Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011
Ο καφές
Δεν ξέρω αν έχετε εξαρτήσεις, μικρές ή μεγάλες. Προσωπικά, μεταξύ άλλων συναισθηματικών και μη, έχω και από τον καφέ. Δεν υπάρχει περίπτωση να κόψω τον καφέ μου. Καμία. Και είμαι τόσο πεπεισμένη ότι η ύπαρξή μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το υπέροχο μαυροζούμι μου που ακόμα και σε περιπτώσεις που χρειάζεται να υποβληθώ σε αιματολογικές εξετάσεις και ο γιατρός επιμένει ότι μια μέρα πριν δεν πρέπει να πιω καφέ ή το ίδιο πρωινό δεν πρέπει να πιω καφέ, του ξεκαθαρίζω με αυθάδεια: «ή εξετάσεις με καφέ ή καθόλου εξετάσεις». Αγύριστο κεφάλι. Όπου με δεις στο δρόμο έχω ένα καφέ στο χέρι. Όποια ώρα. Είτε σε πλαστικό από το θεό της παρασκευής καφέ το Μιχάλη, είτε στις κούπες του σπιτιού. Από τον Πλούτο μέχρι την Τίνκερμπελ. Στο αυτοκίνητό μου, οι κούπες του καφέ στολίζουν το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου παραταγμένες σαν πιατοθήκη. Στο σπίτι με βρίζουν, όταν τα ντουλάπια μένουν άδεια.
Πριν από 10 χρόνια περίπου άρχισα το κάπνισμα. Ήταν μια πλήρως συνειδητοποιημένη απόφαση. Ξεκίνησα με τη διαδικασία επιλογής πακέτου. Oscar, χρυσό πακέτο. Άγνωστο για τον πολύ κόσμο. Μου θύμιζε τον πατέρα μου. Πώς γίνεται τα αντικείμενα να αποκτούν ψυχή καμιά φορά… Μετά μ’ άρεσε πολύ ο τρόπος που καίγεται ένα τσιγάρο, η μικρή πυροκόκκινη σπίθα, η διαδικασία της προσμονής, η καύση του τσιγάρου, το κάψιμο στο λαιμό, η έξοδος του καπνού, τα ακαθόριστου σχήματος σχεδιάκια στον αέρα. Ακόμα και στην εικόνα του αποτσίγαρου έβρισκα μια ομορφιά, ένα χαμένο ερωτισμό. Το τέλος μιας ιστορίας, μιας κοινής μοναχικής διαδρομής, την απόλαυση του «σε γεύτηκα, ευχαριστώ για την παρέα που μου έκανες». Κάπνιζα πέντε χρόνια, τον τελευταίο βίωσα την απόλυτη απόλαυση. Κάπνιζα μόνο βράδυ στο τέλος της ημέρας. Ήταν τόσο εξαιρετική η διαδικασία που η προσμονή της κάποιες φορές ήταν ομορφότερη από το ίδιο το τσιγάρο.
Ξαφνικά έγινε ένα κλικ στον λειψό μου εγκέφαλο που ακολούθησε τη διακοπή του. Ήταν άλλη μια απόλυτα συνειδητοποιημένη απόφαση. Το Δεκέμβρη του 2005, κάπνισα το τελευταίο μου τσιγάρο σε μια έξοδό μου και έκτοτε δεν το ξανάβαλα στο στόμα μου. Δεν με πίεσε κάποιος και το κυριότερο ένας νόμος στο σβέρκο.
Αν και αναγνωρίζω τη σύνεση που υπάρχει στον νόμο περί καπνίσματος και απαγόρευσής του στους δημόσιους χώρους και στα κέντρα διασκέδασης, στην περίπτωση που εξακολουθούσα να είμαι καπνίστρια θα θύμωνα αφάνταστα. Και δεν θα τον ακολουθούσα. Είναι άλλο πράγμα ο αυτοσεβασμός και η πεπαιδευμένη κουλτούρα, που μου γεννά ως στάση ζωής το να θυμώνω με τον εαυτό μου όταν ενοχλώ τους άλλους, και άλλο η επιβολή και ο φόβος του προστίμου. Και τέτοιου είδους αλλαγές στον ατίθασο και υπερβολικό σε όλα του Έλληνα, έχω την εντύπωση ότι δεν θα διαρκέσουν πολύ. Σκέπτομαι – και ενδόμυχα φοβάμαι- ότι αν η τρόικα ή όποια κυρία τρόικα κάποια στιγμή αποφασίσει να μου στερήσει τον καφέ, επειδή τάχα μου – τάχα μου ευθύνεται για χίλιες δύο ανωμαλίες στον οργανισμό που επιβαρύνουν το ασφαλιστικό μου ταμείο, θα μου γυρίσει το μάτι. Και στην ηλικία που βρίσκομαι λίγα πράγματα πια μου γυρνούν το μάτι. Και έχουν να κάνουν με την αδικία και το πατερναλιστικό στυλ του αμόρφωτου, κουτοπόνηρου ανθρωπίδιου που εμμέσως πλην σαφώς μου κατσικώνεται στο σβέρκο με τον παραλογισμό που ντε και καλά πρέπει να αποδεχτώ ό,τι μου λέει. Να σκάσω δηλαδή και να κολυμπήσω, όπως άλλοι επιθυμούν και επιβάλλουν.
Φαντάζομαι να μου απαγορεύουν να πιω τον ιδιόρρυθμα εκτελεσμένο καπουτσίνο μου και τρελαίνομαι. Έλεγα σε κάποιο φίλο τις προάλλες που έχει το πιο μακρόβιο καφέ μπαρ εστιατόριο στη Ρόδο ότι αν μου απαγορεύσει στο μέλλον ο όποιος νόμος την απόλαυση του καφέ μου σε δημόσιο χώρο, θα παραλογιστώ. Δεν απέχει πολύ η λογική από τον παραλογισμό. Είναι και αυτό το κλικ στον εγκέφαλο…
Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011
Μια δικαιοσύνη που άντεξε 46 χρόνια
Η είδηση για την καταστροφή 86 έργων του ζωγράφου Θεόφιλου στο Μουσείο Θεόφιλου της Μυτιλήνης δεν πέρασε στα “ψιλά” των εφημερίδων. Αντιθέτως η Ελευθεροτυπία τη δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα την Πέμπτη 20/1/2011 και ήδη την αναπαράγουν μεγάλα ειδησεογραφικά sites.
Θεόφιλος (1870-1934): “Λήμνιος Κεχαγιάς”
από το http://odysseus.culture.gr/h/1/gh1560.jsp?obj_id=3435
Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο
Σαν κεραυνός έπεσε η πρώτη καταγγελία για την πραγματική καταστροφή των 86 πρωτότυπων έργων του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που φιλοξενούνται στο ομώνυμο Μουσείο της Μυτιλήνης.
(…..)
Στο Μουσείο Θεόφιλου, λοιπόν, διαπιστώθηκε η εξαφάνιση πραγματικά μεγάλου μέρους γνωστών έργων από τον ήλιο, στον οποίο εκτίθενται οι καμβάδες απροστάτευτοι. Αλλωστε, από τον ήλιο προέρχεται και ο μοναδικός φωτισμός του Μουσείου, αν εξαιρέσει κανείς κάποια φώτα οροφής! Ακόμα, τα έργα είναι εκτεθειμένα στη σκόνη από τα παράθυρα που ανοίγουν, ως μόνη μέθοδος εξαερισμού. Η υγρασία μπαίνει από παντού, ακόμα και από τα κεραμίδια που, ασυντήρητα, επιτρέπουν στα νερά της βροχής να τρέχουν πάνω στα έργα. Θέρμανση δεν υπάρχει καμία. Κάποιοι θερμοσυσσωρευτές της δεκαετίας του ’80 είναι και αυτοί εκτός λειτουργίας.
Σύμφωνα με τη συντηρήτρια κ. Μαρσινοπούλου, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Εκρουσε, μάλιστα, τον κώδωνα του κινδύνου για το Μουσείο και τη συλλογή λέγοντας πως, στο βαθμό που η ίδια μπορεί να εκτιμήσει, υπάρχουν αρκετές φθορές και θα είναι δύσκολο «να κλείσει κανείς τα μάτια και να εφησυχάσει ή να πει “ας αφήσουμε το θέμα λίγο ακόμα”».
απόσπασμα από το άρθρο του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ
“Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο” ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/1/2011
Θεόφιλος: “Οδός Μυτιλήνης επί Τουρκοκρατίας το 1888″
από το http://odysseus.culture.gr/h/1/gh1560.jsp?obj_id=3435
Το Μουσείο Θεόφιλου χτίστηκε στη Μυτιλήνη το 1964 με έξοδα του γνωστού Μυτιληνιού τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη – Τεριάντ. Ο Οδυσσέας Ελύτης μας θυμίζει τις προσπάθειες που έγιναν για την ανέγερση αυτού του Μουσείου:
“Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο” από τον Ο. Ελύτη
Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι, που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του “αχμάκη”, του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. (…) Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ήθελε, βέβαια, να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα ‘λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του “αχμάκη” που, σίγουρα, σ’ όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων.
Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.
Μια μέρα, Ιούλιος του ’65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. (…) Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.
αποσπάσματα από το βιβλίο του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφοντας το παραπάνω κείμενο προφανώς δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάντια που θα έφτανε το νεοελληνικό κράτος κάμποσα χρόνια αργότερα…
Θεόφιλος: “Οι τρεις καπεταναίοι συμφιλιωθέντες”
τοιχογραφία, 1898
από το Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή
“Ένας φτωχός φουστανελάς” από τον Γ. Σεφέρη
Ο Γιώργος Σεφέρης μιλάει για τον Θεόφιλο στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”
Θεόφιλος (1870-1934)
από το http://www.transalpforum.gr/index.php?topic=13584.0
“Ήταν δημιουργός πραγματικός” από τον Αλέκο Φασιανό
Το 1959 μας πήγε μερικά παιδιά ο αρχιτέκτων Π. Μυλωνάς στη Μυτιλήνη να καταγράψουμε ταβάνια, σπίτια και έργα. Τότε όλα αυτά ήταν εν τη γενέσει. Εγώ ζήτησα από τον Π. Μυλωνά να με στείλει στην Αγιάσσο να αντιγράψω έργα του Θεόφιλου σε καφενεία, σε τοίχους που ήταν ετοιμόρροποι. Και πράγματι, βρήκα ένα εγκαταλελειμμένο καφενείο και άρχισα να αντιγράφω με διαφανές την τοιχογραφία. Σε λίγο έρχεται μια γριά μαυροφόρα και άρχισε να σπάει καρύδια στο σκαλί του καφενείου. Μου λέει: “Παιδάκι μου τον ήξερα τον Θεόφιλο εγώ. Φορούσε μια φουστανέλα λερή, που μπορούσες ν’ ακονίσεις μαχαίρια απ’ τη λίγδα, ήταν παλιοελλαδίτης”. Προφανώς γιατί είχε μακριά φουστανέλα κι όχι βράκες. “Και τι έγινε;” τη ρωτώ. “Αχ παιδάκι μου, του λέω, τι είναι αυτό που ζωγραφίζεις; Μου λέει: Είναι μια γυναίκα που θυσίασε τη ζωή της για να σώσει την Ελλάδα”. Πραγματικά, ο Θεόφιλος είχε ζωγραφίσει τη θυσία της Ιφιγένειας και το αισθάνθηκε έτσι ακριβώς. Ότι θυσιάστηκε στην κυριολεξία για το καλό των Ελλήνων. Βλέπουμε λοιπόν το μεγαλείο του Θεόφιλου. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους ζωγράφους τους Έλληνες της σχολής του Μονάχου, ή από τους άλλους που πήγαν στη Γαλλία ή στην Ολλανδία και μας έφεραν τα φώτα του ρομαντισμού, τον εμπρεσιονισμό και τις καραβογραφίες. Δεν ήταν εισαγωγέας τέχνης. Ήταν δημιουργός πραγματικός.
απόσπασμα από το κείμενο “ΘΕΟΦΙΛΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ” του ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ που γράφτηκε στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ (Νοέμβρης – Δεκέμβρης 2002)
έργο του Θεόφιλου από τη Συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας
από το http://www.in2life.gr/article_print.aspx?amid=188677
“Μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν” από τον Κίτσο Μακρή
Ένα του ανέκδοτο θα αποτελέσει την αφετηρία της ερευνητικής πορείας της σκέψης μας. Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτραίτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στο φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο -όπως είναι φυσικό- έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σα μια γραμμή, το γύρισε κάθετα να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται”. Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφρασθεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δεν μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι. Κι ο Θεόφιλος ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής -ειδικά στις τοιχογραφίες- πρέπει να την αποδόσουμε στην καλλιτεχνική του αντίληψη γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια κι όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: “Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο” (που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του τοίχου).
ΚΙΤΣΟΣ ΜΑΚΡΗΣ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ”
έργο του Θεόφιλου από το Μουσείο Teriade
“είχε στείλει περίπατο την προοπτική” από τον Κώστα Ουράνη
Πριν από λίγα χρόνια, πηγαίνοντας από την πόλη της Μυτιλήνης στην Αγιάσσο, ένα από τα γραφικότερα και ορεινότερα χωριά του νησιού, είχα σταματήσει για να ξεκουραστώ λίγο από τη ζέστη και τα τραντάγματα του αυτοκινήτου, σ’ ένα σημείο του δρόμου όπου μεγάλα αιωνόβια πλατάνια έριχναν τον πυκνό ίσκιο τους πάνω από μια γάργαρη πηγή κι ένα εξοχικό καφενεδάκι.
Συνήθως, τα εξοχικά καφενεδάκια ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχυαίες ρεκλάμες σοκολάτας τα ελβετικά. Είναι ξεχαρβαλωμένες και βρωμερές παράγκες, εφοδιασμένες, σ’ επίμετρο, μ’ έναν απαίσιο βραχνό και μερακλωμένο φωνογράφο. Το καφενεδάκι όμως εκείνο ήταν ένα επιπλέον στόλισμα της γραφικής αυτής τοποθεσίας. Μερικά δοκάρια, μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υποβάσταζαν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, ενώ δεξιά κι αριστερά στην είσοδό του ήταν παραταγμένες γλάστρες με γαρίφαλα και βασιλικό «ωσάν μικρές μαθήτριες σε μιαν υποδοχή».
Η κυριότερη όμως –κι εντελώς απροσδόκητη- ομορφιά του ήταν ένα πλήθος έγχρωμες τοιχογραφίες με τις οποίες είχαν σκεπαστεί, σαν με περσικά χαλιά, κι οι τέσσεροι εξωτερικοί τοίχοι του.
Οι τοιχογραφίες αυτές, που παράσταιναν συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, έναν περίπατο του Αλή Πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων και… θεούς της αρχαίας Ελλάδας, θάκαναν έναν καθηγητή της ζωγραφικής να χαμογελάσει ή να συνοφρυωθεί που είναι το ίδιο. Όλα σ’ αυτές –σχέδιο, χρωματισμοί, σύνθεση- έδειχναν μια απλοϊκότητα που θα τη χαρακτήριζε ως απειρία. Πραγματικά ο ζωγράφος τους είχε στείλει περίπατο την προοπτική, αντέτασσε τα ζωηρότερα και πιο ανόμοια χρώματα, παρουσίαζε πλήρη άγνοια των διαστάσεων, παραγέμιζε τη σύνθεσή του μ’ ό,τι του περνούσε από το κεφάλι και ζωγράφιζε ένα θεό Άρη που ήταν κάτι μεταξύ του Κολοκοτρώνη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως ο τελευταίος αυτός εμφανίζεται στον Καραγκιόζη για να σκοτώσει τον «όφι»… Ήταν προφανές ότι ο ζωγράφος αυτός δεν είχε πάρει ποτέ κανένα μάθημα ζωγραφικής.
Κι ήταν ευτύχημα.
Το εξοχικό καφενεδάκι κάτω απ’ τα πλατάνια και πλάι στη δροσερή πηγή, μου είχε φανεί σαν ένα μαγικό κλουβί, ποικιλμένο με πολύχρωμα αστραφτερά πετράδια, μέσα στο οποίο τραγουδούσε σαν πουλί, η ελληνική λαϊκή ψυχή…
Ρώτησα τότε κι έμαθα ότι ο ζωγράφος αυτών των τοιχογραφιών ήταν ένας γέρος φουστανελάς που λεγόταν Θεόφιλος και περιερχόταν πλάνης το νησί, ζωγραφίζοντας πάνω σε τοίχους και σε τενεκέδες του πετρελαίου, κι όταν γύρισα στην Αθήνα, έγραψα στο «Ελεύθερο Βήμα» το θαυμασμό μου γι’ αυτόν.
Ο θαυμασμός όμως δεν είχε καμιάν απήχηση, κι ο μεγάλος αυτός λαϊκός μας ζωγράφος θα παρέμενε για πάντα άγνωστος, αν δεν τύχαινε να τον ανακαλύψει ο φίλος μου τεχνοκριτικός Teriade που κάνει μια λαμπρή σταδιοδρομία στο Παρίσι. Χάρις σ’ αυτόν ο Θεόφιλος είναι σήμερα διάσημος.
απόσπασμα από άρθρο του ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 218, 15/1/1936
Πίνακας του Θεόφιλου, 1933
Μουσείο Θεόφιλου
τα μουστάκια θα το δείξουν!
Ο Θεόφιλος δεν πέρασε όλη τη ζωή του στο νησί της Σαπφούς. Έζησε πολλά χρόνια και στο Πήλιο που τ’ αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του και όπου άφησε μιαν αξιοπρόσεχτη καλλιτεχνική εργασία.
Όσοι έχουν επισκεφθεί τα γραφικά χωριά του βουνού αυτού, τον Άνω Βόλο, την Άλλη Μεριά, την Πορταριά, την Μακρυνίτσα, το Κατηχώρι, τη Δράκεια κλπ. δεν μπορεί παρά να παρατήρησαν τις ιδιότυπες ζωγραφιές του Θεόφιλου πάνω στους ασπρογάλακτους τοίχους των καφενείων, των κρεοπωλείων και των λογής λογής μαγαζιών.
(…) Αλλά ο Θεόφιλος δεν ήταν μονάχα ένας «ζωγράφος». Μέσα του έκλεινε κι έναν ευχάριστο άνθρωπο, με διάθεση πλούσια, που συχνά την άφηνε να ξεχειλίζει σ’ ένα λεπτό χιούμορ.
Κάποτε ζωγράφιζε στον Άνω Βόλο ένα σώμα, λογαριάζοντας να κάνει τον Μέγ’ Αλέξαντρο. Τον είχε αρχίσει από τα πόδια και προχωρούσε προς τα επάνω.
Όταν έφτασε στο πρόσωπο, οι χωριάτες που τον παρακολουθούσαν ανυπόμονα, τον ρώτησαν ποιος θάναι τέλος πάντων ο νέος «ήρωας».
-Τα… μουστάκια θα το δείξουν, απάντησε αποφθεγματικά ο Θεόφιλος, αν θάναι ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Κολοκοτρώνης!…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΜΑΚΗΣ απόσπασμα από κείμενό του στο περιοδικό
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 220, 15/2/1936
Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011
"Black Swan" και το Χόλυγουντ διδάσκει σατανισμό
Κάνοντας πριν λίγες ημέρες «λαμπρή πρεμιέρα» στην Αθήνα, η ταινία θρίλερ «Black Swan» (Μαύρος Κύκνος) έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον. Εκστασιασμένοι δημοσιογράφοι, κριτικοί και celebrities εσωτερικού και εξωτερικού μιλάνε με τα καλύτερα λόγια για αυτό το «σκοτεινό, υποβλητικό, παρανοϊκό, ψυχοσεξουαλικό αριστούργημα».
Στο φιλμ εκτός από τον δημοφιλή τύπο ‘σάϊκο’, το σκοτεινό κλίμα, τις δαιμονικές μορφές και την ‘αποθέωση’ (sic) του κακού υπάρχει και η απαραίτητη ομοφυλοφιλική ερωτική σκηνή της πρωταγωνίστριας με την συμπρωταγωνίστριά της – κάτι που όπως ομολογεί η ίδια έκανε πάρα πολλούς να πάνε να παρακολουθήσουν την ταινία, που αλλιώς δεν θα πήγαιναν (!) (αν και έκανε, λέει, τον αυστηρό Εβραίο μπαμπά της να μην της μιλάει).
Φαίνεται λοιπόν ότι εδώ έχουμε την καλύτερη συνταγή για βραβείο Όσκαρ, αφού τα στάνταρς (ή ‘must’) του σημερινού Χόλυγουντ και της σύγχρονης ‘βιομηχανίας θεάματος’ έχουν εκπληρωθεί. Έτσι η πρωταγωνίστρια Natalie Portman (γνωστή από το ‘V for Vendetta’) αφού ήδη βραβεύθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ηθοποιού πρέπει να ετοιμάζει χώρο στο σπίτι της για το χρυσό αγαλματίδιο. Το trailer της ταινίας μπορείτε να το δείτε ΕΔΩ, με την σημείωση ότι υπάρχουν σκηνές που μπορεί να ενοχλήσουν.
Αν θέλετε επίσημο στόρι και κριτικές ανατρέξτε σε άλλα sites.
Εδώ θα διαβάσετε μία διαφορετική ανάλυση, που έχει σχέση με τα σκοτεινά / αποκρυφιστικά μηνύματα της ταινίας. Το άρθρο - με λίγες προσθήκες και αφαιρέσεις - είναι από το αξιόλογο blog snippits-and-slappits, όπου στην ουσία, μεταφέρει άρθρο του ‘Marcos’ από το henrymakow.com. Κάποιες φωτογραφίες είναι από το Vigilant Citizen. Ναι, ναι, είναι συνομωσιολογικές ιστοσελίδες... Λέει στην εισαγωγή το άρθρο: Ο Χριστιανισμός είναι πλέον απαγορευμένος στη δημόσια σφαίρα, αλλά η διαφήμιση του Σατανισμού είναι ΟΚ, έτσι; Αυτή, βλέπετε, λοιπόν είναι η «κοσμική» κοινωνία μας. Μία γυναίκα που ξέρουμε που είδε αυτή την ταινία τόσο αναστατώθηκε που κατέρρευσε στην εργασία της την επόμενη μέρα.
Πάμε λοιπόν:
Η ταινία ‘Black Swan’ είναι μια από εκείνες τις ταινίες που σας αφήνει ένα ανακάτεμα στο στομάχι. Ο λόγος είναι ότι με πολύ πειστικό τρόπο υπερασπίζεται το κακό.
Στην ταινία πρωταγωνιστεί η ηθοποιός Natalie Portman (κανονικό όνομα: Natalie Harshlag, από την Ιερουσαλήμ – την οποία ονομάζει πατρίδα της), με παραγωγό τον Darren Aronofsky, (Εβραίος από το Μπρούκλιν που ζούσε σε ένα κιμπούτς στο Ισραήλ), με εταιρία παραγωγής μια ονομαζόμενη “Phoenix” ("Φοίνιξ"). Ο Aronofsky έκανε το ντεμπούτο του με την ταινία «Pi», που είχε ως κεντρικό θέμα την Καμπάλα και την εβραϊκή αποκρυφιστική αριθμολογία.
ΥΠΟΘΕΣΗ:
Η Nina (Portman) είναι χορεύτρια μπαλέτου στη Νέα Υόρκη. Η ταινία ξεκινά με ένα όνειρο, όπου Nina χορεύει με έναν σαγηνευτικό άνδρα χορευτή, τύπου Antonio Banderas, που ξαφνικά μετατρέπεται σε δαίμονα με κέρατα και λοιπά.
Η Νίνα κοιμάται ακόμα στο παιδικό της υπνοδωμάτιο, που περιβάλλεται από βελούδινες κούκλες και ροζ διακοσμήσεις. Είναι ανορεκτική, δεν έχει φίλο, είναι πιθανόν σχιζοφρενής και γρατζουνάει τον εαυτό της έως ότου αιμορραγήσει. Η μητέρα της είναι μια αυστηρή μάνα που θέλει τη Νίνα να είναι η πρώτη χορεύτρια στο θίασο.
Ο Thomas Leroy (Vincent Cassel) είναι ο Γάλλος σκηνοθέτης που έχει μόλις απολύσει την πρώτη χορεύτρια από τον θίασο, την Beth (Wynona Rider, κανονικό επίθετο: Horowitz), αφού την αποπλάνησε.
Η Beth πλησιάζει τα 30, και αφού χρησιμοποιήθηκε, ‘πετάχτηκε’. Μετά την απόλυσή της, την χτυπάει ένα αυτοκίνητο και πηγαίνει στο νοσοκομείο. Ο Thomas αποφασίζει να ανεβάσει το μπαλέτο “Black Swan” με την ίδια χορεύτρια να παίζει τον καλό λευκό κύκνο και το κακό μαύρο κύκνο. Η Νίνα είναι επιλογή του, αλλά νομίζει ότι είναι πάρα πολύ καλή και γλυκιά και, παρόλο που μπορεί να είναι ο καλύτερος λευκός κύκνος, χρειάζεται να βρει το κακό χαρακτήρα της για να παίξει το μαύρο κύκνο.
Η Νίνα συναντά ένα ‘κακό κορίτσι’, την Lily (Mila Kunis, άλλη Εβραία ηθοποιός), χορεύτρια και ανταγωνίστρια για το ρόλο. Έχει ένα τατουάζ με τα φτερά ενός μαύρου κύκνου στην πλάτη της, που σημαίνει ότι ανήκει ήδη στο κακό.
Πηγαίνει τη Νίνα σε ένα μπαρ και σε μία ντίσκο, την εισάγει στο κόσμο των ναρκωτικών, του περιστασιακού σεξ με άντρες (εκεί υπάρχει και η λεσβιακή ερωτική σκηνή). Εξαιτίας του ξέφρενου πάρτι, η Νίνα αργεί για την πρόβα και σχεδόν χάνει το ρόλο. Στην ταινία, δεν γνωρίζουμε αν η Νίνα τα φαντάζεται όλα αυτά ή εάν συνέβησαν πραγματικά.
Οι σκλάβοι του ελέγχου του νου συνήθως δεν γνωρίζουν τι κάνουν, δεδομένου ότι μεταβαίνουν από τη μια προσωπικότητα στην άλλη, έτσι ώστε δεν έχουν ποτέ επίγνωση του τι κάνουν.
Τελικά, στην παράσταση, η Νίνα παίζει τον Λευκό Κύκνο και πέφτει πάνω στη σκηνή. Στο καμαρίνι της, κατά τη διάρκεια διαλείμματος, την χλευάζει μία από τις χορεύτριες, η οποία της λέει ότι θα αποτύχει και έτσι ξεκινάει μια πάλη.
Η Νίνα την σπρώχνει σε έναν τοίχο από καθρέφτες, ο οποίος σπάει. Εκείνη προχωρά έπειτα να καρφώσει την χορεύτρια με ένα κομμάτι γυαλί και αλλάζει σε ένα δαιμονικό μαύρο κύκνο. Χορεύει υπέροχα και, στο τέλος, διαπιστώνουμε ότι στην πραγματικότητα είχε μαχαιρώσει τον εαυτό της και πεθαίνει. Οι τελευταίες λέξεις της είναι: «Τώρα είμαι τέλεια».
Το Black Swan είναι μια ταινία για τον έλεγχο του μυαλού (‘mind control’) και την δαιμονική κατοχή. Το κύριο μήνυμά της είναι ότι δεν μπορείς να φτάσεις ψηλά και να πετύχεις μεγάλα πράγματα, χωρίς να πουλήσεις την ψυχή σου στον διάβολο και να αποκτήσεις σύνδεση με το κακό μέσα σου.
Το πρόσωπο που ελέγχει τη Νίνα είναι η μητέρα της. Είναι ανίκανη να αναπτυχθεί και εξακολουθεί να είναι ένα παιδί ψυχολογικά και σεξουαλικά. Η ταπετσαρία στην κρεβατοκάμαρά της, καλύπτεται με πεταλούδες, μια υπενθύμιση του προγραμματισμού Monarch. (Το ‘Project Monarch’ φέρεται ότι είναι ένα σύστημα πλύσης εγκεφάλου που δημιουργήθηκε από τη CIA στη δεκαετία του ’50 στα πλαίσια του MKULTRA).
Όταν είναι ‘ώριμη’ και τεχνικά πειθαρχημένη, ο καθοδηγητής της και ‘αφέντης’ της, Leroy («Ο βασιλιάς» στα γαλλικά) μπαίνει στη ζωή της και την εισάγει στο κακό, με τη βοήθεια της Lily (Lilith;).
Την σαγηνεύει αλλά δεν κάνει σεξ μαζί της. Μόνο της ξυπνά την λαγνεία και την απληστία της. Σε μια βασική σκηνή, βλέπουμε τον Leroy και τη Νίνα στο διαμέρισμά του, όπου εμφανίζεται στον τοίχο ένας στυλιζαρισμένος Baphomet (κερασφόρα δαιμονική μορφή, γνωστή στους κύκλους του αποκρυφισμού, της μασονίας και του σατανισμού. Βλέπε ΕΔΩ).
Η gala βραδιά της πραγματοποιείται επίσης σε ένα κτίριο όπου βλέπουμε ένα τεράστιο άγαλμα ενός μαύρο αγγέλου, προφανώς είναι ο Εωσφόρος (Lucifer). Η Νίνα καλείται να πάει με τη μεριά του Σατανά, και η ανταμοιβή θα είναι φήμη και επιτυχία.
Υπάρχουν αποκρυφιστικά σημάδια σε όλη την ταινία, ξεκινώντας με την δυαδικότητα μαύρο - άσπρο και το πέρασμα μέσα από καθρέφτες.
Και φυσικά, το κόκκινο της τελετουργικής αιματηρής θυσίας.
Τα είδωλα της Νίνα και της μητέρας της στους καθρέφτες ανακατεύονται σε μία σκηνή, που σημαίνει ότι η μητέρα πρέπει να προγραμματίσει τη θυγατέρα να είναι ένα αντίγραφο του εαυτού της.
Στο τέλος, όταν η Νίνα σπάει τον καθρέφτη, σημαίνει ότι έσπασε την προσωπικότητά της σε πολλά κομμάτια και είναι έτοιμη να καταληφθεί (από δαιμονική επιρροή). Στην οθόνη αλλάζει και μετατρέπεται σε ένα δαίμονα.
Είναι πολύ πιθανό η Portman να πάρει Όσκαρ για το ρόλο, ως επιβεβαίωση για αυτό που η ταινία διδάσκει. Η Portman λειτουργεί ως μία ‘εσωτερική’ (insider). Αυτό θα κάνει την ταινία να είναι πιο πολύ κάτι σαν τελετουργικό παρά μία μυθοπλασία. Στο διαδίκτυο η Portman είναι γνωστή ως μαριονέτα του ελέγχου του νου.
(Προσέξτε το κόκκινο αλλόκοτο χέρι στην αφίσα)
Οι αφίσες αυτές είναι κατά κύριο λόγο σε κόκκινο, μαύρο και άσπρο χρώμα, που από μόνες τους είναι άξιες μνείας. Σύμφωνα με τις δοξασίες του Ιλλουμινατισμού και του σατανισμού, έχουμε 144.000 διαύλους για το ξύπνημα των kundalini / τσι / πνευματικών δυνάμεων, μέσα στις ψυχές μας. Τα χρώματα κόκκινο, λευκό και μαύρο χρονολογούνται όχι μόνο στην Αρχαία Αίγυπτο, αλλά και από την προέλευσή τους στην Άπω Ανατολή.
Η Αίγυπτος ήταν γνωστή ως η "μαύρη και κόκκινη Γη" και ήταν το κέντρο της Αλχημείας. Αλχημεία είναι η μετατροπή της ανθρώπινης ψυχής σε θεότητα. Οι σατανιστές πιστεύουν ότι μπορούν να ολοκληρώσει το έργο του Σατανά μέσα από αυτόν τον μετασχηματισμό. Τα χρώματα κόκκινο, λευκό και μαύρο είναι τα τρία κύρια nadis της ανθρώπινης ψυχής. Το Ida είναι μαύρο, το Pingala είναι κόκκινο, και το Sushumna είναι λευκό. Έτσι, αυτό που βλέπουμε εδώ είναι ένας βαθιά κρυμμένος σατανικός συμβολισμός που εντοπίζει τη διαδρομή κάθε ατόμου που είναι Illuminate.
(Nādi στα σανσκριτικά είναι τα ‘κανάλια’ μέσω των οποίων, σύμφωνα με τις νεοεποχίτικες, γιογκικές δοξασίες περί ‘τσάκρα’, ‘ρέει το πράνα’ ή η ζωτική ‘ενέργεια’).
Εκτός αυτού, αυτή η αφίσα είναι τέλεια στη χρήση σχημάτων, ψευδαίσθησης και μεταμόρφωσης.
Ίσως θα πρέπει να δώσουμε προσοχή στην "αποτυχημένη" χορεύτρια Beth, την οποία αντικατέστησε η Νίνα. Όπως και άλλοι mind control δούλοι, χάνει τον προγραμματισμό της καθώς φτάνει κοντά στην ηλικία των 30 ετών, και απορρίπτεται ή σκοτώνεται.
Σύμφωνα με την Kathy O'Brien, συνήθως τους ‘τελειώνουν’ κατά τη διάρκεια του τελετουργικού στο Bohemian Grove, όπου η ίδια υπηρέτησε αρκετές φορές ως σκλάβα του σεξ.
(Η Cathleen Ann O'Brien, είναι μία Αμερικάνα που, όπως υποστηρίζει η ίδια, είναι θύμα του Project MKULTRA, ενός προγράμματος που χρηματοδοτείται από την CIA για την έρευνα η χρήση των ναρκωτικών για σκοπούς παρακολούθησης.)
Αφού η Νίνα λέει στην Beth ότι ήθελε να είναι «τέλεια» σαν κι αυτήν, η Beth λέει: "Τέλεια; Δεν είμαι τίποτα". Αυτή είναι η μοίρα εκείνων που πιστεύουν στα ψέματα του Σατανά.
Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011
Φτωχοί διαδηλωτές, φτωχοί αστυνοµικοί
Μόλις είχα βγει από την έκθεσητου Edvard Munch στην Αθήνα όταν έµαθα τα θανατηφόρα νέα από την Αλβανία. Τρεις νεκροί και το φάντασµα ενός νέου ‘97 να πλανάται πάνω από τη χώρα. Στην έκθεση του Munch υπάρχει ένας πίνακας µε τον τίτλο «Αγχος». ∆είχνει µια οµάδα ανθρώπων που διαβαίνουν τη γέφυρα, τα πρόσωπά τους γεµάτα σπαρακτική αγωνία.
Ισως επειδή ξέρουν πως δεν υπάρχει επιστροφή και πρέπει να πάνε µπροστά, να διαβούν οπωσδήποτε τη γέφυρα. Ισως για το γεγονός ότι νιώθουν παγιδευµένοι πάνω στη γέφυρα, χωρίς εναλλακτικές λύσεις. Ισως επειδή συνειδητοποιούν ότι η διαδροµή είναι πολύ πιο δύσκολη από αυτήν που είχαν φανταστεί στην αρχή. Αυτός ο πίνακας θα ταίριαζε στη σηµερινή Αλβανία. Η γέφυρα που η Αλβανία διαβαίνει λέγεται «καθαρτήριο». Επειτα από πενήντα χρόνια κόλασης υπό το παρανοϊκό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα. Οταν «χάνεις» πενήντα χρόνια από την ιστορία θέλεις άλλα τόσα, τουλάχιστον, για να τα «πάρεις πίσω». Για να γίνεις «οµαλή χώρα». Η διάβαση από το «καθαρτήριο» θυµίζει, δυστυχώς, τους στίχους του Ελύτη: «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή/ Θέλει νεκροί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς/ Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίµα τους».
Οσοι γνωρίζουν την Αλβανία γνωρίζουν, επίσης, ότι οι πολίτες νιώθουν παγιδευµένοι, χωρίς εναλλακτική λύση. Εβλεπα τις εικόνες µε διαδηλωτές και αστυνοµικούς να κονταροχτυπιούνται αλύπητα και σκεφτόµουν ότι και οι δύο πλευρές έχουν κάτι ακόµα πιο κοινό από την εθνικότητά τους: τη φτώχεια τους. Ενώ εκείνοι δέρνονταν στο κρύο και τη βροχή, εξουσιαστές και αντιπολιτευόµενοι πολιτικοί προσπαθούσαν να ξεκαθαρίζουν τους λογαριασµούς από τις πολυθρόνες των καφετεριών ή τα πολυτελή τους γραφεία.
Οι αλβανοί πολιτικοί που προέκυψαν από τα ερείπια του ολοκληρωτισµού, δεξιοί και αριστεροί, είναι διάδοχοι του παλαιού καθεστώτος. Κυριολεκτικά και προπαντός «πνευµατικά». Γι’ αυτούς δεν υπάρχει η έννοια του πολιτικού αντιπάλου αλλά του εχθρού που πρέπει να εξοντωθεί. ∆ιαχειρίζονται την «ελεύθερη οικονοµία» και το κράτος µέσω µιας ολοκληρωτικής διαφθοράς. Στην πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης υπουργοί τσεπώνουν 700 χιλιάδες ευρώ για µια σύµβαση και αγοράζουν επαύλεις στο Αµστερνταµ...
Ο Σαλί Μπερίσα είναι ο πιο «καθαρόαιµος» πνευµατικός διάδοχος του Ενβέρ Χότζα. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν δική του η εντολή για τη δολοφονία των διαδηλωτών. Χωρίς την έγκρισή του οι υφιστάµενοί του δεν τολµούν να προσλάβουν ούτε καθαρίστριες. Πίστευε, φαίνεται, εκείνος και οι πραιτωριανοί του ότι οι διαδηλωτές είναι οπλισµένοι και θα απαντήσουν µε σφαίρες. Θα µπορούσε τότε να εξοντώσει την αντιπολίτευση µε την κατηγορία του πραξικοπήµατος. Τώρα που οι νεκροί του έµειναν, κυριολεκτικά, στην πόρτα του γραφείου του απειλεί τους αλβανούς εισαγγελείς επειδή ζητούν τη σύλληψη των δολοφόνων. Ο δρόµος της Αλβανίας προς µια σταθερή δηµοκρατία δεν θα είναι εύκολος. ∆εν υπάρχουν µεσσίες και η Αλβανία θα συνεχίσει να διαβαίνει τη γέφυρα της ιστορίας. Αλλά αρκετά πια µε τον Μπερίσα! Πρέπει επιτέλους να πάει στο σπίτι του. Ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά δεν θα κάψει τη χώρα. Οπως µαθαίνω, είναι αυτή η απειλή που χρησιµοποιεί µε τους δυτικούς διπλωµάτες. Και εκείνοι, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, συνιστούν στους Αλβανούς να τον υποστούν µέχρι να πεθάνει. Και κάπου εδώ η τραγωδία αρχίζει και παίρνει διαστάσεις όπερας Μ(π)ούφα…
Γκαζµέντ Καπλάνι
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Η ζωή μετά", ταινία του Κλιντ Ίστγουντ-Hereafter του Κλιντ Ίστγουντ και αχαλίνωτη προπαγάνδα μεντιουμισμού....
το ξέρεις ότι ο Κλίνταρος υπήρξε μια συμπάθειά μου, παιδιόθεν...
Είχα δει τη σχετικά πρόσφατη ταινία του "Γκραν Τορίνο" και την είχα βρει χριστιανική σε πολλά της σημεία, με καταπληκτικό, απροσδόκητο φινάλε.
Διαβάζοντας ότι η τελευταία του δημιουργία
-η μεταφρασμένη στα Ελληνικά ως "Ζωή Μετά" (Hereafter)-
εξέφραζε προβληματισμό πάνω στη μεταθάνατον εμπειρία, την παρακολούθησα.
Λοιπόν, αγνοώ πώς θα αξιολογούσε ο βαθυστόχαστος Χάρης Καλογερόπουλος ή ο Δανίκας, αλλά η ταπεινότητά μου, με άριστα το δέκα, θα του έβαζε έξι -άντε το πολύ εφτά- μόνο για τη σκηνοθεσία και την ηθοποιία -που μου φάνηκε επαγγελματικότατη.
Το σενάριο το βρήκα ασθενές, ιδιαίτερα στο φινάλε και -κυρίως- με ενόχλησε στο ξεδίπλωμά του, η συνεχής προπαγάνδα της χρήσης μεντιουμιστικής πρακτικής, προκειμένου να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι με την ψυχή του νεκρού - και όχι μόνον...
Στο στόρυ, βέβαια, υπήρχαν τα "κακά' μέντιουμ -"οι απατεώνες"- αλλά υπήρχε και το "καλό" μέντιουμ, που όταν έπιανε -αρχικά- για ελάχιστα δευτερόλεπτα το χέρι του ενδιαφερόμενου, ένιωθε -το μέντιουμ- ένα εσωτερικό "τράνταγμα" και στη συνέχεια περιέγραφε στον απέναντι όλα τα τραυματικά γεγονότα της περασμένης ζωής του, σαν να τα έβλεπε σε τηλεόραση - "χαρτί και καλαμάρι"!
Τότε πάθαινε "λαλά" ο δύστυχος -ορθολογιστικά αναθρεμμένος- πελάτης, ενίοτε και κατέρρεε...
(Την αλήθεια ουδείς αντέχει να την ακούει, ειδικά όταν του την πετάνε -απνευστί- οι εξαποδοί, στο "Δόξα Πατρί", και τυγχάνει για τοιούτο ψυχολογικό-πνευματικό σοκ, απροετοίμαστος...).
Δυστυχώς οι Νεοποχίτες του Πλανητάρχη προάγουν την πνευματιστική πλάνη με γεωμετρική πρόοδο, προωθώντας τέτοιες ταινίες.
Αν θες την ταπεινή μου συμβουλή, ωστόσο, ΜΗΝ τα πετάξεις τα λεφτουδάκια σου, προκειμένου να δεις το φιλμάκι της συφοράς...
Καλύτερα να πας με καλή παρέα σε κανα ζεστό στέκι και να φας μπουγάτσες!
Φιλιά
με αγάπη Χριστού, ζωηρή σαν σπουργίτι κεφάτο, που χοροπηδάει στις γλάστρες του μπαλκονιού σου...
πηγή
Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011
Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011
Πόσο δύσκολο μας είναι…
Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011
"ΦΩΤΑ ΟΛΟΦΩΤΑ" ΤΟΥ ΚΥΡ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εδώ ακούμε ενα απόσπασμα από το ...ολόφωτο διήγημα του Παπαδιαμάντη, γραμμένο το 1894, με την ευχή να μας επισκιάσει ο φωτισμός ημών, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν Ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.
Η καλή μαμμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύει τα σπάργανα. Είχε νυκτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ’όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων.
Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνει και να αφαιρεί τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, δια να κάμει άσπρα γένεια.
«Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί υδάτων πολλών».
Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ -Το φαινόµενο Παπαδιαµάντης
Η συµπλήρωση σήµερα εκατό χρόνων από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη (γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911) θα ενισχύσει το αναγνωστικό και φιλολογικό ενδιαφέρον για εκείνο τον κλασικό συγγραφέα µαςπου τις τελευταίες δεκαετίες παραµένει τόσο σταθερά στο προσκήνιο ώστε να µπορούµε να κάνουµε λόγο για ένα πολύπτυχο φαινόµενο.
Παιδί ιερέα και µέλος µιας πολυµελούς οικογένειας, ο Παπαδιαµάντης βίωσε σε ολόκληρη τη ζωή του την οικονοµική ανέχεια. Πέρασε την παιδική καιεφηβική ηλικία του στην αγαπηµένη του Σκιάθο κιέζησε το µεγαλύτερο µέρος της ενήλικης ζωής του στην Αθήνα. Ηολιγόµηνηπαραµονή του στον Αγιον Ορος το 1872 τον έπεισε ότι δεν είναι άξιος ναγίνει µοναχός, ενώ δεν κατόρθωσε επίσης να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Βιοπορίστηκε στην πρωτεύουσα παραδίδοντας µαθήµατα, κάνοντας µεταφράσεις και δηµοσιεύοντας δηµοσιογραφικά κείµενα και τα διηγήµατά του σε περιοδικά και εφηµερίδες της εποχής.
Ο,τι απάλυνε τη σκληρή πραγµατικότητα της στερηµένης και µονήρους ζωής του ήταν η σταθερή κι ευλαβική πίστη του στην ορθοδοξία (έψαλλε στον Αγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι) και ο σπλαγχνικός αλκοολισµός.Αρνούµενος τις κοινωνικές συµβάσεις κράτησε αποστάσεις ακόµα και από τη λογοτεχνική συντεχνία, προτιµώντας τη µοναξιά και τη συντροφιά των απλώνανθρώπων.
Οταν το 1908 εορτάστηκαν, µε τη µέριµνα φίλων του λογοτεχνών, τα είκοσιπέντε χρόνιατης παρουσίας του στα γράµµατα στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», ο ίδιος απουσίασε από την τιµητική εκδήλωση. Την ίδια χρονιά, οι οικονοµικές δυσκολίες και τα προβλήµατα της υγείας του τον ανάγκασαν να επιστρέψει στη Σκιάθο, όπου έζησετα τελευταίαχρόνια της ζωής του.
Με ποιους όρους όµως αυτός ο πεζογράφος του τέλουςτου 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα διαβάζεται σήµερα; Με άλλα λόγια, τισηµαίνει για εµάς ο Παπαδιαµάντης;
Είναι ο Παπαδιαµάντης η «καθαυτό ρωµαίικη λαϊκή ψυχή», όπως έγραψε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που διασώζει τα γνήσια λαϊκά ήθη τουπαρελθόντος, το χριστιανικό θρησκευτικό βίωµα και την εικόνα της ανόθευτης φύσης, και έτσι συντηρεί κι ανατροφοδοτεί τη νοσταλγία µας για την Ελλάδα που χάθηκε; Είναι ο ηθογράφος που στα περίπου 170 διηγήµατά του µετέπλασε σε λυρικά αφηγήµατα τις αναµνήσεις της γενέτειράς του Σκιάθου και τα βιώµατα της ζωής στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές, αναδεικνύοντας σε ήρωες των διηγηµάτων του τους απλούς, ταπεινούς και βασανισµένους ανθρώπους του καιρού του, ή είναι ο διεισδυτικός ανατόµος της ταραγµένης ψυχής των ηρώων του, όπως η περίφηµη Φραγκογιαννού, η πρωταγωνίστρια της «Φόνισσας», του γνωστότερου έργου του; Μήπως πλέον το κέντρο βάρους της ανάγνωσης του Παπαδιαµάντη µετατέθηκε από το περιεχόµενο και το όποιο φορτίο αξιών του στη γοητεία και τη µαεστρία της γραφής ενός πεζογράφου που κατά βάθος είναι ποιητής; Παράλληλα, σε ποιο βαθµό ο παπαδιαµαντικός κόσµος είναι σήµερα παρωχηµένος και η καθαρεύουσα γλώσσα των κειµένων του δυσχεραίνει την επαφή των σηµερινών αναγνωστών, και ιδίως των νέων, µαζί τους;
Τα ερωτήµατα αυτάπροκύπτουν από αυτό καθεαυτό το έργο του καθώς και από τις ποικίλες εκφάνσεις της ενασχόλησής µας µε αυτό. Παράδειγµα, από τη µια η πεντάτοµη κριτική έκδοση των «Απάντων» του Παπαδιαµάντη από τον Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλο (εκδόσεις ∆όµος, 1981-1988), επιστέγασµα της µέριµνας της φιλολογικής κοινότητας για την έγκυρη έκδοση ολόκληρου του πρωτότυπου συγγραφικού έργου του, και οι πολλές µελέτεςτων φιλολόγων για τον σκιαθίτη πεζογράφο, από την άλλη οι αρκετές πρόσφατες ανθολογίες που προβάλλουν ιδίως τον εορταστικό διηγηµατογράφο των χριστουγεννιάτικων, πρωτοχρονιάτικων και πασχαλινών διηγηµάτων. Ολες θέτουν το ερώτηµα γιατί ο Παπαδιαµάντης εξακολουθεί να µας ενδιαφέρει τόσο πολύ;
Στα περίπου 170 διηγήµατά του µετέπλασε σε λυρικά αφηγήµατα τις αναµνήσεις της γενέτειράς του Σκιάθου και τα βιώµατα της ζωής στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές