Πρόλογος του Γιάννη Η. Παππά στην ανθολογία Επειδή σ'αγάπησα και σ' αγαπώ ακόμη (εκδόσεις Μεταίχμιο)
Στην ερώτηση τι είναι έρωτας, και αγάπη, έχουν δοθεί οι πιο διαφορετικές απαντήσεις. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι είναι ο έρωτας. Ο καθένας τον βλέπει από την προσωπική του ματιά και δίνει την δική του ερμηνεία. Παραθέτω κάποιες ενδεικτικές αναφορές:
Έρωτας δεν είναι «αυτό ή εκείνο. Είναι αυτό εκείνου και εκείνο αυτού, ο πόλεμος και η ειρήνη, το οιονεί άφατον, η άγρια ηρεμία, η ήρεμη αγριότητα. (Ηράκλειτος)
Η ζωή είναι ένα λουλούδι και ο έρωτας το μέλι του.
Ουγκώ
Ο έρωτας μοιάζει με τον αέρα. Δεν ξέρουμε ποτέ από που μπορεί να μας έρθει.
Μπαλζάκ
Έρως, ο μη ορισμός! Της φύσεως ο Θεός. Η γλυκύτερη πικρία , η πικρότερη γλυκύτης
(Τζιάκομο Καζανόβα)
Ο έρωτας είναι ένα εξαίσιο λουλούδι, που όμως πρέπει να έχεις το θάρρος να πας να το κόψεις στην άκρη ενός φοβερού γκρεμού.
Σταντάλ
H αγάπη είναι μία ευτυχία που τρέμει. ( Ομάρ Καγιάμ, Περσία)
H αγάπη φωτίζει με τη λάμψη του παραμυθιού την καθημερινότητα. (Σέλλευ)
Αγαπώ θα πει ΧΑΝΟΜΑΙ.
(Ν. Καζαντζάκης )
Μπορεί ο καθένας να δίνει την δική του ερμηνεία για το τι είναι ο έρωτας αλλά, όλοι συμφωνούν ότι ο έρωτας και η αγάπη είναι το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή των ανθρώπων.
Ως κοινό όνομα η λέξη έρως δηλώνει την έννοια της αγάπης, ενώ ως κύριο όνομα (Έρως) τον θεό της αγάπης. Η θέση του Έρωτος ως θεού της αγάπης δεν είναι σαφής ανάμεσα στους 12 θεούς του Ολύμπου, και ο Έρως δεν κατέχει συγκεκριμένη θέση στη μυθολογία, όπως ούτε ο Χάρων. Η ετυμολογία του ονόματος του είναι αβέβαιη (έρως, αιολ. έρος < εράειν). Σχεδόν συνώνυμες έννοιες είναι οι Ίμερος και Πόθος, που συχνά παρουσιάζονται επίσης προσωποποιημένοι· στην Κλασική Εποχή υπήρχε διάκριση μεταξύ των τριών εννοιών, γνωστή στους αρχαίους συγγραφείς.
Αντίθετα, οι Αλεξανδρινοί και οι ύστεροι ποιητές χρησιμοποιούν πολύ συχνά και σχεδόν χωρίς διαφοροποίηση τους τρεις όρους. Κατ' αναλογία, οι Λατίνοι χρησιμοποιούν χωρίς διάκριση τα Amor, Cupido.
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τη λέξη έρως με την έννοια της επιθυμίας γενικά (του τρώγειν, πίνειν, αρέσκειν), αλλά η λέξη δεν δηλώνει θεότητα, ακόμη και όταν αναφέρεται στην ερωτική επιθυμία. Στις γενεαλογίες μνημονεύεται ως μία από τις αρχέγονες, μη γεννημένες δυνάμεις, ενώ μόνο στις ύστερες πηγές παρουσιάζονται γεννήτορές του.
Σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία, ο Έρως προήλθε από το «κοσμικό αβγό», που άφησε η Νυξ στους κόλπους του Ερέβους. Επηρεασμένος από αυτή τη διδασκαλία, ο Ησίοδος στη Θεογονία του τον τοποθετεί μετά το Χάος και τη Γαία, στοιχεία και τα τρία χωρίς γεννήτορες· μετά ακολουθούν οι λοιποί (τιτάνες, θεοί κ.λπ.). Με τον Ησίοδο συμφωνούν οι Ακουσίλαος και Ίβυκος- και οι δύο (από τις τρεις) γενεαλογίες της Σαπφούς είναι υπέρ μιας κοσμογονικής προέλευσης του Έρωτος. Δίπλα σ' αυτόν τον κοσμογονικό Έρωτα, προβάλλει ο Έρως, θεός της Αγάπης, πάνω από κάθε φύση, θεούς ή ανθρώπους, συνοδός της Αφροδίτης: είναι αυτός στον οποίο αναφέρεται η μεταο-μηρική φιλολογία. Είναι γιος της Αφροδίτης και του Ουρανού (Σαπφώ), υπηρέτης και συνοδός της Αφροδίτης ή γιος της Αφροδίτης και του Άρη (Σιμωνίδης ο Κείος) ή της Ειλειθυίας (Ωλήν ο Λύκιος), που ταυτίζεται με την Αρτέμιδα, ή της Ίριδος και του Ζέφυρου (Αλκαίος).
Ανάμεσα στους τραγικούς, μόνο στον Ευριπίδη ο Έρως κατέχει ιδιαίτερα εξέχουσα θέση: αναφέρεται ως γιος του Διός. Ο Ευριπίδης επίσης διακρίνει αρχικά την ενέργεια του Έρωτος σ' αυτήν που οδηγεί σε Αρετή και σ' εκείνην που ωθεί στην Αθλιότητα. Ανάλογη διάκριση βρίσκουμε και στο πλατωνικό Συμπόσιο, όπου ο μεν καλός Έρως είναι γιος της Αφροδίτης Ουρανίας, ο δε κακός γιος της Αφροδίτης Πανδήμου.
Ο Πλάτων θεωρούσε ότι ο έρωτας δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια θεία τρέλα, από μια ακατανίκητη επιθυμία να συμπορευθούμε με τους Θεούς, όντες σε παραλήρημα. Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, μια γυναίκα, η Διοτίμα εξηγεί ότι ο έρωτας εκφράζει την ανάγκη και την επιθυμία μας να κατακτήσουμε την αιωνιότητα. Στην αλεξανδρινή ποίηση, οι γενεαλογίες του Έρωτος γίνονται κατεξοχήν φιλολογικό μοτίβο και απαρίθμηση τους βρίσκουμε στον Παυσανία.
Στον Κατάλογο θεών κατά Κικέρωνα διακρίνονται τρεις Έρωτες: 1) γιος του ιθυφαλλικού Ερμή και της χθονίας Αρτέμιδος, κόρης του Διός και της Περσεφόνης· 2) γιος του Ερμή και της Αφρογενείας Αφροδίτης- 3) γιος του Άρη και της Αφροδίτης, κόρης του Διός και της Διώνης. «Ο έρωτας και ο θάνατος», γράφει ο καθηγητής Δημήτρη Λιαντίνης στο βιβλίο του Γκέμα, «είναι δύο στιγμές απόλυτα μοναδικές για τον καθένα μας. Ποτέ δε γίνεται να ζήσουν δύο άνθρωποι την ερωτική τους βίωση με όμοιο τρόπο. Αλλά με όμοιο τρόπο ποτέ δε γίνεται να ζήσουν και τη βίωση θανάτου. Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova. Έτσι, από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής. Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι' αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ίδιου προσώπου».
Το ίδιο, βέβαια, είχε πει χρόνια πριν ο γενάρχης της νεοελληνικής ποίησης Διονύσιος Σολωμός στον Κρητικό: Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Το ένστικτο του θανάτου είναι η αντίθετη ροπή προς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ο Έρωτας αντίστοιχα αντιπροσωπεύει μερική κατάργηση της ατομικότητας, εφόσον τείνει να μεταθέσει και να συγχωνεύσει το Εγώ με το ερώμενο αντι-κείμενο. [Ερατοσθένης Καψωμένος , Ο Σολωμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση, έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, 1998].
Και ο Γιάννης Ρίτσος στην Σονάτα του Σεληνόφωτος γράφει:
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας βιώνει τον έρωτα, την δόξα και σίγουρα τον θάνατο είναι προσωπικός, γι αυτό και μοναχικός. Ιδιαίτερα για τον έρωτα τα συναισθήματα είναι εντελώς ξεχωριστά και εξατομικευμένα. Ο έρωτας είναι η προσπάθεια των ανθρώπων να υπερβούν τον χρόνο , την φθορά που συνεπάγεται το πέρασμα του χρόνου. Όταν ερωτεύονται δύο άνθρωποι αυτό που στην ουσία προσπαθούν, έστω κι αν πολλές φορές δεν το αντιλαμβάνονται, είναι η υπέρβαση της φθοράς, του θανάτου. Ο έρωτας κινητοποιεί την διάθεση για ζωή, ενεργοποιεί δυνάμεις που μένουν κρυμμένες , ανανεώνει τους ανθρώπους και αποτελεί πολλές φορές την θετική διέξοδο από την μίζερη και καταθλιπτική καθημερινότητα. Με την δύναμή του παρασύρει τους ανθρώπους, τους απογειώνει τους ενώνει τόσο, ώστε ο Έρνεστ Χεμινγουέι είχε εμφατικά πει: « Σ΄ αγαπώ τόσο πολύ που θα ’θελα να ’μουν ο εαυτός σου».
Ο έρωτας είναι τυφλός. Δεν γνωρίζει τάξεις, οικονομική κατάσταση, φύλο, ηλικία, γεωγραφικούς περιορισμούς. Οι άνθρωποι ερωτεύονται, λατρεύουν τον ενθουσιασμό της αναζήτησης του άλλου, το πάθος και τη μαγεία, και μισούν την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και την απομυθοποίηση. Ερωτεύονται για να ζήσουν την αμοιβαιότητα, για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, για να βιώσουν την αγωνία και το απρόβλεπτο, για να κάνουν τη ζωή τους όμορφα πολύπλοκη. Ξέρει κανείς πως είναι ερωτευμένος, όταν δύο πράγματα τον συντρίβουν. Η παρουσία του (της) και η απουσία του (της). Ο Έρωτας διώχνει της ανθρώπινη μοναξιά, ο έρωτας συνυφαίνεται με τον συνάνθρωπο, με τον Άλλο, ο οποίος πολλές φορές υπάρχει τόσο μέσα μας όσο και δίπλα μας. Γι’ αυτό και στον έρωτα ο άνθρωπος πρέπει να «δίνεται» με όλο του το είναι.
Γι αυτό και ο έρωτας είναι μια επαναστατική πράξη. Οι εξεγερμένοι φοιτητές του Μάη του ’68 λέγανε σε ένα σύνθημά τους «Όσο περισσότερο κάνω έρωτα τόσο περισσότερο θέλω να επαναστατώ, όσο περισσότερο επαναστατώ, τόσο περισσότερο θέλω να κάνω έρωτα». Βέβαια, με την έννοια ότι ο έρωτας αποτελεί μια συλλογική συμπεριφορά. Όποιος δεν έχει νιώσει στην ζωή του μια φορά τη δύναμη του ερωτικού συναισθήματος, δεν μπορεί να νιώσει την δύναμη της ζωής.
Γι αυτό οι πιο «επικίνδυνοι» άνθρωποι είναι οι ανέραστοι, αυτοί που δεν αγάπησαν ποτέ τους , αλλά ούτε και αξιώθηκαν να αγαπηθούν. Και η ποίηση τι σχέση έχει με όλα αυτά. Μα η ποίηση είναι μια κατεξοχήν ερωτική πράξη. Ο έρωτας υμνήθηκε από τους ποιητές από την αρχαιότητα και συνεχίζει να υμνείται και σήμερα.
Στις μέρες μας, δυστυχώς, έχουμε υποτιμήσει την αξία του έρωτα, καθώς υιοθετήσαμε την εκχυδαϊσμένη ηδονιστική πλευρά του. Δυστυχώς, ο έρωτας σήμερα βιώνεται ως στείρα ηδονή και χάθηκε η ομορφιά του. Στην εποχή μας, στην εποχή της τεχνολογίας, όπου φαίνεται να κατακερματίζονται όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί, ο Έρωτας περισσότερο από κάθε άλλη σχέση με τον άλλον εμφανίζεται ως μια έντονη λατρεία της υποκειμενικότητας ήτοι έμπλεος ιδιοτέλειας και ναρκισσισμού. Ο έρωτας έχασε σήμερα την ιερότητά του και την ανατρεπτικότητά του, γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος βρήκε νέες αξίες , κινούμενος από άγχος και ματαιοδοξία. Αυτές της πολιτικής ανέλιξης, της πρόσβασης στην εξουσία, της δόξας, του πλουτισμού. Πώς να βρεθεί χρόνος να ξοδέψει κανείς το σώμα του και την ψυχή του; Γιατί πρωτίστως αυτό είναι ο έρωτας: το ξόδεμα, το να δίνεις ανιδιοτελώς την πιο αρχέγονη αγωνία σου στην αγωνία του άλλου. (Γιώργος Σταματόπουλος, Έρωτας ανθρώπου μύησις, Καστανιώτης 2001).
Στην ανθολογία που κρατάτε στα χέρια σας, προσπάθησα να συμπεριλάβω τα καλύτερα, κατά την γνώμη μου, ερωτικά ποιήματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί έπρεπε να επιλέξω συγκεκριμένο αριθμό ποιημάτων από μια πολύ μεγάλη ποιητική βιβλιογραφική βάση, η οποία ξεκινάει από τον Όμηρο και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Στην ανθολογία δεν συμπεριέλαβα πολλούς σύγχρονους ζώντες ποιητές, όχι γιατί δεν έχουμε ποιητές που γράφουν ερωτικά ποιήματα σήμερα, κάθε άλλο θα έλεγα, αλλά γιατί θα χρειαζόταν οι διπλάσιες σελίδες για να συμπεριληφθεί ένα μοναχά μικρό μέρος αυτού του υλικού. Με τις σκέψεις αυτές σας εύχομαι καλή, ερωτική, ανάγνωση.