Εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσα σε όλες τις πόλεις της Αραβίας -τάχα πραγματευτής, στην πραγματικότητα αγγελιοφόρος του Προφήτη.
Μυστικός αγγελιοφόρος, γιατί ο Προφήτης και οι λίγοι πιστοί του Αλλάχ δεν ήταν ακόμα καλοδεχούμενοι από τους νοικοκυραίους, ούτε στη Μέκα, ούτε στη Μεδίνα, ούτε πουθενά. Έπρεπε να πηγαίνω τα μηνύματα του Προφήτη στους διάφορους φίλους του, να περιμένω την απάντησή τους – ενώ πούλαγα διάφορα μπιχλιμπίδια στα παζάρια, για ξεκάρφωμα- και να φεύγω σαΐτα για τη Μέκκα, ίσα που μάζευα τα ψιλολόγια μου, τα φόρτωνα στη Ντάρα, καβαλούσα κι εγώ την Αντάλα και δρόμο. Δε φοβόμουνα ότι θα με υποψιαστούν οι άνθρωποι των σεΐχηδων, περισσότερο από ανεμυαλιά, παρά από αφοβιά.
Δε γνώριζα τι έγραφαν τα μηνύματα που έκρυβα πότε σε κάποια δίπλα του μανδύα μου, πότε στο κεφαλοπάνι, πότε στη σέλα της Ντάρα, πότε ανάμεσα στα στημόνια της κουρελούς που έστρωνα για να πλαγιάζω τις νύχτες κάτω από τ’ αστέρια. Δεν άνοιξα ποτέ τους μικρούς κυλινδρικούς παπύρους, άλλωστε δεν είχε νόημα – γιατί δεν ήξερα να διαβάζω. Πολλές φορές όμως έπρεπε να αποστηθίζω ένα ακαταλαβίστικο λογύδριο και να το απαγγέλω στον αποδέκτη του. Εκείνος με άκουγε σοβαρός και σιωπηλός, όταν τελείωνα κουνούσε το κεφάλι με νόημα, κοιτάζοντάς με κατάματα, μουρμούριζε ένα «ας είναι δοξασμένο το όνομα του Αλλάχ!» και έδινε διαταγές για το φαγητό και τον ύπνο μου. Την άλλη μέρα την περνούσα στο παζάρι -εκτός αν είχα να επισκεφτώ κάποια μικρή κόρη της ερήμου. Όταν ο φίλος του Προφήτη ήταν έτοιμος, με φώναζε, καθόμαστε στα μαξιλάρια, κι αφού περνούσε η συνηθισμένη ατελείωτη ώρα της σιωπηλής σοβαρότητας, μου έλεγε: «Όλοι οι πιστοί άκουσαν το μήνυμα του Προφήτη – ας είναι δοξασμένο το όνομα του Αλλάχ! Να διαβιβάσεις στον Προφήτη ότι θα γίνει ό,τι πρόσταξε, αν θέλει ο Αλλάχ! Καλή στράτα, ειρήνη και ευτυχία σε σένα!» Ανταλλάσαμε εγκάρδιους χαιρετισμούς (με σιωπηλές και αργές υποκλίσεις) χωρίς να ταράζεται καθόλου το πρόσωπό μας, και έβγαινα στον καθαρό αέρα.
Αυτή η δουλειά είχε γίνει καμιά σαρανταριά φορές – κι άλλες τόσες είχα παραδώσει γραφές. Πολλές φορές μάλιστα έπρεπε να φτάσω σε τρεις, πέντε ή και δέκα διαφορετικούς προορισμούς, με το ίδιο μήνυμα. Παρόλα αυτά, κανένας δε φάνηκε να με υποψιάζεται, κι ας μην έπαιρνα ιδιαίτερες προφυλάξεις. Διέσχιζα την έρημο με την κόκκινη και την τριανταφυλλένια άμμο τραγουδώντας – όχι ύμνους στον Αλλάχ, αλλά χαρούμενα τραγουδάκια για μικρές ελαφίνες και αντιλόπες και φοραδίτσες. Το μυαλό μου ήταν καθαρό, δεν το σκότιζαν έγνοιες: έκανα τη δουλειά που μου εμπιστευόταν ο Προφήτης, δόξαζα τον Αλλάχ όπως μας είχε μάθει – αν και συνήθως ξεχνούσα τις περισσότερες από τις πέντε ημερήσιες προσευχές, δηλαδή τις ξεχνούσα όλες όταν ήμουν μόνος στο δρόμο ή όταν δεν βρισκόμουν στο σπίτι κάποιου πιστού. Κατά τα άλλα μου άρεσαν τα όμορφα πράγματα της ζωής: τα άλογα (δεν είχα αποκτήσει ακόμα), οι καμήλες (είχα δύο, τη Ντάρα και την Αντάλα) και οι γυναίκες (είχα τρεις στο πατρικό μου σπίτι, υπό την επίβλεψη της μητέρας μου – και μου μεγάλωναν τέσσερις γιούς και δυο κόρες).
Κανονικά έπρεπε να δείχνω χαρακτήρα και να φυλάγω τη δύναμή μου γι’ αυτές, σύμφωνα με την θέληση του Αλλάχ και τις οδηγίες του Προφήτη. Αλλά επισκεπτόμουν το σπίτι μου μονάχα κάθε δύο ή και περισσότερους μήνες. Δεν ήμουν πια την πρώτη νεότητα, ήμουν ήδη είκοσι πέντε, αλλά ένοιωθα το αίμα μου να βράζει και την καρδιά μου να κλωτσάει σαν πουλάρι κάθε φορά που έβλεπα μια μικρή φελάχα να πλένει τη μπουγάδα της στις πέτρινες γούρνες δίπλα από το πηγάδι του χωριού – δηλαδή τι λέω μία, συνήθως ήταν μισή ντουζίνα από κάθε σπίτι. Σκυμμένες, με τις μαντίλες να γλιστρούν καμιά φορά από τα κεφάλια, γονατισμένες στις πέτρες, να τρίβουν τα ρούχα, να μιλάνε ακατάπαυστα, σαν τις καρδερίνες, να τραγουδάνε, να γελάνε – και να κοιτάζουν πολύ προσεκτικά τον ψιλόλιγνο πραματευτή που έφτασε στο χωριό τους ή τη γειτονιά τους. Όταν συνειδητοποιούσαν πως μελετούσα πια το χρώμα των ματιών τους – να σκύβουν βιαστικά το κεφάλι και να τραβούν τη μαντίλα χαμηλά, μέχρι τα φρύδια. Και ήταν οι περισσότερες έτοιμες για τον άντρα, άλλη δεκατέσσερα, άλλη δεκαπέντε, άλλη δεκάξι… Συνήθως τις επέβλεπε και τις μάλωνε κάποια ηλικιωμένη, είκοσι πέντε και τριάντα χρόνων, αλλά ποιος μπορεί να συγκρατήσει τον άνεμο, ποιος μπορεί να φυλακίσει τον ήλιο, ποιος μπορεί να εμποδίσει το ποτάμι να φέρει τα νερά του στη μεγάλη θάλασσα;
Ο πραματευτής έχει αυτή την ευλογία από τον Αλλάχ, έρχεται εύκολα σε επαφή με τις γυναίκες. Εννιά στις δέκα φορές, δυστυχώς, με τις μεγάλες, τις τριαντάρες που έχουν ήδη αποκτήσει έξι και οχτώ και δέκα γιούς και θυγατέρες και έχουν χάσει πια τη λυγεράδα της τίγρης και τη σβελτάδα της αγριόγατας και το απρόβλεπτο της φωτιάς που τριζοβολάει όταν τη χαϊδεύει ο νυχτερινός αγέρας και τινάζει τις σπίθες της στους ταξιδιώτες που την άναψαν. Αλλά κι αυτές τις γυναίκες, που φυσιολογικά έχουν κλείσει τον ερωτικό τους κύκλο, τις έχει κάνει ο Αλλάχ να συμπεριφέρονται σαν τις δωδεκάχρονες αδερφές τους, δηλαδή χωρίς κουκούτσι μυαλό μες το κεφάλι τους. Και δεν μιλάω για τις χήρες, αλλά για παντρεμένες γυναίκες που οι άντρες τους δεν λείπουν καν, αλλά φαίνεται πως τις παραμελούν – αλλά και πώς να ασχοληθεί ένας άντρας με μια γυναίκα που την κατέχει ήδη δεκαπέντε και είκοσι χρόνια και του έχει γεννήσει τόσα παιδιά, όταν έχει στη διάθεσή του όσες νεαρές πυρωμένες καμηλίτσες μπορεί να σηκώσει το πουγκί του; Και δεν είναι άδικο για τις γυναίκες αυτό, συμβαίνει γιατί οι άντρες σκοτώνονται στις μάχες και στους δρόμους και στα εμπόρια και στην αγωνία της ζωής και διαρκώς λιγοστεύουν, ενώ ο αριθμός των γυναικών αυξάνεται δυσανάλογα. Ο Αλλάχ, μέσα στη σοφία του, θέλησε να ανταμείψει με κάποιον τρόπο τον άντρα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να πεθάνει – και του έδωσε την ευλογία, όσο ζει να χαίρεται πολλές γυναίκες. Με τον τρόπο αυτόν ευνοούνται και οι γυναίκες και αποκτούν παιδιά και γνωρίζουν τον έρωτα, ενώ αν έμενε ένας με μία, οι περισσότερες θα πέθαιναν παρθένες – και πολλοί άντρες θα μελαγχολούσαν και θα παραμελούσαν την επιστήμη και τις τέχνες και το εμπόριο και τις προφητείες, κι έτσι η ζωή θα φτώχαινε. Όπως λέμε εμείς οι φίλοι του Προφήτη, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Αλλάχ!
Έλεγα για τις αφελείς γυναίκες και τον πραματευτή, δηλαδή εμένα, τον ταπεινό αγγελιοφόρο και υπηρέτη του Προφήτη. Κάποιες φορές τα πράγματα είναι δύσκολα και χρειάζεται μεγάλη υπομονή (που έχω) και πολύς χρόνος (που, συνήθως, έχω) μέχρι να φτάσουμε στο σκοπό μας, δηλαδή να λυθεί η ζώνη, να ελευθερωθούν τα μαλλιά, να τρεμοπαίζουν τα χείλη και τα χέρια να σχηματίζουν το εφήμερο αλλά πανένδοξο στεφάνι τους γύρω από τον άντρα. Αυτό είναι το εύκολο, γιατί δεν είναι παρά ο ίδιος ο νόμος της φύσης που επιβάλει τον έρωτα στους ανθρώπους. Το δύσκολο είναι η παράκαμψη των εμποδίων που επινοούν οι άνθρωποι, δηλαδή οι άντρες, για να περιφρουρήσουν την τιμή τους, δηλαδή την ιδιοκτησία τους, τις γυναίκες.
Ευχαρίστως θα μιλήσω για αυτά τα εμπόδια – και το κυριότερο, θα σας εξηγήσω πως τα υπερπηδά ο αποφασισμένος για τον έρωτα πιστός του Αλλάχ. Αρκεί να μου μηνύσετε πως σας ενδιαφέρουν οι ιστορίες που σας λέω… Γιατί, τι νόημα έχει μια αφήγηση όταν δεν την ακούει κανένας; Κι αν με ρωτήσετε «καλά βρε Ιμπν Μπακρ», ξέχασα να σας αναφέρω πως αυτό είναι το όνομά μου, «και με τις δικές σου γυναίκες τι γίνεται;» Στην ερώτηση αυτή υπάρχει απάντηση, αν και δεν είναι πολύ εύκολη… Η αφήγηση και η ακρόαση μιας καλοειπωμένης ιστορίας βρίσκονται ανάμεσα στα μεγαλύτερα δώρα που χάρισε ο Αλλάχ στους ανθρώπους. Ξεκινάω λοιπόν τις αφηγήσεις μου, με τη βοήθεια του Αλλάχ. Είθε, στο τέλος να είστε κι εσείς ευχαριστημένοι, όπως θα είμαι κι εγώ, έχοντας ξαναζήσει με την αφήγηση για μια επιπλέον φορά, όσα μου έτυχαν να ζήσω μονάχα μια στην πραγματικότητα.
Υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή