Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Η κοινωνία χρεωκόπησε πριν την οικονομία


Όλοι οι άνθρωποι κάνουν υπομονή για κάτι.

- Το μικρό παιδί, κάνει υπομονή για να μεγαλώσει γιατί έχει την ψευδαίσθηση ότι το να μεγαλώνεις έχει μόνο θετικά.

- Ο μαθητής, κάνει υπομονή για να γίνει φοιτητής και να ξεκινήσει τον απογαλακτισμό του, ο οποίος ειδικά στην ελληνική κοινωνία, είναι νοητός.

- Ο μορφωμένος και ευρωσπουδαγμένος 25άρης νέος κάνει υπομονή για να ενταχθεί σε μια πολυεθνική με ‘κύρος’, σαν αυτές που φτιάχνουν τα εμβόλια με τις γρίπες-μύθους και τις άλλες που πουλάνε γενετικώς μεταλλαγμένες τροφές, για να αισθανθεί ότι επειδή φόρεσε πουκάμισο και καλό παντελόνι, κρατώντας και μια βαλίτσα με ένα λαπτοπ, κάνει ‘κουμάντο’.

-Ο παραπάνω επαγγελματικά αποκατεστημένος και ‘πετυχημένος’, κάνει υπομονή για να παντρευτεί, αφού το παίξει κατά του γάμου και περιμένει να ‘ζήσει τη ζωή του’ πρώτα, και να αποκτήσει ένα κλουβάκι και αυτός που θα αποπληρώνει μια ζωή, εκτός αν οι γονείς ανήκουν στο κομμάτι της Σκοτεινής Γενιάς του Πολυτεχνείου, στην οποία πολλοί άχρηστοι γλείφτες μάζεψαν αερολεφτά των διεθνών τραπεζιτών, οι οποίοι διοικούν και θεσμικά πλεον τη χώρα μας.

Θα πει κάποιος: ‘Και τώρα νομίζεις ότι μας λες κάτι καινούριο ρε φίλε? Τα έχουμε ξανακούσει όλα τα παραπάνω τα χιλιοπιπιλισμένα’. Θα συμφωνήσω όσο δεν πάει.

Τα αναφέρω ως βάση για να επικεντρωθώ σε μια πολύ συγκεκριμένη κατάσταση. Η κοινωνία μας στην Ελλάδα, είναι πανέτοιμη να ενταχθεί στο παρτάκι που ετοιμάζεται παγκοσμίως για κεντρική διαχείριση των σημερινών κρατών-εθνών, από την τραπεζική (φαινομενικά) κλίκα. Ακούγεται υπερβολικό?

Εξηγούμαι πολύ συγκεκριμένα:

Οι Έλληνες , αναθέσαμε την εξουσία στα παιδιά του ‘πράσινου ήλιου’, στους σοσιαλιστές των μπουζουκιών και του Κολωνακίου και σε όλη την ομάδα των προοδευτικών αντιρατσιστών που τους περιβάλλει, αλλά 7 μήνες μετά διαπιστώνουμε ότι η χώρα διοικείται και θεσμικά από μη εκλεγμένους φορείς. Εως και ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός μας (ο Έλληνας της διασποράς με τον εξορισμένο πατέρα) ανέφερε ότι τους νόμους που ψηφίστηκαν για τα νέα μέτρα τους επέβαλλε το ΔΝΤ. Άρα έφτασε μέχρι και να νομοθετήσει ένας μη εκλεγμένος από τους Έλληνες φορέας. Είναι η ‘περιορισμένη εθνική κυριαρχία’, η οποία διατυμπανίζεται κάθε άλλο παρά συμπτωματικά.

‘Είσαι μηδενιστής’, θα πουν κάποιοι, ‘οι δυο νόμοι αυτοί (και τα πρώτα μέτρα ήταν ΔΝΤ) είναι <<μεμονωμένες περιπτώσεις>>’ (μα τι βιασμένη φράση από τους υπαλλήλους των διεθνών ληστών). Έστω ότι είναι, τι επηρεάζει πιο πολύ την καθημερινότητά μας και το μέλλον μας, οι νόμοι του ΔΝΤ που μειώνουν άμεσα και τάχιστα το βιοτικό επίπεδο όλων μας, ή οι κατεδαφίσεις της πράσινης Τίνας και η διαγραφή της Ντόρας?

Αναφέρθηκα παραπάνω στους γλείφτες της Σκοτεινής Γενιάς του Πολυτεχνείου. Το μετέπειτα ξεφτίλισμα αυτής της γενιάς και η ‘μεταλαμπάδευσή’ του στη δική μας, είναι και ο λόγος που γράφω αυτό το κείμενο. Δεν κατηγορώ τις προθέσεις της, καθώς οι περισσότεροι ήταν ενάντια στους χουντικούς εθνοπροδότες και μην ξεχνάμε ότι πολλοί από αυτούς είδαν γονείς τους ή κοντινούς τους ανθρώπους να βασανίζονται και να μπαίνουν φυλακή. Η δική μου γενιά δεν έχει δικαίωμα να αναφερθεί καν σε τέτοιες καταστάσεις, καθώς έχουμε μεγαλώσει μέσα στην πούδρα, αν συγκρίνουμε με το πως μεγάλωσαν οι σημερινοί 55άρηδες-60άρηδες. Δυστυχώς ή ευτυχώς κρίνω μόνο εκ του αποτελέσματος, καθώς ήμουν και αγέννητος τότε και δεν μπορώ να έχω πλήρη άποψη των πραγμάτων και των γεγονότων.

Το αποτέλεσμα είναι ότι ζούμε σε μια κοινωνία από την οποία λείπει η περηφάνεια, σε συνάρτηση με την έλλειψη αξιοπρέπειας. Και δεν μιλάω για ‘εθνικές υπερηφάνειες’ και μπουρδολογίες που μόνο διχασμό επιφέρουν στους ανθρώπους. Εμείς εδώ, που έτυχε να γεννηθούμε σε αυτό το μέρος της Γης, έχουμε χάσει σαν ‘κοινότητα-κοινωνία’ την περηφάνειά μας, το ηθικό μας. Δε μπορούμε να πούμε ότι είμαστε περήφανοι, όταν το ιδανικό σε συτή τη χώρα είναι πως ο καθένας θα ΄πιάσει την καλή΄, πάντα εις βάρος άλλων.

Μπορεί να έχει υπερηφάνεια και αυτοσεβασμό κάποιος που κλέβει τους κόπους των άλλων? (ληστεία δημοσίου χρήματος)

Μπορούν να έχουν υπερηφάνεια και αυτοσεβασμό οι παντός τύπου ρουφιάνοι, επειδή η ρουφιανιά επιβραβεύεται βραχυπρόθεσμα? (π.χ. στις πολυεθνικές, στη δημοσιογραφία)

Μπορούν να έχουν υπερηφάνεια και αυτοσεβασμό όσοι φθονούν τους άλλους?

Μπορούν να έχουν υπερηφάνεια και αυτοσεβασμό όσοι ικανοποιούνται με τη δημιουργία και προβολή αποδιοπομπαίων τράγων? (π.χ. η λίστα των γιατρών του Κολωνακίου, που μου θυμίζει τη ‘λίστα του Σίντλερ’ )

Δεν είμαστε όλοι έτσι και δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Αλλά δυστυχώς τα παραπάνω περιγράφουν το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας σήμερα.

Είμαστε σε μια εποχή που καλλιεργούνται τα πιο πρωτόγονα και πιο ατομικιστικά ένστινκτά μας ώστε να επεκταθεί ο ήδη υπάρχον διχασμός μας (κόμματα, ρατσιστικές κορώνες, ποδοσφαιρικές ομάδες, καθοδηγούμενη ‘κόντρα’ δημοσίων με ιδιωτικούς υπαλλήλους). Σε μια τέτοια εποχή μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός του καθενός μας. Ο περήφανος άνθρωπος δεν υποδουλώνεται εύκολα.

Η οικονομία είναι απλά το μέσο για το ‘νέο φυσιολογικό‘ όπως το ονομάζουν, που δεν είναι τίποτα άλλο παρα η πλήρης κηδεμονία όλων μας από μια πολύ συγκεκριμένη ‘ομάδα’ παγκοσμίως.

Η κοινωνία χρεωκόπησε. Ας μην αφήσουμε να χρεωκοπήσει και η ανθρώπινη υπόστασή μας. Εν κατακλείδει, όλοι κάτοικοι του ίδιου τόπου και κατ’επέκταση του ίδιου πλανήτη είμαστε..

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Rust:μια ταινία για αυτούς που κλονίζεται η πίστη τους

O ηθοποιός Corbin Bernsen έγινε γνωστός το 1986 στον ρόλο του Arnie Becker στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά ‘L.A. Law’, (1986- 1994 ΚΑΤΩ: φώτο περιοδικού εποχής) καθώς και με κινηματογραφικούς ρόλους όπως του Roger Dorn στην σπορ κωμωδία ‘Major League’. Ο Corbin Bernsen έγραψε, σκηνοθέτησε, έκανε την παραγωγή και πρωταγωνίστησε επίσης στην καινούργια ταινία Rust ('Σκουριά'), που πρόσφατα κυκλοφόρησε σε DVD και στην Ελλάδα με τον τίτλο ‘Χαμένη Πίστη’.

Στην ταινία ο Corbin Bernsen πρωταγωνιστεί ως πρώην ιεροκήρυκας ο οποίος επιστρέφει στη γενέτειρά του, όπου διαπιστώνει ότι ένας παλιός φίλος συνελήφθη για εμπρησμό σε σπίτι που στοίχισε τη ζωή μίας ολόκληρης οικογένειας. Τον φίλο του, Travis, παίζει υπέροχα ο Lloyd Warner, ο οποίος, όπως και το υπόλοιπο καστ, έκανε το ντεμπούτο του στην ταινία Rust, η οποία χρησίμευσε και ως μοναδικό και επιτυχημένο πείραμα στην εύρεση ταλέντων σε μια μικρή πόλη.

Υπόθεση: Μια συνταρακτική κοινωνική ταινία με θέμα την πίστη, την οικογένεια και τους ισχυρούς δεσμούς που φέρνουν ακόμα πιο κοντά μια ολόκληρη κοινότητα. Διανύοντας την κρίση της μέσης ηλικίας που επηρέασε και την πίστη του, ένας άνδρας βρίσκει την ελπίδα εκεί που δεν το περιμένει, στην ίδια την πόλη όπου μεγάλωσε. Ο Τζέιμς Μουρ (ο υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα, Κόρμπιν Μπέρνσεν) είναι ένας πρώην πάστορας που αποφασίζει να επιστρέψει στη γενέτειρα του: εκεί μαθαίνει ότι μια -νεοφερμένη στην περιοχή- οικογένεια σκοτώθηκε σε μια μυστηριώδη πυρκαγιά, ενώ ο παιδικός του φίλος πιθανώς εμπλέκεται στο έγκλημα αυτό. Πεπεισμένος για την αθωότητα του φίλου του, ο Τζέιμς ξεκινά την αποστολή να ξεσκεπάσει την αλήθεια έτσι, μπαίνει και ο ίδιος στη διαδικασία να ανακαλύψει εκ νέου τη δική του χαμένη πίστη.

Δείτε το Trailer

Ο Bernsen είπε στο CBN News ότι όταν έγραφε το "Rust" σκεφτόταν την κρίση ενός μεσήλικα, αλλά σε κάτι περισσότερο από το γάμο και το διαζύγιο και επικεντρώθηκε σε ένα χωρισμό με το Θεό, από κάποιον που τον υπηρέτησε για όλη του την ζωή.

«Ήθελα να δημιουργήσω αυτήν την ιστορία με έναν τύπο που είναι αντιμέτωπος με μία παρόμοια κατάσταση, αλλά αντί για γυναίκα, αυτός δεσμεύτηκε για όλη του τη ζωή να υπηρετεί τον Θεό εν Χριστώ, και χρειάζεται να πάρει τον δρόμο της επιστροφής πίσω σε αυτήν, "λέει ο Bernsen στο CBN News.

Ο Corbin Bernsen λέει ότι η ταινία είναι αφιερωμένη στον πατέρα του αυτό που τον ενέπνευσε να φτιάξει την ταινία ήταν ο θάνατός του.

Corbin Bernsen: Ο πατέρας μου είχε μόλις πεθάνει και στεκόμουν κυριολεκτικά εκεί με μια τσάντα γεμάτη τέφρα. Σκεφτόμουν «Πού είναι; Στον Ουρανό; Στην Κόλαση; Υπάρχει Παράδεισος και κόλαση εκεί; Υπάρχει κάποιος Θεός εκεί;" Όλα αυτά τα πράγματα που σκεφτόμαστε. Καθόμουν εκεί με αυτήν την τσάντα με την τέφρα και αναρωτιόμουν αν ήταν κάπου ή αν δεν ήταν πουθενά. Ήθελα να γράψω για αυτό, δεν ήθελα να γράψω την ιστορία μου, για έναν τύπο που πέθανε ο πατέρας του. Ήθελα να βρω ένα άλλο πλαίσιο για να το θέσω, και σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε μια κρίση ζωής, κάτι που γνωρίζω, μπορώ να το ενσωματώσω. Έτσι σκέφτηκα, γιατί να μην δημιουργήσω έναν τύπο που υπηρετεί τον Θεό και τον Χριστό όλη του τη ζωή και ξυπνάει μια μέρα και λέει, «Έι, δικέ μου, δεν μιλάμε». Χάνει τον έλεγχο και τα εγκαταλείπει όλα, βγαίνει έξω, σαν ένας άνθρωπος που αφήνει την γυναίκα του. Ήθελα να εξερευνήσω έναν τύπο που θέλει να πάει πίσω στις ρίζες του και να ανακαλύψει την πίστη του. Θα μπορούσε να είναι η ιστορία ενός άθεου, αλλά, δεν νομίζω ότι ήταν αυτό που είχε προγραμματιστεί να κάνω, έτσι έγραψα το Rust.

Ο πρωταγωνιστής φοράει ένα λευκό κολάρο και πολλοί σκέφτονται ότι είναι ένας ιερέας. Έχει ένα κολάρο γιατί είναι ιεροκήρυκας. Δεν ήταν στο αρχικό πλάνο να κάνω μία χριστιανική ταινία. Για να πω την αλήθεια, ήταν ένα μεγάλο ταξίδι για μένα και αυτό με έφερε πιο κοντά, προσωπικά, στον Θεό. Μου άνοιξε ορίζοντες για εξερεύνηση. Αν και ακόμα δεν ταιριάζω με τα κριτήρια του να χαρακτηρισθώ «χριστιανός», νομίζω ότι πάντα είχα μία αρκετά χριστιανική ζωή. Ο καθένας κάνει λάθη.

Οι αρχικές σκηνές της ταινίας, όπου ο ιερέας ή ιεροκήρυκας Bernsen μιλάει στον Χριστό.


Στο τέλος επιστρέφει στην πίστη, νιώθοντας ότι μέσα από την δοκιμασία με τον φίλο του έλαβε κάποιες απαντήσεις.


πηγή

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Mια εικόνα, δύο ιστορίες…


Η εικόνα-σύμβολο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του 1912. Τον πίνακα ζωγράφισε ο Κενάν Μεσαρέ, γιος του Τούρκου (αλβανικής καταγωγής) στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά, που παρέδωσε στους Έλληνες την πόλη.


Ο Γεώργιος Α΄ εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη στις 29/10/1912. Δίπλα του ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος.
(από το eglima.wordpress.com)

Ο Κενάν Μεσαρέ γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1889, μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά, χάρη στην Ελληνίδα μουσουλμάνα μητέρα του αλλά και λόγω της διγλωσσίας που επικρατούσε στην Ήπειρο. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην ηπειρωτική πρωτεύουσα, σπούδασε στην περίφημη σχολή Γαλατά Σεράι της Κωνσταντινούπολης και ακολούθησε τον πατέρα του στις πολλές στρατιωτικές μετακινήσεις του ανά την οθωμανική αυτοκρατορία ως υπασπιστής του. Μάλιστα, κατά την υπογραφή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική αντιπροσωπεία στο Διοικητήριο βρισκόταν και ο ταγματάρχης Κενάν, ο οποίος φέρεται ότι συνέταξε το πρωτόκολλο στα γαλλικά, τα οποία γνώριζε επίσης άπταιστα.
Μετά την ήττα των Τούρκων και την αποχώρησή τους από τη Μακεδονία, ο Κενάν επέλεξε να μείνει στη Θεσσαλονίκη, παίρνοντας την ελληνική υπηκοότητα. Στην πόλη έμεινε πάνω από 25 χρόνια, είχε πολλούς φίλους και είχε τη στόφα και τη φήμη του κοσμοπολίτη. Μετά το γάμο του, το 1934, εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα όπου γεννήθηκαν τα παιδιά του.

Όταν πέθανε, θάφτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο αλβανικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης (στην Τριανδρία), επιστρέφοντας για πάντα στην πόλη που αγαπούσε ιδιαίτερα.


Κενάν Μεσαρέ (1889-1965)
από το
http://3lak2xo.blogspot.com/2009/07/blog-post_30.html

Χασάν Ταχσίν πασάς: “Απ’ αυτούς την πήραμε, σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε”.

Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα μουσουλμάνα και ο ίδιος ήταν αλβανικής καταγωγής. Γνώριζε άπταιστα την ελληνική γλώσσα, μια και φοίτησε και πήρε απολυτήριο από το ελληνικό γυμνάσιο Ιωαννίνων. Ξεκίνησε ως αγροφύλακας στην Κατερίνη το 1870, κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στον τουρκικό στρατό και ανέβηκε σύντομα την κλίμακα της ιεραρχίας. Διετέλεσε διοικητής της χωροφυλακής Ιωαννίνων, φρούραρχος της Θεσσαλονίκης το 1900, στα χρόνια των νεοτούρκων εξορίστηκε από το σουλτάνο ως φιλελεύθερος στη Συρία, ανέλαβε την αρχηγία στην επαναστατημένη Υεμένη και επέστρεψε το 1910 στη Θεσσαλονίκη ως διοικητής του Γ΄Σώματος Στρατού. Στις αρχές του Οκτωβρίου, με την ελληνική προέλαση, αν και βρισκόταν έξω από το στράτευμα, επανήλθε και ανέλαβε την αρχιστρατηγία του τουρκικού στρατού. Ηττήθηκε, όμως, και αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να παραδώσει την πόλη.



Χασάν Ταχσίν (1845-1918)

από το http://ellines-albanoi.blogspot.com/2010/04/blog-post_4561.html

Ο Ταχσίν Πασάς, μετά την παράδοση της πόλης και την αιχμαλωσία του τουρκικού στρατού, κρατήθηκε διακριτικά και με σεβασμό στο Διοικητήριο και δε στάλθηκε μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους αιχμαλώτους αξιωματικούς στην Αθήνα. Με τη βοήθεια του φίλου του, διακεκριμένου Θεσσαλονικιού της εποχής, Αλέξανδρου Ζάννα, και του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Χασάν Ταχσίν στάλθηκε για λόγους υγείας στο Εβιάν της Γαλλίας και αργότερα έζησε στη Λοζάνη, όπου συνέγραψε τις αναμνήσεις του. Πέθανε στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Στην αυτοβιογραφία του διαφαίνεται ένας φιλελληνισμός κι ένας έντονος αντιβουλγαρισμός, που επιβεβαιώθηκαν στην πράξη. Ο Ταχσίν Πασάς αρνήθηκε να συνδιαλλαγεί με τους Βουλγάρους που τον πίεζαν φορτικά να μπουν στην πόλη και αποφάσισε να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. “Απ’ αυτούς την πήραμε και σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε”, είπε, σύμφωνα με την παράδοση, εκείνες τις δύσκολες ώρες. Στις αναμνήσεις του, ο Τούρκος στρατηγός που έχει συνδέσει το όνομά του με τη μοίρα της πόλης, γράφει τα παρακάτω:

Πιεζόμενος από τα γεγονότα και τις εκκλήσεις αρχών και προξένων, έχοντας αντιληφθεί τον άμεσο κίνδυνο της βουλγαρικής εισβολής και διαπιστώσει την εγκατάλειψη των χαρακωμάτων και τη διασκόρπιση των εφέδρων αφότου νύχτωσε, υπέκυψα για να σώσω τη ζωή χιλιάδων αθώων πλασμάτων και για να προλάβω την καταστροφή της πόλης. Οι απεσταλμένοι του Διαδόχου Κωνσταντίνου έφτασαν στο Διοικητήριο της πόλης κατά τις νυκτερινές ώρες. Το “πρωτόκολλο παραδόσεως” συντάχτηκε στα γαλλικά. Έτσι έληξε άδοξα και συντριπτικά για μας ο αγώνας και θριαμβευτικά για τον αντίπαλο. Η Θεσσαλονίκη χάθηκε αλλά και σώθηκε. Έχω τη συνείδηση ότι έπραξα το καθήκον μου. Η ιστορία ας με κρίνει…

Βέβαια, οι Τούρκοι φόρτωσαν αποκλειστικά την ήττα και την απώλεια της Θεσσαλονίκης στα φιλελληνικά αισθήματα του στρατηγού και του απέδωσαν τη μομφή της εσχάτης προδοσίας. Ο πικραμένος πασάς δε γύρισε ποτέ στην Τουρκία. Πέθανε στη Γαλλία το 1917 και η σορός του μεταφέρθηκε από την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου θάφτηκε με τιμές στις “παρυφές της πόλης”, όπως γράφει ο γιος του.

(Στοιχεία πάρθηκαν από το βιβλίο των Β. Νικόλτσιου και Β. Γούναρη “ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ”, 2002)

ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΖΑΦΕΙΡΗΣ από το αφιέρωμα της εφημερίδας ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ “Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ”, 12/12/2004

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ο ποιητής που κολυμπούσε στο θεϊκό Φως


Από εδώ, όπου μπορείτε και
να κατεβάσετε όλα τα έργα του.


Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος γεννήθηκε στην Γαλάτη της Παφλαγονίας (Μικρά Ασία) το 948 ή το 958 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου).
Η ζωή του αγίου Συμεών συμπίπτει σε μεγάλο μέρος με τη βασιλεία του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου (976-1025).Σε ηλικία περίπου έντεκα χρονών οι γονείς του τον έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, για να σπουδάσει στα σχολεία της πρωτεύουσας και να μπει στη συνέχεια στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Ο θείος του Βασίλειος κατείχε σημαντική θέση στην αυλή. Ο νεαρός όμως Συμεών αρνήθηκε την μεγάλη αυτή τιμή καθώς και το να συνεχίσει τις σπουδές του μετά το γυμνασιακό στάδιο, σε ανώτατες σχολές. Φαίνεται ότι για ένα διάστημα έζησε την άτακτη ζωή ενός νέου της πρωτεύουσας. Τελικά γνώρισε τον άγιο Συμεών τον Ευλαβή (917-987), γέροντα μοναχό της Μονής του Στουδίου. Συνεχίζει να εργάζεται όπως και πριν μέσα στον κόσμο, αλλά επισκέπτεται συχνά τον πνευματικό του πατέρα.
Ο Συμεών ο Στουδίτης στην αρχή του έδωσε ένα ελάχιστο πρόγραμμα ασκητικής ζωής, και για ανάγνωσμα τον “Πνευματικό Νόμο” του Μάρκου του Μοναχού. Τότε έζησε και την πρώτη του εμπειρία.

Τον πλημμύρισε το άκτιστο φως και τον γέμισε χαρά, έτσι που έχασε τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο. Αυτή όμως η πρώτη καρποφόρα περίοδος, που ο άγιος Συμεών απέδιδε στις προσευχές του πνευματικού του πατέρα, δεν κράτησε πολύ. Ξαναγύρισε στην κοσμική και άστατη ζωή που ζούσε πριν. “Εις λάκκον και και ιλύν βυθού αισχρών εννοιών τε και πράξεων εμαυτόν ο άθλιος εναπέρριψα, κακεί κατελθών τοις εγκεκρυμμένοις εν τω σκοτεί περιέπεσον, εξ ων ουκ εμαυτόν εγώ μόνον, αλλ’ ουδέ ο σύμπας κόσμος εις εν αθροισθείς εκείθεν αναγαγείν με και των χειρών αυτών εξελέσθαι ηδύνατο”. Φαίνεται ότι ακόμα και σ’ αυτή την περίοδο, που κράτησε έξι ή επτά χρόνια, ο άγιος Συμεών δεν διέκοψε ολότελα τις σχέσεις του με τον πνευματικό του πατέρα.


Τελικά θαυματουργικά απελευθερώνεται και μπαίνει δόκιμος στη Μονή του Στουδίου σε ηλικία 27 ετών. Λίγο αργότερα ο ηγούμενος τον κάλεσε και του ζήτησε να εγκαταλείψει τον πνευματικό του πατέρα. Ο Συμεών αρνήθηκε και εγκατέλειψε την Μονή του Στουδίου. Μπήκε ως δόκιμος στο γειτονικό μοναστήρι του αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου. Έγινε σύντομα μοναχός, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά τρία χρόνια σε ηλικία 31 χρονών εκλέχθηκε ηγούμενος από τους μοναχούς του αγίου Μάμαντος με τη συγκατάθεση του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη. Γίνεται διάσημος στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι τον τιμούν και άλλοι του επιτίθενται.

Ο άγιος Μάμας, ορφανό που γεννήθηκε στη φυλακή και από την αγιότητά του έγινε ένα με τα ζώα του δάσους. Θανατώθηκε από τους Ρωμαίους σε ηλικία 15 ετών. Ο άγιος Συμεών έγινε ηγούμενος μονής αφιερωμένης σ' αυτόν τον άγιο.
Μετά τα πρώτα εύκολα βήματα στην πνευματική ζωή, που τον οδήγησαν γρήγορα στην θεωρία του ακτίστου φωτός, πορεύεται τον δύσκολο δρόμο της ασκήσεως με υπομονή για να συντελεστεί η αφομοίωση της Χάρης. Μετά από μεγάλο και τραχύ διάστημα ασκητικού αγώνα αξιώθηκε να δει πάλι το άκτιστο φως, αλλά αμυδρότερα. Οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται από την αντίδραση των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν το νόημα των πνευματικών του αγώνων.

Παρά τις πολυάριθμες εμπειρίες δεν έχει γνωρίσει ακόμη τον Θεό και αισθανόταν βαθιά ανικανοποίητος. Τελικά μέσα στο άκτιστο φως βιώνει προσωπική συνάντηση και κοινωνία με τον Χριστό. Στη συνέχεια αυτή η κατάσταση γίνεται μόνιμη.


Από αγάπη προς τον πλησίον και από τη μεγάλη του επιθυμία να κάνει όλο τον κόσμο μέτοχο αυτής της χάρης, φανερώνει στους άλλους την εμπειρία του και τους προτρέπει ν’ ακολουθήσουν αυτόν τον πνευματικό δρόμο. Πλέον αισθάνεται την βεβαιότητα ότι δεν είναι αυτός που καλεί αλλά ότι ο Ίδιος ο Χριστός καλεί τους ανθρώπους δια του αγίου Συμεών.
Το μοναστήρι του ήταν σε άθλια κατάσταση. Αγωνίζεται για την ανοικοδόμηση του και για την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών. Πάντα κήρυττε την δυνατότητα της ένωσης με τον Θεό στην παρούσα ζωή. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτή την ένωση, η εφαρμογή των εντολών του Χριστού, η οδός η στενή και τεθλιμμένη του σταυρού, οι ασκητικοί αγώνες.

Τονίζει ότι αρχίζουμε να συμμετέχουμε στην ανάσταση του Χριστού ήδη από τον παρόντα κόσμο.
Ήδη από εδώ αρχίζουμε να βλέπουμε τον Χριστό.

Η διδασκαλία δεν απευθυνόταν σε ερημίτες και αναχωρητές μοναχούς. Απευθυνόταν σε συνηθισμένους μοναχούς ενός κοινοβίου της πρωτεύουσας και σε έναν ευρύτερο κύκλο πιστών.
Ο άγιος Συμεών είχε πεποίθηση ότι στα λόγια και τη διδασκαλία του εμπνεόταν από το άγιο Πνεύμα. Διευκρινίζει ότι μιλάει τόσο συχνά για τον εαυτό του και για τις εμπειρίες του επειδή θέλει και τα πνευματικά του παιδιά να μοιραστούν τα ίδια με αυτόν δώρα.
Στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος έρχονται πολύ καινούριοι μοναχοί. Σχηματίστηκε μια ομάδα μαθητών πιστών και αφοσιωμένων. Ανάμεσα τους ένας πρώην επίσκοπος της Ιταλίας με το όνομα Ιερόθεος. Στο λαό της Κωνσταντινούπολης γίνεται όλο και περισσότερο γνωστός. Πολλά σημαντικά πρόσωπα τον επισκέπτονται αναζητώντας πνευματική καθοδήγηση. Μερικοί όμως από τη συνοδεία του δεν μπορούν να συνεχίσουν. Μια ψυχρότητα άρχισε να εισχωρεί. Δημιουργείται μια ομάδα που αντιδρά. Υπάρχει ένταση ανάμεσα στον άγιο Συμεών και σε μια μερίδα μοναχών.
Παρά την εχθρότητα που συναντούσε εξακολουθεί να καλεί τους μοναχούς, που ήταν κάτω από την καθοδήγηση του, σε μια ανώτερη πνευματική ζωή, που να αναζητά τον θείο φωτισμό. Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την άνοδο του στην ηγουμενία, ένα μέρος των μοναχών του αγίου Μάμαντος, περίπου 30, επαναστατούν εναντίον του.
Μια μέρα ενώ κήρυττε στην εκκλησία την ώρα του όρθρου, όπως συνήθιζε, τον διέκοψαν βίαια. Έπεσαν πάνω του “ωσεί θήρες” με την πρόθεση να τον πετάξουν έξω από το μοναστήρι. Η απόπειρα απέτυχε χάρη στην ηρεμία του αγίου Συμεών, που έμεινε “άσειστος” στη θέση του, “υπομειδιών και φαιδρόν [=χαμογελαστό] ατενίζων προς τους αλάστορας”. Οι επαναστάτες αφού έκαναν πολύ θόρυβο έσπασαν τις κλειδαριές της πόρτας του μοναστηριού και έτρεξαν διασχίζοντας την πόλη προς το Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης Σισσίνιος (995-998) εξόρισε από το μοναστήρι τους μοναχούς. Η ποινή ακυρώθηκε μετά από μεσολάβηση του αγίου Συμεών. Το 1005 μ.Χ. παραιτήθηκε ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ηγουμενίας.
Ο άγιος Συμεών ταλαιπωρήθηκε επίσης λόγω της επίθεσης που δέχτηκε από τον πρώην μητροπολίτη Νικομηδείας Στέφανο. Ο Στέφανος ήταν πολιτική προσωπικότητα και παράγοντας της διπλωματίας, “ανήρ ελλόγιμος και επί σοφία και αρετή διαβόητος και πειθοί μαλάξαι ικανός γνώμην σκληράν και ατίθασσον”.
Συνέβη κάποτε να συναντηθούν οι δύο άνδρες στο Πατριαρχείο και ο σύγκελος Στέφανος επωφελήθηκε από την ευκαιρία, για να θέσει μια δύσκολη θεολογική ερώτηση στον Συμεών, ελπίζοντας να τον παγιδέψει και να δείξει έτσι την άγνοια του. “Πως χωρίζεις τον Υιόν από του Πατρός, επινοία ή πράγματι;” Ο άγιος υποσχέθηκε να δώσει γραπτή την απάντηση του. Στην απάντηση του ανασκευάζει τις προϋποθέσεις της ερωτήσεως του Στεφάνου, εξηγώντας την πραγματική έννοια των τριαδικών διακρίσεων στο Θεό, που είναι μέσα στις διακρίσεις Του αδιαίρετος και ένας κατά τη φύσι Του. Επίσης στηλιτεύει όλους εκείνους –και εδώ αναφέρεται στο σύγκελλο- που τολμούν να θεολογούν, χωρίς να έχουν μέσα τους το Πνεύμα του Θεού:

… εκπορευθέν το Πνεύμα,
το Πανάγιον, εκ του Πατρός αφράστως
και απεστάλη δι’ Υιού τοις ανθρώποις·
ου τοις απίστοις ουδέ τοις φιλοσόφοις,
ου τοις ρήτορσιν ουδέ τοις φιλοδόξοις,
ου τοις μαθούσι συγγραφάς των Ελλήνων,
ου τοις τας γραφάς αγοούσι τας έσω,
ου τοις εξασκήσασι σκηνικόν βίον,
ου τοις λαλούσι τορνευτώς και πλουσίως,
ου τοις λαχούσι μεγάλων ονομάτων,
ου τοις τυχούσι φιλείσθαι παρ’ ενδόξων …

Η σύγκρουση ήταν ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους θεολογίας και κατανόησης της πνευματικής ζωής.
Γράφει σχετικά ο Π. Κ. Χρήστου: “Ο Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος έζησε σ’ εποχή αξιοσημείωτης ακμής όλων των τομέων του δημόσιου βίου στο Βυζάντιο, πολιτικού, οικονομικού, πολιτιστικού, εκκλησιαστικού· σύμφωνα με την χρονολογία μου από το 958 έως το 1036. … Το Βυζάντιο είχε τώρα την άνεση να οργανώσει επάνω σε νέες βάσεις την ανώτατη παιδεία που επρόκειτο ν’ αποβεί πρότυπο για τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία θα εμφανίζονταν λίγο αργότερα, να δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των επιστημών, να οργανώσει συστηματικά την κοινωνική μέριμνα … Ηγούμενος ακόμη, ο ευγνώμων μαθητής είχε συστήσει εορτασμό για τον διδάσκαλο (τον Συμεών τον Ευλαβή, τον Στουδίτη), ευθύς μετά τον θάνατό του. Τον εγνώριζε καλά από τα παιδικά του χρόνια κι επίστευε ότι δεν είναι σωστό να κρύβει τα θεία χαρίσματά του, ότι έχει χρέος να τα διακηρύσσει. Συνέταξε λοιπόν το συναξάρι του, εφιλοπόνησε εγκώμια και συνέθεσε ύμνους σ’ αυτόν. Ο εορτασμός συνεχίστηκε απρόσκοπτα μερικά έτη, αλλ’ έπειτα άρχισε η αντίδρασις. Το έναυσμα γι’ αυτήν Έδωσε ο Στέφανος, μητροπολίτης Νικομηδείας, ένας αξιόλογος ιεράρχης με σοβαρή μόρφωση και σημαντικές ικανότητες, αλλά δεμένος σφικτά με μια συμπεριφορά που συνδύαζε κοσμική συμβατικότητα με παραδοσιακή αυστηρότητα. Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί νεωτερισμούς σαν αυτόν που ήθελε να εισαγάγει ο Συμεών.
Το θέμα που τους εχώριζε δεν ήταν τόσο ασήμαντο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Δεν επρόκειτο για την καθιέρωση της μνήμης ενός επί πλέον αγίου, αλλά περί μιας θεμελιώδους αρχής της χριστιανικής πίστεως· αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην Εκκλησία και σήμερα, όπως άλλοτε, ή έπαυσε η ενέργεια του· αν η πνευματική τελείωσις είναι κατάστασις που μπορεί να την κατακτήσουν και σήμερα οι πιστοί, όπως άλλοτε, ή είναι μια παρωχημένη υπόθεσις.
Ένας άλλος Συμεών, ο Μεταφραστής, λίγες δεκαετίες ενωρίτερα είχε διασκευάσει επί το λογιώτερο και ευσεβέστερο τους βίους αγίων και τους είχε εκδώσει στην μνημειώδη συλλογή του, το “Μηνολόγιο”. Παρατηρώνταν υψηλός βαθμός σεβασμού προς τους αγίους αυτήν την εποχή· αλλά οι άγιοι ήσαν όλοι παλαιοί. Η γενική εντύπωσις ήταν τότε ότι η αγιότης είναι προνόμιο των παλαιών εποχών και δεν μπορεί να αναδειχθούν τώρα νέοι άγιοι. Και αυτήν την γνώμη εκπροσωπούσε ο Στέφανος Νικομηδείας. … Το κήρυγμα του Συμεών είναι ότι η τελειότης μπορεί να αποκτηθεί σε κάθε εποχή και ότι η αγιότης είναι προνόμιο όλων των εποχών και όλων των ανθρώπων· διότι το Πνεύμα ενεργεί και σήμερα. … Είναι αξιοσημείωτη η επιμονή του Συμεών στην προσπάθεια ανανεώσεως της λειτουργικής ζωής …” (Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, “Άγιος Συμεών ο Θεολόγος του φωτός”, Π. Κ. Χρήστου, σελ. 9 και 12).
Η σύγκρουση κράτησε περίπου 6 χρόνια και τελείωσε στις 3 Ιανουαρίου 1009 με την εξορία του αγίου Συμεών. Τον εγκατέλειψαν μόνο χειμωνιάτικα χωρίς να του δώσουν ούτε τα αναγκαία για την διατροφή του. Ο σύγκελος έπεισε τον Πατριάρχη να δώσει εντολή να γίνουν έρευνες στο μοναστήρι με την ελπίδα ότι θα εύρισκε μεγάλα χρηματικά ποσά. ["Νεκρός": οι διεφθαρμένοι άνθρωποι όλο στα λεφτά έχουν το μυαλό τους!!! Ο Θεός να τους αναπαύσει.]

Οι άνθρωποι του μπήκαν στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος, σπάζοντας τα πάντα και αρπάζοντας τα βιβλία και τα ρούχα του αγίου, χωρίς να βρουν κανένα θησαυρό. Τελικά ο άγιος Συμεών ανακλήθηκε από την εξορία και βρήκε στην Κωνσταντινούπολη το πλήθος των θαυμαστών του. Ο Πατριάρχης τον δέχθηκε με τιμή. Με την πατριαρχική διαιτησία τελείωσε γύρω στα 1010-1011 η σύγκρουση με τον σύγκελλο Στέφανο.
Το μίσος κατά της διδασκαλίας του Συμεών ήταν μεγάλο. Η αντίθετη παράταξη είχε τις απόψεις της, που τις θεωρούσε παραδοσιακές και ρεαλιστικές. Η θέση τους ήταν ότι η εποχή τους ήταν εντελώς διαφορετική από την εποχή των Αποστόλων και πως ήταν αδύνατο να μιμηθούνε τότε την αγιότητα τους· αυτός που διδάσκει κάτι τέτοιο ή αλαζόνας είναι ή τρελός. Για τον άγιο Συμεών όμως αυτές οι ιδέες ήταν μια σοβαρή παραμόρφωση του Ευαγγελίου και αγωνιζόταν να αποκαταστήσει την αυθεντική ευαγγελική ζωή που είχε ατονήσει. Πρώτα πρέπει κανείς να δει τον Θεό και μετά να μιλάει γι’ Αυτόν.

Εγκαταστάθηκε οριστικά πια στον τόπο της εξορίας του, εκούσια αυτή τη φορά
και ολοκλήρωσε την επισκευή του μοναστηριού της αγίας Μαρίνας. Η φήμη του ως χαρισματούχου, ως ανθρώπου προικισμένου με προφητικά χαρίσματα που έκανε θαύματα, εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ και τραβά κοντά του πλήθος ανθρώπων.
Παρά την προχωρημένη ηλικία του, πήγε να ξαναδεί την πατρίδα του και το πατρικό του σπίτι. Τελικά αρρωσταίνει. “Η δε νόσος ρύσις ην της γαστρός την ουσίαν κενούσα και τον σύνδεσμον των συνδραμόντων στοιχείων εις έκαστον απολύουσα. Έκειτο ουν ο μακάριος εφ’ ικανάς τας ημέρας τη νόσω κρατηθείς και την δύναμιν υπετέμνετο, τας σάρκας ετήκετο και του δεσμού παρελύετο”. Έμεινε εντελώς παράλυτος και τον γυρνούσαν στο κρεβάτι με κάποια “μηχανή”. “Μόλις μετά μηχανής τινος ένθεν και εκείθεν σαλεύοντες επάνω της κλίνης εστρέφομεν υπό της αρρωστίας κατεργασθέντα …”. Τον είδαν όμως μια μέρα τέσσερεις και πλέον πήχεις πάνω από το έδαφος του κελλιού του να υπερίπταται και να προσεύχεται μέσα σε “ανεκλάλητο” φως.
Μετά από δεκατρία χρόνια ζωής στην εξορία ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος κοιμήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1021 ή του 1036 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου). Όπως μας διηγείται ο βιογράφος του είχε προβλέψει την ημερομηνία του θανάτου του και τη μεταφορά των λειψάνων του, που έγινε μετά 30 χρόνια.

ΣΥΜΕΩΝ ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Πώς και πυρ υπάρχεις βλύζον,
πώς και ύδωρ είς δροσίζον,
πώς και καίεις και γλυκαίνεις,
πώς φθοράν εξαφανίζεις;

Πώς θεούς ποιείς ανθρώπους,
πώς το σκότος φως εργάζη,
πώς ανάγεις εκ του άδου,
πώς θνητούς εξαφθαρτίζεις;

Πώς προς φως το σκότος έλκεις,
πώς την νύκτα περιδράσση,
πώς καρδίαν περιλάμπεις,
πώς με όλον μεταβάλλεις;

Πώς ενούσαι τοις ανθρώποις,
πώς υιούς Θεού εργάζη,
πώς εκκαίεις σου τω πόθω,
πώς τιτρώσκεις άνευ ξίφους;

Ποιήματα του αγίου σε νεοελληνική μετάφραση δες εδώ.

πηγή

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Οι μικροί πρωταγωνιστές της σειράς «Το Νησί» μιλάνε για τη σειρά, τους συμπρωταγωνιστές τους και τα όνειρά τους

Οι συμμαθητές μας ρωτάνε να μάθουν τη συνέχεια...

Οι συμμαθητές μας ρωτάνε να μάθουν τη συνέχεια...

Καθήλωσαν 3.555.000 τηλεθεατές. Με τις υποκριτικές τους ικανότητες, την αφοσίωσή τους στον ρόλο, τη γλύκα και τη φρεσκάδα τους κατάφεραν να συγκινήσουν μικρούς και μεγάλους. Οι λιλιπούτειοι ηθοποιοί, οι μικροί ήρωες της σειράς του Μega «Το νησί», δούλεψαν σκληρά και υπομονετικά μαζί με τους ενήλικες ηθοποιούς της πολυσυζητημένης παραγωγής που σημείωσε ρεκόρ τηλεθέασης στην πρεμιέρα της την περασμένη Δευτέρα. Τα γυρίσματα έγιναν το καλοκαίρι και τα Χριστούγεννα, ώστε οι μικροί μαθητές να μη λείψουν από τις υποχρεώσεις τους στο σχολείο. Ποια είναι όμως τα «παιδιά-θαύματα» πίσω από τους ήρωες της Βικτόρια Χίσλοπ; Τι σημαίνει γι’ αυτά η ενασχόλησή τους με την τηλεόραση και τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν; Η Αναστασία Τσιλιμπίου, οι αδερφές Ιφιγένεια και Ρενέ Τζόλα και ο μικρός Μάνος Τσαγκαράκης, που υποδύεται τον Δημητράκη, μιλούν στο «TV Εθνος» για «Το Νησί», αλλά και για τα όνειρά τους πέρα από αυτό.

Οι συμμαθητές μας ρωτάνε να μάθουν τη συνέχεια...

Μάνος Τσαγκαράκης: Θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής
Ο δεκάχρονος Μάνος είναι ο μικρός που έκανε εκατομμύρια τηλεθεατές να δακρύσουν στο πρώτο επεισόδιο της σειράς.

Ο Μάνος, που δεν είχε καμία σχέση με την ηθοποιία, ζει μόνιμα στην Κρήτη και επιλέχθηκε τυχαία από τους ανθρώπους της παραγωγής, οι οποίοι ορθώς ακολούθησαν το ένστικτό τους και του εμπιστεύθηκαν τον ρόλο του Δημητράκη. Είναι ο μαθητής της Ελένης που αρρωσταίνει από λέπρα. Οι κάτοικοι της Πλάκας τον κατηγορούν ότι εκείνος κόλλησε τη δασκάλα του χωριού... Η Ελένη φεύγει με τον Δημήτρη για τη Σπιναλόγκα και μένουν μαζί. Τον μεγαλώνει και του μεταδίδει όλες τις γνώσεις της, με αποτέλεσμα ο Δημήτρης να γίνει όταν μεγαλώσει αυτός ο δάσκαλος των παιδιών της Σπιναλόγκας.

Ο Μάνος όμως όταν μεγαλώσει «θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής», λέει η μητέρα του, Λίνα Τσαγκαράκη.

Οι συμμαθητές του στην Ε’ Δημοτικού του είπαν μπράβο για τη συμμετοχή του στο «Νησί».

«Είναι καλός μαθητής» και όπως μας λέει η περήφανη μαμά «είναι ένα πολύ ισορροπημένο παιδί. Ο ίδιος είναι συγκρατημένος και νιώθει ότι ανέλαβε μια ευθύνη και την έβγαλε εις πέρας».

Ρενέ Τζόλα: Με τα άλλα παιδιά γίναμε φίλοι
Η Ρενέ μαζί με την αδερφή της Ιφιγένεια πρωταγωνιστούν στη σειρά του Mega. H Ρενέ υποδύεται τη Φωτεινή που είναι η καλύτερη φίλη της Μαρίας (Α. Τσιλιμπίου).

Μεγαλώνουν μαζί, αφού η Ελένη και η μητέρα της Φωτεινής, η Σαβίνα, είναι φίλες. Μοιράζονται τα πάντα, από το φαγητό στο σπίτι μέχρι τα κρυφά τους μυστικά. Οταν η Μαρία φεύγει από την Πλάκα, η Φωτεινή δεν την εγκαταλείπει. Η Φωτεινή είναι ο άνθρωπος που ξετυλίγει την ιστορία της οικογένειας Πετράκη στην Αλέξις? «Ο ρόλος της Φωτεινής μου αρέσει. Είναι ένα πολύ χαρούμενο πρόσωπο και όταν μεγαλώσει είναι εκείνη που διηγείται όλη την ιστορία. Η Φωτεινή είναι ξέγνοιαστη και χαρούμενη», λέει η Ρενέ που είναι 12,5 χρονών.

Εχεις παίξει ξανά σε σίριαλ;

Είχα παίξει έναν μικρό ρόλο στο «Εχω ένα μυστικό» που ήμουν η φίλη της μικρής Αλίκης.

Τι σου έχει μείνει περισσότερο στο μυαλό από τα γυρίσματα;

Θυμάμαι ότι περνούσα υπέροχα. Ολοι μας βοηθούσαν για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε. Μου έχει μείνει μια υπέροχη ανάμνηση. Ηταν ένα πολύ ωραίο καλοκαίρι.

Και στο σχολείο πώς τα πας;

Πέρυσι ήμουν σημαιοφόρος. Οταν μεγαλώσω θέλω να γίνω βιολόγος, αλλά μου αρέσει και η ηθοποιία.

Με τα άλλα παιδάκια γνωριστήκατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

Ναι, γνωρίσαμε και την Αναστασία και τον Μάνο που έπαιζε τον Δημητράκη και την Ηλέκτρα και γίναμε φίλοι.

Ποια είναι η σχέση σου με την πραγματική αδερφή σου;

Νομίζω ότι μοιάζουμε σε αρκετά σημεία. Εχουμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Η Ιφιγένεια ίσως είναι λίγο πιο ζωηρή.

Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Θα ήθελα πολύ να γίνω βιολόγος.

Αναστασία Τσιλιμπίου: Ενιωθα γονείς μου τον κύριο Στέλιο και την κυρία Κατερίνα
Η Αναστασία έκανε το ντεμπούτο της στην τηλεόραση με τη σειρά «Για την καρδιά ενός αγγέλου» της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, ενώ στο θέατρο έχει πρωταγω­νι­στή­σει στην παράσταση «Το θαύμα της Αννυ Σάλιβαν». Στο «Νησί» υποδύεται τη Μαρία Πετράκη που μεγαλώ­νο­ντας θα παίξει η Γιούλικα Σκαφιδά. Η Μαρία είναι η μία κόρη του Γιώργη (Σ. Μάινας) και της Ελένης (Κ. Λέχου), είναι ήσυχη, υπομονετική κι ευγενική. Ανθρωπος της προσφοράς, όπως η μητέρα της, ανα­λαμβάνει να σταθεί στο πλευρό του πατέρα και της αδερφής της.

Πόσων χρονών είσαι;

Είμαι 12 χρονών και πηγαίνω στη Β’ Γυμνασίου.

Είχες διαβάσει το βιβλίο;

Το είχα διαβάσει πριν αρχίσουν τα γυρίσματα.

Στο σχολείο διαβάζεις; Είσαι καλή μαθήτρια;

Ναι, τα μαθήματα πάνε πάντα πρώτα. Εβγαλα 17 και 10.

Οι συμμαθητές σου τι σου λένε;

Με έχουν συνηθίσει. Πολλές φορές με ρωτάνε τι θα γίνει παρακάτω αλλά εγώ δεν τους λέω.

Τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; Θα ασχοληθείς με την υποκριτική;

Ναι, αλλά αφού πρώτα σπουδάσω κάτι άλλο. Θα ήθελα να γίνω είτε αρχαιολόγος είτε βιολόγος. Αργότερα θα πάω και σε μια δραματική σχολή, αφού όμως κάνω πρώτα άλλες σπουδές.

Εχεις αδέρφια;

Ναι, έναν αδερφό μεγαλύτερο 15 χρονών, που δεν του αρέσει καθόλου η υποκριτική. Εκείνος αγαπά τις επιστήμες.

Θυμάμαι στα γυρίσματα την Κρήτη -που είχα την τύχη να παρακολουθήσω- ότι ήσουν ιδιαιτέρως υπομονετική. Είσαι έτσι και στη ζωή σου;

Από μόνη μου δεν έχω τόση υπομονή! Αλλά επειδή μου αρέσει ευχαριστιέμαι να το κάνω ξανά και ξανά μέχρι να γίνει καλύτερο. Μου άρεσε πάρα πολύ στα γυρίσματα με τον κύριο Στέλιο και την κυρία Κατερίνα. Οταν γύριζα τις σκηνές μαζί τους ένιωθα πραγματικά πως ήταν η μαμά και ο μπαμπάς μου.

Ιφιγένεια Τζόλα: Η Αννα είναι επαναστάτρια
Η Ιφιγένεια υποδύεται τη δεύτερη κόρη της οικογένειας Πετράκη, την Αννα. Η μικρότερη κόρη του Γιώργη και της Ελένης ήταν πάντοτε αυθόρμητη, απείθαρχη, μερικές φορές ανεξέλεγκτη...

Οταν η μητέρα της φεύγει για τη Σπιναλόγκα, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα. Ονειρεύεται να φύγει από το χωριό και τη φτώχεια των κατοίκων του και να ζήσει τη μεγάλη ζωή...

Πόσων χρονών είσαι;

Είμαι 11,5 χρονών και πηγαίνω στη ΣΤ’ Δημοτικού.

Είσαι καλή μαθήτρια;

Πέρυσι ήμουν σημαιοφόρος.

Τι λένε οι συμμαθητές σου στο σχολείο;

Τους άρεσε πάρα πολύ κι όλο με ρωτούσαν για το τι θα γίνει παρακάτω.

Τι θυμάσαι περισσότερο από τη συμμετοχή σου στη σειρά;

Μου έχει μείνει στο μυαλό ότι όλοι οι ηθοποιοί μας πρόσεχαν και μας έκαναν να νιώθουμε πολύ άνετα. Μου άρεσαν πολύ τα γυρίσματα. Μακάρι να ήταν κι άλλα. Είμαστε πολύ τυχεροί που πήγαμε στο «Νησί».

Σκέφτεσαι να ακολουθήσεις το επάγγελμα του ηθοποιού;

Σκέφτομαι να γίνω αρχιτέκτονας. Δεν ξέρω αν αργότερα αλλάξω γνώμη. Αλλά μπορώ και να τα συνδυάσω.

Τι γνώμη έχεις για την ηρωίδα που υποδύεσαι;

Πιστεύω πως η Αννα είναι επαναστάτρια μέσα της. Η συμπεριφορά της έχει να κάνει με το γεγονός ότι της λείπει η μητέρα της. Η Αννα βγάζει πολύ πόνο.

Τι σχέση έχεις με την πραγματική αδερφή σου;

Εχουμε πολύ καλή σχέση, είμαστε φίλες και παίζουμε συνέχεια μαζί. Κάνουμε τα πάντα μαζί.

Με τι ασχολείστε στον ελεύθερο χρόνο σας;

Μαζί με τη Ρενέ κάνουμε αγγλικά όπου πήραμε το πρώτο πτυχίο μας με έπαινο, γαλλικά, σκάκι και συγχρονισμένη κολύμβηση.

Νατάσα Παπανικολάου


Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Πατήρ Δημήτριος: ο αρχηγός της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Ελλάδα

Ήταν Άγγλος, φυσικά, και λεγόταν Ντέιβιντ Μπάλφουρ. Τις πρώτες, βασικές πληροφορίες, θα τις βρείτε εδώ: http://www.markoseugenikos.gr/index.php?name=biography.of.david.balfour

Κατάσκοπος ή παλινδρομήσεις μιας ανήσυχης και ταραγμένης ψυχής;

http://www.parembasis.gr/2005/05_03_15.htm

Ο λόγιος μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος ασχολήθηκε επισταμένως με τον Μπάλφουρ – ειδικότερα με την πνευματική του πορεία στο χώρος της Ορθοδοξίας και του μοναχισμού:

http://ahdoni.blogspot.com/2010/10/blog-post_5410.html

Ναι, αλλά λέγεται ότι στη Μέση Ανατολή έκανε και το Χότζα!

http://www.markoseugenikos.gr/index.php?name=xotzas.o.arxikataskopos.balfour

Δείτε τώρα (στα σχόλια) πως η …παράδοση εμπλέκει τον Μακάριο της Κύπρου, τον Μπάλφουρ, τον ΕΔΕΣ και τους Ναζί!

http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/07/1971974.html

*

Γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά;

Γιατί ως Ορθόδοξος εφημέριος στην Αθήνα εξομολογούσε ως την άνοιξη του 1940 ολόκληρη την ελίτ της πόλης, της βασιλικής οικογενείας συμπεριλαμβανομένης!

Γιατί έχουμε τη μαρτυρία του Σεφέρη ότι ο Μπάλφουρ «καθοδηγούσε» την ελληνική κυβέρνηση.

Γιατί εικονίζεται στη φωτογραφία πίσω από τον Τσώρτσιλ και τον Δαμασκηνό, τις μέρες της πιο κρίσιμης φάσης του Εμφυλίου πολέμου: το Δεκέμβρη του 1944.

Γιατί ήταν (σύμφωνα με τον Καργάκο) «η γλώσσα (μεταφραστής) και το μυαλό του Σκόμπυ».

Γιατί η περίπτωσή του αποδεικνύει ότι τα σύνορα κατασκοπίας και υψηλής (θρησκευτικής, αλλά όχι μόνο) πνευματικότητας δεν είναι αδιαπέραστα. Και το πιο σκανδαλιστικό: μπορεί κανείς να τα περάσει για δεύτερη φορά – προς την αντίθετη κατεύθυνση!

Τέλος, γιατί το μέηλ έφερε ένα κείμενο – μαρτυρία για τον Μπάλφουρ, του Σαράντου Καργάκου, το οποίο παραθέτω στη συνέχεια.

*

Ό Νίκος Σοϊλεντάκης είναι μοιραίο νά πεθάνει έντιμος. Κι ευθύ­νομαι κι εγώ γι’ αυτό! Είχε ένα θέμα «τεφαρίκι», όπως τό λένε στην τηλεοπτική αργκό, καί αντί νά τό κάνει σενάριο, τό έκανε μελέτημα ιστορικό!

Αμφιβάλλω αν υπάρχει θέμα τόσο πολύπλοκο, γριφώδες, αλγεβρικό καί συνάμα… θεολογικό, Όσο αυτό πού αναφέρεται στον πατέρα Δημήτριο, τόν εφημέριο του έκκλησιδίου του Ευαγ­γελισμού πού εξομολογούσε όλες τίς κυρίες του Κολωνακίου καί έπιτηδείως αποσπούσε κρατικά μυστικά, τά όποια οι σύζυγοι ή εραστές τους (ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί) τους τά ομολογού­σαν σέ στιγμές ερωτικού οργασμού. Οφείλω, πάντως, νά τονίσω έδώ —γιά τους μή είδότες— ότι γιά κάποιες γυναίκες η εξουσία είναι τό πιό ισχυρό… αφροδισιακό.

Ό πατήρ Δημήτριος ήταν μιά πολύπλαγκτη προσωπικότητα. Λεγόταν Νταίηβιντ Μπάλφουρ, αλλά δέν ήταν από τή γνωστή αριστοκρατική οικογένεια. Μάλλον τό όνομα τό πήρε άπό τό ομώ­νυμο περιπετειώδες ανάγνωσμα. Ήταν μιά διχασμένη προσωπικότητα. Σάν τόν Καζαντζάκη, κυνηγούσε νά βρει ένα Θεό. Μέσα του όμως υπήρχε καί τό μικρόβιο της κατασκοπείας, δηλαδή της υποκλοπής μυστικών. Όποιος κλέβει μυστικά, νιώθει πιό δυνατός. “ήταν ένας τύπος Λώρενς, αλλά χωρίς τή δική του προβολή, πα­ρόλο πού η δική του δράση ήταν πιό πολυσχιδής καί μακροχρόνια. Η κατασκοπεία, ως τό παλαιότερο —μαζί μέ τήν πορνεία— επάγ­γελμα, έχει κι αυτό μιά μυστικοπάθεια, έναν αποκρυφισμό σάν αυτόν πού διακρίνει κάποιους αυστηρούς μοναχούς. Τό «Άγιο» Όρος υπήρξε γι’ αυτόν Όχι σχολή θεολογίας άλλα κατασκοπείας. Τόν δί­δαξε νά ετάζει νεφρούς, καρδίας, ψυχάς, μυαλά, κυρίως νά διαβά­ζει μυστικά καί νά τά στέλνει στους κατάλληλους αποδέκτες.

Ασφαλώς, υπάρχει δικός του δάκτυλος στην αυτοκτονία Κοριζή, κυρίως όμως στην ένταση καί στην έκταση των Δεκεμ­βριανών. Ήταν ή γλώσσα (μεταφραστής) καί τό μυαλό του Σκόμπυ. Αυτός Ίσως (ή μάλλον) οργάνωσε προτού αναχωρήσει από τή Σμύρνη τά επεισόδια τόν Σεπτέμβριο του 1955, όταν Τούρκοι «βασιβουζούκοι» ξεφτίλισαν Έλληνες αξιωματικούς καί τίς οικο­γένειες τους. Τότε ακούσαμε καί τό όνομα του ταγματάρχη Γρηγορίου Σπαντιδάκη, πού τόν γνωρίσαμε χρυσοπλουμισμένο παγόνι στή δικτατορία.

Είχα τό θλιβερό προνόμιο από παιδί νά ζήσω όλες τίς θλιβερές καταστάσεις της Κατοχής καί της μετέπειτα περιόδου της άλληλοσφαγής. Σφαζόμασταν χωρίς, κατά βάθος, νά ξέρουμε «γιατί;». Απλώς υπακούαμε καί υποκύπταμε σ’ ένα ένστικτο αυτοκατα­στροφής. Καί άνθρωποι σάν τόν Μπάλφουρ μας «χόρεψαν στό ταψί». Όχι λόγω της δικής τους δαιμονικής, τάχα, Ικανότητας, αλλά λόγω του δαίμονα καταστροφής πού μας είχε κυριεύσει. Είχα από τότε τό πάθος τής περιέργειας. Θυμάμαι τόν Βελουχιώτη, όταν κατέβηκε στή Λακωνία. Έχω μάλιστα συγκρατή­σει καί μία ομιλία του πού πρό ετών κατέγραψα στον Οικονομι­κό, επί τών ένδοξων ήμερων του Γιάννη Μαρίνου. Αργότερα, στην Αθήνα, στό γήπεδο του «Παναθηναϊκού», γαβριάς τότε πιά, γνώρισα τόν Ζαχαριάδη, πού ήταν αγκαλιά μέ τόν Σιάντο καί τόν «παντός καιρού» Μιχάλη Κύρκο. Κάποτε κάποιος συγ­γενής (ήταν θέρος του 1946) μου έδειξε πάνω σ’ ένα «τζίπ» καί κάποιον Άγγλο βαθμοφόρο. «Αυτός», μου είπε, «είναι ό Σκόμπυ». Δέν είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Θυμάμαι, όμως, πλην του οδηγού, έναν ταγματάρχη μέ κοντό παντελονάκι. Λόγω του μανιάτικου πουριτανισμού πού μέ διακατείχε, δέν πρόσεξα τό πρό­σωπο του αλλά τήν «αισχρή» — κατά τά τότε μέτρα — εμφάνιση του. Διαβάζοντας τά όσα έγραψε αρχικά στην Εστία, καί στά οσα γράφει τώρα στην παρούσα εργασία του ό Νίκος Σοϊλεντάκης, θαρρώ ότι ό «κοντοπαντελονάκιας» (λέξη τής εποχής) ήταν ό άλλοτε πατήρ Δημήτριος του Ευαγγελισμού. Καί τό πιστεύω αυτό, διότι βασική αρχή τών κατασκόπων είναι ή έξης: νά τους βλέπεις, νά παρατηρείς πάνω τους καθετί, άλλ’ όχι τό πρόσωπο τους!

Ό πατήρ Δημήτριος, ό κατά κόσμον Νταίηβιντ Μπάλφουρ, είχε πολλά πρόσωπα καί, ανάλογα μέ τό συνομιλητή του, παρουσιαζόταν μέ τό ταιριαστό γιά τήν περίπτωση πρόσωπο. Ακόμη καί του συντετριμμένου καί μετανοοΰντος χριστιανού. Ξεγέλασε πολλούς καί πολλές. ‘Αλλά ή γυναίκα πού του έκλεισε δύο φορές τήν πόρτα -καί τή δεύτερη (φορά ως ηγουμένη- είχε πιά καταλά­βει «τι κάθαρμα, τι κάλπικος παράς, μιά ολόκληρη ζωή μέσα στό ψέμα», όπως θά έλεγε ό Μανόλης Αναγνωστάκης, ήταν αυτή ή θλιβερή μορφή, πού έπαιξε θλιβερό ρόλο στην πατρίδα μας σέ μιά θλιβερή εποχή. Δέν πιστεύω ότι ή περαιτέρω στάση (εκκλησιάσματα κλ.π.) δείχνουν μεταμέλεια. Αν όντως είχε μετανοήσει, θά έπρεπε προεχόντως ν’ αυτοκτονήσει. Απλώς καί στή μετάνοια του έπαιζε θέατρο.

Τό νά πώ ότι τό βιβλίο του Νίκου Σοϊλεντάκη πρέπει νά αγο­ραστεί καί νά διαβαστεί (όχι μόνο μία φορά), θά ήταν σάν νά έλεγα ότι τό νερό – ειδικά τό θέρος- κάνει καλό. Δέν τό συνιστώ, ως ιστορικός, ως αρίστη ιστορική μελέτη, πού είναι. Τό συνιστώ γιά λόγους ιατρικούς. Είναι τό καλύτερο αντίδοτο κατά τής πολι­τικής μας βλακογνωσίας καί βλακοπραξίας. Παριστάνουμε τους πονηρούς, άλλ’ όπως έλεγε ό Έμμ. Ροΐδης «τό πονηρότερου αλλά τό μάλα έξαπατώμενον εξ όλων τών ζώων της γης είναι ό Ελλην». Ή μελέτη του βιβλίου του Νίκου Σοϊλεντάκη θά εξα­λείψει πάσα αμφιβολία περί αυτού.

Σαράντος Ί. Καργάκος Λαύριο, 7 Ιουλίου 2009

*

Τέλος, ο επίλογος από το βιβλίο του Σοϊλεντάκη, που προλογίζει ο Καργάκος:

(Πηγή: http://ermionh.blogspot.com/2010/09/blog-post_1595.html )

21. Επίλογος, – Συμπέρασμα
Ό Μπάλφουρ ενώ βασανιζόταν από παρατεταμένη ασθένεια, λίγο πρίν από τόν θάνατο του, πού επήλθε στίς 11 Όκτωβρίου 1989 είπε: « Έγώ, σάν ασύνετο γαϊδουράκι, σκέφτηκα νά τρέξω πίσω άπό δυο ισχυρά άλογα, τόν Γέροντα Σιλουανό και τόν πατέρα Σωφρόνιο». Έξ άλλου, σέ επιστολή του τόν Απρίλιο του 1988 προς τόν τότε μητροπολίτη Θυατείρων (Μεγάλης Βρετα­νίας) Μεθόδιο Φούγια, μέ τόν όποιο γνωρίσθηκε ό άλλοτε π. Δη­μήτριος κατά τήν τελευταία δεκαετία της ζωής του, γράφει: «Είμαι 85 ετών και τά τελευταία 42 χρόνια υπήρξα αντικείμενο της πιό χυδαίας συκοφαντίας, ή όποια ανθρωπίνως ειπείν, έχει καταστρέφει ανεπανόρθωτα τήν ζωή μου. Έν τούτοις, υπακούο­ντας στον πνευματικό μου πατέρα, τόν αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο, δεν έχω ποτέ απαντήσει ή έκστομίσει μία λέξη γιά αυτοάμυνα, αλλά εχω μάθει νά παίρνω κυριολεκτικώς κατά λέξη τους λό­γους του Χρίστου: “Μακάριοι έστέ όταν όνειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού” (Ματθ. 5:11)».30 Κατά μαρτυρία του μητροπολίτου Μεθοδίου Φούγια,31 ό Μπάλφουρ του είπε ότι εάν δεν είχε άποσχηματισθεί κατά τήν Κατοχή, «τίποτε δέν τόν εμπόδιζε νά συ­νεχίσει νά προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ίντέλλιτζενς Σέρβις και νά είναι και κληρικός». Όταν θέλησε νά επανέλθει στην ενεργό διακονία, ή γυναίκα του τόν απειλούσε πώς θά αυτοκτονή­σει εαν τήν εγκατέλειπε γιά νά γίνει μοναχός. Έτσι έμεινε μετέω­ρος μέχρι του θανάτου του. Κάποια στιγμή ζήτησε από τόν ανω­τέρω μητροπολίτη νά τόν επαναφέρει στην ενεργό ίεροσύνη, αλλά εκείνος τόν παρέπεμψε στον Ρώσο μητροπολίτη Αντώνιο Βλούμ, διότι ήταν κληρικός της Ρωσικής Εκκλησίας. Ή απάντηση του τελευταίου ήταν αρνητική. Έκτος άπό τό ‘Έσσεξ, πήγαινε τακτικά στην “Οξφόρδη με τό πρόσφορο του καί τά ονόματα γιά νά μνημονευθούν στην προσκομιδή.

Κατηγορήθηκε από τήν ελληνική δημοσιογραφία ότι κατα­σκόπευε καί καθοδηγούσε τόν βασιλιά Γεώργιο Β’. Όμως ο Μπάλφουρ σέ συνομιλία μέ τόν καθηγητή Άντ.- Αιμ. Ταχιάο πα­ρατήρησε ότι δεν χρειαζόταν νά κατασκοπεύει τόν Γεώργιο Β’, διότι ό βασιλεύς συζούσε μέ τήν Αγγλίδα ερωμένη του. Όντως, ό Γεώργιος Β’ κατά τή διάρκεια της Ελληνικής Δημοκρατίας (1924-1935) διέμενε στό Λονδίνο, οπού συνδέθηκε μέ τήν Τζόυς Μπρίτταιν-Τζόουνς, ή οποία τόν ακολούθησε στην Αθήνα. Τό 1941, προτού καταφύγει ό βασιλιάς στην Κρήτη, προηγήθηκε ή κ. Τζόυς μαζί μέ τόν πρίγκιπα Γεώργιο (τόν άλλοτε Αρμοστή στην Κρήτη) καί τή σύζυγο του Μαρία Βοναπάρτη, ή οποία τή φρόντισε, Όσο ήταν μακριά από τόν βασιλέα. Μεταπολεμικά επανήλθε στην Ελλάδα μέ τόν Γεώργιο καί μετά τόν θάνατο του (1η Απριλίου 1947) παντρεύτηκε τον συνταγματάρχη Έντι Μπόξχωλ.33 Βρετανοί θεωρούν Ότι ή Τζόυς ήταν άπό τίς ελάχιστες βασιλικές ερωμέ­νες στην ιστορία γιά τήν οποία μόνο καλά λόγια έχουν ειπωθεί καί τήν περιγράφουν34 ώς ιδανική σύζυγο στρατιωτικού, απόλυ­τα λογική, μηδέποτε άναμειχθεισα σέ ραδιουργίες καί μέ ορθή αντίδραση σέ περίοδο κρίσεων. Ό πρώτος σύζυγος της, δεινός πότης, ήταν υπασπιστής του άντιβασιλέως των Ινδιών. Όταν ό Γεώργιος Β’ επισκέφθηκε προπολεμικά τήν Ινδία, τή γνώρισε καί σύντομα δημιουργήθηκε στενή σχέση. Ή ένταξη της στό έδώ βασιλικό περιβάλλον καλύφθηκε υπό τήν ιδιότητα της κυ­ρίας των τιμών της Φρειδερίκης, συζύγου του τότε διαδόχου Παύλου. Ό βασιλιάς Γεώργιος, μέ τά ήθη της εποχής, γιά νά νυμφευθεί τήν κοινή θνητή Τζόυς Μπρίτταιν-Τζόουνς έπρεπε νά παραιτηθεί άπό τόν θρόνο του, όπως έπραξε τό 1936 ό βασιλιάς Εδουάρδος Η’ της Αγγλίας, πού νυμφεύθηκε τήν Ούώλλις Σίμσον

Ό ιεροδιάκονος Νικόλαος, εγγονός αδελφού του γ. Σωφρονίου, σημειώνει Ότι πολλοί πιστεύουν Ότι ό Μπάλφουρ έζησε χρησιμοποιώντας υποκριτικά τήν Όρθοδοξία. Άποψη πού στηρίζεται στίς πα­λινωδίες του καί στην περιπετειώδη ζωή του.35 Κατά τόν Σ. Καργάκο, ώς καλός υποκριτής ήθελε μία υστεροφημία. Τήν πέτυχε. Ήταν ό αρχιτέκτων του Εμφυλίου. Ή ενασχόληση του μέ τό έργο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών ήταν γιά τή σω­τηρία της ψυχής του, αφού έστειλε τόσες ψυχές στον Αδη. Κατά τήν αντίθετη άποψη πού εκφράζει ό καθηγητής Άντ.- Αιμ. Ταχιάος, ό Μπάλφουρ «ήταν πιστό τέκνο της Όρθοδόξου Εκκλη­σίας, τέτοιο πού δέν μπορεί νά είναι ένας υποκριτής ή κάποιος πού απλώς, ψυχρά καί μελετημένα εκτελεί μιαν αποστολή κατασκό­που, όπως τόν ερμήνευσαν άνθρωποι πού έστω καί στοιχειωδώς δέν μπορούν νά κατανοήσουν τίς παλινδρομήσεις μιας ανήσυχης καί ταραγμένης ψυχής, ούτε τι είναι αμαρτία καί μετάνοια. Ένας στρατολογημένος κατάσκοπος δέν χρειαζόταν, γιά νά εκτελέσει τήν αποστολή του στην Αθήνα, νά σπουδάσει χρόνια θεολογία στή Ρώμη, νά γίνει ρωμαιοκαθολικός μοναχός, αντί νά τόν υποδυ­θεί, στή συνέχεια νά γίνει ορθόδοξος μοναχός καί ιερέας, νά ζήσει στά απόκρημνα βράχια του «Άγιου» Όρους, τή στιγμή, πού στά σαλόνια του Κολωνακίου καί στίς δεξιώσεις τών διπλωματών στην Αθήνα, οι πληροφορίες πού ενδιέφεραν τήν αρμόδια βρετανι­κή υπηρεσία κυκλοφορούσαν εν αφθονία».36 Έξ άλλου, στή δεκαετία του 1930-1940, ό άρμενοκαθολικός επίσκοπος Γιοχάννες Γκαμσαραγιάν ήταν επικεφαλής ενός άπό τά δίκτυα της γερμανικής κα­τασκοπείας στην Ελλάδα. Είχε εγκαταστήσει στον δεύτερο Ορο­φο του μεγάρου Γιάνναρου, στή συμβολή τών οδών Όθωνος καί Φιλελλήνων στό Σύνταγμα, μυστική σχολή δολιοφθορέων πού έδρασαν στά χρόνια του πολέμου στή Μέση Ανατολή.37 Στά άνωτέρω επιχειρήματα μπορεί νά αντιπαρατεθεί ότι καί τό νά γίνει κάποιος κατάσκοπος είναι μία μορφή αναχωρητισμού. Είναι ένας άλλου τύπου μοναχισμός. Ό κατάσκοπος απαιτείται νά έχει ισχυ­ρή μυστικοπαθή ιδιοσυγκρασία. Ό Μπάλφουρ απλώς ράγισε καί έζησε σάν ραγισμένο γυαλί.

Στερούμενοι θεολογικών γνώσεων, νομίζουμε ότι ό Μπάλφουρ ακολούθησε τή γνωστή φράση τών Βενετών: «Είμαστε πρώτα Βε­νετοί καί κατόπιν χριστιανοί» . Προσχώρησε ειλικρινά στην Όρθοδοξία, αλλά δέν απαρνήθη­κε, καί ορθώς, τήν εθνικότητα του. Στην Αθήνα βρέθηκε καθ’ όδόν προς τά Ιεροσόλυμα. Ένθουσιασθείς από τά στελέχη καί τό έργο της «Ζωής», παρέμεινε στην Αθήνα γιά νά εκπληρώσει τήν επιθυ­μία του νά σπουδάσει στή θεολογική Σχολή. Ιερέας στό θεραπευ­τήριο του Ευαγγελισμού βρέθηκε σέ εποχή κατά τήν οποία τά σύν­νεφα του πολέμου ήσαν βαριά καί θά ξεσπούσε ό Β’ Παγκόσμιος πό­λεμος, στην έλευση του οποίου εθελοτυφλούσαν οι Μεγάλοι. Έτσι, κατά τήν κρίσιμη αυτή περίοδο, ή εδώ αγγλική πρεσβεία τόν στρά­τευσε στην υπηρεσία της πατρίδος του, ώς κατασκόπου. Άλλωστε ή κατασκοπεία είναι πάντοτε προπομπός της πολιτικής ή της στρα­τιωτικής δράσεως, διαπιστευμένοι δέ κατάσκοποι είναι Όλοι οί πρε­σβευτές καί οί στρατιωτικοί ακόλουθοι. Καί τούτο, διότι τά καθήκο­ντα του διπλωμάτη συνοψίζονται στό διαπραγματεύεσθαι, παρατηρείν καί προστατεύειν. Όπως διδάσκεται ό διπλωμάτης, παρατηρεί, άρύεται πληροφορίες καί αναφέρει κάθε ζήτημα πού ενδιαφέρει τή χώρα του, προωθώντας τά συμφέροντα της.

Ό Μπάλφουρ, μετά τή φυγή του στην Αίγυπτο, αποστάτησε, άλλα επανεντάχθηκε σταδιακά σέ αυτήν μεταπολεμικά καί πλή­ρωσε τό κοινό χρέος, ώς πιστό μέλος της

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Φραπέδες, σε προεκλογική περίοδο

latinamerica40.jpg

Είχα να συναντήσω τον Αλκίνοο καμπόσο καιρό, μπορεί πάνω από τρεις μήνες. Τη δεύτερη μέρα της επισκέψεώς του στην πόλη που τον ανέδειξε πτυχιούχο της νομικής σχολής του πανεπιστημίου της, ήρθε και με βρήκε στο ρετιρέ μου, εμφανώς πεσμένος.

«Τι νέα;»

«Τρίχες»

«Πότε πας φαντάρος;»

«Σε έξι μέρες»

«Πως αισθάνεσαι;»

«Υπερήφανος που θα υπηρετήσω την πατρίδα…»

«Άλλο τίποτα;»

«Μπα…»

«Είδες κανέναν γνωστό στην Αθήνα;»
«Είδα, τον Απελλή.»

«Τι κάνει;»

«Άρχισε ειδικότητα, παθολογία»

«Του αρέσει;»

«Άστοχη ερώτηση… Η ιατρική σου αρέσει όσο έχεις να κάνεις με το μύθο της, αλλά αρχίζει να στην ψιλοδίνει όταν συνειδητοποιείς ότι η πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχει με τον μύθο… Ο Απελλής είναι όπως όλοι οι γιατροί που ξεκινάνε ειδικότητα εν έτει 1985 – πανευτυχής, με την βοήθεια δηλαδή και ορισμένων αγχολυτικών…»

«Εσύ εξακολουθείς να χαπακώνεσαι;»

«Όχι, δηλαδή όχι συχνά… Και μην αρχίσεις πάλι τα ηθικοπλαστικά περί του χαπακώματος, δεν θα το αντέξω!»

«Καλά μωρέ, πως κάνεις έτσι…»

«Επειδή σε ξέρω τι μελό είσαι σε ό,τι αφορά τα χάπια… Στους ασθενείς σου, αλήθεια, γράφεις τίποτα καλά;»

«Σε απόλυτη ανάγκη, ασπιρίνη»

Ο Αλκίνοος γέλασε δυνατά, βγάλαμε καινούρια τσιγάρα, ανάψαμε. Εφτά χρόνια κολλητοί, δυο διαφορετικοί άνθρωποι, μονίμως ο ένας παρεξηγούσε τον άλλον, δηλαδή ερμήνευε με διαφορετική λογική τα ίδια γεγονότα – και κατέληγε σε παρόμοια συμπεράσματα. Είχαμε πιει, καπνίσει και συζητήσει μαζί περισσότερο απ’ όσο μπορεί να φανταστεί κανείς. Εκείνο το βράδυ ήταν νευρικός και υπερκινητικός, ως συνήθως.

«Εσύ πως τα πας;»

«Πρίμα…»

«Χαίρω»

«Μη χαίρεις καθόλου, εννοώ πρίμα κατά διαβόλου»

«Δε σου φαίνεται. Όπως πάντα, μου δίνεις την εντύπωση Βούδα με τσιγάρο στο χέρι, ανθρώπου που διατηρεί πλήρη έλεγχο της καταστάσεως… Ξέρεις πότε χαπακώθηκα τελευταία;»

«Που να ξέρω;»

«Πριν λίγες μέρες»

«Έξοχα»

«Ένα αθώο centrac, κύριε πουριτανέ των υγειονομικών…»

Έπεσε σιωπή. Κοίταζα έξω, το σουρούπωμα. Ανακάτεψα μηχανικά το σωρό τα φωτοτυπημένα άρθρα που είχα μπροστά μου. Ο φίλος μου με ρώτησε αν έπρεπε να φύγει, για να δουλέψω. Απάντησα πως προτιμούσα να σουρουπωθούμε με καφέδες στο μπαλκόνι, όπως κι έγινε. Τα μεγάφωνα από το κοντινό εκλογικό κέντρο ακουγόντουσαν κάπως δυνατά, τα υπόλοιπα του σκηνικού ήταν άψογα.

«Σκέφτηκες ποτέ πόσο εύκολα μπορεί να λασκάρει η βίδα στον άνθρωπο;»

«Έχω ζωντανό παράδειγμα μπροστά μου…»

«Άσε τις κρυάδες, σου το αναφέρω για να σου εξηγήσω στη συνέχεια γιατί χρειάστηκα το centrac. Λοιπόν, είχα κατέβει στην Πύλο…»

«Όπου έκανες ουζοθεραπεία…»

«Ακριβώς… Λέω, πόσο εύκολα μπορεί να λασκάρει η βίδα. Όχι γιατί φταίει κάτι στην ποιότητα της βίδας, αλλά γιατί μπορούν να συμβούν σ’ έναν άνθρωπο τερατώδη πράγματα. Συμφωνείς;»

«Δεν έχει νόημα, εξακολουθείς να βρίσκεσαι στο στάδιο της αμπελοφιλοσοφίας. Προσπάθησε να έρθεις στα πρόσωπα και τα γεγονότα…»

«Περίμενε, να θυμηθώ πως έγινε… Α, ναι. Ήταν βράδυ, πριν καμιά βδομάδα. Η ώρα θα ήταν δύο, δυόμισι… Είμαστε με το Ιπποκράτη στο μόλο, έχοντας πιει κάμποσα καραφάκια. Σκεφτήκαμε να τα σβήσουμε με coca cola, πήραμε απόνα ντενεκέ ο καθένας, αράξαμε σ’ ένα παραθαλάσσιο παγκάκι και καπνίζαμε…»

«Τι κάνει ο Ιπποκράτης;»

«Καμώνεται… Επαγγελματική επιτυχία, οικογενειακά βάσανα, πίνει τον ακατανόμαστο – και μου λέει τον πόνο του κάθε φορά που κατεβαίνω… Καθόμαστε στο παγκάκι και κουβεντιάζαμε για το φλέγον για μένα θέμα, το στρατό, αναρωτιόμουν πόσα κιλά αγχολυτικά καταναλώνει κάθε μέρα το στράτευμα και ο Ιπποκράτης μου διηγιόταν ιστορίες από τα ΣΤΕΠ και τα ιατρεία των νοσοκομείων που υπηρέτησε. Νάσου και φαίνεται από πέρα, από τη σκοτεινή και έρημη πλατεία των Τριών Ναυάρχων, κάποιος νάρχεται προς τα μας. Ερημιά τώρα, νύχτα. Ο τύπος μας φάνηκε παράξενος και τον κάναμε χάζι. Περπατούσε περίεργα, μια στεκόταν, μια προχωρούσε, κοιτούσε το νερό, ξανάρχιζε… Κάποτε πλησίασε προς το μέρος μας και τότε μας πρόσεξε. Ξιπάστηκε, στάθηκε για λίγο αναποφάσιστος, σα να το σκεφτόταν, κι ύστερα πλησίασε»

«Εμφάνιση;»

«Τα χάλια του. Φορούσε κάτι ρούχα τριμμένα και βρώμικα, αθλητικά παπούτσια ταλαίπωρα, χωρίς κάλτσες. Κάμποσες μέρες αξύριστος, μακριά μαλλιά, άλουστα για ακαθόριστο διάστημα. Ο Ιπποκράτης, ως οδοντίατρος, μου είπε αργότερα πως είχε και μια περιοδοντοπάθεια ξεγυρισμένη, βρώμαγε η ανάσα του. Μια αποτυχία, μ’ ένα λόγο…»

«Αναρωτιέμαι αν ο Ιπποκράτης είναι σε θέση να διακρίνει την περιοδοντοπάθεια από την πλατυποδία, μια ζωή ντίρλα στο ούζο… Τι ηλικία είχε το άτομο;»

«Είκοσι οχτώ με τριάντα, κάπου εκεί. Πλησιάζει, κοντοστέκεται, χαμογελάει πλατιά, απλώνει το χέρι, μας χαιρετά δια επισήμου χειραψίας και συστήνεται: – Δημητράκης Αντιγόνου!. – Πως από δω ρε παλικάρι; τον ρωτάει ο Ιπποκράτης. – Πήγαινα στου αδερφού μου και μπερδεύτηκα, λέει αυτός. Έτσι γνωριστήκαμε με το Δημητράκη και λίγο αργότερα άρχισε να μας λέει την ιστορία του, δηλαδή δια της τεθλασμένης»

«Το οποίον;»

«Εκεί που μιλάγαμε ωραία και καλά, τον έπιανε το δικό του και μας ρώταγε αν αγαπάμε το “θεούλη”, μας έλεγε πολύ σοβαρά ότι κουβεντιάζει κάθε μέρα με την “παναγίτσα” και, στα ξαφνικά, πως θα τον καλούσε ο “Αντρέας” να τον κάνει κι αυτόν πρόεδρο της Δημοκρατίας…»

«Και πως μπορέσατε να κουβεντιάσετε, αφού έλεγε τέτοια κι άλλα;»

«Μα δεν ήτανε έτσι όλη την ώρα, ξαφνικά του ‘ρχότανε και το αμόλαγε, την άλλη στιγμή ήταν και πάλι λογικός. Έπειτα, τον ξέρεις τον Ιπποκράτη τι μαφία είναι… Σε μισή ώρα μέσα τον είχε ξομολογήσει μέχρι το μεδούλι…»

«Από τι έπασχε;»

«Κυρίως από γκαντεμιά και στραβή μοίρα… Άκουσε όμως την ιστορία του, όπως μας την διηγήθηκε ο ίδιος ο Δημητράκης : Είναι τρία αδέρφια, δηλαδή αγόρια – και δύο αδερφές, συν η μάνα τους, ο γέρος έχει πεθάνει εγκαίρως. Χρηματική στενότης, φτώχια καταραμένη. Παρόλα αυτά οι δυο κόρες παντρεύονται σε διπλανά χωριά και ξεμπερδεύουν. Ο μεγάλος αδερφός πάει μετανάστης στη Γερμανία, ο δεύτερος σκοτώνει κάποιον πάνω σ’ έναν καυγά και τον κλείνουν ισόβια. Ο τρίτος είναι ο Δημητράκης , ο οποίος αποδεικνύεται ο διανοούμενος της οικογενείας, μιας και καταφέρνει να περάσει στην Πάντειο. Μένει σ’ ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια, τη βγάζει με αέρα κοπανιστό, όπως οι περισσότεροι επαρχιώτες φοιτητές, έχει στήσει κι έναν πειρατικό σταθμό και κάνει εκπομπές, ως εκκολαπτόμενος ροκάς»

«Καλά περνάει δηλαδή…»

«Προς το παρόν καλά περνάει. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι αυτά διαδραματίζονται πέριξ του ‘76 – ‘77, τότε που ο ευδαιμονισμός δεν είχε ακόμα κυριεύσει τα στρώματα της σάπιας διανόησης…»

«Επ, σύνελθε!»

«Συνέρχομαι. Όπως γνωρίζεις, ο πειρατικός σταθμός είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρος σε ό,τι αφορά το καμάκι…»

«Έπρεπε να είχαμε φτιάξει έναν, τόσα χρόνια… Μάγκες δηλαδή ήταν οι άλλοι στο Χαλάνδρι και έκαναν την Κοκκινοσκουφίτσα; Ας κάναμε κι εμείς τη Χιονάτη και τους εφτά νάνους!»

«Τώρα είναι αργά, πέταξε το πουλάκι… Ο Δημητράκης λοιπόν βρίσκεται στην Αθήνα, κάνει τις εκπομπές του και περνάει όμορφα. Κάποια μέρα που εκπέμπει, χτυπάει το τηλέφωνο και μπαίνει στη ζωή του η Φιλιώ»

«Τι μέρος του λόγου;»

«Δεκατριών χρονών, ξεσκολισμένη και θανατηφόρα…»

«Τι λες, ρε συ!»

«Ακριβώς έτσι. Ο Δημητράκης τώρα, άβγαλτος σχετικά, ζαχαρώνει σε πρώτη φάση και σε δεύτερη την πατάει άσχημα με το πορνίδιο, διότι συμβαίνει το απευκταίον και η μικρή γκαστρώνεται»

«Μάλιστα…»

«Πολλά φίλε μου έχουν ειπωθεί για το πρόβλημα της γυναίκας που πρέπει να κάνει έκτρωση, τίποτα όμως για το βάσανο του άντρα…»

«Ε, όχι κι έτσι!»

«Έτσι και χειρότερα. Σκέψου τώρα, η μικρή να μυξοκλαίει συνέχεια. Να μην υπάρχουν φράγκα για γυναικολόγο. Να μην ξέρεις τι να κάνεις… Πάνω στην απελπισία της η Φιλιώ τα λέει όλα στη μάνα της, την κάνουν μαύρη στο ξύλο και την πάνε εκεί που πρέπει. Από δω και πέρα όμως αρχίζει ο μπελάς του Δημητράκη»

«Γιατί;»

«Γιατί ο πατέρας της Φιλιώς του κάνει μήνυση για αποπλάνηση ανηλίκου και τον μπαγλαρώνουν το δυστυχή»

«Την είχε αποπλανήσει, τουλάχιστον;»

«Ποσώς… Αφού έλεγε ο άνθρωπος – σου μεταφέρω επακριβώς τα λόγια του, – ρε παιδιά, τι να σας πω, είχε ένα μουνί ξεχειλωμένο σαν πιάτο, τι παρθένα και μαλακίες; Κανείς όμως δεν δίνει δίκιο στον Δημητράκη, διότι έτσι έχουν οι νόμοι, τα ήθη και τα έθιμα σ΄ αυτόν τον έξοχο τόπο: Φυλακές Κορυδαλλού… Η μάνα του εν τω μεταξύ έρχεται στην Αθήνα, βρίσκει τον πατέρα της Φιλιώς, τα κανονίζουν, πουλάει αυτή ένα χωράφι στην Πύλο, παίρνει τα λεφτά ο γέρος και αποσύρει τη μήνυση, προς δόξαν των ηθών και των εθίμων του ενδόξου τούτου τόπου, τον οποίον θα κληθώ να υπερασπίσω εν όπλοις, από οποιονδήποτε κερατά ήθελε επιβουλευθεί το μεγαλείον…»

«Ψυχραιμία, μην απομακρύνεσαι από το θέμα!»

«Συγγνώμη. Ο Δημητράκης Αντιγόνου βγήκε μεν από τη φυλακή, βγαίνοντας όμως είχε προλάβει να μάθει τη σκόνη τη λευκή… Προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές του, να βρει δουλειά, να κόψει τις ενέσεις, πλην επί ματαίω… Μη με ρωτήσεις τώρα γιατί όλα αυτά, ειλικρινά δεν ξέρω, κάνω απλώς υποθέσεις για να φωτίσω τα κίνητρα και τις πράξεις, υποθέσεις όμως μπορεί να κάνεις κι εσύ και οποιοσδήποτε άλλος, ακόμα και οι ψυχολόγοι. Η μάνα του Δημητράκη τον βοηθούσε συνέχεια, αλλά εκείνον τον καιρό πάντρευε και δυο κόρες, δεν υπήρχε και σοβαρή περιουσία, συνεπώς ο Δημητράκης έβλεπε τα πράγματα να βαδίζουν σ’ ένα χρόνιο αδιέξοδο και απάνω που κινδύνευε σοβαρά να περάσει στο περιθώριο, εμφανίστηκε η Μαρίνα, η οποία του έλυσε προσωρινά το πρόβλημα, αλλά τον χαντάκωσε μια για πάντα»

«Για εξηγήσου, γιατί η ιστορία σου έχει αρχίσει να αποκτάει ενδιαφέρον»

«Όπως πάντοτε… ρε συ, έχω αφηγηθεί εγώ ποτέ αδιάφορη ιστορία; Βέβαια γνώρισα τον Δημητράκη στην παρούσα φάση της εξαθλίωσης, αλλά τότε, εκείνον τον καιρό, πρέπει να περνούσε η μπογιά του στις γυναίκες. Η Μαρίνα τον καμάκωσε ένα βράδυ στα Εξάρχεια. Ήταν παντρεμένη μ’ ένα ναυτικό που ταξίδευε συνέχεια και της έστελνε επιταγές. Πήρε λοιπόν το Δημητράκη στο σπίτι, του πήρε μηχανάκι, τον έντυσε και τον κυκλοφορούσε. Εδώ γίνεται το θαύμα και ο Δημητράκης παίρνει τα πάνω του: Αφήνει την άσπρη και περιορίζεται μετά της Μαρίνας στο χασισάκι, μέχρι που αρχίζει να ξαναπηγαίνει στην Πάντειο και να παρακολουθεί μαθήματα»

«Ωραία!»

«Ωραία, αλλά δυστυχώς όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος. Αυτή τη φορά αιτία ήταν το φιλότιμο του Δημητράκη. Ο άνθρωπος δεν ήταν γεννημένος ζιγκολό, να βολευτεί σ’ αυτήν την κατάσταση και αρχίζει την προσπάθεια να πείσει τη Μαρίνα να αφήσει τον ναυτικό, να τον χωρίσει δηλαδή και να παντρευτούνε. Για τη Μαρίνα αυτό ήταν γελοίο, δεν θα άφηνε βέβαια τον άντρα της, που έστελνε ανελλιπώς τις επιταγές του και έκανε αυτή ζωή χαρισάμενη, με τα καμάκια, με τα χασίσια της, με τα βίτσια της, με τα όλα της, δεν θα τον άφηνε λοιπόν για να το παίξει με τον Δημητράκη ερωτευμένη και απένταρη. Έτσι ο δικός σου έβγαλε μοναχός του τα μάτια του και πήρε απολυτήριο από την κυρία»

«Αν έγινε έτσι, γιατί είπες πως η Μαρίνα τον κατάστρεψε;»

«Άκου να δεις… Χριστούγεννα του 1981, ο ναυτικός επιστρέφει, γδύνει τη γυναίκα του και βλέπει έκπληκτος κάτι ξυραφιές στην κοιλιά. Παθαίνει πλάκα ο άνθρωπος και η κυρία για να δικαιολογήσει το χάλι της, λέει πως της τα έκανε ο Αντιγόνου, όταν τη βίασε, πως τη φοβέριζε ότι θα τη σκοτώσει κλπ, αν τον μαρτυρούσε. Τα χάφτει αυτά ο ναυτικός, γίνεται Τούρκος, πάει βρίσκει τον Δημητράκη και τον σπάει στο ξύλο, πάνω στη σύρραξη όμως, του τραβάει και ο Δημητράκης μια σουγιαδιά, από το μάτι μέχρι το λαιμό, τους πιάνει η αστυνομία και τους δυο και τους χώνει φυλακή, ο ναυτικός έχει λεφτά, εξαγοράζει την ποινή και καθαρίζει, ο Δημητράκης όμως μένει μέσα, γιατί η μάνα του δεν έχει αυτή τη φορά λεφτά για να τον βγάλει»

«Καλά, και οι ξυραφιές; ποιος τις έκανε;»

«Όπως σου είπα κιόλας, η κυρία ήταν μυστήρια και βιτσιόζα. Σε κάποια φάση λοιπόν είχε βάλει το Δημητράκη να χαρακωθούν, για να ενώσουν, λέει, τα αίματά τους»

«Τι είναι αυτό πάλι;»

«Μια μαλακία είναι, τάχα σημαίνει παντοτινή ερωτική πίστη, αλλά ο Δημητράκης την πλήρωσε ακριβά. Δεν έχω κάνει, προς το παρόν, σε φυλακή, αλλά περίπου γνωρίζουμε τις συνθήκες που επικρατούν εκεί μέσα. Κάπου τον στρίμωξαν άγρια, είχε πάθει και συναισθηματική ζημιά απ’ όλη αυτή την ιστορία, ξαναγύρισε στην ηρωίνη, αλλά δεν είχε λεφτά να παίρνει τη δόση του, μια κατάσταση αδιέξοδη… Σε μια κρίση επάνω σπάει κάτι τζάμια και κόβει τις φλέβες του, αλλά τον προλαβαίνουν, στο τσάκ. Γίνεται διάγνωση ψυχοπάθειας και εφαρμόζεται η μοντέρνα θεραπευτική μέθοδος, με ξύλο, δέσιμο, ηλεκτροσόκ και άφθονα ψυχοφάρμακα…»

«Τι λες ρε συ… Σοβαρολογείς;»

«Έτσι μας είπε ο Δημητράκης και δεν έχω κανένα λόγο να μην τον πιστέψω, παίρνοντας υπόψη και όλα όσα έχουν βγει στη φόρα κατά καιρούς για τα τρελάδικα και τις μεθόδους που εφαρμόζονται εκεί… Έμεινε λοιπόν κάμποσο καιρό στην δικαιοδοσία ενός ψυχιάτρου, ο οποίος αν ήταν στην ομάδα του Μέγκελε θα έκανε μεγάλη καριέρα… Τέλος πάντων, κάποτε ξεμπέρδεψε με δαύτον, πήρε ένα χαρτί ότι είναι ακίνδυνος για τον εαυτό του και την κοινωνία και βγήκε έξω θεραπευμένος, καύχημα του σωφρονιστικού συστήματος και της ελληνικής ψυχιατρικής… Η μάνα του, εν τω μεταξύ, πέθανε και ο Δημητράκης έμεινε περίπου ξεκρέμαστος, γιατί τα αδέλφια του είχανε κι αυτά τα δικά τους προβλήματα… Γύρισε λοιπόν στο χωριό του, ένα χωριουδάκι κοντά στην Πύλο, και από τότε φυτοζωεί εκεί. Είναι ήσυχος, δεν θέλει ναρκωτικά, κάνει απλώς τράκα τσιγάρο. Δεν έχει βέβαια καμιά ασφάλεια, ευτυχώς η πρόνοια του καλύπτει τη θεραπεία του, δηλαδή largactil, artan, tavor και άλλα τέτοια»

«Και πως ζει;»

«Έχει το σπίτι της γριάς, κάνει κανένα θέλημα, τον φιλεύει ο κόσμος, ψαρεύει κιόλας – και περνάει. Όπως σου είπα και στην αρχή, έχει διαλείψεις και νομίζει πως μιλάει με τον θεό, την Παναγία, τον Ανδρέα κι έτσι… Υφίσταται την αναπόφευκτη καζούρα που τραβάει κάθε δυστυχής σαν κι αυτόν από τα πιτσιρίκια του χωριού, αλλά απ’ ότι μας είπε αυτό το έχει συνηθίσει και δεν τον πειράζει…»

«Είναι δυνατόν;»

«Τι να σου πω… Εκείνο το βράδυ είχε πάει τέσσερις η ώρα, ο Δημητράκης δεν είχε που να κοιμηθεί, γιατί όπως σου είπα είναι από γειτονικό χωριό. Ο Ιπποκράτης σκέφτηκε να τον πάμε στο Τμήμα για να κοιμηθεί εκεί, κι ο Δημητράκης, που μας είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα, συμφώνησε και πήγαμε. Σαν το διάολο όμως, είχανε μαζέψει κάτι μεθυσμένους και δεν υπήρχε καθόλου χώρος. Έτσι, τι να κάνουμε, ξυπνήσαμε τον ταξιτζή και πήγαμε όλοι μαζί στο χωριό του Δημητράκη, όπου τον αφήσαμε επιτέλους να κοιμηθεί στο σπιτάκι του και γυρίσαμε στη βάση μας»

«Ο ταξιτζής τι είπε;»

«Πως είμαστε μαλάκες. Δεν τον ενδιέφερε τον άνθρωπο άλλωστε… Καταλαβαίνεις τώρα γιατί ως νομικός, ως άνθρωπος, ως πολιτικό υποκείμενο, ως υποψήφιος φαντάρος, ως ακροατής του Δημητράκη και ως αυτόπτης της κατάντιας του, καταλαβαίνεις γιατί χρειάστηκα εκείνο το βράδυ ένα αθώο centrac για να καλμάρω…»

«Τον ξαναείδες;»

«Όχι, την άλλη μέρα έφυγα για Αθήνα»

* * *

Κάμποση ώρα καπνίζαμε σιωπηλοί, χαζεύοντας τις αμέτρητες γόπες στο τασάκι. Τα μεγάφωνα από το εκλογικό κέντρο είχαν επιτέλους σωπάσει, αλλά από τις τηλεοράσεις της γειτονιάς ακουγόταν οι ήχοι της προεκλογικής συγκέντρωσης που είχε γίνει χθες, εδώ στη Θεσσαλονίκη.

«Πάμε για καμιά μπύρα;»

«Πάμε, αλλά το άλλο δεν στο είπα…»

«Ποιο άλλο;»

«Όταν γυρίσαμε από το χωριό του Δημητράκη ήταν πια περασμένες τέσσερις, μάλλον κόντευε πέντε. Εμείς ανεβαίναμε την ανηφόρα για το σπίτι μου, ενώ ένας γέρος κατέβαινε φουριόζος προς την παραλία. Μόλις μας είδε, στάθηκε. Το μάτι του γυάλιζε. – Ρε παιδιά, μας λέει, είναι κανένα καφενείο ανοιχτό; Κι όταν τον ρωτήσαμε γιατί, τι μας απαντά;»

«Τι;»

«Εκείνη η πουτάνα η γυναίκα μου, τελείωσε το ούζο και δεν πήρε άλλο μπουκάλι. Βγήκα κι εγώ να βρω ούζο… Είναι κανένα καφενείο ανοιχτό;»