Γιατί στις μέρες μας, ο συγγραφέας Ντέιβιντ Χέρμπερτ Ρίτσαρντς Λόρενς, «δράστης» του ξορκισμένου για την Αγγλία των αρχών του 20ού αιώνα βιβλίου «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον; Γιατί ο βρετανικός Τύπος ασχολείται ξανά μαζί του; Γιατί τα θέατρα (και ελληνικά – Θέατρο Ορφέας) φιλοξενούν το έργο που αμφισβητήθηκε όσο κανένα άλλο; Φταίει η σύνθετη σκέψη του συγγραφέα για τις ανθρώπινες σκέψεις και τις ανάγκες του σώματος, ή μήπως οι λέξεις που αναδεικνύει μέσα από τα κείμενά του; Ο Λόρενς κάποιες στιγμές θυμίζει Ιψεν. Και ο Ιψεν επικρίνει το ολέθριο του υποχρεωτικού γάμου. Η γυναίκα δεν μπορεί να στερείται την κοινωνική και εσωτερική ελευθερία. «Είναι ναυαγοί», γράφει στην Κωμωδία του Έρωτα. «Κι όμως, φαίνονται σαν Κροίσοι στην ευτυχία τους. Αυτοεξορίστηκαν από τον Παράδεισο – βυθίστηκαν ώς τα αυτιά μέσα στο θειάφι της Κόλασης, αλλά ο καθένας τους με ευχαρίστηση αυτοαποκαλείται ιππότης της Εδέμ». Ο Λόρενς από την πλευρά του σπρώχνει τη λαίδη Τσάτερλι στην αγκαλιά του εραστή. Την αποσυνδέει από τον σύζυγο-σακάτη. Την κάνει να γλιστρά στις ορέξεις του σώματος, μα και της ψυχής. «Απεταξάμην την υποκρισία», θα μπορούσε να φωνάξει σήμερα. Ποιος είναι τελικά ο καλός; Οι πρωταγωνιστές του Ιψεν ή η λαίδη Τσάτερλι και πώς ένας συγγραφέας αποδέχεται με τόσο πείσμα και χωρίς να υποχωρήσει ούτε βήμα από τη συγγραφική κοσμοθεωρία του να ζήσει με ένα βιβλίο απαγορευμένο στο προσκεφάλι του;
«Δεν πρόκειται να δημοσιευτεί ποτέ, αλλά εγώ δεν θα κάνω την παραμικρή περικοπή», είχε πει τότε ο Λόρενς που δεν δίσταζε να περιγράφει, κάθε άλλο παρά κομψά, τις σεξουαλικές σκηνές της λαίδης με τον εραστή της. Η λέξη αιδώς, αρχαιοελληνική, με ερμηνεία πολυποίκιλη και διασταλτική, ήταν αυτή που προσκολλήθηκε σαν βδέλλα στην αριστερή ωμοπλάτη του Λόρενς. Θα μπορούσαμε δειλά να θυμηθούμε τον Καβαφικό στίχο «…χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ, μεγάλα και υψηλά έκτισαν γύρω μου τείχη» και να υποθέσουμε ότι ο Λόρενς υποχρεώθηκε να ζει σε περίκλειστα τείχη… Το βιβλίο πήρε την άδεια να κυκλοφορήσει την 3η Νοεμβρίου του 1960 και ο Τύπος εκείνης της εποχής δημοσίευσε πρωτοσέλιδες φωτογραφίες ανδρών στο τρένο που το διαβάζουν με βλέμμα απαστράπτον και γύρω τους λαθραναγνώστες-μιμητές αναστεναγμών. Ο Λόρενς όμως ήταν νεκρός από το 1930.
Συγγραφείς, όπως ο Γκράχαμ Γκριν ή ο Χάξλεϊ, επέκριναν τη βρετανική κυβέρνηση. Είχε απαγορεύσει με δικαστική απόφαση το βιβλίο, χαρακτηρίζοντάς το πορνογραφικό υλικό. Οι εκδόσεις «Πένγκουιν» (ανέλαβαν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα και φυσικά να εκδώσουν το βιβλίο) κάλεσαν στο δικαστήριο όλη την ελίτ της βρετανικής διανόησης της εποχής για να πει το αυτονόητο: Είναι παραλογισμός να θεωρηθεί πορνογραφική εργασία η μυθιστορηματική δουλειά μιας ιδιοφυΐας. Ο Άλντους Χάξλεϊ αποκάλεσε το βιβλίο έργο τέχνης που κινδυνεύει να τεθεί εκτός κυκλοφορίας, επειδή ο συγγραφέας του κατέφυγε σε λέξεις κολάσιμες για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής… Πενήντα χρόνια μετά την πολύκροτη δίκη, το υλικό που χρησιμοποιήθηκε και φυλάσσεται στο αρχείο του Μπρίστολ δίδεται αυτές τις μέρες στη δημοσιότητα. Παράλληλα επανακυκλοφορεί και το βιβλίο. «Ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλι» πούλησε πάνω από τρία εκατομμύρια αντίτυπα σε διάστημα τριών μηνών από την ημέρα της ανακοίνωσης της άρσης της απαγόρευσης. Το αποτέλεσμα εκείνης της δίκης υπήρξε ίσως το ερέθισμα για να δημιουργηθεί το θερμοκήπιο της ελεύθερης γραφής που ζούμε ώς τις μέρες μας χωρίς κανείς να «σεμνύνεται» τόσο για την ορολογία του σεξ.
Προφανώς η δικαίωση είναι πολλές φορές αποτέλεσμα στοιχειώδους ωριμότητας των αρχών. Εχουν όμως προηγουμένως ποδοπατηθεί προσωπικότητες που έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια ως διαφθορείς. Οι απόψεις του Λόρενς δημιούργησαν μπαράζ εχθρών και η λογοκρισία ή ο ζήλος των «φυλάκων» των ηθικών αρχών της εποχής -οι ίδιοι διέπρατταν πολύ χειρότερα- τον οδήγησαν σε ένα είδος επιλεκτικής εξορίας, σ’ έναν τραχύ τρόπο ζωής. Την εποχή του θανάτου του, ο Λόρενς ήταν ένας αμετανόητος πορνογράφος που λέκιασε το συγγραφικό του ταλέντο. Πολύ αργότερα ήρθε η δικαίωση, η αποκατάσταση, η εξιλέωση ενός κατεστημένου που στο όνομα μιας λουστραρισμένης ηθικής σταύρωσε τον οραματιστή εκπρόσωπο της αγγλικής λογοτεχνίας. Αν ζούσε σήμερα ο Λόρενς κι αν χρειαζόταν να φανταστεί μια νέα λαίδη Κόνστανς, ίσως κάπου έγραφε, στο κομπιούτερ του πια: Αγαπώ σημαίνει ζω μες στην αέναη συνύπαρξη του τρόμου και του θαύματος… ίσως γιατί στην εποχή του το θαύμα όφειλε να παραμένει έγκλειστο μέσα στα θλιβερά, δίχως έρωτα δωμάτια.
Απο την ελληνική παράσταση στο θεατρο
Καλό.
ΑπάντησηΔιαγραφή