Ανοίγω το φάκελο, ξεδιπλώνω το ριγωμένο χαρτί αλληλογραφίας που πουλούσαν παλιά στα ψιλικατζίδικα, διαβάζω τις λέξεις ανορθόγραφες αγαπημένε μου εγγονέ υγείαν έχομε και το αυτό ευχόμαστε και δι εσέ, τα γράμματα σκαμμένα θαρρείς στο χαρτί με το γαλάζιο μπικ, αρχίζουν να χορεύουν μπροστά στα μάτια μου. Είναι μια από τις τελευταίες επιστολές του παππού, στα 1980. Εκεί που πας επιστολή να μην αλησμονήσεις, τα μαύρα μάτια που θα βρεις, γλυκά να τα φιλήσεις…
Εκείνη την τόσο μακρινή και ξεχασμένη εποχή, το χωριό μας στη Μεσσηνία δεν είχε ακόμα αυτόματο τηλεφωνικό δίκτυο. Είχε χειροκίνητο: Έπαιρνες το «κέντρο», το μπαρμπα – Θανάση δηλαδή, αν τύχαινε να τον πετύχεις στο σπίτι, αν τύχαινε να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση για να ακούσει το κουδούνισμα, αν δεν ήταν απασχολημένος με τις κατσίκες του. Έλεγες ποιος είσαι – κι αφού απαντούσες «καλά» στην ερώτηση «έλα παιδί μ’ τι κάν’τε, καλά είσαστε;» έβαζε στον αρχαίο πίνακα το βύσμα και κουδούνιζε το τηλέφωνο στο πατρικό σπίτι. Φυσικά το «παιδί», φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, τηλεφωνούσε από περίπτερο γιατί ο ένδοξος ΟΤΕ (η απόλυτη ξεφτίλα του νέο – ελληνικού κράτους, διαχρονικά, από κάθε άποψη!) το είχε πολύ δύσκολο να συνδέσει μια νέα γραμμή: έκανα αίτηση για το πρώτο μου τηλέφωνο στα 1980 και το απόχτησα στα 1990!
Τα γράφω αυτά για να πάρουν μια ιδέα οι νέοι μπλογκεράδες που γεννήθηκαν καλωδιωμένοι, τι κατάσταση επικρατούσε μόλις 25 χρόνια πριν – αλλά και για να εξηγήσω γιατί γράφαμε γράμματα, ο παππούς στον εγγονό και αντιστρόφως. Αλλά τα γράμματα ήταν μονάχα η αφορμή…
*
Γεννήθηκα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και πρόλαβα να ζήσω τις τελευταίες μέρες του ομηρικού τρόπου ζωής και παραγωγής, πριν τον εξηλεκτρισμό και τις τουαλέτες με βόθρο. Είδα τα αμπέλια και τις σταφίδες να σκάβονται με το ξινάρι, είδα τα σταροχώραφα να οργώνονται με το αλέτρι και το υνί – κι από πίσω η σβάρνα, ανεβαίναμε κιόλας απάνω… Είδα τα περιβόλια να ποτίζονται με το νερό που έβγαζε από τη δέση ένα πανάρχαιο μαγγάνι, είδα τις πλακοπαγίδες, με τις οποίες έπιαναν τα πουλιά για αιώνες. Είδα την αυτάρκεια του σπιτιού σε όλο της το απέριττο μεγαλείο: κότες, κατσίκες, χοιρινά, κουνέλια, κασόνια για την αποθήκευση του σταριού, τυροκομιό, το άλογο και ο γάιδαρος στο κατώι. Θέρισα με το δρεπάνι και έδεσα τα λιμάρια με τα στάχια (ακόμα πονάνε τα χέρια μου) και ύστερα τα κουβάλησα, φορτώνοντάς τα στα ζώα, στις θημωνιές, μαζί με τον παππού… Θυμάμαι τους ανθρώπους να δουλεύουν σκληρά, αλλά και να γελάνε πολύ, να γλεντάνε πολύ, να σκαρώνουν φάρσες ο ένας στον άλλον, να μιλάνε συνέχεια μεταξύ τους. Και ήμουν τυχερός γιατί άκουσα μερικούς καταπληκτικούς παραμυθάδες, είτε την ώρα της δουλειάς, είτε σε ώρες ξεκούρασης, πλάι στη γυμνή φωτιά του τζακιού… Λέω, αν είμαστε καλά κι αν ο χρόνος το επιτρέψει, να προσπαθήσω να ζωντανέψω αυτόν τον κόσμο, εδώ σ’ αυτή τη διαδικτυακή γωνιά – γιατί το χούι του παραμυθά το έχω κληρονομήσει κι εγώ, χρειάζομαι ακροατήριο (δεν έχει σημασία αν είναι μικρό) για ν’ αρχίσω να αφηγούμαι – κι ας μην έχουμε φιρίκια από τις μηλιές μας ή καλαμπόκια (κούκλες τα λέγαμε) και λίγο κρασάκι από τα μεγάλα ξύλινα βαρέλια της αποθήκης…
Ο παππούς είναι ένα κυρίαρχο πρόσωπο αυτού του κόσμου, τον οποίο ανακάλυπτα γωνιά γωνιά στην αυλή με το χαγιάτι και τον ψηλό πέτρινο τοίχο της, το λιθάρι που τρίβαν οι γυναίκες το χοντρό αλάτι του μονοπωλίου και τη λεμονιά που κουβαλήσαμε και μεταφυτέψαμε «μαζί», στους δρόμους τους γεμάτους λάσπες και κοφτερές πέτρες, στις γειτονιές και στα πέριξ – το Βελεβούνι, το Χάνι, το Πέρα Χωριό… Οι γενιές ζούσαν ακόμα κάτω από την ίδια στέγη, τα εγγόνια δεν συναντούσαν τους ανιόντες στη χάση και στη φέξη: η αγροτική μας κοινωνία διατηρούσε το χαρακτήρα που είχε η οικογένεια, για πολλούς αιώνες. Και τα μικρά παιδιά (και τα μεγαλύτερα, δηλαδή) χαιρόντουσαν καθημερινά την αγάπη, τα παραμύθια και την αγκαλιά των παππούδων και των γιαγιάδων.
*
Ο παππούς ήταν βαρύς και σοβαρός άντρας. Γεννήθηκε στα 1904 και αφού πήρε μέρος στην ιλαροτραγική επέλαση του ελληνικού στρατού στο Βουλγαρικό έδαφος, περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, έχοντας αποκτήσει την ειδικότητα του τσαγκάρη, επέστρεψε εις τα ίδια και άρχισε να στήνει το σπιτικό του.
Του έτυχε (ποτέ δεν έμαθα πως ακριβώς συνέβη) μια όμορφη και καλή γυναίκα, η οποία στάθηκε στο πλάι του πάνω από μισό αιώνα. Δεν είχαν σπουδαία περιουσία από τα γονικά τους, αλλά ο παππούς έχτισε (με τα χέρια του, κατά κύριο λόγο) το σπίτι τους – εκεί που γεννήθηκαν έξι παιδιά, για να ζήσουν τα τέσσερα. Κάθε χρόνο, αγόραζαν κι ένα καινούριο χωράφι – γιατί έπρεπε να ζήσουν, οι άνθρωποι και τα ζωντανά, σπέρνοντας στάρι, κριθάρι και βρώμη σε κάθε σπιθαμή της πετρώδους γης που ήταν διαθέσιμη.
Τα παιδιά έμπαιναν αμέσως στη δουλειά, από μια σταλιά – δεν περίμεναν να …τριανταρίσουν, όπως συνηθίζεται σήμερα. Το κρέας, το γάλα, το τυρί, τα αυγά, το κρασί, τα ζαρζαβατικά, τα σιτηρά – όλα τα παρήγαγε η οικογένεια και μάλιστα σε περίσσεια, για να μπορεί πουλώντας τη να προμηθεύεται ό,τι άλλο της χρειαζόταν: λάδι, κυρίως, αλλά και όσα είδη οικιακού εξοπλισμού και ρουχισμού δε μπορούσε να εξασφαλίσει η χειροτεχνία και ο σπιτικός αργαλιός. Και την προίκα των κοριτσιών…
Έτσι κατάφεραν οι άνθρωποι του παλιού χωριού να επιβιώσουν σχετικά άνετα, όλη τη δύσκολη δεκαετία της κατοχής και του εμφυλίου – και την επίσης δύσκολη δεκαετία του ’50, που ακολούθησε, με τη μεγάλη φτώχεια . Το Ρωμύρι εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ομηρική εποχή, όταν σιγά σιγά οι κάτοικοί του άρχισαν να το εγκαταλείπουν, για να κατεβούν στον κοντινό Μεσοπόταμο, μιάμιση ώρα δρόμο με τα πόδια. Οι τελευταίοι έφυγαν όλοι μαζί και κατοίκισαν σε σπίτια που τους έφτιαξε δωρεάν το κράτος (η χούντα), αλλά οι πρώτοι, και η οικογένεια του παππού, είχαν ήδη εγκατασταθεί εκεί με το τέλος της δεκαετίας του ΄50.
Αφήνω για άλλη φορά τα υπόλοιπα, για να μιλήσω, επιτέλους, για τον παππού. Δυο παιδιά του είχαν φύγει για Αυστραλία, η κόρη που έμεινε παντρεύτηκε, το ίδιο και ο πρωτότοκος γιος – στον οποίο ο παππούς παρέδωσε το κουμάντο και βρήκε την ησυχία του. Φυσικά δεν εγκατέλειψε, ως το τέλος της ζωής του, τη δουλειά – αλλά είχε χρόνο και ξεγνοιασιά, για να ασχολείται με τα εγγόνια. Πρώτα με εμένα που σας τα αφηγούμαι όλα αυτά, καθώς είδα πρώτος το φως.
*
Καβαλούσαμε αυτός το άλογο κι εγώ το γαϊδαράκο και κάναμε περιοδεία στα χωράφια του παλιού χωριού. Ήθελε άλλοτε να ελέγξει τις μάντρες και τις μπασιές, άλλοτε να κρεμάσει στις συκιές «αρσενικά» σύκα, για να ευνοηθεί η γονιμοποίηση των ήμερων δέντρων, άλλοτε να δούμε αν κοντεύει το μάζεμα των καρυδιών. Και κάθε φορά, μου εξηγούσε:
«Εδώ, στην Κατοχή, βάζαμε ντομάτες και κάναμε πελτέ… Υπήρχε νερολόγος και κανόνιζε πότε θα έρθει σε μας το νερό για πότισμα… Έμενε ο πατέρας σου τη νύχτα και καρτερούσε, είχε φτιάξει και καλύβα στα σταυρώματα αυτής της καρυδιάς, ανέβαινε πάνω και κοιμόταν… αλλά όταν ξεκινούσε το πότισμα πήγαινε στο κάτω μέρος του μπαξέ και κοιμόταν με το πόδι στο αυλάκι… όταν έφτανε το νερό, τον ξυπνούσε!»
Γελούσαμε και οι δύο, σα να ήταν το πιο αστείο πράγμα του κόσμου. Μετά, συνέχιζε την αφήγησή του:
«Φτιάχναμε λοιπόν όσο μπορούσαμε και τον πηγαίναμε στο Πεταλίδι. Αυτοί δεν είχαν μποστάνια, αλλά είχαν ελιές, που εμείς δεν είχαμε… Μια οκά λάδι, μια οκά πελτέ!»
«Αφού έχουμε ελιές, παππού…»
«Έχουμε τώρα, που τις φυτέψαμε τις περισσότερες με τον πατέρα σου και μεγάλωσαν…»
Μου έδειχνε τα σύνορα, εκεί που δεν υπήρχαν μάντρες.
«Να θυμάσαι, αυτή η πέτρα η μεγάλη και ίσια σ’ εκείνη τη γκορτσιά…»
«Τρώγονται τ’ αγκόρτσα;»
«Άμα σε σφίξει η πείνα, τρώγονται και τα βελανίδια…»
Του άρεσε να μου αφηγείται ιστορίες από την Κατοχή, όπως τότε που τον κατέδωσε ένας συγγενής ότι έχει όπλο στο σπίτι (σιγά μην παράδινε το κυνηγετικό του, αλλά και σιγά μην το κρατούσε στο σπίτι…) και τον πήραν οι Ιταλοί για ανάκριση και ήταν έτοιμοι να τον αρχίσουν στο ξύλο, αλλά θες ότι τους έπεισε για την αθωότητά του, θες η γιαγιά που κατέφθασε θρηνοκοπώντας, τη γλίτωσε τότε. («Μη βρέχεις, μη βρέχεις – δηλαδή μην κλαις, μου έλεγε ένας Ιταλός παιδάκι μου…», αφηγιόταν η γιαγιά, στη δική της εξιστόρηση της κρίσιμης ώρας) Και μετά, καιρό πολύ, κοιμόταν τα βράδια σε κρυψώνες έξω από το σπίτι, γιατί οι αντάρτες ήθελαν να τον επιστρατεύσουν, όχι σε εθελοντική βάση…
Μου έδειχνε τις φωλιές των πουλιών στα κλήματα, γιατί εκεί είμαστε τις περισσότερες φορές, οι δουλειές της σταφίδας τελειωμό δεν είχαν…
«Έλα να δεις, έχει και αυγά μέσα!»
Άνοιγα τα μάτια μου και γέμιζαν με τα θαύματα του κόσμου. Κι ο παππούς από δίπλα, με το ψαλίδι του κλαδέματος, με τη φαλτσέτα για το χαράκωμα, με το κοφίνι για τον τρύγο, σιγοτραγουδούσε:
«Να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία…»
Αργότερα, παρόλο που είχε κάπως μεγαλώσει, ήταν αυτός που άπλωνε τα σταφύλια στ΄ αλώνια, να λιαστούν. Και με μάλωνε, κάθε φορά που δεν άδειαζα προσεχτικά το κοφίνι, να μη σπάνε οι ρόγες.
«Σιγά, λέμε… Από χαμηλά! Τι το αδειάζεις από κει πάνω, είσαι και δυο μέτρα!»
«Εντάξει, παππού»
«Δεν πετάγεσαι να βγάλεις νερό; Κορακιάσαμε…»
Πήγαινα ως το πηγάδι του κτήματος (που το είχε ανοίξει ο ίδιος…) και τραβούσα νερό με τον κουβά και το μαγγάνι. Κρύο, πεντακάθαρο, πεντανόστιμο. Ο παππούς άδειαζε την κούπα και δεν παρέλειπε να πει:
«Αχ… τη δροσιά του να ‘χεις!»
(«Τη δροσιά του να ‘χεις το Γενάρη…» διόρθωνε ο πατέρας, μεγάλο πειραχτήρι, που κατέφθανε με το δικό του κοφίνι και έπινε κι αυτός)
Όταν δεν είχα σχολείο, ακολουθούσα τον παππού. Μια μέρα τον ψήσαμε, με τον αδερφό μου, να μας οδηγήσει στην κορυφή του βουνού μας, του Λυκόδημου. Ξεκινήσαμε πριν χαράξει, αφήσαμε το γάιδαρο στη μέση της διαδρομής, στο Ρωμύρι, και συνεχίσαμε προς τα πάνω. Ο παππούς μας έδειχνε τα χωράφια του.
«Τούτο είναι το αλώνι… εδώ αλωνίζαμε, με τα βόδια γύρω γύρω και μετά λιχνίζαμε με το δεκριάνι, όταν φυσούσε… έπεφτε το στάρι, έφευγε το άχερο… μη κοιτάτε τώρα που τα κουβαλάμε και μας τα αλωνίζουν οι μηχανές… μεγάλη ευκολία!»
Και λίγο παραπάνω, κοντοστεκόταν
«Ε, να βλέπατε σ’ αυτή την ανοιχτωσιά… Πιανόντουσαν τα κορίτσια και χορεύανε…»
Όπως πάντα, δεν προχωρούσε σε λεπτομερέστερη αφήγηση περί των κοριτσιών – μας άφηνε με την περιέργεια.
Φτάσαμε στην κορυφή, είδαμε τη Μεσσηνία από ψηλά – κι όταν γυρίσαμε το μεσημεράκι στο χωριό μάθαμε και τα νέα της ημέρας: είχε γίνει το πραξικόπημα του Σαμψών στην Κύπρο – ήταν δηλαδή 15 Ιουλίου 1974.
Ο παππούς κάποια στιγμή αρρώστησε, από δύσκολη αρρώστια. Το πάλεψε μερικούς μήνες, έφτασε στο τέλος. Λες και περίμενε, όμως, έφυγε ένα βράδυ παραμονές Χριστουγέννων, όταν είχα επιστρέψει κι εγώ από τη Θεσσαλονίκη για τις γιορτές. Νύχτα βαθειά έγινε – και νωρίς το απογεματάκι το ξόδι. Οι γυναίκες τον θρήνησαν κατά τη τάξη, το χωριό τον αποχαιρέτησε (και πολλοί από τα γειτονοχώρια).
Όταν τελείωσαν όλα, επιστρέψαμε στο σπίτι, όπου μας περίμενε το δείπνο: Χοιρινό βραστό και φέτες (πραγματικό) ψωμί. Καμιά δεκαριά εγγόνια και νεότεροι μπαρμπάδες καθίσαμε πλάι στα βαρέλια και αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε, ώσπου (παραλίγο) να πιάναμε και το τραγούδι…
*
Αυτά και άλλα πολλά μου ήρθαν στο μυαλό καθώς άνοιγα τα παλιά γράμματα. Αυτά για σήμερα, τα άλλα, μιαν άλλη φορά…
*
Ζέρβας Πάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου