τσάκ. Γίνεται διάγνωση ψυχοπάθειας και εφαρμόζεται η μοντέρνα θεραπευτική μέθοδος, με ξύλο, δέσιμο, ηλεκτροσόκ και άφθονα ψυχοφάρμακα…»
«Τι λες ρε συ… Σοβαρολογείς;»
«Έτσι μας είπε ο Δημητράκης και δεν έχω κανένα λόγο να μην τον πιστέψω, παίρνοντας υπόψη και όλα όσα έχουν βγει στη φόρα κατά καιρούς για τα τρελάδικα και τις μεθόδους που εφαρμόζονται εκεί… Έμεινε λοιπόν κάμποσο καιρό στην δικαιοδοσία ενός ψυχιάτρου, ο οποίος αν ήταν στην ομάδα του Μέγκελε θα έκανε μεγάλη καριέρα… Τέλος πάντων, κάποτε ξεμπέρδεψε με δαύτον, πήρε ένα χαρτί ότι είναι ακίνδυνος για τον εαυτό του και την κοινωνία και βγήκε έξω θεραπευμένος, καύχημα του σωφρονιστικού συστήματος και της ελληνικής ψυχιατρικής… Η μάνα του, εν τω μεταξύ, πέθανε και ο Δημητράκης έμεινε περίπου ξεκρέμαστος, γιατί τα αδέλφια του είχανε κι αυτά τα δικά τους προβλήματα… Γύρισε λοιπόν στο χωριό του, ένα χωριουδάκι κοντά στην Πύλο, και από τότε φυτοζωεί εκεί. Είναι ήσυχος, δεν θέλει ναρκωτικά, κάνει απλώς τράκα τσιγάρο. Δεν έχει βέβαια καμιά ασφάλεια, ευτυχώς η πρόνοια του καλύπτει τη θεραπεία του, δηλαδή largactil, artan, tavor και άλλα τέτοια»
«Και πως ζει;»
«Έχει το σπίτι της γριάς, κάνει κανένα θέλημα, τον φιλεύει ο κόσμος, ψαρεύει κιόλας – και περνάει. Όπως σου είπα και στην αρχή, έχει διαλείψεις και νομίζει πως μιλάει με τον θεό, την Παναγία, τον Ανδρέα κι έτσι… Υφίσταται την αναπόφευκτη καζούρα που τραβάει κάθε δυστυχής σαν κι αυτόν από τα πιτσιρίκια του χωριού, αλλά απ’ ότι μας είπε αυτό το έχει συνηθίσει και δεν τον πειράζει…»
«Είναι δυνατόν;»
«Τι να σου πω… Εκείνο το βράδυ είχε πάει τέσσερις η ώρα, ο Δημητράκης δεν είχε που να κοιμηθεί, γιατί όπως σου είπα είναι από γειτονικό χωριό. Ο Ιπποκράτης σκέφτηκε να τον πάμε στο Τμήμα για να κοιμηθεί εκεί, κι ο Δημητράκης, που μας είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα, συμφώνησε και πήγαμε. Σαν το διάολο όμως, είχανε μαζέψει κάτι μεθυσμένους και δεν υπήρχε καθόλου χώρος. Έτσι, τι να κάνουμε, ξυπνήσαμε τον ταξιτζή και πήγαμε όλοι μαζί στο χωριό του Δημητράκη, όπου τον αφήσαμε επιτέλους να κοιμηθεί στο σπιτάκι του και γυρίσαμε στη βάση μας»
«Ο ταξιτζής τι είπε;»
«Πως είμαστε μαλάκες. Δεν τον ενδιέφερε τον άνθρωπο άλλωστε… Καταλαβαίνεις τώρα γιατί ως νομικός, ως άνθρωπος, ως πολιτικό υποκείμενο, ως υποψήφιος φαντάρος, ως ακροατής του Δημητράκη και ως αυτόπτης της κατάντιας του, καταλαβαίνεις γιατί χρειάστηκα εκείνο το βράδυ ένα αθώο centrac για να καλμάρω…»
«Τον ξαναείδες;»
«Όχι, την άλλη μέρα έφυγα για Αθήνα»
* * *
Κάμποση ώρα καπνίζαμε σιωπηλοί, χαζεύοντας τις αμέτρητες γόπες στο τασάκι. Τα μεγάφωνα από το εκλογικό κέντρο είχαν επιτέλους σωπάσει, αλλά από τις τηλεοράσεις της γειτονιάς ακουγόταν οι ήχοι της προεκλογικής συγκέντρωσης που είχε γίνει χθες, εδώ στη Θεσσαλονίκη.
«Πάμε για καμιά μπύρα;»
«Πάμε, αλλά το άλλο δεν στο είπα…»
«Ποιο άλλο;»
«Όταν γυρίσαμε από το χωριό του Δημητράκη ήταν πια περασμένες τέσσερις, μάλλον κόντευε πέντε. Εμείς ανεβαίναμε την ανηφόρα για το σπίτι μου, ενώ ένας γέρος κατέβαινε φουριόζος προς την παραλία. Μόλις μας είδε, στάθηκε. Το μάτι του γυάλιζε. – Ρε παιδιά, μας λέει, είναι κανένα καφενείο ανοιχτό; Κι όταν τον ρωτήσαμε γιατί, τι μας απαντά;»
«Τι;»
«Εκείνη η πουτάνα η γυναίκα μου, τελείωσε το ούζο και δεν πήρε άλλο μπουκάλι. Βγήκα κι εγώ να βρω ούζο… Είναι κανένα καφενείο ανοιχτό;»