Εισήγηση στην ημερίδα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που οργάνωσε ο Δήμος Ναυπάκτου στην Παπαχαραλάμπειο αίθουσα
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Το θέμα το οποίο πρόκειται να εισηγηθώ
είναι πολύ μεγάλο και έχει πολλές προεκτάσεις, ήτοι θεολογικές,
κοινωνικές και λογοτεχνικές, αφού άλλωστε μέσα από τα κείμενα των
λογοτεχνών μας περνούν όλοι οι καϋμοί, τα οράματα και τα βιώματα του
λαού μας. Ωστόσο όμως 0ά επιδιώξω να παρουσιάσω, με συντομία, μερικές
από τις κρίσιμες απόψεις του θέματος και κυρίως θα εντοπίσω το θέμα
Ορθοδοξίας και Πουριτανισμού σε δύο έργα, στο έργο του Παπαδιαμάντη «Εξοχική λαμπρή» και στο έργο του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Και πάλι τονίζω ότι δεν θα εξετάσω όλες τις πλευρές που θα μπορούσα να κάνω, αλλά μερικά από όσα νομίζω ότι είναι εκθέσιμα.
Ο εξευρωπαϊσμός της Ελλάδος
Πριν προχωρήσω όμως στην καθ’ εαυτό ανάπτυξη του θέματός μου, θα ήθελα να δούμε για λίγο τον «χώρο» στον οποίο μεγάλωσε ο Παπαδιαμάντης και βέβαια και τον τρόπο ζωής του κληρονόμησε ο Καζαντζάκης.
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη για τον ελληνισμό, ήτοι το 1851, και βέβαια μεγάλωσε σε μια εποχή κατά την οποία γινόταν επίσημες διεργασίες για τον πολιτιστικό Εκσυγχρονισμό της Ελλάδος, που ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό, και αυτός ο πολιτιστικός εκσυγχρονισμός ταυτόχρονα είναι και προδοσία έναντι όλου του πολιτιστικού πλούτου του Γένους.
Τελευταία διάβασα δύο καταπληκτικά κείμενα, ήτοι το βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα με τίτλο «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα (1820-1880)», που είναι από τα εγκυρότερα επιστημονικά βιβλία πάνω στο θέμα αυτό, και ένα κείμενο της Ευθυμίας Μαυρομιχάλη με τίτλο «Οι καλλιτεχνικοί σύλλογοι και οι στόχοι τους (1880-1910)». Και τα δύο αυτά κείμενα, χωρίς να αναφέρονται στον Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τα πλαίσια μέσα στα οποία έζησε και μεγάλωσε, αλλά και κοιμήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και νομίζω δείχνουν την μεγαλωσύνη αυτού του ανθρώπου.
Η Έλλη Σκοπετέα στο βιβλίο της εκθέτει διεξοδικά το γεγονός ότι μετά την Επανάσταση του 1821 παρατηρείται στον ελληνικό χώρο μια προσπάθεια απογαλακτισμού της Ελλάδος από την έως τότε παράδοσή της και την προσάρτησή της στην Ευρώπη. Οπότε με όλες τις διεργασίες που έγιναν προσπάθησαν οι Ευρωπαίοι να αναπτύξουν μια καινούρια ιδεολογία και μια νέα συνείδηση στους Έλληνες πολίτες του Ελληνικού Κράτους. Η διεξοδική ανάπτυξη της διαφοράς μεταξύ των Ελλήνων και των Ελλαδιτών, η προσπάθεια ορισμού των συνόρων του νέου Κράτους, οι διαμάχες μεταξύ των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων και η τελική νίκη των αυτοχθόνων, η διάκριση μεταξύ «των μέσα και έξω Ελλήνων» και η διαφορά μεταξύ Επτανησίων και Φαναριωτών δείχνει την διπολικότητα των κατοίκων που ζούσαν στο Ελληνικό Βασίλειο. Παρατηρείται μια προσπάθεια να αποκτήσουν οι Έλληνες ευρωπαϊκή ταυτότητα μέσα από την γλώσσα, την θρησκεία και την Παιδεία. Με πολλές προσπάθειες κατασκευαζόταν ένα «πρότυπο Βασίλειο», το ελληνικό Κράτος, το οποίο ταυτιζόταν με το εθνικό Κράτος, και το οποίο «άρχιζε στην ουσία από το σημείο μηδέν»1. Το κενό που άφηνε η απομάκρυνση του Τούρκου καταχτητή έπρεπε να καλυφθή. «Επείγε η ανάγκη της αυτοτελούς πλέον επεξεργασίας μιας νέας συνείδησης, στο νέο πλαίσιο αναφοράς που ήταν το εθνικό κράτος»2. Μάλιστα ο Σπυρίδων Τρικούπης ως εξής καταγράφει το διπλό χαρακτηρισμό της Επανάστασης του 1821: «επανάστασις και αποστασία»3. Και βέβαια «η κατεύθυνση την οποία ακολούθησε το Βασίλειο ήταν δεδομένη: εξομοίωση με την Ευρώπη»4 και μάλιστα την Ευρώπη του διαφωτισμού, που σαφώς απομακρυνόταν από τον ορθόδοξο φωτισμό.
[…]
Ορθοδοξία και Πουριτανισμός
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ιστορική Εκκλησία, που αποτελεί συνέχεια του πρώτου Χριστιανισμού, όπως τον διέσωσαν οι Απόστολοι, οι Αποστολικοί Πατέρες, οι μεγάλοι Πατέρες, οι Μάρτυρες και Ομολογητές, οι Όσιοι και ασκητές. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος είναι το αντικείμενο της αγάπης του Θεού. Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, με την διαφορά ότι οι άνθρωποι ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση εκλαμβάνουν και βιώνουν την αγάπη του Θεού κατά διαφορετικό τρόπο, είτε ως Κόλαση είτε ως Παράδεισο. Η αμαρτία εκλαμβάνεται ως ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως, και επομένως η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού έγινε για να θεραπεύση τον άνθρωπο και να τον ελευθερώση από τα συμπτώματα της αμαρτίας που είναι ο θάνατος και η φθορά. Επίσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύουμε ότι η τελική κρίση θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ότι ο Θεός έδωσε την κρίση στον Χριστό που θα την εξασκήση κατά την Δευτέρα Παρουσία. Έτσι η Εκκλησία δεν εκλαμβάνεται ως νομικό κατασκεύασμα, ούτε ως ιδεολογικό σωματείο για τους καθαρούς και άγιους, αλλά ως το πνευματικό νοσοκομείο θεραπείας των αμαρτωλών και μετανοούντων. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μελών της Εκκλησίας είναι η αγάπη, η ταπείνωση, η μετάνοια και η αυτομεμψία.
Η Μεταρρύθμιση που παρατηρείται στην Δύση ως αντίδραση στο σκληρό πνεύμα του Παπισμού δημιούργησε μια καινούρια επανάσταση και βέβαια είχε σχέση με την Αναγέννηση που είχε προηγηθή από αυτήν και τον Διαφωτισμό που ακολούθησε την Μεταρρύθμιση. Οι Προτεστάντες απέρριψαν ολόκληρη την Παράδοση, ήτοι τα μυστήρια, τις λειτουργικές τέχνες και κράτησαν μόνον την Αγία Γραφή. Καλλιέργησαν τον Ορθολογισμό και βεβαίως εξέφρασαν τον απόλυτο προορισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως προορισμένοι ή για την σωτηρία ή για την καταδίκη. Μέσα στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκε ο ευσεβισμός, ως προσπάθεια της καθαρότητος των αισθήσεων, χωρίς άλλη προσπάθεια καθάρσεως της καρδιάς, και ο Πουριτανισμός.
Με τον όρο Πουριτανισμό εννοούμε τους Καλβινιστές της Αγγλίας που παρουσιάσθηκαν εκεί όταν βασίλευε η Ελισάβετ (1558-1603). Την εποχή εκείνη εισήχθησαν στην Αγγλία τα καθολικά στοιχεία και τότε οι Καλβινιστές της Αγγλίας αντέδρασαν και έτσι κατήργησαν τον επισκοπικό βαθμό, γενόμενοι «πρεσβυτεριανοί» και διαμόρφωσαν την διδασκαλία τους και την λατρεία τους κατά τα καλβινιστικά πρότυπα, απέκτησαν σιωπηλό, σκυθρωπό και πεισματώδη χαρακτήρα7.
Φαίνεται στα όσα συνοπτικώς εξέθεσα πιο πάνω η διαφορά μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Πουριτανισμού. Κυρίως θα ήθελα να επικεντρώσω αυτήν την διαφορά σε δύο σημεία, γιατί αυτό θα μας βοηθήση στα όσα θα εκτεθούν πιο κάτω σχετικά με τον Παπαδιαμάντη και τον Καζαντζάκη. Το ένα είναι ότι οι Προτεστάντες Πουριτανοί στηρίζονται στον Σταυρό του Χριστού, ενώ η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως δια του Σταυρού. Και το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι Πουριτανοί χωρίζουν τους ανθρώπους διαλεκτικώς σε καλούς και κακούς, απορρίπτοντας τους μεν και εκθειάζοντας τους δε, ενώ οι Ορθόδοξοι, επειδή δεν δέχονται τον απόλυτο προορισμό, θεωρούν την αμαρτία ως ασθένεια που ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, και ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο μέσα στο οποίο κατά διαφόρους βαθμούς δεχόμαστε, με την ελεύθερη θέλησή μας, την θεραπεία, δια της ακτίστου Χάριτος του Θεού.
«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και η «Εξοχική Λαμπρή»
Ύστερα από όσα ανέφερα προηγουμένως θα προχωρήσω να εντοπίσω τα δύο κεντρικά σημεία της διαφοράς μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Πουριτανισμού στους δύο αυτούς συγγραφείς, δηλαδή στον Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη, και μάλιστα στα δύο συγκεκριμένα έργα τους «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Εξοχική λαμπρή», Θα μπορούσα να επεκτείνω το θέμα σε άλλα σημαντικά κείμενά τους αλλά χάριν οικονομίας χρόνου θα περιορισθώ σε αυτά.
Κατ’ αρχάς ο τίτλος των δύο διηγημάτων προσδιορίζει την διαφορά.
Ο Καζαντζάκης αρχίζει το έργο του με αναφορά στην αναπαράσταση της σταυρώσεως του Χριστού και συνεχίζει να περιγράφη τον σταυρό που σήκωνε ο λαός της συγκεκριμένης εκείνης εποχής που πεινούσε, σε σχέση με την άρχουσα τάξη της εποχής τους. Ο σταυρός είναι το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του και τον βλέπει χωρίς την ανάσταση. Αυτό το βλέπουμε και στο βιβλίο του «Ο φτωχούλης του Θεού», όπου παρουσιάζεται ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, εκφραστής του δυτικού Χριστιανισμού, να ανέρχεται στον υψηλότερο βαθμό της πνευματικής ζωής όταν «ο φτερωτός Σταυρωμένος» τον άγγιξε σαν μια αστραπή. Ο Φραγκίσκος φώναζε: «Ακόμα! Ακόμα! Θέλω ακόμα! Κι η θεία φωνή από πάνω του: Μη ζητάς παραπέρα. εδώ σταματάει ο ανήφορος του ανθρώπου, στην Σταύρωση». Και όταν ο Φραγκίσκος κραύγαζε απελπισμένα: «Θέλω παραπέρα, την Ανάσταση», η φωνή του Χριστού του αποκρινόταν: «Αγαπημένε Φραγκίσκο, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ανάσταση είναι ένα». Και όταν έφυγε ο φτερωτός σταυρωμένος Χριστός, τότε έτρεχε το αίμα από τα πόδια και τα χέρια του Φραγκίσκου, «και στο πλευρό του έτρεχε μια ανοικτή φαρδιά πληγή, θαρρείς καμωμένη από λόγχη»8.
Αντίθετα ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Εξοχική λαμπρή» περιγράφει την ορθόδοξη ατμόσφαιρα της εορτής της Αναστάσεως, που έγινε κατά τρόπον παραδοσιακό, στα Καλύβια. Έψαλαν τον Κανόνα στην Εκκλησία και ύστερα «ήναψαν τας λαμπάδας κ εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν’ ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτιχήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων, <των> υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών άνθεων της αγραμπελιάς»9. Οι χωρικοί κοινώνησαν και στην συνέχεια «περί την μεσημβρίαν, μετά την Β Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους παρά την δροσεράν πηγήν»10. Έφαγαν και ήπιαν. «Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο»11. Ο μπαρμπα-Κίτσος έψαλε το Χριστός ανέστη, αλλά παρά την ιδιορρυθμία της ψαλμωδίας «ουδείς ποτέ έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού»12. Και «περί την δείλην είχεν άρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος»13.
Δηλαδή, ενώ ο Καζαντζάκης περιγράφει μια πνευματική ζωή γεμάτη αγωνία και σταύρωση, πληγές και αίματα, όπως φαίνεται και σε άλλα κείμενά του, ήτοι στην «Ασκητική» του, εν τούτοις ο Παπαδιαμάντης επιμένει στην Ανάσταση του Χριστού, που την πανηγυρίζει ολόκληρη η φύση, αλλά και την χαίρονται οι άνθρωποι με ιλαρότητα, φυσικότητα και πολύ ομορφιά.
Στα κείμενα αυτών των δύο μεγάλων λογοτεχνών μας παρουσιάζεται και το δεύτερο σημείο που ανέφερα πιο πάνω. Συγκεκριμένα ο Καζαντζάκης χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, με βάση την πουριτανική ηθική, που στηρίζεται στον απόλυτο προορισμό και τον ευσεβιστικό ανθρωπισμό, ενώ ο Παπαδιαμάντης αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους με στοργή και αγάπη. Δεν αμνηστεύει τα ελαττώματά τους, αλλά τα βλέπει μέσα σε όλη την προοπτική της προσωπικότητός τους καθώς επίσης τα αφήνει στην Πρόνοια, το έλεος και την κρίση του Χριστού. Δεν αποσπά ανθρωποκεντρικά και αυτάρεσκα την κρίση από τον Χριστό.
Επίσης, και στα δύο αυτά κείμενα παρουσιάζονται και ερμηνεύονται διάφορες ενέργειες δύο ζευγών Ιερέων. Στον Καζαντζάκη περιγράφεται ο παπα-Φώτης και ο παπα-Γρηγόρης, στον δε Παπαδιαμάντη ο παπα-Κυριακός και ο παπα-Θοδωρής. Ο Καζαντζάκης είναι απόλυτος και τους ερμηνεύει μέσα στο σχήμα ο καλός και ο κακός. Ο Παπαδιαμάντης δεν θέτει τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τα ελαττώματα αλλά τελικά τονίζει την μετάνοια και το ορθόδοξο ήθος.
Στον Καζαντζάκη ο παπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται «φαταούλας»14, «τραγογένης»15, «θεομπαίχτης», «ψεύτης»16, είναι παπάς «με την γεμάτη κοιλιά... με τα διπλά προγούλια»17. Γράφει έντονα απαξιωτικά και καταδικαστικά για τον παπα-Γρηγόρη. Το ίδιο πνεύμα παρατηρείται και στους άλλους χωριανούς, όπως τον γερο-Πατριαρχέα, τον Χατζή - Νικολή, τον γερο-Λαδά18, την Κατερίνα, την χήρα19 κλπ. Αντίθετα ο παπα-Φώτης, για τον Καζαντζάκη, ήταν ο καλός παπάς, που δεν έχει κανένα ψεγάδι επάνω του και αγωνίζεται για το ποίμνιό του που πεινούσε. «Μπροστάρης πήγαινε ένας παπάς ηλιομαυρισμένος, αδύναμος, με μεγάλα μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές κάτω από τα’ άγρια φρύδια, με αριά γκρίζα γένια σφηνωτά. Έσφιγγε στην αγκαλιά του ένα βαρύ Ευαγγέλιο ασημοδεμένο και φορούσε το πετραχήλι του»20. Είναι σαφής η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ καθαρών και μη καθαρών ιερέων. Πρόκειται για ένα καθαρό πουριτανισμό και ευσεβισμό.
Στον Παπαδιαμάντη, όμως, δεν παρατηρούνται τέτοιες διαλεκτικές αντιθέσεις. Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και όλοι έχουν στοιχεία και σημεία βδελυκτά ενώπιον του Θεού και αναζητούν το έλεος του Θεού. Αυτό φαίνεται στην «Εξοχική λαμπρή», στις αντιδράσεις μεταξύ του παπα-Κυριακού και του παπα-Θοδωρή, ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε ο παπα-Κυριακός στην εσφαλμένη είδηση του υιού του Ζάχου. Κάνοντας ο παπα-Κυριακός την Ανάσταση στα Καλύβια, έμαθε από τον γυιό του ότι ο παπα-Θοδωρής του έκλεβε τις λειτουργίες, που λειτουργούσε στον κεντρικό Ναό, ενώ, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν έκανε κάτι τέτοιο. Αναστατώνεται ο παπα-Κυριακός, ο οποίος, γνήσιος εκπρόσωπος του ελληνικού Κλήρου, «πλην μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά πάντα άμεπτος». Ο παπα-Κυριακός φαινόταν ως πλεονέκτης, γιατί ήθελε να μεγαλώση τα παιδιά του, λίγο δύσπιστος αλλά «ανοικτόκαρδος»21. Με την πληροφορία που του μετέφερε ο υιός του αγανάκτησε, δεν συγκρατήθηκε, αμάρτησε, έφυγε από την Εκκλησία, για να πάη εκείνη την ώρα να συλλάβη επ αυτοφόρω τον συνεφημέριό του, αλλά στον δρόμο, στον νερόμυλο, αισθάνθηκε την πτώση του και «ποιήσας το σημείον του σταυρού «ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον, μη με συνερισθής»22. Και στην συνέχεια: «ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. «Ω, Κύριε, είπεν ολοφύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης δια τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα»23. Επέστρεψε και έτσι τελείωσε την θεία Λειτουργία, όμως «αυτός δεν εκοινώνησε, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα»24.
Στον Παπαδιαμάντη δεν παρατηρεί κανείς ούτε ίχνος πουριτανισμού και ευσεβισμού, δεν χωρίζει τους Κληρικούς σε καλούς και κακούς, δεν κρίνει τον παπα-Κυριακό, αλλά και αυτήν την πτώση του την αντιμετωπίζει με συμπάθεια και την εντάσσει στο κλίμα της μετανοίας. Ο Παπαδιαμάντης εκφράζει την άποψη ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι έχουμε ανάγκη του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Μόνον ο Θεός είναι καθαρός και, με την απόλυτη σημασία της λέξεως, άγιος. «Εις μόνος άγιος, εις μόνος Κύριος. Ιησούς Χριστός». Αυτό το βλέπουμε σε πολλά κείμενά του, ιδίως στο «Έρωτας στα χιόνια» και «Χωρίς στεφάνι».
Ο Παπαδιαμάντης και ο Καζαντζάκης είναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οι οποίοι εκφράζουν και διατυπώνουν στα κείμενά τους εκφράσεις της κοινωνίας μας. Όμως διαφορετική είναι η προοπτική μέσα από την οποία παρατηρούν την κοινωνία μας, και βεβαίως εκφράζουν δύο ερμηνευτικές παραδόσεις. Αυτό φαίνεται σε όλο το έργο τους. Ο Καζαντζάκης έχει επηρεασθή από την θρησκευτικότητα που παρατηρείται στην Δύση, είτε με την μορφή του Παπισμού, είτε με την μορφή του Προτεσταντισμού, ενώ ο Παπαδιαμάντης έχει επηρεασθή από τις παραδόσεις του λαού, τους φιλοκαλικούς Πατέρες και το Άγιον Όρος, το πνεύμα και την ζωή της Ρωμηοσύνης.
Προσωπικά με ικανοποιεί αφάνταστα ο Παπαδιαμάντης. γιατί βλέπει τον κόσμο με φιλανθρωπία, αρχοντική αγάπη, τρυφερότητα και ευαισθησία, η οποία προέρχεται από την ορθόδοξη αυτομεμψία και νομίζω ότι, αν έβαζαν τον Παπαδιαμάντη να κρίνη τον Καζαντζάκη, θα τον άφηνε στο έλεος του Θεού. Αυτό δείχνει την πνευματική αρχοντιά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
πηγή
___________________________
1. Έλλης Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η «Μεγάλη Ιδέα», όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα, 1830- 1880 Aθήνα 1988. σελ. 30-31
2. ένθ. ανωτ. σελ. 31
3. ένθ. ανωτ. σελ. 39
4. ένθ. ανωτ. σελ. 44
5. ένθ. ανωτ. σελ. 274
6. βλ. Ευθυμίας Μαυρομιχάλη, Ο Γλύπτης Δημήτριος Ζ. Φιλιππότης, εκδ. Στρατή Γ. Φιλιππότη, Αθήνα 2003
7. Αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, σελ. 633
8 Νίκου Καζαντζάκη, Ο φτωχούλης του Θεού, εκδ. Ε. Καζαντζάκη. Αθήνα 1964. Ε1 εκδ. σελ. 311
9. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη Άπαντα, Κριτική έκδοση Ν. Τριανταφυλλόπουλος, έκδ. Δόμος, Αθήνα 1997, τόμ. Β, σελ. 127
10. ένθ. ανωτ. σελ. 130
11. ένθ. ανωτ. σελ. 132
12. ένθ. ανωτ. σελ. 133
13. ένθ. ανωτ.
14. Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, έκδ. Ε. Καζαντζάκη, Αθήνα 1965, Θ’ έκδ. σελ. 66
15. ένθ. ανωτ. σελ. 50
16. ένθ. ανωτ.
17. ένθ. ανωτ. σελ. 51
Ι8. ένθ. ανωτ. σελ. 28-29
19. ενθ. ανωτ. σελ. 38
20. ένθ. ανωτ. σελ. 36
21. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ένθ. ανωτ. σελ. 126
22. ένθ. ανωτ. σελ. 130
23. ένθ. ανωτ.
24. ένθ. ανωτ.
Ο εξευρωπαϊσμός της Ελλάδος
Πριν προχωρήσω όμως στην καθ’ εαυτό ανάπτυξη του θέματός μου, θα ήθελα να δούμε για λίγο τον «χώρο» στον οποίο μεγάλωσε ο Παπαδιαμάντης και βέβαια και τον τρόπο ζωής του κληρονόμησε ο Καζαντζάκης.
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη για τον ελληνισμό, ήτοι το 1851, και βέβαια μεγάλωσε σε μια εποχή κατά την οποία γινόταν επίσημες διεργασίες για τον πολιτιστικό Εκσυγχρονισμό της Ελλάδος, που ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό, και αυτός ο πολιτιστικός εκσυγχρονισμός ταυτόχρονα είναι και προδοσία έναντι όλου του πολιτιστικού πλούτου του Γένους.
Τελευταία διάβασα δύο καταπληκτικά κείμενα, ήτοι το βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα με τίτλο «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα (1820-1880)», που είναι από τα εγκυρότερα επιστημονικά βιβλία πάνω στο θέμα αυτό, και ένα κείμενο της Ευθυμίας Μαυρομιχάλη με τίτλο «Οι καλλιτεχνικοί σύλλογοι και οι στόχοι τους (1880-1910)». Και τα δύο αυτά κείμενα, χωρίς να αναφέρονται στον Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τα πλαίσια μέσα στα οποία έζησε και μεγάλωσε, αλλά και κοιμήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και νομίζω δείχνουν την μεγαλωσύνη αυτού του ανθρώπου.
Η Έλλη Σκοπετέα στο βιβλίο της εκθέτει διεξοδικά το γεγονός ότι μετά την Επανάσταση του 1821 παρατηρείται στον ελληνικό χώρο μια προσπάθεια απογαλακτισμού της Ελλάδος από την έως τότε παράδοσή της και την προσάρτησή της στην Ευρώπη. Οπότε με όλες τις διεργασίες που έγιναν προσπάθησαν οι Ευρωπαίοι να αναπτύξουν μια καινούρια ιδεολογία και μια νέα συνείδηση στους Έλληνες πολίτες του Ελληνικού Κράτους. Η διεξοδική ανάπτυξη της διαφοράς μεταξύ των Ελλήνων και των Ελλαδιτών, η προσπάθεια ορισμού των συνόρων του νέου Κράτους, οι διαμάχες μεταξύ των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων και η τελική νίκη των αυτοχθόνων, η διάκριση μεταξύ «των μέσα και έξω Ελλήνων» και η διαφορά μεταξύ Επτανησίων και Φαναριωτών δείχνει την διπολικότητα των κατοίκων που ζούσαν στο Ελληνικό Βασίλειο. Παρατηρείται μια προσπάθεια να αποκτήσουν οι Έλληνες ευρωπαϊκή ταυτότητα μέσα από την γλώσσα, την θρησκεία και την Παιδεία. Με πολλές προσπάθειες κατασκευαζόταν ένα «πρότυπο Βασίλειο», το ελληνικό Κράτος, το οποίο ταυτιζόταν με το εθνικό Κράτος, και το οποίο «άρχιζε στην ουσία από το σημείο μηδέν»1. Το κενό που άφηνε η απομάκρυνση του Τούρκου καταχτητή έπρεπε να καλυφθή. «Επείγε η ανάγκη της αυτοτελούς πλέον επεξεργασίας μιας νέας συνείδησης, στο νέο πλαίσιο αναφοράς που ήταν το εθνικό κράτος»2. Μάλιστα ο Σπυρίδων Τρικούπης ως εξής καταγράφει το διπλό χαρακτηρισμό της Επανάστασης του 1821: «επανάστασις και αποστασία»3. Και βέβαια «η κατεύθυνση την οποία ακολούθησε το Βασίλειο ήταν δεδομένη: εξομοίωση με την Ευρώπη»4 και μάλιστα την Ευρώπη του διαφωτισμού, που σαφώς απομακρυνόταν από τον ορθόδοξο φωτισμό.
[…]
Ορθοδοξία και Πουριτανισμός
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ιστορική Εκκλησία, που αποτελεί συνέχεια του πρώτου Χριστιανισμού, όπως τον διέσωσαν οι Απόστολοι, οι Αποστολικοί Πατέρες, οι μεγάλοι Πατέρες, οι Μάρτυρες και Ομολογητές, οι Όσιοι και ασκητές. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος είναι το αντικείμενο της αγάπης του Θεού. Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, με την διαφορά ότι οι άνθρωποι ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση εκλαμβάνουν και βιώνουν την αγάπη του Θεού κατά διαφορετικό τρόπο, είτε ως Κόλαση είτε ως Παράδεισο. Η αμαρτία εκλαμβάνεται ως ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως, και επομένως η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού έγινε για να θεραπεύση τον άνθρωπο και να τον ελευθερώση από τα συμπτώματα της αμαρτίας που είναι ο θάνατος και η φθορά. Επίσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύουμε ότι η τελική κρίση θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ότι ο Θεός έδωσε την κρίση στον Χριστό που θα την εξασκήση κατά την Δευτέρα Παρουσία. Έτσι η Εκκλησία δεν εκλαμβάνεται ως νομικό κατασκεύασμα, ούτε ως ιδεολογικό σωματείο για τους καθαρούς και άγιους, αλλά ως το πνευματικό νοσοκομείο θεραπείας των αμαρτωλών και μετανοούντων. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μελών της Εκκλησίας είναι η αγάπη, η ταπείνωση, η μετάνοια και η αυτομεμψία.
Η Μεταρρύθμιση που παρατηρείται στην Δύση ως αντίδραση στο σκληρό πνεύμα του Παπισμού δημιούργησε μια καινούρια επανάσταση και βέβαια είχε σχέση με την Αναγέννηση που είχε προηγηθή από αυτήν και τον Διαφωτισμό που ακολούθησε την Μεταρρύθμιση. Οι Προτεστάντες απέρριψαν ολόκληρη την Παράδοση, ήτοι τα μυστήρια, τις λειτουργικές τέχνες και κράτησαν μόνον την Αγία Γραφή. Καλλιέργησαν τον Ορθολογισμό και βεβαίως εξέφρασαν τον απόλυτο προορισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως προορισμένοι ή για την σωτηρία ή για την καταδίκη. Μέσα στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκε ο ευσεβισμός, ως προσπάθεια της καθαρότητος των αισθήσεων, χωρίς άλλη προσπάθεια καθάρσεως της καρδιάς, και ο Πουριτανισμός.
Με τον όρο Πουριτανισμό εννοούμε τους Καλβινιστές της Αγγλίας που παρουσιάσθηκαν εκεί όταν βασίλευε η Ελισάβετ (1558-1603). Την εποχή εκείνη εισήχθησαν στην Αγγλία τα καθολικά στοιχεία και τότε οι Καλβινιστές της Αγγλίας αντέδρασαν και έτσι κατήργησαν τον επισκοπικό βαθμό, γενόμενοι «πρεσβυτεριανοί» και διαμόρφωσαν την διδασκαλία τους και την λατρεία τους κατά τα καλβινιστικά πρότυπα, απέκτησαν σιωπηλό, σκυθρωπό και πεισματώδη χαρακτήρα7.
Φαίνεται στα όσα συνοπτικώς εξέθεσα πιο πάνω η διαφορά μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Πουριτανισμού. Κυρίως θα ήθελα να επικεντρώσω αυτήν την διαφορά σε δύο σημεία, γιατί αυτό θα μας βοηθήση στα όσα θα εκτεθούν πιο κάτω σχετικά με τον Παπαδιαμάντη και τον Καζαντζάκη. Το ένα είναι ότι οι Προτεστάντες Πουριτανοί στηρίζονται στον Σταυρό του Χριστού, ενώ η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως δια του Σταυρού. Και το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι Πουριτανοί χωρίζουν τους ανθρώπους διαλεκτικώς σε καλούς και κακούς, απορρίπτοντας τους μεν και εκθειάζοντας τους δε, ενώ οι Ορθόδοξοι, επειδή δεν δέχονται τον απόλυτο προορισμό, θεωρούν την αμαρτία ως ασθένεια που ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, και ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο μέσα στο οποίο κατά διαφόρους βαθμούς δεχόμαστε, με την ελεύθερη θέλησή μας, την θεραπεία, δια της ακτίστου Χάριτος του Θεού.
«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και η «Εξοχική Λαμπρή»
Ύστερα από όσα ανέφερα προηγουμένως θα προχωρήσω να εντοπίσω τα δύο κεντρικά σημεία της διαφοράς μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Πουριτανισμού στους δύο αυτούς συγγραφείς, δηλαδή στον Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη, και μάλιστα στα δύο συγκεκριμένα έργα τους «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Εξοχική λαμπρή», Θα μπορούσα να επεκτείνω το θέμα σε άλλα σημαντικά κείμενά τους αλλά χάριν οικονομίας χρόνου θα περιορισθώ σε αυτά.
Κατ’ αρχάς ο τίτλος των δύο διηγημάτων προσδιορίζει την διαφορά.
Ο Καζαντζάκης αρχίζει το έργο του με αναφορά στην αναπαράσταση της σταυρώσεως του Χριστού και συνεχίζει να περιγράφη τον σταυρό που σήκωνε ο λαός της συγκεκριμένης εκείνης εποχής που πεινούσε, σε σχέση με την άρχουσα τάξη της εποχής τους. Ο σταυρός είναι το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του και τον βλέπει χωρίς την ανάσταση. Αυτό το βλέπουμε και στο βιβλίο του «Ο φτωχούλης του Θεού», όπου παρουσιάζεται ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, εκφραστής του δυτικού Χριστιανισμού, να ανέρχεται στον υψηλότερο βαθμό της πνευματικής ζωής όταν «ο φτερωτός Σταυρωμένος» τον άγγιξε σαν μια αστραπή. Ο Φραγκίσκος φώναζε: «Ακόμα! Ακόμα! Θέλω ακόμα! Κι η θεία φωνή από πάνω του: Μη ζητάς παραπέρα. εδώ σταματάει ο ανήφορος του ανθρώπου, στην Σταύρωση». Και όταν ο Φραγκίσκος κραύγαζε απελπισμένα: «Θέλω παραπέρα, την Ανάσταση», η φωνή του Χριστού του αποκρινόταν: «Αγαπημένε Φραγκίσκο, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ανάσταση είναι ένα». Και όταν έφυγε ο φτερωτός σταυρωμένος Χριστός, τότε έτρεχε το αίμα από τα πόδια και τα χέρια του Φραγκίσκου, «και στο πλευρό του έτρεχε μια ανοικτή φαρδιά πληγή, θαρρείς καμωμένη από λόγχη»8.
Αντίθετα ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Εξοχική λαμπρή» περιγράφει την ορθόδοξη ατμόσφαιρα της εορτής της Αναστάσεως, που έγινε κατά τρόπον παραδοσιακό, στα Καλύβια. Έψαλαν τον Κανόνα στην Εκκλησία και ύστερα «ήναψαν τας λαμπάδας κ εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν’ ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτιχήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων, <των> υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών άνθεων της αγραμπελιάς»9. Οι χωρικοί κοινώνησαν και στην συνέχεια «περί την μεσημβρίαν, μετά την Β Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους παρά την δροσεράν πηγήν»10. Έφαγαν και ήπιαν. «Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο»11. Ο μπαρμπα-Κίτσος έψαλε το Χριστός ανέστη, αλλά παρά την ιδιορρυθμία της ψαλμωδίας «ουδείς ποτέ έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού»12. Και «περί την δείλην είχεν άρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος»13.
Δηλαδή, ενώ ο Καζαντζάκης περιγράφει μια πνευματική ζωή γεμάτη αγωνία και σταύρωση, πληγές και αίματα, όπως φαίνεται και σε άλλα κείμενά του, ήτοι στην «Ασκητική» του, εν τούτοις ο Παπαδιαμάντης επιμένει στην Ανάσταση του Χριστού, που την πανηγυρίζει ολόκληρη η φύση, αλλά και την χαίρονται οι άνθρωποι με ιλαρότητα, φυσικότητα και πολύ ομορφιά.
Στα κείμενα αυτών των δύο μεγάλων λογοτεχνών μας παρουσιάζεται και το δεύτερο σημείο που ανέφερα πιο πάνω. Συγκεκριμένα ο Καζαντζάκης χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, με βάση την πουριτανική ηθική, που στηρίζεται στον απόλυτο προορισμό και τον ευσεβιστικό ανθρωπισμό, ενώ ο Παπαδιαμάντης αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους με στοργή και αγάπη. Δεν αμνηστεύει τα ελαττώματά τους, αλλά τα βλέπει μέσα σε όλη την προοπτική της προσωπικότητός τους καθώς επίσης τα αφήνει στην Πρόνοια, το έλεος και την κρίση του Χριστού. Δεν αποσπά ανθρωποκεντρικά και αυτάρεσκα την κρίση από τον Χριστό.
Επίσης, και στα δύο αυτά κείμενα παρουσιάζονται και ερμηνεύονται διάφορες ενέργειες δύο ζευγών Ιερέων. Στον Καζαντζάκη περιγράφεται ο παπα-Φώτης και ο παπα-Γρηγόρης, στον δε Παπαδιαμάντη ο παπα-Κυριακός και ο παπα-Θοδωρής. Ο Καζαντζάκης είναι απόλυτος και τους ερμηνεύει μέσα στο σχήμα ο καλός και ο κακός. Ο Παπαδιαμάντης δεν θέτει τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τα ελαττώματα αλλά τελικά τονίζει την μετάνοια και το ορθόδοξο ήθος.
Στον Καζαντζάκη ο παπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται «φαταούλας»14, «τραγογένης»15, «θεομπαίχτης», «ψεύτης»16, είναι παπάς «με την γεμάτη κοιλιά... με τα διπλά προγούλια»17. Γράφει έντονα απαξιωτικά και καταδικαστικά για τον παπα-Γρηγόρη. Το ίδιο πνεύμα παρατηρείται και στους άλλους χωριανούς, όπως τον γερο-Πατριαρχέα, τον Χατζή - Νικολή, τον γερο-Λαδά18, την Κατερίνα, την χήρα19 κλπ. Αντίθετα ο παπα-Φώτης, για τον Καζαντζάκη, ήταν ο καλός παπάς, που δεν έχει κανένα ψεγάδι επάνω του και αγωνίζεται για το ποίμνιό του που πεινούσε. «Μπροστάρης πήγαινε ένας παπάς ηλιομαυρισμένος, αδύναμος, με μεγάλα μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές κάτω από τα’ άγρια φρύδια, με αριά γκρίζα γένια σφηνωτά. Έσφιγγε στην αγκαλιά του ένα βαρύ Ευαγγέλιο ασημοδεμένο και φορούσε το πετραχήλι του»20. Είναι σαφής η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ καθαρών και μη καθαρών ιερέων. Πρόκειται για ένα καθαρό πουριτανισμό και ευσεβισμό.
Στον Παπαδιαμάντη, όμως, δεν παρατηρούνται τέτοιες διαλεκτικές αντιθέσεις. Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και όλοι έχουν στοιχεία και σημεία βδελυκτά ενώπιον του Θεού και αναζητούν το έλεος του Θεού. Αυτό φαίνεται στην «Εξοχική λαμπρή», στις αντιδράσεις μεταξύ του παπα-Κυριακού και του παπα-Θοδωρή, ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε ο παπα-Κυριακός στην εσφαλμένη είδηση του υιού του Ζάχου. Κάνοντας ο παπα-Κυριακός την Ανάσταση στα Καλύβια, έμαθε από τον γυιό του ότι ο παπα-Θοδωρής του έκλεβε τις λειτουργίες, που λειτουργούσε στον κεντρικό Ναό, ενώ, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν έκανε κάτι τέτοιο. Αναστατώνεται ο παπα-Κυριακός, ο οποίος, γνήσιος εκπρόσωπος του ελληνικού Κλήρου, «πλην μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά πάντα άμεπτος». Ο παπα-Κυριακός φαινόταν ως πλεονέκτης, γιατί ήθελε να μεγαλώση τα παιδιά του, λίγο δύσπιστος αλλά «ανοικτόκαρδος»21. Με την πληροφορία που του μετέφερε ο υιός του αγανάκτησε, δεν συγκρατήθηκε, αμάρτησε, έφυγε από την Εκκλησία, για να πάη εκείνη την ώρα να συλλάβη επ αυτοφόρω τον συνεφημέριό του, αλλά στον δρόμο, στον νερόμυλο, αισθάνθηκε την πτώση του και «ποιήσας το σημείον του σταυρού «ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον, μη με συνερισθής»22. Και στην συνέχεια: «ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. «Ω, Κύριε, είπεν ολοφύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης δια τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα»23. Επέστρεψε και έτσι τελείωσε την θεία Λειτουργία, όμως «αυτός δεν εκοινώνησε, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα»24.
Στον Παπαδιαμάντη δεν παρατηρεί κανείς ούτε ίχνος πουριτανισμού και ευσεβισμού, δεν χωρίζει τους Κληρικούς σε καλούς και κακούς, δεν κρίνει τον παπα-Κυριακό, αλλά και αυτήν την πτώση του την αντιμετωπίζει με συμπάθεια και την εντάσσει στο κλίμα της μετανοίας. Ο Παπαδιαμάντης εκφράζει την άποψη ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι έχουμε ανάγκη του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Μόνον ο Θεός είναι καθαρός και, με την απόλυτη σημασία της λέξεως, άγιος. «Εις μόνος άγιος, εις μόνος Κύριος. Ιησούς Χριστός». Αυτό το βλέπουμε σε πολλά κείμενά του, ιδίως στο «Έρωτας στα χιόνια» και «Χωρίς στεφάνι».
Ο Παπαδιαμάντης και ο Καζαντζάκης είναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οι οποίοι εκφράζουν και διατυπώνουν στα κείμενά τους εκφράσεις της κοινωνίας μας. Όμως διαφορετική είναι η προοπτική μέσα από την οποία παρατηρούν την κοινωνία μας, και βεβαίως εκφράζουν δύο ερμηνευτικές παραδόσεις. Αυτό φαίνεται σε όλο το έργο τους. Ο Καζαντζάκης έχει επηρεασθή από την θρησκευτικότητα που παρατηρείται στην Δύση, είτε με την μορφή του Παπισμού, είτε με την μορφή του Προτεσταντισμού, ενώ ο Παπαδιαμάντης έχει επηρεασθή από τις παραδόσεις του λαού, τους φιλοκαλικούς Πατέρες και το Άγιον Όρος, το πνεύμα και την ζωή της Ρωμηοσύνης.
Προσωπικά με ικανοποιεί αφάνταστα ο Παπαδιαμάντης. γιατί βλέπει τον κόσμο με φιλανθρωπία, αρχοντική αγάπη, τρυφερότητα και ευαισθησία, η οποία προέρχεται από την ορθόδοξη αυτομεμψία και νομίζω ότι, αν έβαζαν τον Παπαδιαμάντη να κρίνη τον Καζαντζάκη, θα τον άφηνε στο έλεος του Θεού. Αυτό δείχνει την πνευματική αρχοντιά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
πηγή
___________________________
1. Έλλης Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η «Μεγάλη Ιδέα», όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα, 1830- 1880 Aθήνα 1988. σελ. 30-31
2. ένθ. ανωτ. σελ. 31
3. ένθ. ανωτ. σελ. 39
4. ένθ. ανωτ. σελ. 44
5. ένθ. ανωτ. σελ. 274
6. βλ. Ευθυμίας Μαυρομιχάλη, Ο Γλύπτης Δημήτριος Ζ. Φιλιππότης, εκδ. Στρατή Γ. Φιλιππότη, Αθήνα 2003
7. Αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, σελ. 633
8 Νίκου Καζαντζάκη, Ο φτωχούλης του Θεού, εκδ. Ε. Καζαντζάκη. Αθήνα 1964. Ε1 εκδ. σελ. 311
9. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη Άπαντα, Κριτική έκδοση Ν. Τριανταφυλλόπουλος, έκδ. Δόμος, Αθήνα 1997, τόμ. Β, σελ. 127
10. ένθ. ανωτ. σελ. 130
11. ένθ. ανωτ. σελ. 132
12. ένθ. ανωτ. σελ. 133
13. ένθ. ανωτ.
14. Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, έκδ. Ε. Καζαντζάκη, Αθήνα 1965, Θ’ έκδ. σελ. 66
15. ένθ. ανωτ. σελ. 50
16. ένθ. ανωτ.
17. ένθ. ανωτ. σελ. 51
Ι8. ένθ. ανωτ. σελ. 28-29
19. ενθ. ανωτ. σελ. 38
20. ένθ. ανωτ. σελ. 36
21. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ένθ. ανωτ. σελ. 126
22. ένθ. ανωτ. σελ. 130
23. ένθ. ανωτ.
24. ένθ. ανωτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου