π. Ν. Λουδοβίκος*,
Καθηγητής Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Θεσσαλονίκης και Ορθοδόξου Ινστιτούτου Πανεπιστημίου του Cambridge
Η συζήτηση ενός θέματος σαν το παραπάνω έχει νόημα μόνον σε μια οντολογική και υπαρξιακή προοπτική. Συζητούμε τα εκκλησιολογικά προβλήματα μόνον επειδή αφορούν καίρια το Είναι του ανθρώπου και το Είναι του κόσμου. Η σύνδεση της εκκλησιολογίας με την οντολογία την ίδια είναι ένα μέγιστο δίδαγμα απορρέον από τα βάθη της πατερικής παράδοσης, διδασκαλία που κορυφώθηκε αναμφίβολα με το έργο, όπως θα δούμε, ενός Διονυσίου Αρεοπαγίτη και ολοκληρώθηκε στο έργο ενός Μαξίμου Ομολογητή.
Το θέμα μας όπως διατυπώνεται υπεμφαίνει μια καταρχήν διαφοροποίηση μεταξύ δύο στοιχείων συστατικών της κάθε εκκλησιολογίας και οφείλουμε να αναζητήσουμε την πηγή της. Στην αρχαία εκκλησιολογία συναντούμε πράγματι την θεμελιώδη εκείνη ένταση, που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε χρησιμοποιώντας σύγχρονους όρους ως ένταση μεταξύ Υποκειμένου και Δομής, ή, πιο θεολογικά, μεταξύ Χαρίσματος και Θεσμού.
Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε η νεοπλατωνική καταγωγή του διλήμματος και η εξίσου πλατωνική υφή και των δύο λύσεων οι οποίες προτάθηκαν καταρχήν, προτού δηλαδή αμφότερες ενσωματωθούν στο Αρεοπαγιτικό εκκλησιολογικό μοντέλο, το οποίο έκτοτε σε Δύση και Ανατολή κυριάρχησε.
Η διάσχιση μεταξύ Υποκειμένου και Δομής ή Χαρίσματος-Θεσμού έλαβε τη χαρακτηριστική της μορφή στον Ωριγένη, για την Ανατολή, και τον Αυγουστίνο, για τη Δύση. Και στον μεν Ωριγένη δημιουργείται μια τεχνητή διάκριση μεταξύ μιας ουράνιας ή νοητής Εκκλησίας από τη μια και μιας επίγειας τοιαύτης από την άλλη. Στην πρώτη, μ' ένα χαρακτηριστικά πλατωνικό και στωικό και πρωίμως ατομιστικό τρόπο ανήκουν οι εκλεκτοί οι οποίοι καλλιεργούν την εσωτερικότητα τους, ακολουθώντας την ουράνια πτήση του Λόγου μετά την Ανάληψή του, οπότε η ένωσή Του με την ανθρώπινη φύση αποδεικνύεται ασταθής, καθώς μόνον η ψυχή Του δύναται να ακολουθήσει προς τα άνω. Η επίγεια Εκκλησία είναι αυτή που αφορά τους πολλούς, οι οποίοι χρειάζονται Μυστήρια και Ιεραρχία για να πλησιάσουν τον Θεό. Ιδρυματισμός και Ατομικισμός γεννώνται έτσι ταυτόχρονα, κάτι το οποίο στη Δύση θα συμβεί με ομόλογο τρόπο, μέσω του Αυγουστίνου.
Είναι απολύτως βέβαιο πως η διάσχιση αυτή δεν υπήρξε στην αρχαία εκκλησιολογία. Είναι όμως εθελοτυφλία να μην βλέπουμε τη διάσχιση αυτή στη συνέχεια, αποδίδοντας, όπως πράττουν επιφανείς σύγχρονοι Ορθόδοξοι εκκλησιολόγοι, το όλο ζήτημα σε δόλια προτεσταντική επινόηση. Στην ιστορία της πατερικής θεολογίας έγινε έκτοτε σειρά προσπαθειών προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα που περιγράψαμε. Πέρα από την προσπάθεια του Κυπριανού Καρθαγένης (στην οποία πρόκειται να αναφερθεί ο έτερος των ομιλητών), άκρως σημαντική είναι και η προσπάθεια του Μακαρίου του Αιγυπτίου προς την κατεύθυνση αυτή. Πράγματι ο Μακάριος ζητά μια «ενδοβολή» της Εκκλησίας, ως υπαρξιακού και οντολογικού γεγονότος, ούτως ώστε η προσωπική ασκητική να ισούται προς προσωπική «εκκλησιοποίηση» του πιστού, πέρα από ψυχολογισμούς και ευσεβισμούς.
Συγκλονιστικότερη πάντων ωστόσο υπήρξε η προσπάθεια του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Ο Αρεοπαγίτης μεταφέρει στην εκκλησιολογία την θεμελιώδη νεοπλατωνική ιδέα πως η ιδεώδης γήινη πραγματικότητα αποτελεί αντίγραφο και εικόνα της ουράνιας πραγματικότητας, η εκκλησιαστική Ιεραρχία είναι εικόνα της ουράνιας Ιεραρχίας. Αυτό σημαίνει αναζήτηση τριαδικών δομών παντού, τόσο στις αγγελικές τάξεις, για παράδειγμα, όσο και στις εκκλησιαστικές τοιαύτες. Ο Επίσκοπος, ο Πρεσβύτερος, ο Διάκονος, έτσι, όπως και ο θεούμενος, ο φωτιζόμενος και ο καθαιρόμενος, ή, η Ευχαριστία, το Χρίσμα και το Βάπτισμα, αποτελούν τέτοιες εκκλησιάστικες τριάδες, συνδεδεμένες υπαρξιακά μεταξύ τους απολύτως και με την υποχρέωση, σε κάθε επίπεδο, η ενέργεια ή η γνώση ή η υπαρξιακή πληρότητα που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη τάξη να συμπίπτουν. Βεβαίως ο Αρεοπαγίτης δεν θεωρεί τις εκκλησιαστικές τάξεις ως αυτόφωτες και, επιπλέον, τις θέλει, υπαρξιακώς και αγαπητικώς εξαρτώμενες, ξεπερνώντας έτσι τις νεοπλατωνικές Ιεραρχίες. Κάθε αρεοπαγιτική τάξη οφείλει την ενέργεια και τη γνώση της στο Θεό τον ίδιο και όχι στον εαυτό της. Με τoν τρόπο αυτό η Δομή υπάρχει και είναι οντολογικώς απόλυτη, πλην όμως οφείλει να επαληθεύεται, και υπαρξιακά. Στο σημείο αυτό υπάρχει ένα σοβαρότατο πρόβλημα στα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, αφού τελικά δεν γνωρίζουμε, ξανά, ποιο από τα δυο στοιχεία είναι το θεμελιωδέστερο. Βεβαίως, μέσα στην ιστορία, το στοιχείο της ιεροποιημένης Δομής βάρυνε περισσότερο, τουλάχιστον για την ρωμαιοκαθολική και την ορθόδοξη εκκλησιολογία, με συνέπεια την υπερέξαρση της νομοκανονικής δομής, στις εκκλησίες αυτές.
Στη θεολογική έρευνα, δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτή η μεγάλη προσφορά του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, ο οποίος είναι ακριβώς αυτός που έλυσε το συντριπτικό αυτό πρόβλημα. Με βάση τη θεολογία του είναι δυνατόν να μιλήσουμε για μιαν «Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοούσιου», η οποία υπερβαίνει τόσο το πρόβλημα του «επισκοπομονισμού», της απόλυτης δηλαδή προτεραιότητας της δομής στην εκκλησιολογία, όσο και το πρόβλημα του «λαϊκισμού», δηλαδή του άκρατου και ανεξέλεγκτου ατομικισμού. Για τον άγιο Μάξιμο λοιπόν, το κάθε εκκλησιαστικό χάρισμα είναι «μίμησις» μιας ανάλογης άκτιστης ενέργειας του Θεού («μίμησις» εδώ σημαίνει μετοχή). Η πληρότητα των ακτίστων ενεργειών αυτών αποτελεί το ένα Σώμα του Χριστού και καθε μία τους είναι ο ίδιος ο Χριστός σε μια διαφορετική φανέρωση Του. Κάθε πιστός είναι χαρισματούχος, μετέχοντας έτσι με το χάρισμά του στον Χριστό τον ίδιο. Όπως όλες οι άκτιστες ενέργειες είναι ενωμένες μεταξύ τους, ενοποιώντας ταυτόχρονα την Κτίση, έτσι ακριβώς και κάθε χάρισμα ενοποιεί την εκκλησία, όντας ομοουσίως ενωμένο με όλα τα άλλα χαρίσματα. Το χάρισμα του Επισκόπου είναι το να μην χαθεί κανένα από τα υπόλοιπα χαρίσματα και επιπλέον η μύηση στην ομοούσια πληρότητα του κάθε χαρίσματος. Η ενότητα της Εκκλησίας συνεπώς δεν συμβαίνει μόνον «εν τω Επισκόπω», αλλά και εντός κάθε χαρίσματος, ταυτόχρονα. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία είναι μεν δεδομένη από την πλευρά του Θεού, πραγματώνεται όμως, μόνον στο βαθμό της ελεύθερης «μιμήσεως», υπό των χαρισματούχων, των συγκεκριμένων ακτίστων ενεργειών του Θεού. Μιλούμε για την Εκκλησία μόνον «αποφατικά» (επειδή είναι αδύνατον να την θεωρήσουμε σαν αντικειμενοποιημένη δομή και δήθεν παγιωμένη εικόνα της Βασιλείας του Θεού), δηλαδή ως γιγνόμενη Εκκλησία, στο βαθμό της «μιμήσεως» των θείων ενεργειών που πραγματώνουν, ήδη από τώρα, τα έσχατα στην Ιστορία.
*. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος γεννήθηκε στο Βόλο. Σπούδασε Ψυχολογία, Παιδαγωγική, Θεολογία και Φιλοσοφία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Παρίσι (Σορβόννη Paris 4 και Institute Catholique de Paris) και το Cambridge. Είναι διδάκτορας Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1990). Εργάστηκε στο Ερευνητικό Κέντρο για τον Αρχέγονο Χριστιανισμό Tyndale House του Cambridge και δίδαξε ή έδωσε σεμινάρια στο Κέντρο Προχωρημένων Θεολογικών και Θρησκευτικών Σπουδών (C.A.R.T.S.) της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Cambridge, στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο του Cambridge, στο Πανεπιστήμιο του Durham, δίνοντας επίσης διαλέξεις και σε άλλα Πανεπιστήμια ή Ερευνητικά Κέντρα. Σήμερα είναι καθηγητής της Δογματικής και της Φιλοσοφίας στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης-συγγραφέας στο μεταπτυχιακό Θεολογικό Πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και part-time λέκτορας στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Cambridge. Έργα του σε μορφή βιβλίου: Η Ευχαριστιακή Οντολογία (Δόμος, Αθήνα, 1992), Η Κλειστή Πνευματικότητα και το Νόημα του Εαυτού (Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 19992) και Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου. Η αρχέγονη Εκκλησία σήμερα (Αρμός, Αθήνα, 2002).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου